του Σταμάτη Μαμούτου της «Φανταστικής Λογοτεχνίας»
Ο Μάρλον Μπράντο αποτελεί αναμφίβολα έναν θρύλο της υποκριτικής, που συνέδεσε το όνομά του με σημαντικές κινηματογραφικές παραγωγές και θεατρικές παραστάσεις. Ωστόσο για τους ακροατές των ρευμάτων του σκληρού ήχου, καθώς επίσης και για τους κοινωνικούς επιστήμονες, ο συγκεκριμένος ηθοποιός παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, μεταξύ των άλλων, και λόγω του γεγονότος ότι πρωταγωνίστησε σε μια κινηματογραφική ταινία, η οποία εξακολουθεί να αποτελεί σημείο αναφοράς του rock κινήματος από την δεκαετία του 1950 μέχρι και σήμερα. Ασφαλώς αναφέρομαι στην ταινία «The Wild One», που στην χώρα μας προβλήθηκε υπό τον τίτλο «Ο Ατίθασος».
«Ο Ατίθασος» είναι ένα κινηματογραφικό έργο του 1953, σκηνοθετημένο από τον Λάζλο Μπένεντεκ, με πρωταγωνιστές τον Μάρλον Μπράντο και τον Λι Μάρβιν. Πρόκειται για την πρώτη απόπειρα να αποτυπωθεί στην μεγάλη οθόνη η κουλτούρα και ο τρόπος ζωής των μηχανόβιων συμμοριών της βόρειας Αμερικής. Το σενάριο της ταινίας βασίστηκε στο διήγημα του Φρανκ Ρούνεϊ, το οποίο φέρει τον τίτλο «The Cyclists Raid».
Ο Ρούνεϊ είχε εμπνευστεί την υπόθεση του διηγήματος διαβάζοντας ανταποκρίσεις των κεραυνοβολημένων αμερικανικών media από την εμφάνιση των πρώτων μηχανόβιων συμμοριών, τον Ιούλιο του 1947, στο Χούλιστερ της California. Η αρρενωπά άγρια συμπεριφορά των μοτοσικλετιστών, φωτογραφίες που τους έδειχναν σε αλήτικες πόζες με τα χέρια κρεμασμένα από τους αντίχειρες σε τσέπες στενών παντελονιών, το ντύσιμο με τα ξεφτισμένα δερμάτινα μπουφάν, με μαντήλια στους λαιμούς και με σκονισμένες αρβύλες, καθώς και η φημολογούμενη τάση τους να καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες αλκοολούχων ποτών, έφερε την «καθωσπρέπει» αστική αμερικανική κοινωνία ενώπιον ενός ανησυχητικού για εκείνη φαινομένου που θα συνέχιζε να αναπαράγεται μέχρι τις μέρες μας.
Είναι γεγονός ότι η μηχανόβια κουλτούρα έχει συνδεθεί σε πολλές περιπτώσεις με παραβατικές συμπεριφορές του οργανωμένου εγκλήματος. Εντούτοις, δεν απώλεσε ποτέ ως τώρα την ουσία του πυρήνα της. Δηλαδή, τις ιδέες που προδιαγράφουν τον προσανατολισμό προς έναν ρομαντικά άγριο, ανδροπρεπή και επαναστατικό rock τρόπο ζωής.
Κατά την δεκαετία του ’50, όταν και προβλήθηκε στην μεγάλη οθόνη η ταινία «The Wild One», η μηχανόβια κουλτούρα συνδέθηκε με την Rock’n’Roll μουσική. Ο σκληρός ήχος, από τις απαρχές του κιόλας, ήταν εμφανές ότι θα αποτελούσε την μουσική έκφραση μιας νεολαιίστικης πολιτιστικής εξέγερσης. Μιας εξέγερσης που, μολονότι στρεφόταν κατά του αστικού τρόπου ζωής δεν σχετιζόταν με τα αριστερά κοινωνικά κινήματα. Μιας εξέγερσης με αναφορές σε αισθητικά και ηθικά πρότυπα. Μιας επανάστασης χωρίς αιτία, όπως μαρτυρούσε και ο τίτλος της άλλης ιστορικής κινηματογραφικής ταινίας εκείνης της εποχής στην οποία πρωταγωνίστησε ο Τζέημς Ντην, αλλά με αισθητικές αναφορές, με ηθικές αναζητήσεις και με κοινωνικές εκδηλώσεις. Κοντολογίς, μιας επανάστασης νεορομαντικής.
Εφόσον αναφέρθηκα στη νεορομαντική υπόσταση της επανάστασης του rock τρόπου ζωής οφείλω να διευκρινίσω το πώς χρησιμοποιώ τον όρο. Στην πεδίο των κοινωνικών επιστημών πολλοί όροι έχουν διαφορετική σημασία από εκείνη που αποκτούν στην καθομιλουμένη γλώσσα της καθημερινότητας. Ένας από τους όρους αυτούς είναι και ο Ρομαντισμός. Ο Ρομαντισμός υπήρξε ένα πνευματικό κίνημα, που από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα μέχρι και το πρώτο του 19ου, άπλωσε την επιρροή του σε ολόκληρο το φάσμα του δυτικού κόσμου. Επρόκειτο για ένα κίνημα που διέθετε λογοτεχνική, καλλιτεχνική, πολιτική και φιλοσοφική έκφραση. Πολύ συνοπτικά θα μπορούσα να πω ότι ο Ρομαντισμός αποτέλεσε την κοσμοθέαση εκείνη που, κατά κύριο λόγο, αποτέλεσε μια συνολική αντιπρόταση στην επικρατούσα δυναμική του Διαφωτισμού. Απέναντι στον εργαλειακό ορθολογισμό, τον εμπειρισμό, τον οικονομισμό και τον ατομικισμό του Διαφωτισμού, ο Ρομαντισμός αντιπαρέβαλε τον φαντασιακό ιδεαλισμό, την αξία της τέχνης, την σημασία των λαϊκών παραδόσεων και την προτεραιότητα των εθνικών κοινοτήτων.
Μέσα στο αξιακό σύμπαν του Ρομαντισμού προκρίθηκαν τάσεις και συμπεριφορές, όπως η περιήγηση σε τόπους με μεγάλη συμβολική αξία οι οποίοι όμως ήταν απρόσιτοι για όσους είχαν συμβιβαστεί με την μέτρια καθημερινότητα του αστικού κόσμου των διαφωτιστών, η διάθεση για δράση και περιπέτεια, καθώς επίσης και η αναβίωση τρόπων του μεσαιωνικού και του αρχαίου παρελθόντος που κατά την εποχή τους είχαν περάσει στο περιθώριο προς χάριν μιας υποταγής στην δυναμική που είχε αποκτήσει η αφηρημένη έννοια της προόδου.
Τα διάφορα ρεύματα που πήγασαν από το πλαίσιο του Ρομαντισμού μπορεί να μην επικράτησαν στο πνευματικό στερέωμα του δυτικού κόσμου για μεγάλα χρονικά διαστήματα της νεωτερικής εποχής, διαπέρασαν όμως μεγάλο μέρος της αισθητικής και πνευματικής ευρωπαϊκής δημιουργικότητας. Από τον 19ο αιώνα μέχρι και σήμερα, αρκετά πολιτισμικά σχήματα που έχουν τις πηγές τους στον Ρομαντισμό συνεχίζουν να γεννιούνται και να προκρίνουν εναλλακτικές ατραπούς από εκείνη της κυρίαρχης συστημικής αφήγησης του αστικού καθωσπρεπισμού.
Επιστρέφοντας μετά από αυτή την επεξηγηματική παρένθεση στην ανάλυση ταινίας του Λάζλο Μπένεντεκ θα σταθώ στην συσχέτισή της με τον Ρομαντισμό. Το κεντρικό της θέμα που διαθέτει ρομαντικές καταβολές δεν είναι άλλο από τις συμμορίες των μηχανόβιων. Στην δομή των μηχανόβιων συμμοριών μπορούν να ανιχνευθούν γνωρίσματα προνεωτερικών, παραδοσιακών οργανωτικών τύπων και συμπεριφορών. Καταρχάς η υιοθέτηση μιας αδιαπραγμάτευτα σεβαστής «φυσικής» ιεραρχίας, που θέλει τους αρχηγούς της συμμορίας να είναι οι γενναιότεροι, οι ικανότεροι και οι οργανωτές της. Επίσης, η ομαδική ζωή υπό αντίξοες συνθήκες, με έντονο το στοιχείο της δράσης και με την απαίτηση απόδειξης της συντροφικότητας εμπρός σε οποιονδήποτε κίνδυνο, που αντλεί γνωρίσματα από τις παραδοσιακές φατρίες. Επιπλέον, η φαντασίωση της μοτοσικλέτας ως μιας μηχανοκίνητης εκδοχής του ίππου, η εξ ολοκλήρου αντρική σύνθεση της ομάδας, η έφεση προς την περιπέτεια και την περιπλάνηση, αυτά και αρκετά ακόμη γνωρίσματα συνομολογούν την επικράτηση μιας ρομαντικά παραδοσιοκρατικής απόχρωσης στην κουλτούρα των μηχανόβιων συμμοριών –και ιδίως σε εκείνων της δεκαετίας του ’50.
Το δεύτερο στοιχείο που σχετίζεται με τον Ρομαντισμό είναι ο χαρακτήρας που υποδύεται ο Μάρλον Μπράντο. Ο αρχηγός της μηχανόβιας συμμορίας είναι ένας σκοτεινός, γοητευτικός άντρας που στον δρόμο της βίας, της περιπέτειας και της περιπλάνησης αναζητά τον εαυτό του και μέσα σε αυτόν ψάχνει τα αρχετυπικά εκείνα σχήματα ζωής, τα οποία το ασφυκτικό περιβάλλον της αστικής κανονικότητας του στερεί. Όσοι έχουν διαβάσει το κομβικό για την ρομαντική λογοτεχνία επικό μυθιστόρημα φαντασίας του Χάινριχ φον Κλάιστ που φέρει τον τίτλο «Μίχαελ Κόλχαας» αλλά και τα αφηγηματικά ποιήματα της «ανατολικής περιόδου» του λόρδου Βύρωνα, θα διαπιστώσουν που βρίσκονται οι καταβολές τέτοιων «καταραμένων ηρώων» όπως αυτόν που υποδύεται ο Μπράντο στην εν λόγω ταινία.
Αλλά και η γένεση της Rock’n’Roll μουσικής έγινε αντιληπτή από τους αστούς ως μια επιστροφή στην «βαρβαρότητα». Με έντονους και σκληρούς μουσικούς δρόμους που βασίζονταν στην παραδοσιακή αμερικανική μουσική και χορεύονταν σε επιθετικούς ρυθμούς. Με υφολογικές επιλογές οι οποίες απέπνεαν μια αίσθηση άγριας ελευθερίας. Με τον συνδυασμό της νεανικής δύναμης, της άγριας αρρενωπότητας και των μελωδιών, το Rock’n’Roll σηματοδότησε την έλευση της νεορομαντικής μουσικής επανάστασης που θα ισοπέδωνε το μουσικό στερέωμα για τον υπόλοιπο αιώνα.
Ο Μάρλον Μπράντο πρωταγωνίστησε σε πλήθος ταινιών άξιων να μείνουν για πάντα στην μνήμη των θαυμαστών της μεγάλης οθόνης. Αλλά και ως προσωπικότητα διέθετε πνευματική καλλιέργεια που του επέτρεψε να κατακτήσει μια υψηλή θέση στην εκτίμηση των απανταχού εραστών της τέχνης. Ωστόσο με το να υποδυθεί τον αρχηγό εκείνης της συμμορίας των μηχανόβιων στην ταινία «Τhe Wild One», συνδέθηκε με το νεορομαντικό εξεγερσιακό ρεύμα της εποχής και κατέστη διαχρονικό σύμβολο του αντρικού προτύπου που εξέφρασε ο ανυπότακτος rock’n’roll επαναστάτης της δεκαετίας του ’50.
Η εξωτερική εμφάνιση του γοητευτικού νεαρού με την ατημέλητη, μακριά μπροστινή τούφα των μαλλιών και τις μεγάλες φαβορίτες επηρέασε υφολογικά τα άλλα δυο ανδρικά πρότυπα της εποχής, που λίγα χρόνια αργότερα ακολούθησαν σε δημοφιλία τον Μπράντο. Δηλαδή, τον Τζέημς Ντην και τον Έλβις Πρίσλεϊ. Με απαρχή τον Μάρλον Μπράντο και άμεσους συνοδοιπόρους τον Ντην και τον Έλβις, το στυλ του άγριου μηχανόβιου νεαρού με τις μακριές περιγναθίδες και το μακρύ μπροστινό τσουλούφι -ή «κοκοράκι», όπως ονομάστηκε αργότερα στην rock κοινότητα- κατέστη πρότυπο εμφάνισης των ανά τον κόσμο εκφραστών της πρώτης rock επανάστασης εκείνων των ετών.
Όπως ήταν αναμενόμενο «Ο Ατίθασος» επηρέασε και τις μουσικές εξελίξεις στο rock κίνημα. Μάλιστα, δυο συγκροτήματα επέλεξαν τα ονόματά τους από τoυς μηχανόβιους της ταινίας. Το όνομα της συμμορίας στην οποία ηγήθηκε ο Μάρλον Μπράντο ήταν Black Rebels Motorcycle Club και με αυτό έκανε την εμφάνισή του στο μουσικό στερέωμα το ομώνυμο συγκρότημα. Επίσης το όνομα της μηχανόβιας συμμορίας του Λι Μάρβιν ήταν Beetles, κι εκείνη την εποχή μια παρέα Βρετανών νεαρών μουσικών επηρεάστηκε τόσο πολύ από το «The Wild One» ώστε κάποια χρόνια αργότερα, όταν βρισκόταν σε αναζήτηση ονόματος για το συγκρότημά της, κάνοντας λογοπαίγνιο άλλαξε απλώς το ένα «e» σε «a» και το ονόμασε Beatles!
Είναι ενδεικτικό ότι «Ο Ατίθασος» απαγορεύτηκε για πολλά χρόνια στην Βρετανία και η πρώτη του προβολή στις αίθουσες της χώρας έγινε το 1968. Από τότε μέχρι σήμερα έχουν αλλάξει πολλά. Παραμένει όμως στο αισθητικό σύμπαν όλων εμάς των νεορομαντικών χαραγμένη ανεξίτηλα η αρχετυπικά rock μορφή του μηχανόβιου Johnny Strabler, όπως εκφράστηκε κινηματογραφικά μέσω της εξαιρετικής ερμηνείας του Μπράντο.
Μελαγχολικός, λιγομίλητος, απότομος και οργισμένος, με σκυθρωπό ύφος και μια σκοτεινιασμένη ματιά -η οποία στεκόταν με αργή αρχοντιά στους άδειους χώρους, σα να απέφευγε να συγκρατήσει τα απτά αντικείμενα του υλικού κόσμου, λες και βυθιζόταν ενδοσκοπικά στο απέραντο βάθος του ανθρωπίνου εγώ δοκιμάζοντας να συλλάβει εκεί κάτι απ’ την ουσία του κόσμου- ο «μεγάλος παλαιός» της υποκριτικής συνέλαβε αισθητικά και απέδωσε κινηματογραφικά ένα αρχέτυπο ανδρός, ένα διαχρονικό σημείο αναφοράς για εμάς τους εναπομείναντες ρομαντικούς επαναστάτες.