Την Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2024 στον Πολυχώρο αίσθημα (Αθηνάς 30), παρουσιάστηκε το βιβλίο “Ο Έφηβος” του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, το οποίο αποτελεί μια θεατρική μεταφορά του Γιάννη Λιγνάδη, βασισμένη σε διασκευή Τάσου Λιγνάδη (Εκδόσεις 24γράμματα).
Κατά την παρουσίαση του βιβλίου μίλησαν οι: Δημήτρης Μπαλτάς(Δρ Φιλοσοφίας), Σοφούλης Πανανός, (Αναπληρωτής Καθηγητής ΕΚΠΑ -Τμήμα Ρωσσικής Γλώσσας, Φιλολογίας και Σλαβικών Σπουδώ) Παναγιώτης Ανδριόπουλος (Θεολόγος, Συγγραφέας) Γιάννης Λιγνάδης,(Δρ Θεατρολογίας, Συγγραφέας του βιβλίου)
Αποσπάσματα από το βιβλίο διάβασε η Έλενα Κορρέ, Θεατρολόγος, Ηθοποιός.Χαιρετισμό στην εκδήλωση απηύθυνε ο εκδότης Γ. Δαμιανός.
Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου
Ο Έφηβος γράφτηκε το 1875 και συναρμόζει τέλεια ανάμεσα στους Δαιμονισμένους και τους Αδελφούς Καραμαζώφ. Δημοσιεύτηκε την ίδια χρονιά με την Άννα Καρένινα του Τολστόι, μάλιστα με τον ίδιο τρόπο: σε συνέχειες σε λογοτεχνικό περιοδικό.
Ο Ντοστογιέφσκι έχει επιλέξει για ήρωά του έναν έφηβο, υπερτονίζοντας την ηλικία, σημαδεύοντας τον χρόνο. Όχι βέβαια τυχαία και αβασάνιστα. Είναι η ηλικία που οι άνθρωποι κάνουν ακόμη όνειρα, ανώριμοι αλλά αθώοι. Όπως χαρακτηριστικά λένε οι μελετητές του έργου του, είναι από τα πιο εξομολογητικά βιβλία του.
Το αριστουργηματικό αυτό μυθιστόρημα, γεμάτο έξαρση και πάθος, συνδυάζει το τραγικό με το κωμικό. Συλλαμβάνει την πληθωρικότητα και τις απογοητεύσεις της εφηβείας, την ευδαιμονία και την κακοδαιμονία της, την αστάθεια και την εκρηκτικότητά της.
Ο Χέρμαν Έσσε γράφει ότι τον συνεπήρε η γενική ατμόσφαιρα που υπάρχει στο βιβλίο, μια ατμόσφαιρα όπου εκφράστηκαν οι έγνοιες και τα προβλήματα μιας ολόκληρης γενιάς, ενός κόσμου που βασανίστηκε από σκοτεινούς εφιάλτες στο μεταίχμιο της πραγματικότητας και του ονείρου. Πρόκειται, εν ολίγοις, για ένα απολύτως μοντέρνο έργο. Ως εκ τούτου πήρε τον δρόμο του προς το θέατρο.
Ο Ντοστογιέφσκι δεν υπήρξε θεατρικός συγγραφέας, ούτε, νομίζω, φανταζόταν τα έργα του επί σκηνής. Κατήντησε, όμως, να στοιχειώνει το σύγχρονο θέατρο! Είναι πλέον αντικείμενο διατριβών ο «θεατρικός Ντοστογιέφσκι» τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Πώς θα μπορούσε να …ξεφύγει ο Έφηβος, ο οποίος και λόγω της θεματολογίας και της πλοκής του καθίσταται διαχρονικός;
Ο εραστής του Ντοστογιέφσκι, ο μεγάλος δάσκαλος Τάσος Λιγνάδης, δεν μπορούσε παρά να καταθέσει την δική του συμβολή. Όχι ως φιλολογική ή δραματουργική άσκηση, αλλά ως υπαρξιακή ανάγκη.
Φέτος, συμπληρώνονται 35 χρόνια από τον θάνατο του Τάσου Λιγνάδη και 30 χρόνια από την παράσταση του «Εφήβου» του στο Εθνικό Θέατρο, με πρωταγωνιστή τον γιό του Δημήτρη.
Ο Λέανδρος Πολενάκης, σε κριτικό του κείμενο στην «Αυγή» (10-4-1994) για το ανέβασμα του «Εφήβου» στο Εθνικό Θέατρο, έγραψε για την θεατρική προσαρμογή από τον Τάσο Λιγνάδη:
«Ο Τάσος Λιγνάδης αντιλαμβανόταν πολύ καλά ότι η μυθιστορηματική πλοκή των έργων του Ντοστογιέφσκι ήταν μια ανάγκη εν χρόνω, κι ότι η ουσία τους ξεπερνά τη συγκεκριμένη μορφή κι ανοίγεται στον άπειρο χρόνο της ποίησης που είναι πάντα μια μορφή και ουσία μαζί, μορφή που πηγάζει από έναν καταυγάζοντα εσωτερικό πυρήνα κι όχι πεποικιλμένη πρόσοψη, κενή περιεχομένου. Ποίηση που γίνεται θέατρο μέσα από μια διαδικασία ομόκεντρου κύκλου. Γι’ αυτό ο Τάσος Λιγνάδης πέτυχε να διασκευάσει τον «Έφηβο» του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα σε θέατρο, χωρίς να προδώσει ούτε την μορφή ούτε την ουσία, την θεατρικότητα, το ύφος, το ήθος. Η διασκευή του «Εφήβου», πράγματι, τα περιλαμβάνει όλα: και την πλοκή και την δράση και τους χαρακτήρες με την εξέλιξή τους και τα επεισόδια και τις δραματικές συγκρούσεις. Τα συνθέτει δημιουργικά όλα και το αποτέλεσμα είναι άξιο».
Νομίζω πως οι παραπάνω κρίσεις του Λέανδρου Πολενάκη ισχύουν στο ακέραιο και για την έκδοση του «Εφήβου» που παρουσιάζουμε σήμερα. Άλλωστε όπως ο ίδιος ο Γιάννης Λιγνάδης σημειώνει στον πρόλογο: «Η νέα θεατρική διασκευή του Εφήβου εν πολλοίς πατάει στα ίχνη της αρχικής, διαφοροποιείται όμως σημαντικά από εκείνη ως προς την γένει λογοτεχνική και δραματουργική αντίληψη και μορφή».
Σωστά! Γιατί ο Γιάννης Βαρβέρης είχε επισημάνει σε κριτική του για την παράσταση του 1994: «Η διασκευή προσέρχεται στον Έφηβο με περισσότερη μέριμνα πιστότητας προς το μυθιστορηματικό κείμενο και τις ποικίλες διακλαδώσεις του και με εμφανώς λιγότερη προς το αίτημα της θεατρικής σύνθεσης. Έτσι το κέντρο του θεατρικού πια υλικού τείνει εν πορεία να μετατοπίζεται. Η πληρότητα και η αξιοπιστία την οποία ευαγγελίζεται η αγάπη του Λιγνάδη προς τον ποιητή και προς τις πρωτότυπες σελίδες του, φοβάμαι ότι στερούν το εγχείρημα από κεντρομόλα δραματική κρισιμότητα. Στις περιπτώσεις αυτές, η αυστηρότερη επιλογή σκηνών ή η αποφασιστικότερη επικέντρωση του διασκευαστή στην κεντρική ιδέα ή στο κεντρικό πρόσωπο, νομίζω ότι παρέχουν περισσότερα εχέγγυα επιτυχούς δραματουργικής ανασύνθεσης».
Νομίζω ότι στο σημείο αυτό ο Γ. Βαρβέρης συμφωνεί με τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, οικογενειακό φίλο των Λιγνάδηδων, ο οποίος είχε πει στον Γιάννη Λιγνάδη μετά το τέλος της πρεμιέρας της παράστασης του 1994 «βρε παιδί μου, ήθελε δουλειά το κείμενο, κόψιμο, μάζεμα…». Αυτό το έκανε ο Γιάννης Λιγνάδης στον Έφηβο που έχουμε στα χέρια μας.
Σε κάθε περίπτωση και στο θεατρικό κείμενο του Γιάννη Λιγνάδη, όπως και στη βάση αυτού, δηλ. το κείμενο του Τάσου Λιγνάδη, η ποίηση είναι παρούσα! Μια θεατρική ποιητική που υπηρετεί την οντολογική ντοστογιεφσκική γραφή. Μια γραφή που είναι τόσο διαχρονική σαν μεταφυσική!
Μέσα στον Έφηβο σπουδάζουμε: το τραύμα της παιδικής ηλικίας, την εφηβεία, την οικογένεια σε κρίση, την αντίθεση Δύσης και Ανατολής, την ρωσική πνευματικότητα που έχει ως αρχή και τέλος του πρόσωπο του Χριστού, το ζήτημα της ελευθερίας και το πρόβλημα του κακού. Όλα είναι εκεί! Γι’ αυτό και πολύ σωστά ο Δημήτρης Μπαλτάς στο κείμενό του «Η ανθρωπολογία στον Έφηβο του Ντοστογιέφσκι», που περιλαμβάνεται στο τέλος του βιβλίου, μας παραπέμπει στην γνώμη του ρουμάνου συγγραφέα Νικολάε Στάινχαρτ, ότι μπορεί ο Έφηβος να μην ανήκει στα αριστουργήματα του Ντοστογιέφσκι, αλλά σε αυτό έκρυψε ο Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς τον θησαυρό του!
Και στον «Έφηβο» ο Χριστός είναι παρών σε διάφορες σκηνές του έργου. Είναι παρών ως ο ΩΝ, αλλά και ως σημείον αντιλεγόμενον.
Στην τρίτη σκηνή της δεύτερης Πράξης ο Αρκάντι, ο Έφηβος, διηγείται:
«Μια γιορτινή μέρα, μόλις μεταλάβαμε στην εκκλησία, με πήρε ο Λαμπέρ να πάμε να διασκεδάσουμε [Ο Λαμπέρ ένας άνθρωπος του υποκόσμου και εκβιαστής]. Θυμάμαι ότι περάσαμε από το Κουζνέτσκι, όπου αγοράσαμε ένα δίκαννο, έναν κυνηγετικό σάκο, φυσέκια, ένα μαστίγιο και εκατό δράμια καραμέλες. Στο δρόμο τρώγαμε τις καραμέλες και ο Λαμπέρ μου έλεγε ότι η Θεία Κοινωνία είναι σαχλαμάρες και ψέματα κι εγώ φοβόμουνα».
Με αυτή την πολύ απλή αναφορά ο Ντοστογιέφσκι θέτει το ζήτημα του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας στον σύγχρονο κόσμο, όπου θα τίθεται σε αμφισβήτηση, ίσως και σε χλευασμό.
Στην τέταρτη σκηνή της τρίτης Πράξης, ο Αρκάντι λέει στην μητέρα του Σόνια:
«Μητέρα, θυμάστε στο Λύκειο του Τουσάρ τότε που ήρθατε να με δείτε. Σας είχα πικράνει πολύ, λέγοντάς σας πως δεν πιστεύω στον Χριστό. Όμως έλεγα ψέματα. Ήμουν πάντοτε ψεύτης και εξυπνάκιας».
Και η Σόνια του λέει:
«Μα δεν το πίστεψα παιδί μου. Ο Χριστός, μικρέ μου Αρκάσα, σε έχει ήδη συγχωρέσει. Ο Χριστός είναι φίλος μας. Είναι το φως που λάμπει στο σκοτάδι και την παγωνιά. Έξω από Αυτόν τίποτα δεν υπάρχει. Το μηδέν μόνο».
Και ο Αρκάντι λέει στον εαυτό του: «Κι όμως εγώ σήμερα πάνω σ’ αυτό το «μηδέν» θα ποντάρω».
Έτσι ο Ντοστογιέφσκι μας θέτει προ του Χριστού και του μηδενισμού. Ταυτόχρονα! Αλλά ενός Χριστού που συγχωρεί, που είναι φίλος και φως. Ως τέτοιος είναι απέναντι στο μηδέν.
Στην πρώτη σκηνή της πέμπτης Πράξης η Σόνια, τέως υπηρέτρια και αστεφάνωτη γυναίκα του ξεπεσμένου ευγενή φεουδάρχη Αντρέι Πέτροβιτς Βερσίλωφ, ο οποίος νοσηλεύεται έπειτα από απόπειρα αυτοκτονίας, συνομιλεί με την Τατιάνα Παύλοβνα, συγγενή των Βερσίλωφ.
Λέει η Τατιάνα Παύλοβνα στην Σόνια:
«Άκου τώρα και κάτι να χαρείς: Είπε πως θέλει να μεταλάβει τη Μεγάλη Σαρακοστή».
Σόνια:«Κύριε των Δυνάμεων! Ο Αντρέι έχει να μεταλάβει είκοσι χρόνια…».
Τατιάνα: «Από τον προθάλαμο του Νοσοκομείου τον έχω ακούσει πού και πού να σιγοψέλνει: ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός. Και όταν πάω κοντά του, βλέπω τα μάτια του να λάμπουν από χαρά. «Σήμερα διασκεδάζω Τατιάνα Παύλοβνα», λέει. «Τον αγαπώ τον Θεό, αλλά δεν είμαι ακόμη έτοιμος γι’ Αυτόν».
Αυτή τη φορά η Θεία Ευχαριστία συνδέεται – όπως ακριβώς είναι – με την εσχατολογία, με τον ερχόμενο Νυμφίο της καρδιάς μας, τον οποίο δεν πιστεύουμε απλώς, αλλά Τον αγαπούμε και γι’ αυτόν Τον κοινωνούμε!
Στο φινάλε του έργου, ο Μακάρ Ιβάνιτς Ντολγκορούκι, παλιός υπηρέτης στα κτήματα των Βερσίλωφ και νόμιμος σύζυγος της Σόνιας, μια φιγούρα αγιογραφίας, λέει στον έφηβο Αρκάντι πως μιαν αυγή σε ένα δάσος έβλεπε παντού «μια ανείπωτη ομορφιά. Έναν επίγειο παράδεισο. Όλα ήταν γαλήνια Το αεράκι ελαφρύ, το γρασίδι τρυφερό, γρασιδάκι του καλού Θεού! Ένα μωράκι μόλις είχε ξυπνήσει και κλαψούριζε στην αγκαλιά της μητέρας του… Για πρώτη φορά έκλεισα όλη τη θεϊκή ομορφιά μέσα μου. «Όλα εντός σου, Κύριε, κι εγώ, ο δούλος σου, εντός σου!». Τι πιο όμορφο από το θεϊκό μυστήριο!».
Και ο Αρκάντι, νιώθοντας δέος, λέει: «Τι πιο όμορφο από το θεϊκό μυστήριο!» Θα τα θυμάμαι αυτά τα λόγια όσο ζω, Μακάρ Ιβάνιτς. Θα τα κρατήσω πάντα μέσα μου».
Στον Έφηβο του Γιάννη Λιγνάδη περιλαμβάνεται και ένα κείμενο του πατέρα του Τάσου, με τον τίτλο «Ντοστογιέφσκι: Συνοπτική πλοκή βίου και έργου – Η ζωή είναι ένα μυστήριο που πρέπει να εξηγήσω».
Πρόκειται για ένα προλόγισμα του Τάσου Λιγνάδη στην παράσταση του “Ηλίθιου” (σε θεατρική διασκευή Μανώλη Σκουλούδη) στο Εθνικό Θέατρο, στις 30 Δεκεμβρίου 1987.
Σ’ αυτό το κείμενο ο δάσκαλος Λιγνάδης τα λέει όλα με έναν πυκνό τρόπο. Αναδεικνύεται και μεγάλος θεολόγος, καθώς οι σχετικές παρατηρήσεις του στο Ντοστογιεφσκικό έργο είναι καταλυτικές!
«Τι πιο όμορφο από το θεϊκό μυστήριο!», είπε ο Μακάρ Ιβάνιτς στον έφηβο Αρκάντι. «Η ζωή είναι ένα μυστήριο που πρέπει να εξηγήσω», έγραψε ο Ντοστογιέφσκι στον αδελφό του.
Ξέρει ότι το Μυστήριο του Θεού «ού φέρει έρευναν». Αλλά διεισδύει σε αυτό καθώς προσπαθεί να εξηγήσει το μυστήριο της ζωής.
Μάλιστα σε ένα παροξυσμό επιληπτικής κρίσης, που ως γνωστόν τον βασάνιζε, φώναξε: «Ο ουρανός κατέβηκε στη γη και μ’ έπνιξε. Πραγματικά άγγιξα τον Θεό και τον ένιωσα».
Και ο Αρκάντι, νιώθοντας δέος, λέει: «Τι πιο όμορφο από το θεϊκό μυστήριο!» Θα τα θυμάμαι αυτά τα λόγια όσο ζω, Μακάρ Ιβάνιτς. Θα τα κρατήσω πάντα μέσα μου».
Ο Ντοστογιέφσκι και στον Έφηβο μας αποκαλύπτει τι πάει να πει η μάχαιρα του πνεύματος, που λέει ο Απόστολος Παύλος.
Ο Ντοστογιέφσκι είναι ένας μεγάλος τραγικός ποιητής! Γιατί, όπως λέει εύστοχα ο Τάσος Λιγνάδης, ως δημιουργός «καταδύθηκε στα σκοτεινά άδυτα της ανθρώπινης ψυχής, σαν μια μεταφορική Κάθοδος τον Άδη που για την Ορθόδοξη Πίστη αποτελεί προϋπόθεση της Αναστάσεως».
Έζησε το μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης και είναι τραγικός γιατί εμβαθύνει στο μυστήριό της.