11/11/23, Gagarin 205
του Κων/νου Χρυσόγελου
Οι Βορειοϊρλανδοί θρύλοι της power pop (μελωδικό παρακλάδι του punk στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της επόμενης) βρέθηκαν λοιπόν στην πατρίδα μας για μία εμφάνιση στον αρτιότερο ίσως κλειστό συναυλιακό χώρο που διαθέτει η πρωτεύουσα. Περισσότερο γνωστοί μάλλον για τον ύμνο του εφηβικού έρωτα «Teenage kicks» (1978), ένα τραγούδι που ως γνωστόν ήταν το αγαπημένο του θρυλικού ραδιοφωνικού παραγωγού John Peel, οι Undertones σωστά παραβάλλονται με μπάντες όπως οι Buzzcocks και οι Ramones στο δελτίο τύπου – αν και οι δεύτεροι αποτελούν ξεχωριστό κεφάλαιο από μόνοι τους, αφού άσκησαν σημαντική επιρροή όχι μόνο με τις μελωδίες τους, αλλά και με την ωμότητα του ήχου τους, καθώς και με τις ιλιγγιώδεις, για τα δεδομένα της εποχής, ταχύτητες των κομματιών τους. Όπως και να έχει, οι καλλιτέχνες που μας τίμησαν με την παρουσία τους τούτη τη φορά συνέβαλαν με τον τρόπο τους στον εμπλουτισμό μίας υπέρ το δέον ενδιαφέρουσας μουσικής σκηνής, η οποία άφησε εμφανώς τα ίχνη της στην ποπ μουσική των επόμενων δεκαετιών.
Λίγο πριν ανέβει στη σκηνή το support, οι Έλληνες Vaxtones, άκουσα μία φωνή μέσα στο κάτι παραπάνω από μισογεμάτο Gagarin να διαμαρτύρεται ότι όλα τα σπουδαία σχήματα μας θυμούνται όταν έχουν πάρει πια την κατιούσα. Παρότι δεν θα διαφωνήσω επί της αρχής, στην περίπτωση των Undertones καλό θα ήταν να λάβουμε υπόψη το χρονοδιάγραμμα της καριέρας τους: Το συγκρότημα ουσιαστικά περιέπεσε σε αδράνεια το 1983, εποχή κατά την οποία στην Ελλάδα τα συναυλιακά δρώμενα μόλις είχαν αρχίσει να ακμάζουν, ενώ επανασχηματίστηκε στις αρχές του 21ου αιώνα, με νέο τραγουδιστή (τον Paul McLoone, στη θέση του Feargal Sharkey), φαίνεται όμως ότι περί το 2007 έπεσε πάλι σε χειμερία νάρκη. Συνεπώς δεν θα έλεγα ότι χάθηκαν και τόσες πολλές ευκαιρίες για να τους δούμε μέσα στα 50 περίπου χρόνια ύπαρξής τους. Σε κάθε περίπτωση, ας είμαστε ευγνώμονες που τα καταφέραμε τώρα, και μάλιστα με χαμηλότατο αντίτιμο, ειδικά με γνώμονα τη γενική ακρίβεια των ημερών (25 ευρώ).
Το μουσικό δρώμενο ξεκίνησε με τους προαναφερθέντες Vaxtones, ένα σχήμα έξι έμπειρων, όπως φάνηκε, μουσικών που επιδόθηκε στο γοητευτικό είδος του «μελωδικού wave», αποτελώντας έτσι το πλέον κατάλληλο συμπλήρωμα στη μουσική των Undertones. Τα κομμάτια εκτελέστηκαν άψογα, με κέφι και χαρά, ειδικά από το δεύτερο τραγούδι και εξής, οπότε και η γλυκιά τραγουδίστρια απέβαλε το μικρό άγχος που την ταλαιπωρούσε κατά την έναρξη. Για τους ενδιαφερόμενους, το 2022 οι Vaxtones κυκλοφόρησαν έναν δίσκο ονόματι Never ending story, ο οποίος πρέπει να είναι λίαν αξιόλογος, κρίνοντας από όσα παρουσιάστηκαν επί σκηνής. Εντέλει, η μπάντα κέρδισε επάξια το άφθονο χειροκρότημα του κοινού και τα μέλη της αποχώρησαν περιχαρή από το σανίδι.
Ύστερα από ένα σύντομο soundcheck, οι πέντε Ιρλανδοί εισέβαλαν στη σκηνή και την κατέκτησαν χωρίς καμία σχεδόν προσπάθεια. Με έναν απίστευτα χαρισματικό και αρκούντως επικοινωνιακό τραγουδιστή (τον Paul McLoone που έχω ήδη αναφέρει) και με την υπολειπόμενη αυθεντική τετράδα στο πλευρό του (John και Damian O’Neill στις κιθάρες, Michael Bradley στο μπάσο και Billy Doherty στα τύμπανα), οι Undertones του σήμερα δεν εντυπωσίασαν απλά, αλλά κυριολεκτικά ενθουσίασαν, ξεσηκώνοντας το κοινό με κάθε νότα που έπαιζαν.
Πράγματι, ερμηνεύοντας εμβληματικά τραγούδια από το κλασικό πια ντεμπούτο τους του 1979 (μεταξύ άλλων, «Jimmy Jimmy», «Here comes the sun» και φυσικά «Teenage kicks», στο οποίο το Gagarin μετατράπηκε σε ένα ονειρικό πάρτι, έξω από τον πιεστικό χωροχρόνο), αλλά και τόσα άλλα από την διόλου ευκαταφρόνητη δισκογραφία τους από τη δεκαετία του 1980 έως και την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, οι Undertones δεν παρουσίασαν τους εαυτούς τους ως ακόμα ένα σπουδαίο συγκρότημα που μας θυμήθηκε κατόπιν εορτής, αλλά ως μία παρέα αμετανόητων και αειθαλών μουσικόφιλων που ήρθαν για να ψυχαγωγήσουν και να ψυχαγωγηθούν μαζί με τους πιστούς ακολούθους τους. Ας σημειώσω ότι στις πρώτες σειρές είχε στηθεί ένα πραγματικό χορευτικό γλέντι, ενώ στο προστατευτικό κιγκλίδωμα έβλεπες ανθρώπους που ήξεραν όλους τους στίχους από στήθους, πράγμα που χαροποιούσε ιδιαίτερα τον McLoone.
Μετά το πέρας της εξαιρετικής αυτής συναυλίας, που σφραγίστηκε από ένα χορταστικό encore τεσσάρων κομματιών, στο πρώτο εκ των οποίων, αν κατάλαβα σωστά, ανέβηκε στη σκηνή και ο πρώτος (προ Sharkey) τραγουδιστής των Undertones, έβλεπες μόνο ευχαριστημένα πρόσωπα. Τεντώνοντας δε και το αυτί μου για να ακούσω σχόλια, πρόσεξα ότι σημαντικός αριθμός των παρευρισκόμενων ήταν αγγλόφωνοι. Πραγματικά, δεν μπορώ να σκεφτώ καλύτερη επένδυση από αυτήν: Φτηνό εισιτήριο για ένα σημαντικό συγκρότημα του παρελθόντος που βιώνει αισιόδοξα και επάξια το παρόν, σε έναν εξαιρετικό συναυλιακό χώρο, και όλα αυτά στην πόλη που, σε πείσμα των καιρών και των προκλήσεων, επιμένει να επιτελεί την ίδια τη ζωή. Και στα επόμενα!