του Δημήτρη Καπράνου
Στήν ἀρχή τό πέρασα γιά (ἕνα ἀκόμη) κρύο ἀστεῖο. Ὕστερα, εἶδα ὅτι ἐπρόκειτο γιά τίς ἐνδυμασίες τῆς πρωθιέρειας, τῶν ἱερειῶν καί τῶν κούρων, οἱ ὁποῖες θά φορεθοῦν κατά τήν τελετή τῆς ἁφῆς τῆς Ὀλυμπιακῆς Φλόγας!
Κάτι περίεργα μαυρόασπρα ριγέ, πού θυμίζουν μᾶλλον «Ρόμποκοπ» ἤ κάτι τέτοιο, πού θυμίζουν πολλά, ἐκτός ἀπό τήν ἀρχαία λιτότητα καί τό κάλλος τῆς ἁπλότητας.
Καί διερωτᾶται ὁ πολίτης. «Μά, εἶναι δυνατόν νά παίζουμε μέ τά “ἅγια τῶν ἁγίων”; Δέν φτάνει ἡ κακοποίηση τοῦ ἀρχαίου δράματος καί τῆς ἀρχαίας κωμωδίας, τήν ὁποία χρυσοπληρώνουν οἱ φορολογούμενοι Ἕλληνες γιά νά “κάνει τό κομμάτι του” ὁ κάθε σαλταρισμένος νεωτεριστής;
»Πρέπει τώρα νά βάλουμε χέρι στόν χιτῶνα καί τήν χλαμύδα, νά τήν κάνουμε “haute couture” καί νά λανσάρουμε στολές πού προσομοιάζουν μέ φιαλίδια ἀρωμάτων; Γιά ποιό λόγο;»
Μά, δέν εἶναι, δέν πρόκειται γιά στολές κάποιας ἀεροπορικῆς ἑταιρείας, ἀλλά γιά τίς ἐνδυμασίες τῆς πρωθιέρειας, τῶν ἱερειῶν καί τῶν κούρων, πού θά φορεθοῦν στήν Ἀρχαία Ὀλυμπία! Ἀπό τό 1896, πού καθιερώθηκαν οἱ σύγχρονοι Ὀλυμπιακοί ἀγῶνες χάρη στήν ἔμπνευση τοῦ βαρώνου Πιέρ ντέ Κουμπερτέν καί τήν θέληση τοῦ Δημητρίου Βικέλα, ἡ λευκή χλαμύδα καί ὁ λευκός χιτῶνας, εἶναι τό «ἐπίσημον ἔνδυμα» τῶν πρωθιερειῶν καί τῆς ἀκολουθίας τους. Τί μᾶς ἦλθε τώρα καί θά ντύσουμε αὐτή τήν ἐξαιρετική πομπή μέ trendy φορεσιές, πού μοιάζουν περισσότερο μέ κοστούμια ἀπό τόν «πόλεμο τῶν ἄστρων» ἤ ἀπό τό «Mad Max»; Δέν γνωρίζουμε πῶς καί γιατί προέκυψε τό ἀποτέλεσμα πού ὅλοι εἴδαμε, ἐνῷ ἤδη «ἔπεσε γραμμή» νά στηριχθεῖ ἡ ἐπιλογή τῆς συγκεκριμένης σχεδιάστριας καί τῆς ἐμπνεύσεώς της. Ἀλλά γιατί τόση ἐπιμονή στόν παροπλισμό τῶν παραδόσεων;
Ἄχ, καί νά βλέπουν ἀπό κάπου ὅλο αὐτό τό πανηγύρι ἡ Κούλα Πράτσικα, ἡ Μαρία Χόρς καί ἡ Ἀλέκα Κατσέλη! Θά πεῖτε τώρα «μά, γιατί μένουμε στά παλιά;». Μά, τί πιό ὑγιές ἀπό τοῦ νά μένουμε κοντά στήν παράδοση, ἀπό τήν στιγμή πού ἀναβιώνει ἡ ἀρχαία τελετή, τῆς ἁφῆς τῆς Ὀλυμπιακῆς Φλόγας μέ τό κάτοπτρο, στήν Ἱερά Ἅλτη τῆς Ὀλυμπίας; Ἄν εἶναι νά κάνουμε «μοντερνιές», τότε μποροῦμε νά στέλνουμε τήν φλόγα μέ μιά ἀκτῖνα λαίηζερ καί νά τελειώνει τό πανηγύρι. Μποροῦμε ἐπίσης νά τήν στείλουμε μέ ἕνα drone ἤ μέ ὁποιονδήποτε ἄλλο τρόπο, μέσῳ τῆς πληροφορικῆς, ἡ ὁποία κάνει θαύματα.
Ἀφοῦ, ὅμως, ἐπιμένουμε στήν ἀρχαία βερσιόν, καλόν εἶναι νά κρατήσουμε τά κεκτημένα. Μονόχρωμη χλαμύδα ἤ χιτῶνας, λευκή κατά προτίμηση (μιά φορά, νομίζουμε, εἴχαμε γαλάζιες φορεσιές) μέ ὅλη της τήν μεγαλοπρέπεια, ταιριαστή μέ τήν ὑπέροχη δέηση πρός τούς Θεούς, τήν ὁποία ἀναπέμπει ἡ πρωθιέρεια: «Ἱερά σιωπή. Νά ἠχήσει ὅλος ὁ αἰθέρας, ἡ γῆ, οἱ θάλασσες καί οἱ πνοές τῶν ἀνέμων… Ὄρη καί Τέμπη σιγῆστε. Ἦχοι καί φωνές τῶν πουλιῶν παύσατε, γιατί μέλλει νά μᾶς συντροφεύσει ὁ Φοῖβος, ὁ Φωσφόρος Βασιλεύς!». Αὐτή, ἡ πανάρχαια προσευχή, πού ἀνεβαίνει στόν οὐρανό τῆς Ἀρχαίας Ὀλυμπίας, περνᾶ στόν Ὄλυμπο καί εὐλογεῖ τήν ἀθλούμενη νεολαία τῆς ὑδρογείου.
Ἄς τήν σεβαστοῦμε. Προλαβαίνουμε!
Κεντρική φωτογραφία: Αντώνης Νικολόπουλος / Eurokinissi
Αναδημοσίευση από την “Εστία” της 20ης Μαρτίου 2024.