Σώπα. Στις παρυφές του δάσους
λέξεις σου δεν ακουώ ανθρωπινές.
Ακουώ τις νιές που λέν’ οι στάλες
κι οι φυλλωσιές οι μακρυνές..
Άκου. Βρέχει απ’ τα σκόρπια σύννεφα.
Βρέχει πάνω στους θάμνους,
τους, απ’ τη θάλασσα, αλμυρούς
κι απ’ τον ηλιό καμμένους.
Βρέχει στα ντούρα πεύκα,
με τις σκασμένες φλούδες τους
και στις μυρτιές τις θεϊκές.
Στα λαμπερά τα λιόδεντρα,
λούλουδα φορτωμένα.
Βρέχει στους θάμνους τους πυκνούς
με τα κλαδιά τα μυρωμένα.
Βρέχει στα πρόσωπά μας
που με το δάσος γίναν ένα.
Βρέχει στα χέρια τα γυμνά μας,
στα λιγοστά ενδύματά μας.
Πάνω στις φρέσκιες σκέψεις μας,
που η καθαρή ψυχή ξανοίγει.
Στο παραμύθι τ’ όμορφο, -αν θες-
που σε απάτησε προχθές
και σήμερα γελά με μένα,
ω Ερμιόνη.
Άκουσες; Πέφτει η βροχή
στα φύλλα τα μοναχικά
θρηνεί με ψίθυρο που διαρκεί
κι αλλάζει στον αγέρα,
στις φυλλωσιές, αλλού πυκνές, αλλού αριές.
Στο κλάμα τούτο απαντά,
των τζιτζικιών η μελωδιά,
οπού το κλάμα του Νοτιά
βροχή δεν το τρομάζει,
ούτε ο γκρίζος ουρανός.
Άλλη του πεύκου η λαλιά
και άλλην έχει η μυρτιά
κι οι θάμνοι έχουν εδικιά.
Όργανα διαφορετικά,
κάτ’ από δάχτυλα άμετρα.
Κι εμείς είμαστε ζωντανοί
στο ψίθυρο του δάσους βυθισμένοι,
γιομάτοι πράσινη ζωή.
Πως μαλακώνει η όψη σου η μεθυσμένη
σαν ένα φύλλο απ τη βροχή.
Μοσκοβολάνε τα μαλλιά σου
σαν τα λευκά τα λιόδεντρα,
ω γέννημα απ’ τη γη,
ω Ερμιόνη!
Άκου. Η σουίτα απ’ τ’ αέρινα τζιτζίκια
γίνεται πιο αδύναμη σιγά-σιγά
Από το κλάμα της βροχής που δυναμώνει.
Μα ένα τραγούδι που μπερδεύεται βραχνά,
από ‘κει κάτω ανεβαίνει, απ’ την υγρή,
τη σκιά αυτή τη μακρινή.
Βαθύτερο κι αδύναμο, χάνεται, λιγοστεύει,
μόνο μια νότα ακόμα τρέμοσβύνει,
για λίγο ανασταίνεται, τρέμει και σβύνει.
Φωνή του πόντου δε γροικιέται πια.
Τώρα ακούγεται σ’ όλες τις φυλλωσιές,
να πέφτει ασημιά η βροχή που εξαγνίζει
Το θρόισμά της αλλάζει
ανάλογα απ’ το φύλλωμα:
Πιο αραιό ή πιο πυκνό.
Άκου του άνεμου το γιό
πως άδει στη βαθειά σκιά!
Ποιός ξέρει πού, ποιός ξέρει πού!
Στα μαύρα σου ματόκλαδά βρέχει,
ω Ερμιόνη,
έτσι που φαίνεται να κλαις από ηδονή,
σα μία νύμφη πράσινη κι όχι λευκή,
δείχνεις να βγαίνεις απ’ το φλοιό.
Κι όλη η ζωή είναι μέσα μας
φρέσκια και μυρωδάτη,
και η καρδιά στο στήθος μας
σαν τ’ άγγιχτο ροδάκινο.
Από τα βλέφαρα στα μάτια μέσα,
σα τις πηγές, στο φρέσκο το χορτάρι,
τα δόντια σου σαν άγουρα αμύγδαλα.
Πάμε μαζί από λογγάρι σε λογγάρι
κι η πράσινη πλεξίδα απ’ τ’ άγρια χόρτα
δένει τους αστραγάλους μας.
Ποιός ξέρει πού, ποιός ξέρει πού…
Βρέχει στα πρόσωπά μας τώρα,
που με το δάσος γίναν ένα.
Βρέχει στα χέρια τα γυμνά μας,
στα λιγοστά ενδύματά μας
Πάνω στις φρέσκιες σκέψεις μας
που η καθαρή ψυχή ξανοίγει
Στο παραμύθι τ’ όμορφο, -αν θες-
που σε απάτησε προχθές
και σήμερα γελά με μένα,
ω Ερμιόνη.
Ο Γκαμπριέλε Ντ’ Αννούντσιο (Gabriele D’ Annunzio, 12 Μαρτίου 1863- 1 Μαρτίου 1938) υπήρξε μέγιστος Ιταλός ποιητής, δημοσιογράφος, δραματουργός, σεναριογράφος, δοκιμιογράφος, θεατρικός συγγραφέας, πολιτικός, εθνικός ήρωας του ΑΠΠ!, αλλά κι επιφανής εθνικιστής και φιλέλληνας.
Ήρθε δύο φορές στην Ελλάδα, το 1895 και 1899 κάτι που γέννησε μέσα του τον ρομαντικό εθνικισμό και απήγγειλε την “Προσευχή στους Αθηναίους” στην αίθουσα του Παρνασσού. Επηρεασμένος από τον Νίτσε, τον Βάγκνερ και τον Ντοστογιέφσκυ, επηρέασε με την σειρά του τον Περικλη Γιαννόπουλο και τον Ίωνα Δραγούμη. Ανάμεσα στους εν Ελλάδι θαυμαστές του συγκαταλέγονται, ο Κώστας Χρηστομάνος, ο Κωστής Παλαμάς, ο Παυλος Νιρβάνας και ο Γιώργος Σαραντάρης.