Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου
O ποιητής από νωρίς έχει συλλάβει την σημασία του “των θυρών κεκλεισμένων”
Άλλωστε ο Ιησούς “των θυρών κεκλεισμένων” εισήλθε προς τους μαθητές του μετά την Ανάσταση.
Για να δηλώσει και την μυστική λατρεία, την “εσωτερική πια λατρεία” που λέει ο Παπατσώνης.
Η λατρεία στην Ορθόδοξη Εκκλησία γίνεται – δυστυχώς συχνά – υπόθεση αυτοπροβολής, εξουσίας, εξωστρέφειας άνευ προηγουμένου και επομένου.
“Ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος” μοιάζει να μη χωράει σ’ αυτή την πρακτική, που πολλές φορές είναι και αντιαισθητική. Επικρατεί ο θόρυβος αντί της σιωπής, τα κενά λόγια αντί της καινής διαθήκης, ο βερμπαλισμός αντί της λιτότητος.
Αλλά πάντοτε …τρυπώνει, ακόμα και “των θυρών κεκλεισμένων” ο “κρύφιος εορταστής” που λέει ο Παπατσώνης. Αυτός που γιορτάζει “εν αγνοία των άλλων χριστιανώ픨
…
Ο Μάνος Τασάκος σημειώνει για το ποίημα αυτό:
Θαρρῶ ὅτι στό ποίημα αὐτό ἔχουμε δηλωμένη, (μέ σαφῆ τρόπο), τήν ἀδιαφορία τοῦ Παπατσώνη γιά τά μεγαλόσχημα καί τά ἠχηρά της ἐκκλησίας. Καί ὄχι μόνο. Προσέξτε τόν στίχο «ἐν ἀγνοίᾳ τῶν ἄλλων χριστιανῶν» καί «ἔξω ταγμένου χρόνου» – ἡ ἀντίθεση μέ τόν διπλανό δέν εἶναι ἐδῶ ἀντίθεση ἀνάμεσά σε ἕναν πιστό καί σέ ἕναν ἄπιστο, ὅπως θά περίμενε κανείς, ἀλλά ἀνάμεσα σέ ἐκείνους πού ἐνστερνίζονται τήν ἀπέριττη πνευματικότητα τῆς πίστης καί σέ ἐκείνους πού ἁπλῶς ἀκολουθοῦν τό τυπικό λειτουργικό της, μόνο κατ’ ὄνομα χριστιανοί καί ἐντελῶς ἀνυποψίαστοι γιά τά βαθύτερα τῆς συνείδησης. Οἱ ἀποχρώσεις εἶναι ἴσως μέ δυσκολία ὁρατές, ἀλλά ὑπάρχουν καί ἔστω καί ἀσύγγνωστα, καταδεικνύουν τήν ἄποψη τοῦ Παπατσώνη γιά τά ἀσήμαντα καί τά παρεκκλίνοντα μέ τά ὁποῖα ἀσχολεῖται ἡ ἐπίσημη ἐκκλησία.
Ὅμως ἐτοῦτα δέν εἶναι τά μόνα, (καί μᾶλλον δέν εἶναι τά κύρια), πού ἀπορρέουν ἀπό τό ποίημα. Σέ μία ἑρμηνεία ἐξωθρησκευτική, τό νόημα εἶναι ἐπίσης σαφές καί καθολικό – ἡ δημιουργία εἶναι πάντοτε μία ὑπόθεση ἐσωστρεφής, ἡ προσπάθεια μοναχική, τό βίωμα μοναδικό καί αὐστηρά προσωποποιημένο. Οἱ ἀλλαγές στήν συνείδηση δέν μποροῦν νά εἶναι ἀποτέλεσμα μαζικῶν συμμετοχῶν καί συνομιλιῶν, οἱ μεταβολές καί τό ἀποτέλεσμα τῆς δημιουργίας δέν προκύπτουν ποτέ ἀπό συναθροίσεις ὅπου οἱ συγκλίσεις τείνουν πάντοτε στόν μέσο ὄρο, στήν ἁπλοϊκότητα, στήν ἐπιφάνεια. Τῶν θυρῶν κεκλεισμένων εἶναι ἡ μετάφραση τῆς ἀπόσυρσης τοῦ Ἰησοῦ στήν ἔρημο, ἡ ἀπόλυτη ἀπομόνωση, ἕως ὅτου ἐπιστρέψει τελείως μεταρσιωμένος.
Εἶναι ὅμως καί κάτι ἀκόμη, ἡ ἀντίθεση στήν ἔννοια τοῦ ποιμνίου, τῆς ὁμαδικῆς πίστης. Ὁ καθείς μοναχός θά εὕρει τόν δρόμο γιά τήν Ἀνάσταση, (γιά νά μιλήσουμε μέ ὅρους θεολογικούς) καί οὐδείς ξένος δέν ἠμπορεῖ νά βοηθήσει τήν ἀνάβαση στόν Γολγοθά. Δέν εἶναι τυχαῖος ἄλλωστε καί ὁ στίχος Paratum est cor ejus γιά τή σπουδαία Θυσία, γιά τόν Παπατσώνη ἡ ἐνασχόληση μέ τό πνεῦμα, μέ τήν λογοτεχνία, μέ τήν ποίηση, ἔχει πάντοτε ἕνα τεράστιο κόστος, εἶναι μιά ἄποψη πού διατρέχει τό σύνολο σχεδόν τῆς ποίησής του.
Παρόλο πού τό ποίημα «Τῶν θυρῶν κεκλεισμένων» ἡ (ἐλάχιστη) κριτική δέν τό πιστεύει ἀπό τά καλύτερα τοῦ Παπατζώνη, ἡ γνώμη μου εἶναι ἀρκετά διαφορετική. Ἐκτός ἀπό ὅλα τα προρρηθέντα, νομίζω ὅτι εἶναι καί ἀπό τά ἐλάχιστα ὅπου ὑποβόσκει ἀδιόρατη εἰρωνεία γιά τούς κάτ΄ ὄνομα πιστούς καί τούς μεγαλόσταυρους τῆς ἐκκλησίας. Κι αὐτό ἀπό μόνο του προσδίδει στούς στίχους μία ἀξία.
ΤΑΚΗΣ ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ (1895-1976)
Των θυρών κεκλεισμένων
Συμβαίνει να σωπαίνει κάποτε η Εκκλησία,
παρ’ όλο που τελείται γιορτή επιβλητική.
Μην έχοντας καμπάνες, άμφια και λιτανεία,
ξεχύνεται η διάθεση όλη η εορταστική
στην εσωτερική πια λατρεία, καθιερωμένη
σε τέτοιες περιστάσεις. Καθώς ο διπλανός σου
αγνοεί τι πανηγύρι μέσα σου έχει στηθεί,
μια και δεν συμμετέχει σε τίποτα γνωστό του,
ξυπνάει και σ΄ αντικρύζει κι’ ευθύς αναρωτάται:
πώς έτσι ο γείτονάς μου ξανάνθισε αδοκήτως;
ποιο Πάσχα του Κυρίου, έξω ταγμένου χρόνου,
γιορτάζει εν αγνοία των άλλων χριστιανών;
Αδιάφορος προς όλα, ο κρύφιος εορταστής.
Paratum est cor ejus για τη σπουδαία θυσία.
Στολίζει τους βωμούς του, υψώνει τη Χαρά
και τη μετουσιώνει σε σκεύη αχτιδωτά.
Μ΄ ευλάβεια αναλίσκει το περιεχόμενό τους
κι ύστερα κάμνει απόλυση, τελείως μεταρσιωμένος.
Σημαίνουν τότε εντός του μυριάδες οι καμπάνες,
με τέτοιο αλαλαγμό τους, που ουδέποτε χαλκός
τραγούδησε στη γη μας με τόσην ευφροσύνη,
με τόση φωτεινότητα και τόσο διαυγώς.