Ένας από τους καλύτερους φετινούς δίσκους λόγιας ή έντεχνης μουσικής στην Ελλάδα είναι το Laudi Duecentesche (“Αινείται τον Θεό”) της σοπράνο Γεωργίας Μπαλαμπίνη και της οργανίστριας Μαγδαληνή (Αλίνα) Καλοπανά που αποτελείται από Ιταλικά λαϊκά θρησκευτικά τραγούδια του 13ου αιώνα σε μεταγραφή και ενορχήστρωση του ελληνο-ιταλού συνθέτη Μάρκου Σοφιανόπουλου (Marco Sofianopoulo) και με πηγή το “Αρχείο Ελλήνων Μουσουργών” του Θωμά Ταμβάκου.
Σε άρθρο του στο “Άβαλον των Τεχνών” έγραφε ο Παναγιώτης Ανδριόπουλος: “Το να ζωντανέψεις σήμερα μια μουσική του Μεσαίωνα με τρόπο ελκυστικό και απόλυτα μουσικό, είναι ένα επίτευγμα και βέβαια μια συμβολή στον σύγχρονο πολιτισμό, ο οποίος δεν πολυαρέσκεται σε τέτοιους ήχους. Αξίζουν συγχαρητήρια στις ερμηνεύτριες και στον ακάματο Θωμά Ταμβάκο, που μας καθιστούν κοινωνούς μιας τόσο λαμπρής μουσικής παράδοσης”
Έτσι όταν μετά από όταν τελείωσαν τα προβλήματα του εγκλεισμού και έγιναν γνωστές οι ζωντανές παρουσιάσεις του έργου σε Αθήνα και Πάτρα, σκεφθήκαμε για μια συνέντευξη εκ του έγγυς με τις δύο καλλιτέχνιδες στο κήπο του Νομισματικού Μουσείου.
Συνέντευξη: Γιώργος Πισσαλίδης
Φωτογράφηση: Χρήστος Κισατζεκιάν
Κυρία Μπαλαμπίνη, πότε αρχίζετε να ενδιαφέρεσθε, όχι για τη μουσική απλά, αλλά πιο συγκεκριμένα για τη μεσαιωνική μουσική και για την παλαιά μουσική;
Γ.Μ: Εγώ έχω εξειδικευθεί επάνω στη μουσική την παλαιά και, συγκεκριμένα, στο Mozarteum. Έχω ασχοληθεί με την early music γενικά, την παλαιά μουσική, από baroque, αναγέννηση αλλά και μεσαίωνα. Επειδή είμαι λυρική σοπράνο –lirico-spinto– η φωνή μου έλκεται από τέτοιους ήχους. Μου αρέσει, επίσης και η παραδοσιακή μουσική πάρα πολύ και σέβομαι το είδος και την εποχή κάθε φορά. Δηλαδή, δεν θα πάω να αναπαράγω κάτι σαν όπερα, θέλει έναν ιδιαίτερο τρόπο όλο αυτό, θέλει μία απογύμνωση, θέλει μία απομάκρυνση από την τεχνική την εξεζητημένη και από την πρόζα. Θέλει μία αλήθεια και μία εσωτερικότητα, σαν να λες μία προσευχή δηλαδή.
Θα θέλατε να μιλήσετε για την πορεία σας μέχρι τώρα; Υπάρχει δισκογραφία;
Γ.Μ: Βεβαίως. Εγώ έχω ξεκινήσει ως λυρική σοπράνο, φοίτησα στο Ωδείο Athenaeum και, στη συνέχεια, στο Αττικό και συνέχισα τις σπουδές μου στο Mozarteum, κυρίως επάνω στο Mozart και στην παλαιά μουσική, για ένα χρονικό διάστημα. Έχω τραγουδήσει πάρα πολλά είδη. Δηλαδή, για κάποια χρόνια πέρασα και στο κομμάτι του αυτοσχεδιασμού μέσω της jazz και συνεργάσθηκα με πολύ γνωστούς τζαζίστες και συνθέτες, αλλά και μουσικούς, το οποίο ήταν ένα πολύ μεγάλο σχολείο για εμένα, γιατί ξέφυγα λίγο από την παρτιτούρα και πέρασα στον αυτοσχεδιασμό, στην ελευθερία, στον πειραματισμό, σε πιο avant garde καταστάσεις.
Παρόλα αυτά, πάντα η παλαιά μουσική με έλκυε και με τραβούσε περισσότερο. Για αυτό επέστρεψα πάλι στις ρίζες, κάνοντας τα τελευταία χρόνια κάποια project αναγεννησιακά με τον Μίσλαβ Ρέτζικ, τον Κροάτη κιθαρίστα, και με την Ντόρα Πριφτάκη, επάνω σε Εγγλέζικη παλαιά μουσική του Τζων Ντόουλαντ, του Πίλκινγκτον και πολλών ακόμα, και συμμετέχοντας σε κάποια φεστιβάλ και συναυλίες.
Επειδή αγαπώ πολύ και το ορατόριο, εκεί οι δρόμοι μας συναντήθηκαν με την κυρία Καλοπανά, τη Μαγδαληνή, γιατί παίζαμε για μεγάλο χρονικό διάστημα στη γερμανική εκκλησία τις Κυριακές σε λειτουργίες, σε συναυλίες που διοργάνωνε ο εκάστοτε πάτερ εκεί, και ήρθαμε πολύ κοντά στο κομμάτι του ορατορίου.
Εσείς κυρία Καλοπανά πώς ξεκινήσατε να ασχολείσθε με το όργανο; Ξεκινάτε σαν πιάνο;
Ξεκινώ σαν πρώτη σπουδή μουσικής σε qanun όργανο, σε ηλεκτρονικό όργανο, όπως είναι και πολλά από τα υβριδικά που έχουμε τώρα πια στις εκκλησίες, με τη Μαίρη Ανδρονίκου. Τελειώνω, παίρνω δίπλωμα 20-21 ετών, με πρώτο βραβείο κ.λπ., και συνεχίζω πτυχίο πιάνου με τον Κωστή Γαϊτάνο.
Εν τω μεταξύ, με έχει τραβήξει η μουσικολογία, οπότε αφήνω λίγο τις περαιτέρω σπουδές επάνω στην ερμηνεία της μουσικής και ασχολούμαι πιο πολύ με άλλα κομμάτια, με την έντεχνη ελληνική μουσική, την ιστορία της, τη μελέτη των αρχείων, τη μελέτη των έργων, την οργάνωση του αρχείου Δραγατάκη, τη συγγραφή βιβλίων, την πραγματοποίηση εκδόσεων, εκθέσεων, ανακοινώσεων σε συνέδρια κ.λπ. Οπότε, ο κλάδος του οργάνου συνεχίζεται παράλληλα, ως πλέον εκκλησιαστική οργανίστα σε συνεργασία με διάφορους ναούς –και ορθόδοξους και καθολικούς.
Ώσπου φθάνει η στιγμή, γνωρίζω τη Γεωργία Μπαλαμπίνη. Κάνουμε πρώτα ένα ρεπερτόριο λίγο πιο ευρύ, baroque και φθάνουμε μέχρι ρομαντισμό, ενίοτε. Ώσπου αρχίζω να αναζητώ ελληνικά έργα, φυσικά, για να παντρέψω τις δύο μου σπουδές και αγάπες. Εκεί, απευθύνομαι στο Θωμά Ταμβάκο, το γνωστό και αγαπητό, ο οποίος με προμηθεύει με διάφορα έργα και, κάποια στιγμή, μου κάνει δώρο αυτό το βιβλίο με τα Laudi, του Μάρκου Σοφιανόπουλου. Έχουμε ήδη μελετήσει διάφορα άλλα με τη Γωγώ, προσπαθούμε να στήσουμε ένα πρόγραμμα, μόλις βλέπουμε το βιβλίο, το κοιτάμε, το μελετάμε για ένα μήνα, η κάθε μία μόνη της, και έπειτα κοιταζόμαστε και πολύ απλά λέμε, πάμε να το κάνουμε.
Αυτό πότε έγινε;
Μ.Κ: Της είχα δώσει το υλικό αρχές του 2020.
Γ.Μ: Στην καραντίνα.
Μ.Κ: Λίγο πριν ξεσπάσει αυτή η ιστορία.
Γ.Μ: Ελάχιστα πριν κλείσουμε, ένα μήνα πριν κλείσουμε.
Μ.Κ: Οπότε όλη η καραντίνα πέρασε με συντροφιά τα “Laudi Duecentesche”.
Οι Laudi τι είναι, για κάποιον που δεν ξέρει;
Μ.Κ: Οι Laudi είναι ύμνοι που λέγονταν και μέσα στο ναό αλλά και εκτός ναού, προκειμένου οι άνθρωποι να ταυτίζονται με το θρησκευτικό τους συναίσθημα σε οποιοδήποτε χώρο. Κάποια από τα Laudi κατέληξαν να είναι κοσμικά τραγούδια μετά από πάρα πολλά χρόνια, ενσωματώθηκαν δηλαδή στο αστικό ρεπερτόριο της τάξης που γεννιόταν εκείνο το διάστημα –μιλάμε για τέλος Μεσαίωνα, αρχές Αναγέννησης, η αστική τάξη αρχίζει να διαμορφώνεται, είναι στα σπάργανα– και, από την άλλη, κάποιοι άλλοι ύμνοι, παραφρασμένοι βέβαια, εντάχθηκαν στο καθ’ αυτό εκκλησιαστικό ρεπερτόριο.
Γ.Μ: Η Lauda, πάντως, είναι ο αίνος, που λέμε, για την εκκλησία μας. Είναι οι αίνοι δηλαδή –επαινώ, αίνω.
Οι Laudi είναι μονοφωνικοί, είναι πολυφωνικοί; Πότε γράφονταν;
Στην αρχή μονοφωνικά, στην πορεία όμως όλα αυτά αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας και παραλλάχθηκαν και κατά τόπους. Ξεκίνησαν από τη Βόρεια Ιταλία, νομίζω, και ταξίδευσαν και στη Νότια Γαλλία και στο κέντρο της Ευρώπης, Βέλγιο κ.λπ. Πολλές μελωδίες των Laudi χρησιμοποιήθηκαν στο ορατόριο.
Είναι σαν ένας πρόγονος του ορατορίου και, εκτός αυτού, έχουν πολλές φορές και χαρακτήρα θεατρικό –δηλαδή, ας πούμε, η Σταύρωση του Χριστού, σαν τραγικό γεγονός. Παρουσιάζονταν και σαν θεατρικά δηλαδή, έχουν μέσα τους και το κομμάτι της υποκριτικής.
Μ.Κ: Με την έννοια ότι είναι πάρα πολύ πλούσια σε έκφραση συναισθημάτων. Τα Laudi αυτά, έτσι όπως τα έχει επιλέξει και μεταγράψει ο Σοφιανόπουλος, καλύπτουν ουσιαστικά όλο το εκκλησιαστικό έτος, με τις δεσποτικές γιορτές που τρέχουν στον κύκλο του χρόνου και με αναφορές σε πάρα πολύ αγαπητούς αγίους, τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης…
Τον Άγιο Αντώνιο, την Αγία Μαγδαληνή, την Παναγία πάρα πολλές φορές. Έχω παρατηρήσει κάτι, που έχει ενδιαφέρον –αυτό συζητούσαμε– ότι ο Μάρκος Σοφιανόπουλος έχει επιλέξει από το ορατόριο της Φλωρεντίας και της Κορτόνα αίνους συγκεκριμένους που αναφέρουν ονόματα της οικογένειάς του.
Δηλαδή;
Μ.Κ: Δηλαδή αναφέρεται, ας πούμε, το όνομα Μάρκος μέσα, Μαρίνα, που είναι η αδερφή του, Αντώνιος, που είναι ο αδερφός του. Δηλαδή, έχει βάλει κάποιους τιμώντας και την οικογένειά του. Είναι πολύ συγκινητικό αυτό, γιατί εμείς γνωρίσαμε –εξ αποστάσεως, βέβαια– την οικογένειά του. Ελπίζουμε να βρεθούμε και εκεί και να τους γνωρίσουμε και από κοντά στην Τεργέστη.
Η προσέγγιση πώς έγινε;
Γ.Μ: Η προσέγγιση είναι, κυρίως, βασισμένη επάνω στον τονισμό του κειμένου, επειδή δεν δίνονται πληροφορίες για το πώς πρέπει να παιχθούν. Εντάξει, έχεις ένα βασικό ρυθμό, αλλά είναι κάτι πολύ βασικό, δηλαδή σε πηγαίνει από μόνο του το κείμενο. Είναι πολύ σημαντικό, για αυτό και το κείμενο μεταφράσθηκε από τη Μαγδαληνή, που ξέρει ιταλικά, γιατί πρέπει να ξέρουμε τι λέμε, και τονίσθηκε επακριβώς. Έχει πάρα πολύ κείμενο δηλαδή.
Μ.Κ.: Όλη η μουσική δομήθηκε επάνω εκεί, στις αναπνοές του κειμένου και στα νοήματα που μεταδίδει.
Γ.Μ: Και στις λεκτικές φράσεις.
Μ.Κ: Και η προσέγγιση η ερμηνευτική είναι, όσο γίνεται, πιο κοντά στην εποχή.
Γ.Μ: Αυτό είναι και το πιο δύσκολο.
Μ.Κ: Δεν θέλαμε να υπερβάλλουμε σε έναν ήχο, φερ’ ειπείν, ρομαντικού οργάνου ή σε έναν τύπο τραγουδιού bel canto –που είναι, ίσως, και πιο εύκολο για εμάς, πιο σύνηθες.
Γ.Μ: Ή όπερα –υπερβολή.
Μ.Κ: Αλλά, από την άλλη, δεν συνάδει με την εποχή αυτή, θα ήταν ασύμβατο. Οπότε, προσπαθήσαμε να μείνουμε πιστές στην εποχή.
Γ.Μ: Και να σεβαστούμε το είδος, τον τρόπο και το περιεχόμενο. Επειδή είναι και θρησκευτικού περιεχομένου, είναι πιο ευλαβικά –προσευχή– δεν έχει μέσα την υπερβολή, δεν έχει μέσα την επίδειξη. Έχει κάποιες λεπτομέρειες, δηλαδή, που πρέπει να τηρηθούν ευλαβικά.
Μ.Κ: Και τα νοήματα μας καθοδηγούν, όταν λέει «υμνήστε», “laudate” –που είναι, νομίζω, το track 12– εκεί πρέπει να υμνήσουμε, πρέπει να είμαστε δοξαστικοί. Κάποια άλλα τα οποία μιλούν για τον Ιούδα και είναι σαν ένας αναστοχασμός, εκεί πραγματικά τα λέμε σαν έναν άνθρωπο που σκέπτεται τι έχει κάνει και προσπαθεί να λυτρωθεί. Δηλαδή, το νόημα είναι καθοριστικό για την ερμηνεία.
Και πρέπει να αντιμετωπισθεί με λεπτότητα, γενικώς. Εάν κάποιος έχει ακούσει δηλαδή το ηχογράφημα, θα καταλάβει ότι δεν διέπεται από υπερβολή και από επίδειξη.
Οι Laudi, σε σχέση με το υπόλοιπο αστικό ρεπερτόριο, τους τροβαδούρους, έχουν κάποια σχέση;
Έχουν σχέση, ναι. Από όσο θυμάμαι –δεν είμαι ειδικευμένη επάνω στην εποχή– υπήρξε μία άντληση στοιχείων από τους τροβαδούρους, με την έννοια των μελωδιών, οι οποίες καρπώθηκαν θεματολογία και στίχους, ενδεχομένως, χριστιανικού περιεχομένου και δημιούργησαν αυτούς τους αίνους. Αλλά έγινε και το αντίστροφο, ξαναγύρισαν όλα αυτά μέσα στην εκκλησία, μέσα στο λειτουργικό δράμα.
Επίσης, οι υμνωδοί τραγουδιστές των Laudi, αρχικά, πρέπει να ήταν προικισμένοι ερασιτέχνες και όχι επαγγελματίες.
Αυτό πώς προέκυψε;
Όπως και οι τροβαδούροι, γιατί ακόμα δεν έχουμε περάσει στη φάση του ορατορίου και του κατασκευασμένου προϊόντος. Δηλαδή, ήταν κάποιοι προικισμένοι τραγουδιστές οι οποίοι μπορούσαν να ανταποκριθούν σε αυτές τις μελωδίες και σε αυτή τη μουσική.
Αντίθετα με το τραγούδι των τροβαδούρων, το Laudi ήταν καθαρά προϊόν της πόλης –αυτό που είπες και εσύ– και η γλώσσα είναι ακριβώς το σημείο που περνάμε από τη γλώσσα τη λατινική στην καθομιλουμένη. Αυτό είναι το πιο σημαντικό κομμάτι των Laudi.
Και τρομερά δύσκολο στη μετάφραση. Λέξεις από τη Σαρδηνία, από την Πορτογαλία, από τη Σικελία, μία διάλεκτος ανάμικτη δηλαδή, δεν έχει ακόμα ξεκαθαρίσει ως ιταλική γλώσσα. Η μετάφραση ήταν μία περιπέτεια και δείχνει ακριβώς και την εποχή ζύμωσης μέσα στην οποία γράφθηκαν αυτά τα τραγούδια.
Είναι 14ος αιώνας.
Να πούμε ότι αυτά σώζονται σε κάποιους κώδικες που φυλάσσονται στην Κορτόνα και στη Φλωρεντία –είναι πάρα πολλοί παλαιοί οι κώδικες, τους έχουν εκεί οι δημοτικές βιβλιοθήκες. Έχουν γίνει διάφορες προσπάθειες, δηλαδή, εάν αναζητήσει κανείς, πολλές μεταγραφές. Αυτή θεωρώ ότι είναι μία μεταγραφή που τηρεί πάρα πολύ πιστά το πρωτότυπο και, από την άλλη, το φέρνει σε μία μορφή αρκετά κοντά στο κοράλ, προκειμένου να είναι κατάλληλα για λειτουργική χρήση.
Δεν είναι ο στόχος ούτε η γιορτή στην πλατεία ούτε και το αποστεωμένο τελείως, το μεσαιωνικό, το τραγούδι το εκκλησιαστικό, το τύπου γρηγοριανό μέλος. Δεν έχει, δηλαδή, αυτή την υπερβολική λιτότητα. Το έχει μετατοπίσει λίγο ο Σοφιανόπουλος και το έχει κάνει πραγματικά άκρως κατάλληλο για λειτουργική χρήση.
Πάντως έχουν διασωθεί επάνω από 200 υμνολόγια με κείμενα Laudi.
Η επιλογή πώς έγινε των κομματιών;
Μ.Κ: Από εμάς ή από το Σοφιανόπουλο;
Από εσάς.
Μ.Κ: Εμείς πήραμε όλες τις μεταγραφές του, τα πάντα.
Είναι και τα 21 Laudi. Είναι ένα ολοκληρωμένο έργο δηλαδή.
Δεν εξαιρέσαμε τίποτα.
Κάναμε και τα 21.
Γ.Μ: Τώρα, το πώς επέλεξε ο Μάρκος Σοφιανόπουλος, νομίζω ότι τα είπαμε λίγο-πολύ.
Μ.Κ: Αυτό δεν το ξέρουμε, γιατί δεν προλάβαμε να τον γνωρίσουμε, δυστυχώς.
Γ.Μ: Ναι, πράγματι. Από την άλλη, νομίζω ότι υπήρχε ένα κριτήριο από την πλευρά του, ότι ήθελε να δομήσει –πέρα από τα άσματα αυτά, τους αίνους, για λειτουργική χρήση– και ένα ρεπερτόριο που να στέκει και ενιαίο.
Μ.Κ: Ολοκληρωμένο.
Γ.Μ: Ναι, να μπορείς να πεις ότι, θα παίξω όλα τα Laudi, χωρίς κανείς να βαρεθεί, χωρίς κανείς να κουραστεί από την ένταση των ήχων κ.λπ. Δηλαδή, κρατά τις ισορροπίες.
Μ.Κ: Και κρεσεντάρει, δηλαδή ξεκινά από μία χαμηλή συχνότητα και συνεχίζει και γεμίζει μέχρι το τέλος, που είναι το αποχαιρετιστήριο. Δηλαδή, έχει όλο μία φιλοσοφία.
Γ.Μ: Κάνει και μικρές κορυφώσεις και έπειτα καταλαγιάζει πάλι. Δηλαδή, είναι πολύ μελετημένο. Φαίνεται, καταρχάς, ότι όλες οι μεταγραφές έχουν γίνει από έναν άνθρωπο που ξέρει πάρα πολύ καλά τη δουλειά του.
Μ.Κ: Γιατί ήταν και ο ίδιος οργανίστας, έτσι κι αλλιώς.
Γ.Μ: Ναι, επί σειρά ετών στον Καθεδρικό της Τεργέστης και Διευθυντής Χορωδίας.
Μ.Κ: Και Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Φεστιβάλ, 13 χρόνια.
Και συνθέτης που έχει πάρα πολύ σημαντικό έργο και στη σύγχρονη μουσική.
Γ.Μ: Σχεδόν atonal.
Με τον Ταμβάκο πώς ήταν η επικοινωνία, η σχέση σας; Ή σας έδωσε μόνο το έργο;
Μ.Κ: Τον Ταμβάκο τον γνωρίζω πάρα πολλά χρόνια, είμαστε φίλοι δηλαδή. Οπότε, όταν με τη Γωγώ καλύψαμε το άλλο ρεπερτόριο και άρχισα εγώ να έχω ανησυχίες ελληνικές, είπα στη Γωγώ ότι θέλω να πούμε και ελληνικά έργα. Εντάξει, φέρε έργα και θα τα πούμε. Τι έχεις στο αρχείο σου;
Άρχισε να μου στέλνει ο Θωμάς, μου έστειλε και Μάρκο Σοφιανόπουλο και διάφορα άλλα, και σύγχρονα και πιο παλιά, μέχρι και ένα που είχα φωτοτυπήσει εγώ παλιότερα από μία βιβλιοθήκη της Κεφαλονιάς. Έχω και ένα Νικόλαο Χαλικιόπουλο Μάντζαρο –και αυτό πρέπει να το κάνουμε– το έχουμε προλάβει να μην το πάρει άλλος, πρώτη εκτέλεση. Ώσπου, κάποια στιγμή είχα πάει σε παρουσίαση δικού του βιβλίου –ήταν η δισκογραφία για τον Σκαλκώτα εκείνη τη βραδιά– στη βιβλιοθήκη του Μεγάρου Μουσικής και μου δίνει το βιβλίο για το Σκαλκώτα και μου δίνει και άλλον ένα φάκελο. Του λέω, Θωμά, μου το έδωσες το βιβλίο, το πήρα. Όχι, αυτό είναι άλλο, άνοιξέ το στο σπίτι. Εντάξει, εγώ τρελάθηκα, ήταν υπέροχο.
Η παλαιά μουσική πώς αντιμετωπίζεται στην Ελλάδα;
Γ.Μ: Σχεδόν σαν ethnic μουσική. Εντάξει, όπως και η κλασική μουσική, έχει το ακροατήριό της σίγουρα. Δηλαδή, εντάσσεται πιο πολύ στο κομμάτι της κλασικής μουσικής και, κυρίως, της προκλασικής μουσικής. Η προκλασική μουσική θεωρώ ότι είναι μία μουσική πιο κοντά στα γούστα όλων, είναι πιο εύκολη, όπως και το baroque. Είναι πολύ πιο εύκολο το να ακούσει κάποιος προκλασική μουσική, ακόμα και ένας μη γνώστης της μουσικής. Είναι πιο εύηχη, πιο απλή.
Γιατί διατηρεί τις συνδέσεις με τους τρόπους. Αυτό είναι που τη φέρνει πιο κοντά στα ακροατήρια που έχουν λαϊκά και παραδοσιακά ακούσματα, σε μία κοινωνία όπως η ελληνική, που είναι ακόμα πολύ κοντά στην παράδοση την προφορική –γιατί παράδοση είναι και το έντεχνο κομμάτι, απλώς δεν είναι τόσο βίωμα για το μεγαλύτερο ποσοστό των ακροατηρίων, του κοινού. Τα άλλα είδη, όμως, η δημοφιλής και η δημώδης, λόγω της προφορικότητας, έχουν μεγαλύτερη διάδοση και οι τρόποι είναι πολύ πιο κοινοί.
Οπότε, εσείς πιστεύετε ότι η προκλασική μουσική, η παλαιά μουσική, είναι πιο βατή σε ένα ακροατήριο.
Γ.Μ: Είναι πιο εύηχη, είναι πιο εύκολη, είναι πιο κοντά στη ρίζα. Ό,τι είναι πιο κοντά στη ρίζα, στην παράδοση, στο προς τα πίσω γενικά, εγώ νομίζω ότι είναι και πιο συγκινησιακά κοντά στον άνθρωπο. Έχει ένα ανθρωπιστικό στοιχείο, δηλαδή, όλη αυτή η μουσική.
Μ.Κ: Γωγώ, εξαρτάται και για ποια ακροατήρια μιλάμε.
Γ.Μ: Πάντως, εγώ βλέπω και από μικρά παιδιά ή και από ανθρώπους που δεν ξέρουν κλασική ότι η προκλασική μουσική τούς είναι πιο ευχάριστη.
Μ.Κ: Είναι και τα βιώματα εδώ στην Ελλάδα, έτσι; Δηλαδή, εάν πάμε τώρα στο Βερολίνο, πιθανώς να νιώθουν μεγαλύτερη απόσταση από τέτοια ρεπερτόρια σε σχέση με την κλασική περίοδο Mότσαρτ, Χάϋντν και Μπετόβεν, που είναι μοιραία μέσα στην καθημερινότητά τους.
Γ.Μ: Ναι, σίγουρα. Είναι στην κουλτούρα τους από όταν ήταν παιδιά. Όχι, εγώ μιλώ για τα δεδομένα της Ελλάδας, σε σχέση με την πιο σύγχρονη κλασική μουσική, η προκλασική είναι πιο κοντά.
Μ.Κ: Για τα δεδομένα τα δικά μας, ναι. Είπαμε, είναι θέμα, καταρχάς, το πώς πλέκονται οι φωνές. Είμαστε πιο κοντά στη μονοφωνία.
Γ.Μ: Ακριβώς.
Μ. Κ: Ή τη διφωνία.
Γ.Μ: Ή την απλή πολυφωνία.
Μ.Κ: Ναι, τη βυζαντινή τη διφωνία, τη μελωποιία.
Γ.Μ: Δεν έχουμε μέσα τα διάφωνα διαστήματα, δεν έχουμε το atonal.
Μ.Κ: Υπάρχουν διάφωνα που περνούν, έτσι, σαν καθυστερήσεις.
Γ.Μ: Ναι, δεν είναι τόσο έντονα.
Είναι και η σχέση με τους τρόπους, δηλαδή όλο αυτό το υλικό είναι τροπικό. Βλέπεις, και εδώ οι αλλοιώσεις δεν ισχύουν, δηλαδή είμαστε σε τρόπους. Είναι άλλη η κατάσταση, δεν είναι ματζόρε-μινόρε.
Μ.Κ: Σίγουρα.
Αυτό είναι που κάνει και τη μουσική αυτή μαγική, νιώθεις ότι είναι γνώριμη αλλά και μη γνώριμη, τόσο ώστε να σε τραβά και, από την άλλη, τόσο ώστε να μην τη βαριέσαι.
Το είπατε πολύ σωστά.
M.K: Κάτι ακόμα που θέλω να πω, η προσέγγισή μας, πέρα από τα Laudi στο όργανο, που δεν θέλαμε να έχει ρομαντικό ήχο κ.λπ., στο φραζάρισμα να μην είναι πολύ ρομαντικό ή, από την άλλη, πάρα πολύ στακάτο, καθαρόαιμο κλασικό…
Γ. Μ: Να μην κάνει glissandi, να μην κάνει πράγματα που είναι εκτός εποχής, ας πούμε.
Μ.Κ: …θέλαμε να έχει έναν πρωτογονισμό. Σαν ερμηνεία, δηλαδή, να είμαστε πιο κοντά στην εποχή. Πέρα από την εκφορά της φωνής –που ξέρει η Γωγώ να σας τα πει ή το πώς δούλεψα εγώ τα ηχοχρώματα του οργάνου, που είναι ένα καθαρά τεχνικό κομμάτι– η μεταξύ μας προσέγγιση της ερμηνείας θέλαμε να έχει, όσο το δυνατόν, τον πρωτογονισμό της εποχής και σαν “soprano boy”, να μην είναι η σοπράνο που θα βγει και θα φωνάζει και θα κάνει τις κορώνες και τις κολορατούρες –ενώ μπορεί να τις κάνει– να μην έχει φύλο, δηλαδή, αυτό το πράγμα, ούτε ηλικία, να είναι κάτι σαν να είναι σχεδόν παιδικό –μέσα σε εισαγωγικά. Δηλαδή, να είναι λίγο απογυμνωμένο από όλη αυτή την κατάσταση την ψεύτικη.
Γ.Μ: Ναι, είναι ύμνος στο Θεό. Δηλαδή, όλοι έχουν το δικαίωμα να υμνήσουν το Θεό.
Μ.Κ: Εντάξει, με μία τοποθέτηση αρκετά εγκεφαλική. Αλλά έχει και γήινα στοιχεία πολλά, τα ακούς τα γήινα στοιχεία, δηλαδή ακουμπούν σε πολλά σημεία. Ακουμπά στη γη και ανεβαίνει. Όχι απότομα όμως, είναι μέσα σε έναν κύκλο, σε μία πνοή, σε μία ανάσα όλο αυτό.
Βέβαια, όταν είμαστε σε ένα χώρο με κοινό από κάτω, πρέπει να τηρήσουμε και κάποια άλλα προσχήματα, να είναι κατανοητό, να είναι ακουστό.
Σαφώς.
Δηλαδή, εκεί ίσως να χρειασθεί να κάνουμε κάποιες προσαρμογές στη συνθήκη.
Ναι, και στο χώρο.
Μ. Κ: Να πω επίσης ότι, λόγω χώρου και του οργάνου, η ακουστική αλλάζει πάντα, τα ηχοχρώματα θα είναι κάθε φορά διαφορετικά. Δηλαδή, η κάθε συναυλία θα έχει το δικό της χρώμα, δεν θα είναι το ίδιο πρόγραμμα.
Γ.Μ: Βέβαια, άλλο να τραγουδήσεις σε έναν τεράστιο ναό και άλλο σε ένα μικρό ναό ξύλινο, ας πούμε.
Μ.Κ: Αλλάζει και το ίδιο το όργανο.
Γ.Μ: Το όργανο αλλάζει, η ηχητική αλλάζει, όλα. Πρέπει κάθε φορά να προσαρμόζεις τη φωνή σου στο χώρο. Αυτό είναι ίσως και το πιο δύσκολο κομμάτι, δηλαδή να περνά ο ήχος σε οποιοδήποτε χώρο είσαι. Είτε είσαι σε πηγάδι –όπως λέω εγώ τους μεγάλους ναούς– είτε είσαι σε σπιτάκι, πρέπει πάντα ο ήχος να περνά, γιατί είναι πάντα η cathedral ακουστική, χωρίς μικρόφωνα, χωρίς υποστήριξη, χωρίς αλλοιώσεις και εφέ. Είσαι πλήρως εκτεθειμένος.
Δισκογραφικά πώς έγινε; Το “Irida”, που βλέπω εδώ, είναι ελληνική εταιρία;
Μ.Κ: Είναι ελληνική εταιρία, είναι “Irida Classical” και “Irida Jazz”. Στην “Irida Jazz” το πρώτο CD ήταν του Γιώργου Δούση, με το “Conversation with the river”, στο οποίο είχα και εγώ τη χαρά να συμμετάσχω σε δύο κομμάτια, και ξεκινήσαμε εκεί και την jazz κατάσταση. Η “Irida Classical” όμως υπάρχει, έχει βγάλει και πολύ σημαντικούς συνθέτες.
Το πρώτο CD ήταν Δραγατάκης, «Μουσική Δωματίου», στο οποίο έχω κάνει εγώ επιλογές και κείμενα μουσικολογικά μέσα.
Φυσικά, έγινε και με την αιγίδα της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών, που είναι και το πιο σημαντικό
Γ. Μ: Είναι πολύ σημαντικό αυτό, δεν δίνει εύκολα η Ένωση την αιγίδα της. Επίσης, εγώ θέλω να ευχαριστήσω και τον Παναγιώτη Αδάμ, γιατί, προσωπικά, με βοήθησε και υφολογικά να πλησιάσω ακόμα περισσότερο την εποχή και με το κείμενό του και με τις παρατηρήσεις τους. Είναι ένας άνθρωπος που συνέβαλε και αυτός με τον τρόπο του στο ηχογράφημα αυτό –αν και την επιμέλεια του CD την έχει κάνει η Αλίνα Καλοπανά, αποκλειστικά και μόνο.
Μ.Κ: Τη μουσικολογική.
Γ.Μ: Τη μουσικολογική την έχει κάνει η Αλίνα και η καλλιτεχνική είναι από το Μάριο Φούρναρη, τον εικαστικό, που είναι και σύζυγός μου.
Μ.Κ: Μπράβο, αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί πραγματικά μάς έχει κάνει ψηφιακή ζωγραφική –έτσι δεν λέγεται;
Γ.Μ: Όχι, είναι κανονικά σχέδια περασμένα μετά σε ψηφιακά, στο χέρι έχουν γίνει.
Είναι δημιουργία από το μηδέν για τη συγκεκριμένη έκδοση. Μας έκανε αυτή την ξεχωριστή τιμή.
Μ.Κ: Είναι πολύ ωραίο, και το εξώφυλλο και οι πληροφορίες.
Γ.Μ: Ήμασταν πολύ τυχερές σε αυτό. Αλλά, και για όλους τους συντελεστές. Δηλαδή, εάν θέλετε να μιλήσουμε τώρα για όλους τους συντελεστές, να ξεκινήσουμε από το Νίκο Θεοδωρακόπουλο, ο οποίος είναι ένας καταπληκτικός ηχολήπτης της ΕΡΤ –είμαστε πολύ τυχεροί που είναι και φίλος μας– και έκανε όλο το editing και το mastering και έφερε όλο αυτόν τον ήχο πιο κοντά και τον έβαλε στο σωστό χώρο. Γιατί, η ηχογράφηση έγινε σε όργανο στουντιακό και μετά αυτό όλο πέρασε στο χώρο, δηλαδή μας έβαλε τη cathedral ακουστική. Με πολλή λεπτομέρεια, με 36 ώρες στο studio και οι τρεις μας, και με την Αλίνα και με το Νίκο –36 εργατοώρες στην ΕΡΤ.
Μ.Κ: Ναι, να έχουμε το ύφος που θέλουμε, την ακουστότητα, το εύρος, αλλά και, από την άλλη, την αυστηρότητα του ήθους, να μην ξεφύγουμε από το στυλ της εποχής.
Γ.Μ: Πες για τα κείμενα ποιος τα επιμελήθηκε, για τις δύο κοπέλες.
Μ.Κ: Είχαμε δύο φιλολόγους επιμελήτριες, μία για τα ελληνικά κείμενα, είναι η Κωνσταντίνα Χαραλαμπίδη, μία νέα πολλά υποσχόμενη φιλόλογος της ελληνικής, και η Άντα Κόρδα η οποία είναι Καθηγήτρια στο Τμήμα Αγγλικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ. Είναι προσωπικές μου φίλες και οι δύο και μας έκαναν αυτή την τιμή, να ελέγξουν το κείμενο. Να αναφέρουμε και τον Σπύρο Καλογερόπουλο.
Γ. Μ: Ο Σπύρος Καλογερόπουλος είναι ο ηχολήπτης που έκανε την αρχική λήψη, την οποία επεξεργάσθηκε μετά ο Νίκος Θεοδωρακόπουλος. Η αγωνία μας είναι να μην ξεχάσουμε κανέναν, γιατί όλο αυτό είναι μία ομαδική δουλειά.
Μ.Κ: Αυτοί είναι, δεν νομίζω ότι αφήσαμε κάποιον.
Τώρα τι έπεται συναυλιακά;
Μ.Κ: Αυτό το χρόνο, δηλαδή το 2021 και το 2022, ευελπιστούμε να μη μας κλείσουν και να κυλήσει με συναυλίες επάνω στο έργο. Θα προσπαθήσουμε να το γνωρίσουμε σε διάφορες μεγάλες πόλεις της Ελλάδας, αλλά και στα νησιά μας. Υπάρχουν κλεισμένες συναυλίες ήδη, τώρα, στις 2 Οκτωβρίου, με αφορμή τον εορτασμό του Αγίου Διονυσίου, την παραμονή, στο μεγάλο καθεδρικό ναό. Στην Πάτρα, το άλλο Σάββατο, 9 Οκτωβρίου, στο πλαίσιο του εορτασμού των 450 χρόνων από τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου.
Αυτό πού θα γίνει;
Μ.Κ: Στον Άγιο Ανδρέα μέσα, που έχουμε ξανατραγουδήσει. Είχαμε την τιμή, μας είχαν καλέσει και ήταν μία υπέροχη συναυλία και πάρα πολύ καλή η αντιμετώπιση γενικότερα. Σήμερα μίλησα με τη Θεσσαλονίκη, θέλουν και αυτοί να γίνει το έργο εκεί στις 28 Νοεμβρίου, ακριβώς μετά τη λειτουργία, στις 12:00 θα ακολουθήσει όλο το έργο, και έπονται Κέρκυρα, Σαντορίνη πιθανότατα. Μας ενδιαφέρει και η Τεργέστη, πρωτίστως, για να παίξουμε και το έργο εκεί που γεννήθηκε και μεγαλούργησε ο συνθέτης και ο δημιουργός του.
Προς το παρόν έχουμε κλεισμένες αυτές τις τρεις συναυλίες και μιλάμε με τους Ιταλούς για να δούμε πού μπορούν να μας εντάξουν. Συζητούσαμε για το Νοέμβριο, για τις 14-15 Νοεμβρίου, που είναι και η επέτειος του θανάτου του Σοφιανόπουλου. Εάν όλα πάνε καλά, μας είπαν ότι μπορούν να γίνουν κάποιες εκδηλώσεις εορτασμού, οπότε θα πάμε και εμείς εκεί. Αλλά ακόμα δεν ξέρουμε τίποτα. Πέφτουν και οι δημοτικές εκλογές τον Οκτώβριο, πέφτουν και οι αλλαγές της ορθόδοξης τον Οκτώβριο, πέφτουν όλα σε αυτούς και έχουν τρελαθεί γενικώς. Οπότε, δεν ξέρουμε να πούμε κάτι συγκεκριμένο, μην πούμε κάτι που δεν ισχύει. Είναι και κλειστός ο χώρος, είναι περίεργος γενικώς, πρέπει να είσαι μερικές φορές με το μαχαίρι στα δόντια.