
Πρόλογος – επιμέλεια : Σπύρος Δημητρίου
Με την απόσταση που δημιουργεί αναγκαστικά ο χρόνος όταν η ύπαρξη αποκτά υφή με την τελευτή της, ατενίζουμε σήμερα τον Φώτη Κόντογλου με καθαρότερη ματιά αλλά και με καρδιά που βρίσκει την δύναμη να τιθασεύσει την αγάπη της στο ζυγό της δίκαιης κρίσης. Με την προσωπική του γλώσσα αξιοζήλευτη, την βαθιά ελληνική πεζογραφική του δημιουργία, την εμμονή του στα αρχέτυπα της ελληνικής παράδοσης και πίστης κι όλα αυτά σε συνδυασμό με το απαράμιλλο αγωνιστικό του παλμό τον ανέδειξαν επάξια σε αληθινό Δάσκαλο του Έθνους.
Ο Κόντογλου κατάφερε με το έργο του να ξαναγνωρίσουμε την βυζαντινή παράδοση, την ορθόδοξη αγιογραφία, την ορθόδοξη μουσική, οδηγώντας μας στον πλούτο των Πατέρων της Εκκλησίας μας, σαν μια ευθεία διαδοχή από τον Μακρυγιάννη και τον Παπαδιαμάντη, να δούμε και να βιώσουμε την Ορθοδοξία ως καρδιά του Νέου Ελληνισμού, ως ένα από τα ζωτικά κέντρα της πνευματικής ταυτότητας του λαού μας.
Ένας Νέος Ελληνισμός που βάλλεται σήμερα στη ρίζα του ιστορικά, πολιτιστικά, θρησκευτικά, καθώς διανύουμε τον χρόνο της επετείου για τα 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821. Μια επανάσταση που ήταν «αγιασμένη», όπως μας εξηγεί ο Φώτης Κόντογλου στο θαυμάσιο κείμενό του που ακολουθεί, και δημοσιεύθηκε στο συλλογικό τόμο : «ΤΟ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ. Η κιβωτός του Νέου Ελληνισμού», που εξέδωσε το περιοδικό «ΕΥΘΥΝΗ» το 1993.

Germanos, Metropolitan of Patras, Blessing the flag of Revolution, Theodoros Vryzakis, 1865, 16,4×1,26m, oel on canvas.
National Art Gallery and Alexandros Soutzos Museum, Athense? ??e???d??? S??t???
«Η ελληνική Επανάσταση είναι η πιο πνευματική επανάσταση που έγινε στον κόσμο. Είναι αγιασμένη.
Η επανάσταση γίνεται τις περισσότερες φορές από κάποιες υλικές αιτίες, που είναι η σκλαβιά, η στέρηση, η κακοπέραση, τα βασανιστήρια, η περιφρόνηση. Η λευτεριά είναι η θεότητα που λατρεύει ο επαναστάτης, και γι’ αυτή χύνει το αίμα του. Μα τη λευτεριά, πολλές φορές, σαν την αποχτήσει ο επαναστάτης, δεν την μεταχειρίζεται για πνευματικούς σκοπούς, αλλά για να χαρεί την υλική ζωή μονάχα. Κοντά στην υλική ζωή έρχεται κ’ η πνευματική, μα τις περισσότερες φορές για πνευματική ζωή θεωρούνε οι άνθρωποι κάποιες απολαύσεις που είναι κι αυτές υλικές, κι ας φαίνουνται σαν πνευματικές.
Ένας επαναστάτης της γαλλικής Επανάστασης, να πούμε, θεωρούσε για πνευματικά κάποια πράγματα που, στ’ αλήθεια, δεν ήτανε πνευματικά. Αυτός ήθελε ν’ αποχτήσει τη λευτεριά, για να κάνει αυτά που νόμιζε πως είναι σωστά και δίκαια για τη ζωή των ανθρώπων σε τούτον τον κόσμο μοναχά, δηλαδή για την υλική ζωή τους, μην πιστεύοντας πως υπάρχει τίποτ’ άλλο για να το επιδιώξει ο άνθρωπος. Γι’ αυτό λέω πως, για τις περισσότερες επαναστάσεις, οι αιτίες που τις κάνανε να ξεσπάσουνε σταθήκανε υλικές, κ’ η λευθερία που επιδιώξανε ήτανε προορισμένη να ικανοποιήσει μονάχα υλικές ανάγκες.
Η ελληνική όμως Επανάσταση είχε μεν για αιτία και τις υλικές στερήσεις και την κακοπάθηση του κορμιού, όπως η κάθε επανάσταση, αλλά, απάνω απ’ αυτές τις αιτίες, είχε και κάποιες που είναι καθαρά πνευματικές. Και πνευματικό, κατά τη γνώμη μου, αληθινά πνευματικό, είναι ότι έχει σχέση με το πνευματικό μέρος του ανθρώπου, με την ψυχή του, δηλαδή με τη θρησκεία.
Η σκλαβιά που έσπρωξε τους Έλληνες να ξεσηκωθούνε καταπάνω στον Τούρκο δεν ήτανε μονάχα η στέρηση κ’ η κακοπάθηση του κορμιού, αλλά, απάνω απ’ όλα, το ότι ο τύραννος ήθελε να χαλάσει την πίστη τους, μποδίζοντάς τους από τα θρησκευτικά χρέη τους, αλλαξοπιστίζοντάς τους και σφάζοντας ή κρεμάζοντάς τους, επειδή δεν αρνιόντανε την πίστη τους για να γίνουνε μωχαμετάνοι. Για τούτο πίστη και πατρίδα είχανε γίνει ένα και το ίδιο πράγμα, κ’ η λευτεριά που ποθούσανε δεν ήτανε μονάχα η λευτεριά που ποθούνε όλοι οι επαναστάτες, αλλά η λευτεριά να φυλάξουνε την αγιασμένη πίστη τους, που μ’ αυτήν ελπίζανε να σώσουνε την ψυχή τους. Γιατί, γι’ αυτούς, κοντά στο κορμί, που έχει τόσες ανάγκες και που με τόσα βάσανα γίνεται η συντήρησή του, υπήρχε κ’ η ψυχή, που είπε ο Χριστός πως αξίζει περισσότερο από το σώμα, όσο περισσότερο αξίζει το ρούχο απ’ αυτό.
Εκείνες οι απλές ψυχές, που ζούσανε στα βουνά και στα ρημοτόπια, ήτανε διδαγμένες από τους πατεράδες τους στην πίστη του Χριστού, και γνωρίζανε, μ’ όλο που ήτανε αγράμματες, κάποια από τα λόγια του, όπως είναι τούτα: «Τι θα ωφελήσει άραγε τον άνθρωπο, αν κερδίσει τον κόσμον όλο, και ζημιωθεί την ψυχή του;» Ή: «Τι θα δώσει άνθρωπος για πληρωμή της ψυχής του;» «Η ψυχή είναι πιο πολύτιμη από τη θροφή, όπως το κορμί από το φόρεμα!» – κ.α.
Για τούτο, κατά τα χρόνια της σκλαβιάς, χιλιάδες παλληκάρια σφαχτήκανε και κρεμαστήκανε και παλουκωθήκανε για την πίστη τους, αψηφώντας την νεότητά τους, και μη δίνοντας σημασία στο κορμί τους και σε τούτη την πρόσκαιρη ζωή. Στράτευμα ολάκερο είναι οι άγιοι νεομάρτυρες, που δε θανατωθήκανε για τα υλικά αγαθά τούτης της ζωής, αλλά για την πολύτιμη ψυχή τους, που γνωρίζανε πως δε θα πεθάνει μαζί με το κορμί, αλλά θα ζήσει αιώνια. Ακούγανε και πιστεύανε ατράνταχτα τα λόγια του Χριστού, που είπε: «Μη φοβηθείτε εκείνον που σκοτώνει το σώμα, και που δεν μπορεί να κάνει τίποτα παραπάνω. Αλλά να φοβηθείτε εκείνον που μπορεί να θανατώσει και το σώμα και την ψυχή».
Η ελευθερία, που γι’ αυτή θυσιαζόντανε, δεν ήτανε κάποια ακαθόριστη θεότητα, αλλά ήτανε ο ίδιος ο Χριστός, που γι’ αυτόν είπε ο απόστολος Παύλος: «Όπου το Πνεύμα του Κυρίου, εκεί είναι κ’ η ελευθερία.» Κι αλλού λέγει: «Σταθείτε στερεά στην ελευθερία που σας χάρισε ο Χριστός, σταθείτε και μην πέσετε πάλι στο ζυγό της δουλείας. Γιατί για την ελευθερία σας κάλεσε. Αλλά την ελευθερία μην την παίρνετε μονάχα σαν αφορμή για τη σάρκα σας».
Για τούτο είναι αγιασμένη η ελληνική Επανάσταση, κι αγιασμένοι οι πολεμιστές της, όπως ήτανε αγιασμένοι όσοι πολεμήσανε μαζί με τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, πριν από τρακόσια εξηνταοχτώ χρόνια, κατά το πάρσιμο της Πόλης, καταπάνω στον ίδιο οχτρό της πίστης τους.
Άκουσε με τι λόγια μιλούσε εκείνος ο αγιασμένος βασιλιάς στους στρατιώτες του, σαν να ‘λεγε κανένα τροπάρι: «Ελθών ουν, αλελφοί, ο δυσσεβής αυτός αμηράς και εχθρός της αγίας ημών πίστεως, ημάς απέκλεισε, και καθ’ εκάστην το αχανές αυτού στόμα χάσκων, πως εύρη καιρόν επιτήδειον ίνα καταπίη ημάς και την πόλιν ταύτην, ην ανήγειρον ο τρισμακάριστος και μέγας βασιλεύς Κωνσταντίνος εκείνος, και τη πανάγνω τε και υπεράγνω δασποίνη ημών Θεοτόκω και ειπαρθένω Μαρία αφιέρωσε και εχαρίσατο, του κυρίαν είναι και βοηθόν και σκέπην τη ημετέρα πατρίδι και καταφύγιον των χριστιανών, ελπίδα και χαράν πάντων των Ελλήνων, το καύχημα πάσι τοις ούσιν υπό την του ηλίου ανατολήν». Και στο τέλος είπε: «Ελπίζω Θεώ λυτρωθείημεν ημείς της ενεστώσης αυτού δικαίας απειλής, δεύτερον δε και ο στέφανος ο αδαμάντινος εν ουρανοίς εναπόκειται ημίν, και μνήμη αιώνιος και αξία εν τω κόσμω έσεται».
Στην επανάσταση του Εικοσιένα, όπως και στην πολιορκία της Πόλης, μαζί με τους λαικούς πολεμούσανε πλήθος ρασοφορεμένοι, καλογέροι, παπάδες και δεσποτάδες, και τραβούσανε μπροστά με τον σταυρό στο χέρι, κι από πίσω τους χύμιζε κλαίοντας ο λαός, κ’ έψελνε:
Για της πατρίδος την ελευθερίαν,
για του Χριστού την πίστην την αγίαν,
γι’ αυτά τα δυο πολεμώ,
μ’ αυτά να ζήσω επιθυμώ
κι αν δεν τα αποκτήσω,
τι μ’ ωφελεί να ζήσω;
Στην Πόλη κρεμάστηκε ο πατριάρχης Γρηγόριος, ανοίγοντας πρώτος το μαρτυρολόγιο της Επανάστασης. Ο Θανάσης Διάκος πολέμησε σαν νέος Λεωνίδας, και σουβλίστηκε για την πίστη του. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Ησαίας Σαλώνων, ο Ρωγών Ιωσήφ, ο Παπαφλέσσας, ο Θύμιος Βλαχάβας, κι άλλοι πολλοί, πολεμήσανε για την αγιασμένη πατρίδα τους.
Στην Τριπολιτσά κλειστήκανε στη φυλακή κατά την Επανάσταση οι δεσποτάδες του Μοριά, κ’ οι περισσότεροι πεθάνανε με αβάσταχτα μαρτύρια. Το ίδιο και στην Πόλη, φυλακωθήκανε και κρεμαστήκανε πολλοί δεσποτάδες.
Παρακάτω βάζω λίγα λόγια από το ημερολόγιο του αντιναύαρχου Γεωργίου Σαχτούρη:
«Παρασκευή, 25 Δεκεμβρίου. Εορτή των Γενεθλίων του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Αραγμένοι εις Ντάρδιζα με ήσυχον αέρα της τραμουντάνας, πλην με χιόνια. Αυτήν την ημέραν, δια το χαρμόσυνον της εορτής, το πρωί, υψώνοντας την σημαίαν μας, ερρίχθη και μια κανονιά, καθώς και όλα τα ελληνικά εδώ αραγμένα το αυτό έπραξαν.
Κυριακή, 15 Αυγούστου. Εορτή της Θεοτόκου. Εξημερώθημεν αραγμένοι. Υψώσαμεν τας σημαίας και ερρίξαμεν και από μιαν κανονιάν δια το χαρμόσυνον της ημέρας».
Ο ναύαρχος Κουντουριώτης έκανε την προσευχή του, σαν τους παλιούς, να τον βοηθήσει η Παναγία στη ναυμαχία της «Έλλης», κι όπου αλλού τον καλούσε το χρέος του. Το ίδιο κάνανε και κάνουνε όλοι οι Έλληνες στον πόλεμο.
Κατά την καταστροφή της Μικράς Ασίας, πρώτοι οι άνθρωποι της θρησκείας πληρώσανε με τη ζωή τους το καινούργιο χαράτσι στον οχτρό της πίστης μας. Ο μητροπολίτης της Σμύρνης Χρυσόστομος κρεμάστηκε, ο δεσπότης των Κυδωνιών Γρηγόριος θάφτηκε ζωντανός, ο Μοσχονησίων Αμβρόσιος θανατώθηκε άσπλαχνα, κι όλοι οι παπάδες κ’ οι καλόγεροι περάσανε από το σπαθί.
Οι Γερμανοί κ’ οι Ιταλοί θανατώσανε κι αυτοί ρασοφορεμένους των χωριών, για να μην απομείνουνε παραπίσω από τους άλλους θεομάχους.
Ναι! Πίστη και πατρίδα είναι για μας ένα πράγμα. Κι όποιος πολεμά το ένα, πολεμά και τ’ άλλο, κι ας μην ξεγελιέται.
Η μάννα μας η πνευματική είναι η ορθόδοξη Εκκλησία μας, που ποτίστηκε με πολύ κι αγιασμένο αίμα. Κανένας λαός δεν έχυσε και δεν χύνει ως τα σήμερα το αίμα του για την πίστη, όσο ο δικός μας. Η ορθόδοξη πίστη είναι ο θησαυρός ο κρυμμένος κι ο πολύτιμος μαργαρίτης που λέγει ο Χριστός».
Συλλογικό τεύχος “ΤΟ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ. Η κιβωτός του Νέου Ελληνισμού” Εκδόσεις περιοδικό της «ΕΥΘΥΝΗΣ» ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ ΜΕΘΟΡΙΟΥ Αθήνα 1993