
Τον Παναγιώτη Λιάκο τον γνωρίσαμε από τη δημοφιλή ραδιοφωνική εκπομπή «Οι Αδιάβροχοι» που παρουσίαζε παλαιότερα στο ραδιόφωνο του ΑΝΤΕΝΝΑ. Ακολούθησαν το «Περί Πωλητικής» στην καθημερινή «δημοκρατία» Το 2017, εξερεύνησε τον μαγικό κόσμο της πεζογραφίας και το αποτέλεσμα ήταν το μυθιστόρημα «Εμείς οι δύο» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Πελασγός»
Πρόκειται για μία ξεκαρδιστική περιπέτεια στην οποία μετέχουν, θέλοντας και μη, μια παρέα φίλων κι ένα αταίριαστο ζευγάρι. Στο φόντο της δράσης η μνημονιακή Ελλάδα με τα άγχη και τα προβλήματα, τις κωμικοτραγικές καταστάσεις, τα αδιέξοδα και τις λύσεις ανάγκης.
Για μας υπήρξε ένα από τα καλύτερα βιβλία της χρονιάς και σκεφθήκαμε να κάνουμε μία συνέντευξη μαζί του.
Συνέντευξη στον Γιώργο Πισσαλίδη
Παναγιώτη, πολλοί σε ξέρουν από τα κείμενα στην “Δημοκρατία” και παλιότερα από την ραδιοφωνική εκπομπή “Αδιάβροχοι” στο ραδιόφωνοι του Antenna. Πάντα έχουν μια δόση χιούμορ όσα γράφεις, πώς, όμως, αποφάσισες να γράψεις ένα καθαρά χιουμοριστικό βιβλίο, όπως το “Εμείς οι δύο”;
Η μητέρα μου, την οποία έχασα φέτος, νοσηλεύτηκε τον Φεβρουάριο του 2012 στο νοσοκομείο “Αττικόν”. Είχε υποστεί τότε ένα οξύ έμφραγμα. Νοσηλεύτηκε στην καρδιολογική κλινική. Τις ώρες που βρισκόμουν εκεί και της έκανα παρέα αποφάσισα να γράψω κάτι σατυρικής φύσεως για να διασκεδάσω τον εαυτό μου.
Να πάρουμε τους ήρωες του βιβλίου σου; Πως θα περίγραφες τον Παύλο, τον κεντρικό ήρωα; Λαϊκό;
Δεν είναι απόλυτα λαϊκός. Ανήκει σε μια τάξη που αποτελεί «θήραμα», είδος υπό εξαφάνιση στην νεοταξική ζούγκλα μας: την μεσαία τάξη. Ο ήρωας σκέφτεται λαϊκά αλλά δεν είναι λαϊκός στις οικονομικές δυνατότητές του. Έχει έναν αποτυχημένο μεν, αλλά υπαρκτό εκδοτικό οίκο. Λαϊκό είναι το κοινωνικό του περιβάλλον του, το υπόβαθρο του, οι πειραϊκές παραστάσεις του και η λατρεία του για τον Ολυμπιακό. Όμως, την κρίσιμη ώρα, εκείνη που φτάνει στο γκισέ για την πληρωμή των οφειλών του, πατάει στις ισχυρές πλάτες του πατέρα του.

Από την παρουσίαση του “Εμείς οι Δύο”
Από αριστερά: Παναγιώτης Λιάκος, ο εκδότης Γιάννης Γιαννάκενας
οι καθηγητές πανπιστημίου Χρίστος Γούδης και Αλκιβιάδης Κ. Κεφαλάς και ο τενόρος Γιάννης Χριστόπουλος
Η Ναταλία και ο Παύλος είναι δύο άτομα από διαφορετικούς κοινωνικούς κόσμους. Τι φταίει και δεν κολλάνε;
Είναι η πολιτιστική απόσταση. Για να έρθεις κοντά με κάποιον αληθινά, πρέπει να συμβαίνουν δύο τινά. Να υπάρξει ένας σωματικός, ορμονικός, χημικός, όπως θέλετε πείτε τον, συντονισμός, αλλά να υπάρξει και ένα κοινό πολιτισμικό πλαίσιο. Αν ο ένας άνθρωπος φτάνει μέχρι να βλέπει τουρκικά σήριαλ στην τηλεόραση και ο άλλος διαβάζει Βιζυηνό, δεν ταιριάζουν. Ή αν ο ένας παίζει «Στοίχημα» και η άλλη διαβάζει Γκαίτε, παίζει πιάνο, της αρέσει η κοσμολογία και ποτέ δεν τέμνονται οι πνευματικές αναζητήσεις τους, δεν ταιριάζουν. Ακόμα κι αν τους κρατήσει κάποιον καιρό η σάρκα, θα τους χωρίσει το πνεύμα.
Βλέπουμε στην ιστορία, ότι αντίθετα με αυτό που προωθεί το σύστημα, υπάρχει ένας ήρωας που έχει κάνει την θητεία του και νοιώθει περήφανος που είναι Έλληνας. Πιστεύεις ότι τέτοιος χαρακτήρας σήμερα θεωρείται απόβλητος;
Πρώτον, δεν κάνω στρατευμένη τέχνη. Όποιος κάνει στρατευμένη τέχνη είναι νοικιασμένη κάνη μιας συνήθως χυδαίας εξουσίας και θα δεχθεί και εξίσου βδελυρά κακόπιστη και στρατευμένη «κριτική». Δεύτερον, ο ήρωας μου μπορεί να έχει υπηρετήσει τον στρατό, αλλά δεν είναι δα και πεισιθανάτιος υπερήρωας. Μέσα στο βιβλίο λέει «Ευχαρίστως να πάρουμε την Πόλη, αλλά να μην χρειαστεί να κάνω εγώ πολλές θυσίες για αυτό». Αντιπροσωπεύει δηλαδή τον μέσο όρο, αν υπάρχει όντως αυτός ο περιλάλητος μέσος όρος. Αυτός ο νοητός «μέσος όρος» ευχαρίστως θα ήθελε την Πόλη, αλλά χωρίς θυσίες. Δεν έχουμε ακούσει από πολλούς αυτές τις ημέρες να λένε «Γιατί δεν ξεσηκώνεται ο κόσμος;» Αυτή η ερώτηση από μόνη της είναι βλακώδης. Έχεις ξεσηκωθείς εσύ για να κατηγορείς τους άλλους, ότι δεν ξεσηκώνονται;

O Παναγιώτης Λιάκος στο γραφείο του στην “δημοκρατία”
Να μιλήσουμε για τον Φώτη, τον φίλο του Παύλου που είναι στην Ε.Υ.Π;
Θα μπορούσε να είναι μια γνώριμη φυσιογνωμία. Θα μπορούσε να υπάρχει στο ημεδαπό οικοσύστημα των υπηρεσιών επειδή δεν λειτουργεί πάντα υπηρεσιακά. Λειτουργεί κατά μία έννοια εξωθεσμικά. Έχει «δουλειές» δικές του πέρα των καθιερωμένων. Και είναι και λίγο τυχοδιώκτης και ολίγον… ζιγκολό. Είναι ένας χαρακτήρας που έχουν συμπαθήσει ιδίως οι γυναίκες που διάβασαν το βιβλίο. Αυτές οι μορφές μάλλον αρέσουν. Κάποιες από τις γυναίκες έλκονται από τα «κακά», ατίθασα παιδιά. Όταν τελειώσει η περίοδος της έλξεως φροντίζουν να αποκατασταθούν με τα «καλά», «ήσυχα» παιδιά. Τουλάχιστον έτσι δείχνουν στην αρχή οι «καλοί» και οι ήσυχοι.
Υπάρχει και η Γιώτα.
Βεβαίως
Αυτή τώρα είναι ερωμένη ή καλή φίλη του Παύλου;
Θα μπορούσα να την χαρακτηρίσω σαν ένα «μπλού τσιπ» από το χαρτοφυλάκιο των συναισθηματικών μετοχών του πρωταγωνιστή. Είναι ένας χαρακτήρας που υπάρχει γύρω μας. Και σε μένα είναι πολύ συμπαθής. Είναι μια προσωπικότητα που μπορείς να εμπιστευτείς.

Το πρώτο βιβλίο του Παναγιώτη Λιάκου
Είναι, αν έχω καταλάβει καλά, η πρώτη του σχέση;
Μία από τις πρώτες. Μάλλον η βαθύτερη. Παραμένει μια πολύ καλή φίλη. Η Γιώτα αποτελεί ένα συναισθηματικό κρησφύγετο. Η μορφή της μπορεί να φαίνεται υποτονισμένη, αλλά είναι κυρίαρχη, δεσπόζει. Παρόλο που δεν της φαίνεται, είναι μπαλαντέρ. Γνωρίζει χαρτιά του πρωταγωνιστή που δεν ξέρει κανένας. Ούτε καν ο ίδιος.
Εμένα μου αρέσει που όταν έχει πρόβλημα, συγκαλεί σε έκτακτο «συμβούλιο» τους φίλους του.
Σπάνιο, εξαιρετικά πολύτιμο περιουσιακό στοιχείο οι φίλοι. Και δεν μιλώ για τους καλούς γνωστούς. Καλούς γνωστούς μπορείς να έχεις και δέκα και είκοσι. Φίλους όμως; Έναν; Δύο; Η λέξη είναι μεγάλη – τόσο μεγάλη που χωράει από έναν φίλο μέχρι κανέναν. Ας αναρωτηθούν οι αναγνώστες μας: Έχουν κάποιον φίλο, που στην δύσκολη στιγμή θα είναι εκεί; Που να μην θέλει τίποτα και να είναι έτοιμος να δώσει τα πάντα;
Έχει αποδειχθεί ότι όσοι έχουν φίλους, έχουν και καλύτερη υγεία. Έχουν λιγότερο στρες, λιγότερο άγχος, μεγαλύτερο αίσθημα ασφάλειας, αυτοπεποίθηση, αισιοδοξία. Πάρα πολύ καλό αυτό. Μεγάλο γιατρικό.
Με αρέσει κάτι που λες στον «Βασιλιά του Κόσμου» περί Θεού και θανάτου.
Πρώτον, εάν αποκολλήσουμε την ύπαρξη μας από τον Θεό, εμείς θα χάσουμε, όχι ο Θεός. Ο Θεός είναι αμέθεκτος. Είναι πανταχού παρών και τα πάντα πληρών, αλλά είναι δεν επηρεάζεται από τον διαποτισμό των πάντων με την ουσία Του. Τα πάντα επηρεάζονται από Εκείνον αλλά Εκείνος μένει αμετάβλητος, τέλειος, άχρονος, άναρχος, ατελεύτητος. Από την σχέση Του με τον άνθρωπο, ο άνθρωπος μεταβάλλεται σε σχέση με τον Θεό.
Η απόσταση που έχει δημιουργηθεί μεταξύ του τωρινού ανθρώπου με τον Θεό αποτελεί βασικό πρόβλημα του Δυτικού πολιτισμού. Και όσο μεγαλώνει αυτή η απόσταση, τόσο πιο γρήγορα θα συντριβούμε ολοκληρωτικά.
Και δεν θέλω να ακούω βλακείες του τύπου «Να γίνουμε Ιράν;» ή «να γίνουμε τζιχαντιστές;» . Το λέω αυτό γιατί αν το πεις αυτό δημόσια, ο κάθε μπαμπουϊνος που θέλει να το παίξει έξυπνος θα πεί «Και τι να γίνουμε; Ιράν, θεοκρατία;» Αυτά είναι βλακώδη. Είναι σαν να πεις «Θέλω ένα ποτήρι νερό» και να σου πούνε «Τι; Θέλεις έναν καταπιείς έναν ωκεανό;» Κάνουν κάτι τέτοιες αναγωγές στα ΜΜΕ, που είναι πέρα από εκνευριστικές και εκθαμβωτικά ηλίθιες και φτηνές.

Στο Εστία TV με τον σκηνοθέτη και ηθοποιό Αλέξανδρο Κολλάτο
Υπάρχει Θεός;
Ο Θεός υπάρχει. Και ο θάνατος υπάρχει. Το έχουμε δει να συμβαίνει. Σε σχεδόν όλους. Η σχέση του ανθρώπου με τον θάνατο είναι κάτι για το οποίο καλείται να προετοιμαστεί σε όλη του την ζωή. Είναι ένα ματς που διαρκεί λίγα δευτερόλεπτα και η προθέρμανση για αυτό το ματς διαρκεί μια ζωή. Δεν έχω να πω κάτι άλλο για τον θάνατο. Προτείνω σε όλους να διαβάσουν Πλάτωνα, Μάρκο Αυρήλιο, τους Στωϊκούς γενικά, τους Νεοπλατωνικούς, να σκεφτεί καθαρά, να νοιώσει καλά και να δράσει αναλόγως. Δεν μπορώ να προτείνω σε κάποιον τρόπο διαχείρισης του βίου ή του θανάτου. Ένα έχω να προτείνω: να αποδείξουν οι θνητοί ότι υπάρχει ζωή πριν τον θάνατο! Η μεταθανάτια ζωή θα μας αποδειχθεί, θέλουμε, δεν θέλουμε. Εμείς πρέπει να αποδείξουμε ότι ζήσαμε πριν τον θάνατο. (Συνεχίζεται)