του Maurer Frei
Ἐπ᾿ ἀφορμῇ τῆς ἀθλίας εἰκόνος ἱστορικῶν κτιρίων, τῶν ὁποίων οἱ τοῖχοι «κοσμοῦνται» διὰ ποικίλων ἀηδῶν, ἑνίοτε καὶ εὐφυῶν ἰχνογραφημάτων.
Καιρὸς νὰ ἀντικατασταθῇ ἡ ἀηδὴς καὶ παραπλανητικὴ λέξις «γκράφιτι» μὲ κάποιαν ἡ ὁποία θὰ ἐκφράζῃ τὴν πραγματικότητα. Αὐθαιρετογραφία; βανδαλογράφημα; λίγο μ᾿ ἐνδιαφέρει. Ἡ οὐσία εὑρίσκεται μόνον εἰς τὴν ὕπαρξιν ἤ μὴ συμφωνίας (consensus) μεταξὺ τοῦ βανδαλογράφου, τοῦ ἰδιοκτήτου τῆς ῥυπαρογραφουμένης ἐπιφανείας, ΟΜΩΣ ΚΑΙ τῶν «κοινῶν» ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι ὑποχρεοῦνται νὰ ἀντικρύζουν καθημερινῶς, τὸ ἀποτέλεσμα τῆς αὐθαιρετογραφίας.
Δὲν μπορεῖ ὁ πᾶς εἷς «διστενγκές» νὰ ὑπερασπίζεται θορυβωδῶς τὴν «ἐλευθερία ἔκφρασης» καὶ ταυτοχρόνως νὰ ὑποστηρίζῃ τὸν ἐξαναγκασμὸν χιλιάδων ἀνθρώπων εἰς τὸ νὰ ἀνέχωνται κάποιο σχεδιαστικὸν κατασκεύασμα εἰς ἕνα τοῖχον ποὺ δὲν ἀνήκει εἰς τὸν αὐθαιρετογράφον.
Ἀκόμη κι ἄν συναινῇ ὁ ἰδιοκτήτης του, ἡ ἐξωτερικὴ ὄψις ἑνὸς κτιρίου, δὲν τοῦ «ἀνήκει». Δι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ νομοθεσία τοῦ ἐπιβάλλει κανόνας ἐμφανίσεως καὶ δομήσεως.
Ἡ ἐπιβολὴ-ἀνοχὴ τοῦ «θὰ βλέπῃς αὐτὸ ποὺ ἐγὼ γουστάρω» εἶναι ἀπολύτως ἀθλία, σιχαμερὴ καὶ ὁλοκληρωτική.
Ἀπολύτως συνάδουσα πρὸς τὸ ὑπάνθρωπον σίχαμα ποὺ βγάζει τὰ ἠχεῖα του εἰς τὸ παράθυρον, ὥστε νὰ ὑποχρεοῦνται ἅπαντες νὰ ἀκούουν τὰ ἠχητικὰ του ξεράσματα.