Τον ανακαλύψαμε στην δεκαετία του ‘90 με την έκρηξη του “έθνικ”, που έφερε τις λαϊκές μουσικές του κόσμου στο προσκήνιο. Κυκλοφόρησε τον “Φάρο”, ένα δίσκο που συμπεριελάμβανε μερικούς από τους καλύτερους μουσικούς του δημοτικού και της “έθνο-τζαζ” της εποχής, και που κομμάτια του μπήκαν σε πολλές ανάλογες ξένες συλλογές. Μαζί του είχε την τραγουδίστρια Κατερίνα Κυρμιζή, που αποδείχθηκε η μούσα του και η γυναίκα της ζωής του.
Στα τέλη της προηγούμενης χρονιάς μας έδωσε τον “Βασιλιά της Λύπης”, έναν από τους πιο ολοκληρωμένους δίσκους της χρονιάς, όπου μελοποιεί Καρυωτάκη, Σέλλεϋ και Πραξίλλα με την συμμετοχή του Γιώργου Νταλάρα και του Μίλτου Πασχαλίδη. Έτσι βρεθήκαμε στο σπίτι του για μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης.
Διαβάστε το πρώτο μέρος της συνέντευξης εδώ
Συνέντευξη στον Γιώργο Πισσαλίδη
Φωτογραφίες συνέντευξης: Κατερίνα Κυρμιζή
Κύριε Γρηγοριάδη, αφού μιλήσαμε για το τι σας έλκυσε στον Σέλλεϋ και τον Καρυωτάκη , θα θέλατε να μιλήσουμε για την Σαπφώ;
Πριν τη Σαπφώ να πούμε για τον Παπανικολάου, το Μήτσο, το “Domestica”.
Εμένα μου άρεσε πολύ το “Domestica”.
Αυτός ήταν σύντροφος και φίλος του Λαπαθιώτη. Πέθανε από ναρκωτικά, δυστυχώς.
Καταραμένοι όλοι αυτοί, με όλη την έννοια.
Ναι. Με αυτό ταυτίστηκα και λόγω ηλικίας, γιατί ουσιαστικά είναι μία ματιά προς τα πίσω στο χρόνο, αυτό που κάνει ο Παπανικολάου. Έβρισκε το θάρρος να κοιτάξει προς τα πίσω, τον αμείλικτο χρόνο και τη φθορά του, για να βρει την πρώτη του αγάπη. Λόγω ηλικίας ταυτίστηκα και με αυτό, για αυτό είπα και εγώ ο ίδιος αυτό το τραγούδι.
Στην Μελισσάνθη τι σας τράβηξε;
Τώρα, η Μελισσάνθη, η νεότερη όλων –πέθανε το 1990. Διάβασα το ποίημα και έπαθα πλάκα, ήταν ένα πολύ συγκινητικό ποίημα. Ακόμα συγκινητικότερο ήταν το ότι ήταν μία γυναίκα που δεν είχε γνωρίσει τη μητρότητα και μιλούσε τόσο σπαρακτικά για αυτήν. Το είπε και συγκλονιστικά η Κατερίνα.
Ναι, τώρα κανονικά θα έπρεπε να μιλήσει και η Κατερίνα.
Μελετούσα για το δίπλωμα της κλασικής κιθάρας εκείνο το διάστημα και ήμουν στην τρέλα, με επτάωρα, πολύ πιεσμένη. Με φωνάζει κάποια στιγμή, μου λέει, έλα να το κάνουμε demo. Εγώ το είχα ακούσει, όταν το ετοίμαζε εδώ, ήξερα δηλαδή λίγο τη διαμοίραση. Το παίρνω, ξεκινώ, αρχίζω και κλαίω, κάνω ένα take, κάνω δεύτερο take, του λέω, θα με πεθάνεις, γεια σου, φεύγω, γυρίζω στην κιθάρα μου.
Δεν προσπάθησα κιόλας, γιατί δεν με απασχόλησε. Είχε τη συγκίνηση, είχε αυτό που έπρεπε, νομίζω, για μία ερμηνεία δεν σε απασχολούν τυχόν λάθη, ας πούμε.
Η Κατερίνα ακούει πάντα λάθη μέσα στο μυαλό της.
Ναι, γιατί η ερμηνεία είναι πολύ δυνατή για εμένα και αισθάνομαι πολύ υπερήφανη για αυτή τη στιγμή μου, γιατί υπάρχει η συγκίνηση καταγεγραμμένη. Πλέον τα καινούρια μέσα, το ότι μπορούμε να διορθώσουμε πάρα πολύ τα πράγματα, αφαιρούν πολλές φορές αυτό το μαγικό που συμβαίνει μία φορά και καταγράφεται, το οποίο το έχουν όλες οι παλιές ηχογραφήσεις, γιατί είναι μία ιστορική στιγμή που καταγράφηκε.
Έχω πια την εμπειρία, επειδή έχω δουλέψει πολύ στο στούντιο –αυτό το λέω γιατί έχω γράψει πολλές φορές, επειδή είναι εδώ διαθέσιμο έχω άπειρες ώρες να πειραματιστώ– να καταλάβω πότε η στιγμή είναι μαγική. Ο ίδιος ο ερμηνευτής το αισθάνεται, δηλαδή αισθάνεται ότι είναι εκεί, ότι συμβαίνει κάτι, ότι είναι σε ροή. Δεν το ξαναπροσπάθησα στη Μελισσάνθη, γιατί πια έχω την εμπειρία να πω ότι, ξέρετε, παιδιά, ό,τι και να κάνουμε δεν θα φθάσει ποτέ αυτή την ερμηνεία, τη συγκίνηση που νιώθει κάποιος ακούγοντάς το. Αυτό για τη Μελισσάνθη.
Ωραία, ας μιλήσουμε τώρα για την αρχαία ποίηση της Σαπφούς και της Πραξίλλας.
Με το Χρήστο είχαμε συνεργαστεί ξανά στη «Λάρβα» σε ένα-δύο στίχους. Τον έναν, μάλιστα, τον είχα ξεκινήσει εγώ και του τον έδωσα να το συνεχίσει αυτός –έχουμε κάνει και αυτό στον προηγούμενο δίσκο– και ένα δικό του. Εδώ, τώρα, μου είχε δώσει τρία μεταφρασμένα, έβαλα τα δύο μέσα από τα τρία που μου είχε δώσει, αρχαιοελληνικά που μου άρεσαν πολύ.
Στην Πράξιλλα να πω ότι συμπαρίσταμαι, ως άντρας, σε μία γυναίκα που την εποχή της δεν καλοπέρασε, τη είχαν λίγο σνομπάρει –να πω;– γιατί έβαζε στην ίδια μοίρα πράγματα που κατά την άποψή τους δεν θα έπρεπε. Οι άντρες την είχαν καταπιεσμένη και εγώ τώρα της αποδίδω τα εύσημα. Βέβαια, και γιατί αυτό το κομμάτι μιλά για τη χαρά των απλών πραγμάτων που πρέπει να βρίσκουμε, την ουσία δηλαδή στα απλά πράγματα, ενώ στη Σαπφώ αναδεικνύεται η μοναδικότητα των πραγμάτων, το ένα μήλο δηλαδή.
Μου άρεσε και η ελεύθερη μετάφραση του Χρήστου και τα ενσωμάτωσα, αντιμετωπίζοντάς τα βέβαια στην ενορχήστρωση με έναν τρόπο που να δίνει μία κοινή πατίνα σε όλα, δηλαδή να ακούγονται ενοποιημένα, γιατί ουσιαστικά είναι μία πορεία μέσα στο χρόνο όλο αυτό. Εάν κοιτάξεις από πού έρχεται μέχρι πού φθάσαμε, χρονολογικά ξεκινάμε από τον 5ο αιώνα π.Χ. και φθάνουμε μέχρι το 1990, που πέθανε η Μελισσάνθη.
Τώρα, στους στίχους είναι το “Red Roses” του Χρήστου, έτσι όπως λέει αυτός, για την απώλεια και τον έρωτα. Εγώ έχω τον «Ξενιτεμένο Άγγελο», που έχω γράψει εγώ στίχους, που ουσιαστικά είναι ερωτικό, μία ωδή σε έναν ανεκπλήρωτο έρωτα.
Τα άλλα δύο κομμάτια, που έχω γράψει εγώ τους στίχους, για εμένα ήθελαν να δώσουν και τον παλμό στο δίσκο. Ζώντας όλη αυτή τη μαύρη δεκαετία της κρίσης και όλα αυτά που βιώσαμε, ο «Βασιλιάς της Λύπης» ουσιαστικά αυτό περιγράφει. Περιγράφει δηλαδή τον ανυποψίαστο πολίτη, τον ανυποψίαστο άνθρωπο που ξαφνικά βρέθηκε μέσα σε μία καταιγίδα.
Το οποίο όμως, στην καταιγίδα, είναι λίγο σαν να λες, μην καταστρέψεις. Γιατί θυμάμαι τη στροφή που λέει, η φτώχεια και η οργή είναι σιαμαίες αδελφές.
Αυτό περιγράφει τη Χρυσή Αυγή.
Ναι;
Στέκουν στην άκρη του γκρεμού, λέει, και όποιος εκεί δεν τραγουδά στο χάος τον πετάνε.
Εγώ το είχα καταλάβει αλλιώς.
Ο ανυποψίαστος άνθρωπος ο οποίος ξαφνικά βρέθηκε μέσα σε μία καταιγίδα, ανυποψίαστος και απροετοίμαστος. Γιατί όμως; Γιατί δεν φρόντισε όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν να θελήσει ως ενεργός ώριμος πολίτης να πάρει τα πράγματα στα χέρια του και να μην επιτρέψει σε κανέναν να τον οδηγήσει εκεί. Θέλω να πω ότι μπορεί να πει κάποιος ότι είναι ένα κομμάτι πολιτικού προσανατολισμού, σε καμία περίπτωση όμως κομματικού.
Το τρίτο μέρος ουσιαστικά αποδίδει και την ευθύνη στον άνθρωπο αυτό. Αγκαλιασμένοι ανάδελφα, λέει μέσα. “Μέσα στη ζάλη της γιορτής, στα μεθυσμένα χνώτα Αγκαλιασμένοι ανάδελφα πήραμε λάθος ρότα Και να ‘μαι τώρα ο βασιλιάς, ο βασιλιάς της λύπης Ο πρίγκιπας της καταχνιάς, το θύμα και ο θύτης “Ο θύτης γιατί; Γιατί επέτρεψε όλα αυτά τα πράγματα να συμβούν. Είναι εύκολο να λέμε, φταίνε οι πολιτικοί, φταίει ο ένας, φταίει ο άλλος.
Εμείς τους βγάζουμε.
Αυτό λέω, αυτό φωτογραφίζω και, μάλιστα, το έχω και σε μείζονα τρόπο, σε ματζόρε, και παράταιρο από όλο το προηγούμενο, που είναι ελάσσων, ακριβώς για να δείξει αυτή την αβάσταχτη ελαφρότητα που ζήσαμε δύο δεκαετίες, που δεν θέλαμε να δούμε τα σημάδια καθόλου. Αυτό περιγράφει αυτό το κομμάτι, ότι ήμαστε ανυποψίαστοι και απροετοίμαστοι δυστυχώς, ενώ οφείλαμε να μην ήμαστε.
Το άλλο, η «Δωδεκάτη Ώρα», φωτογραφίζει την Τρόικα. Δεν ήθελα όμως να δώσω κάτι παραπάνω, γιατί πολύ εύκολα μπορεί να σου πει κάποιος ότι είναι κομματικοποίηση. Κομματικοποίηση δεν θέλω, σε καμία περίπτωση. Όχι ότι δεν έχω κομματική άποψη, όλοι είμαστε κάπου, αλλά θα χαθεί το νόημα αυτού του πράγματος που θέλω να πω. Δηλαδή, θα κρυφτούμε πίσω από τα κόμματα και δεν θα μιλήσουμε για την ευθύνη που έχουμε, σε όποιο κόμμα και εάν είμαστε.
Τα δύο τραγούδια πολιτικού προβληματισμού σε αυτό το δίσκο είναι αυτά, ο «Βασιλιάς της Λύπης» και η «Δωδεκάτη Ώρα». Τα υπόλοιπα, λόγω θεματολογίας, που μιλούν για την απώλεια, ταιριάζουν στη γενική ατμόσφαιρα του δίσκου και η πατίνα της ενορχήστρωσης, με ένα βελούδινο τρόπο ας πούμε, νομίζω ότι τα περνά, χωρίς να θέλεις να αυτοκτονήσεις που τα ακούς. Νομίζω ότι είναι από τους δίσκους που μπορείς να τον ακούσεις ολόκληρο, αν και σήμερα πια δύσκολα ακούς ένα δίσκο ολόκληρο. Δεν ξέρω, έχω την εντύπωση δηλαδή ότι μπορεί κάποιος να τον ακούσει ολόκληρο το δίσκο αυτό, χωρίς να πάει σε κάτι άλλο.
Πώς ήρθε η συνεργασία με το Μίλτο και το Νταλάρα;
Όπως είπα και στην αρχή, όταν μαζεύτηκαν τα τραγούδια και είδα ότι μπορώ με τον τρόπο μου –γιατί τα ενορχήστρωσα εγώ– να τα φέρω σε μία ενότητα, να μην είναι το καθένα ένας άλλος πλανήτης στα αυτιά του ακροατή, είχε επιλέξει η Κατερίνα να πει τα τραγούδια που είπε, είχα επιλέξει και εγώ κάποια και έμεναν κάποια άλλα. Την άκουγα τη φωνή του Γιώργου στο «Θρήνο» και είπα πως είναι του Γιώργου αυτό το τραγούδι. Δηλαδή, από την πρώτη στιγμή που το έπαιξα μου ερχόταν η φωνή του. Μου το τραγούδησε η Κατερίνα σαν demo και του έστειλα ένα CD. Περνούσαν οι μήνες όμως και δεν απαντούσε. Το είχα στείλει Σεπτέμβριο, είχε φθάσει Πάσχα και με παίρνει την Κυριακή του Πάσχα, 10 η ώρα το βράδυ, και μου λέει, είμαι ο Γιώργος ο Νταλάρας, άκουσα ένα CD, δικό σου είναι; Είναι καταπληκτικό, μου λέει, θα μπορούσα να πω το μισό δίσκο.
Εν τω μεταξύ, επειδή έβλεπα ότι δεν απαντούσε –βέβαια, κάνει και διάφορα πράγματα– το είχα στείλει και στον Πασχαλίδη. Ο Πασχαλίδης μού απάντησε αμέσως, σε ένα τέταρτο, οπωσδήποτε, μου λέει. Του λέω, ποια τραγούδια; Αυτό το τραγούδι, μου λέει. Του λέω, αυτό το λέω εγώ. Παύση. Μου αρέσει πολύ, μου λέει.
Το ομώνυμο;
Όχι, το «Κι Αν Έσβησε Σαν Ίσκιος» του Καρυωτάκη. Του λέω, Γιώργο, αυτό είχα σκοπό να το πω εγώ, και μου λέει, καλά τότε. Αλλά τον είδα ότι το γούσταρε πολύ και του λέω, καλά, πες το εσύ, θα πω άλλο εγώ –ευτυχώς. Τελικά καταλήξαμε να συμμετέχει σε τέσσερα κομμάτια ο Γιώργος. Έκανε το ντουέτο μετά με τον Πασχαλίδη, έκανε το ντουέτο με την Κατερίνα. Αρχικά δεν ήταν να το πουν μαζί, ήταν δική μου ιδέα στην πορεία, του λέω, σε ακούω να το λέτε μαζί. Του άρεσε και, από ό,τι φαίνεται, αρέσει και πάρα πολύ αυτό το κομμάτι.
Είδατε πώς τραγούδησε –μου έκανε τρομερή εντύπωση– και τον Καρυωτάκη πόσο από καρδιάς το είπε; Δηλαδή τον συγκίνησε πολύ και ο Σέλλεϋ και αυτό. Για να δούμε πώς θα πάει, εμείς το βάλαμε στη θάλασσα το καράβι, ας ταξιδέψει τώρα. Δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο, εγώ αυτό που είχα να κάνω το έκανα.
Πείτε μας για την ηχογράφηση και τους μουσικούς που έπαιξαν
Ήταν ένας δίσκος που δεν έπαιξε και πολύς κόσμος, δεν έπαιξαν πολλοί μουσικοί. Το είχα ετοιμασμένο όλο εδώ εγώ, προγραμματισμένο, τα τύμπανα, μπάσα, όλα, και κάποια στιγμή που μπορέσαμε –γιατί ήταν και μέσω lockdown όλα αυτά τα πράγματα– πήγαμε στο Odeon επάνω να γράψουμε μπάσο-τύμπανα και μεταφέραμε τα γραμμένα, τα προγραμματισμένα να το πω κάπως έτσι, και αντικαταστήσαμε τα ψεύτικα με τα αληθινά. Τώρα, ψεύτικα δεν είναι τίποτα γιατί τα ηχογραφούν…, δύσκολα καταλαβαίνεις, αλλά, τέλος πάντων, με τον ανθρώπινο παράγοντα στο παίξιμο.
Να πούμε ότι μπάσο παίζει ο Γιάννης Γρηγορίου, τύμπανα παίζει ο Δημήτρης Αντωνιάδης. Σε δύο κομμάτια παίζει συμπληρωματικά keyboards ο Άκης Μουχλιανίτης, σε δύο κομμάτια παίζει ακουστική κιθάρα ο Κώστας Κυδωνάκης, σε ένα κομμάτι παίζει κλασική κιθάρα η Κατερίνα, σε ένα άλλο κομμάτι παίζει ηλεκτρική κιθάρα ο Γιώργος Σιμάτος και σε ένα άλλο ένα παίζει ο Προκόπης Κρανιδιώτης. Στα υπόλοιπα παίζω εγώ σε όλα, ακουστικές και ηλεκτρικές κιθάρες, keyboards, πιάνο και έχω κάνει την ενορχήστρωση και τον προγραμματισμό. Η Κατερίνα έχει κάνει το edit, ο Ηλίας Λάκκας την ηχογράφηση στο Odeon και την παραγωγή τη μοιραζόμαστε εγώ με την Κατερίνα και τον Ηλία Λάκκα. Το εξώφυλλο το έκανε ο Κώστας Καλαϊτζής –ήταν πολύ ωραίο εξώφυλλο. Κυκλοφόρησε από ένα μικρό label, αλλά πολλά υποσχόμενο, της Formiggart. Αυτά για την ιστορία του δίσκου.
Να πάω λίγο πίσω. Μου είχατε πει ότι σας άρεσαν οι Genesis με τον Peter Gabriel. Επειδή και εμείς ως περιοδικό λατρεύουμε το προγκρέσιβ, να σας ρωτήσω τι σας άρεσε τότε στους Genesis;
Μου άρεσε πάρα πολύ η φόρμα της art rock, που δεν είναι το τέλειο κομμάτι, τα μεγάλα οργανικά μέρη που είχε, μου άρεσε η σύνθεση της rock μουσικής με την ευρωπαϊκή μουσική, που είχε το ανακάτεμά της, μου άρεσε πολύ η φωνή του Peter Gabriel, η θεατρικότητα, που ήταν ντυμένος στάχυ –μου άρεσε πάρα πολύ αυτό. Μου άρεσε πολύ το “Selling England by the Pound”, το είχα λιώσει.
Το οποίο ήταν και concept album.
Βέβαια. Μου άρεσαν μέχρι και το διπλό που έβγαλαν, άντε και το “A Trick of the Tail” μετά, που έφυγε.
Με τον Phil Collins δεν σας άρεσαν;
Μετά δεν συνέχισα να τους ακούω. Θυμάμαι τους Brand X, που ο Collins είχε κάνει τότε fusion. Και δεν θα ξεχάσω τον Gabriel που είχε έρθει στο Λυκαβηττό και πήγα και τον είδα όταν έκανε το “Red Rain”.
Πείτε μου τις εντυπώσεις σας από εκείνη τη συναυλία.
Δεν νομίζω ότι θα ξαναδώ τέτοια συναυλία. Επειδή είχε ξεκινήσει την παγκόσμια περιοδεία του για το promo του “Red Rain”, αυτή η συναυλία είχε ένα κόστος που δεν θα το δικαιολογούσαν σε καμία περίπτωση τα εισιτήρια του Λυκαβηττού –είχε παίξει για δύο ή τρεις ημέρες. Ξόδεψαν πολλά λεφτά γιατί ήταν ουσιαστικά το promo του δίσκου και ξεκίνησε από εδώ. Τέτοια συναυλία δεν έχω ξαναδεί, τόσα φώτα, τόσα μηχανήματα, οι μουσικάρες που ήταν μαζί του. Ήταν συγκλονιστικός. Τον είχα δει και στο Ολυμπιακό Στάδιο με τον Springsteen.
Δεν είχε καμία σχέση.
Καμία σχέση, εγώ έχω μείνει εκεί. Τέτοια συναυλία δεν έχω ξαναδεί και δεν ξέρω εάν θα ξαναδώ –γιατί είχα χάσει τους Pink Floyd που είχαν έρθει, δεν τους είχα δει.
Ήσασταν πολύ στο progressive.
Μου άρεσε πολύ. Άκουγα και Yes, αλλά εμένα οι Genesis μού άρεσαν, όπως και οι King Crimson και οι Jethro Tull. Αλλά οι Genesis ήταν για εμένα το top, ίσως επειδή ήταν το πρώτο συγκρότημα που άκουσα. Από ελληνική λαϊκή μουσική ξαφνικά άκουσα Genesis –δηλαδή τρομερή μετάβαση.
Εάν σας έλεγαν τρία ονόματα του progressive τι θα διαλέγατε, Genesis, King Crimson και Jethro Tull;
Ναι, σίγουρα, αλλά και οι Yes ήταν πολύ σημαντική μπάντα. Είχαν προτείνει και στο Σπάθα να παίξει στους Yes. Αλλά δεν είχε δεχθεί ο Γιάννης, ο συγχωρεμένος, ήταν δεμένος συναισθηματικά με τους Socrates.
Σαν παιδί του βινυλίου δεν σκέφτεστε να κυκλοφορήσετε σε βινύλιο τον “Βασιλιά της Θλίψης”;
Μακάρι. Και, γιατί όχι, να το δούμε και CD, γιατί έχει ένα πολύ ωραίο εξώφυλλο του Κώστα Καλαϊτζή και θα είναι ωραίο να το δούμε. Σε βινύλιο θα ήταν ακόμα πιο ωραίο αυτό το συγκεκριμένο εξώφυλλο.
Δεν σκέπτεστε να το εκδώσετε για λίγους;
Δεν το αποκλείουμε, περιμένουμε να δούμε. Μπορεί να το κάνουμε.
Το βινύλιο πάντα είναι άλλο πράγμα.
Είναι ωραίο, ναι. Θα δούμε, μακάρι. Θέλουμε, θέλει και ο Γιώργος ο Νταλάρας. Γενικά, εμείς οι μεγαλύτεροι, που έχουμε μάθει με το βινύλιο και με το CD, δεν βολευόμαστε με την ψηφιακή πληροφορία, είναι σαν να έχεις σηκωθεί από ένα τραπέζι και, ενώ έχεις φάει, να πεινάς. Δεν έχουμε μάθει ακόμα σε αυτό τον τρόπο. Θα δούμε, ευελπιστώ ότι θα υλοποιηθεί κάποια στιγμή.
Να υποθέσω ότι αυτό κάποια στιγμή, εάν δεν το έχετε ήδη παίξει στα lives, θα το παίξετε στις συναυλίες.
Θα παιχθεί. Στις 26 Δεκεμβρίου παίξαμε στο Μουσικό Κουτί –όχι της τηλεόρασης, του Μεταξουργείου– έξι κομμάτια από το «Βασιλιά της Λύπης». Με ένα τρίο που πήγαμε, δύο κιθάρες και ένα πιάνο, παίξαμε έξι κομμάτια και θα ξαναπαίζαμε εάν δεν μας σταματούσαν τα μέτρα. Τώρα, νομίζω ότι έχουμε κανονίσει στις 20 Φεβρουαρίου να παίξουμε σε ένα θέατρο.