Κλείνουν σήμερα 8 Απριλίου 2020, 110 χρόνια από την αυτοκτονία του ελληνοκεντρικού διανοούμενου Περικλή Γιαννόπουλου. Έτσι εμείς αποφασίσαμε να κανουμε ένα αφιέρωμα στις αισθητικές ιδέες του ανθρώπου που επηρέασε ανάμεσα σε άλλους τον Άγγελο Σικελιανό, την Αγγελική Χατζημιχάλη, τον Δημήρη Πικιώνη και τον Γιάννη Τσαρούχη (Αβαλον των Τέχνων). Διαβάστε το δεύτερο μέρος εδώ.
του Κώστα Τάταρη
«Εμείς οι Ωραιότατοι ΙΔΑΝΙΣΤΑΙ – ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΑΙ
Και Εξωφρενικότατοι των Παλαβών της Γης»
Περικλής Γιαννόπουλος
«Τις ήτο ο Περικλής Γιαννόπουλος ο θαλασσοκτονήσας ; Τις δύναται να το ειπή ; Ο γράφων, όστις τον εγνώρισεν από εικοσαετίας, τόσο ήτο εις θέσιν να τον καταλάβη, όσον ένας γάϊδαρος γκαρίζων δύναται να αντιληφθή τον Μπετόβεν. Δι’ εμέ ήτο ο εξοχώτερος των νέων Ελλήνων. Όχι από του 1821 μόνον, αλλά των μετά τους Αλεξανδρινούς κι εντεύθεν. Δια το πλήθος των Ρωμηών ήτο ένας άγνωστος. Δια το άνθος των ημιμαθών μας ένας περίεργος. Δια μερικούς λογίους χαμάληδες ένας λιβελλογράφος. Πάρτε τώρα όλας αυτάς τα κρίσεις και βγάλτε το ζουμί. Και πιέτε το. Επιτρέψατε όμως και εις το γράφοντα να τον υπολαμβάνει ως τον μέγιστο των Ελλήνων…»
«Τι δύναται να το ειπή ;» Κανείς. Υπάρχουν «απροσάρμοστοι» που δεν κατηγοριοποιούνται, υπάρχουν «απροσάρμοστοι» που ενοχλούν τους πάντες και θαυμάζονται ειλικρινά από ελάχιστους. Αυτό που «δύναται να ειπή» κάποιος με βεβαιότητα είναι ότι ήταν ένας γνήσιος αντικομφορμιστής που χαστούκισε δυνατά το πρόσωπο της αθηναϊκής κοινωνίας των αρχών του εικοστού αιώνα΄ ο τρόπος ζωής του ήταν ανυπόφορος για τους γύρω του, χρησιμοποιούσε την πέννα σαν μαστίγιο, αποδομούσε τις ηλίθιες βεβαιότητες.
Ο αντικομφορμισμός του τρόπου ζωής και των γραπτών του συνέχισε να ενοχλεί δεκαετίες μετά το θάνατό του, συνεχίζει να ενοχλεί και σήμερα… γι΄ αυτό και όταν δεν αποσιωποιήθηκε το έργο του, αντιμετωπίστηκε με ηλίθια «ειρωνεία». Ενοχλούσε τόσο την κατεστημένη δεξιά όσο και την «κουλτουριάρικη» αριστερά, έτσι στην εφημερίδα «Αυγή» (14 Σεπτεμβρίου 1976), διαβάζουμε για «ένα τύπαρο της αθηναϊκής ζωής του 1905 -1910, τον Περικλή Γιαννόπουλο… ενός ασήμαντου προσώπου ως προς τις ιδέες του, το οποίο όμως θαυμάστηκε πολύ από τα ολοκληρωτικά πνεύματα στην Ελλάδα».
Με βεβαιότητα λέμε ακόμα ότι ήταν αριστοκράτης όχι μόνο από καταγωγή (από την μητέρα του είχε ρίζες στη βυζαντινή οικογένεια των Χαιρέτηδων), αλλά στην ιδιοσυγκρασία, ένας …πληβείος όσον αφορά την οικονομική του κατάσταση και την κοινωνική θέση αριστοκράτης, δηλαδή ένας ιδιαίτερα ενδιαφέρων τύπος αριστοκράτη.
Ήταν απέναντι τόσο στον «αστό», όσο και στον δυτικοτραφή «σοσιαλιστή», απέναντι στον Ψυχάρη, αλλά απέναντι και στους «γλωσσαμύντορες», δεν θέλησε να μπει στο «μαντρί» κανενός, ακόμα και στο γλωσσικό ζήτημα, κυρίαρχο τον καιρό του, όπου αναγκαστικά κάποιος έπρεπε να «στρατευθεί» κάπου, διατήρησε την «ιδιορρυθμία» του «η γλώσσα που διάλεξε να συνεχίσει τη λογοτεχνική σταδιοδρομία του, όταν σταδιακά εγκατέλειψε την πεζογραφία του αισθητισμού, ήταν μια μεικτή γλώσσα με καθαρευουσιάνικη σύνταξη. Λόγιες λέξεις, μακροπερίοδη γραφή με τεράστιες παρενθετικές και παραθετικές προτάσεις…
Όσο προχωρά, αφήνει κατά μέρος το κήρυγμα και πιάνει το μαστίγιο, τα όπλα της σάτιρας, το σαρκασμό. Γίνεται ανελέητος, τα βάζει με όλους και με όλα…», διατηρούσε τις σωτήριες αποστάσεις από τα συμβιβασμένα πρόσωπα, τα «πρέπει», τα «αυτονόητα». Αντιπαθούσε τον νεοπλουτισμό υλικό και πνευματικό, τις «ξένες μόδες» από τα προϊόντα μέχρι τις ιδέες, τη «φανταχτερή κακογουστιά».
«Όταν ο Περικλής Γιαννόπουλος παρουσιάστηκε στις αρχές του αιώνα, η αμέριμνη αθηναϊκή κοινωνία , που μαϊμούδιζε την Ευρώπη της «Ωραίας εποχής», θαμπωμένη από την καλλονή και την ιδιορρυθμία του τού άνοιξε τα σαλόνια της νομίζοντας πως αποκτούσε τον Ουάϊλδ της. Γρήγορα όμως ο ενθουσιασμός της μεταμορφώθηκε σε αδιαφορία και σκώμμα, μόλις κατάλαβε πως ο Περικλής Γιαννόπουλος δεν ήταν ο γόης του ημίφωτου και των τεσσάρων τοίχων που θα την ξάφνιαζε με τα φραστικά του πυροτεχνήματα, μα ένας φανατισμένος αναμορφωτής που την παρακινούσε με το μαστίγιο ν’ αφήσει την κοντόφθαλμη ξενομανία της, για να ξαναβρεί τον εαυτό της μέσα στην ερασμιότητα του ελληνικού χώρου και του κλασικού ήθους.
Στην αδιαφορία και το σκώμμα ο νέος Αντίνοος απάντησε με την πικρόχολή του σάτιρα και μιαν αλύγιστη πολεμική. Η διαμάχη κράτησε περίπου δεκαπέντε χρόνια, για να τελειώσει με την ήττα του πιο ευαίσθητου ανθρώπου που είχε οραματιστεί τη νεοελληνική Αναγέννηση».
Θαμπωμένη, λοιπόν, στην αρχή, η αθηναϊκή κοινωνία «από την καλλονή και την ιδιορρυθμία του», διότι ήταν και πολύ ωραίος άνδρας, α, να το πούμε κι αυτό ! Είχε μια ομορφιά που καθήλωνε το γυναικείο φύλο. Καστανόξανθος, με βαθυγάλανα μάτια, κατάλευκο δέρμα, αρμονικά και γοητευτικά χαρακτηριστικά… όταν σπούδαζε στο Παρίσι Ιατρική, η φήμη της ομορφιάς του αναστάτωσε τον γυναικόκοσμο της γαλλικής Πρωτεύουσας, ώστε τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό του και… εικοσιδύο μετά το πέρασμά του από εκεί, η αναφορά του ονόματός του έπαιρνε την απάντηση LE DIOU APOLLON και οι Παριζιάνες ονόμαζαν «Περικλή» όταν ήθελαν να χαρακτηρίσουν κάποιον σαν πολύ όμορφο. Λέγεται, μάλιστα, ότι όταν η Γαλλίδα ηθοποιός κα SILVAIN έπαιζε κάποτε την Ιφιγένεια στο θέατρο του Μωρεάς όταν τον διέκρινε στα πρώτα καθίσματα της πλατείας αναφώνησε : «Ιδού ο Απόλλων».
Όμως οι σπουδές του στο Παρίσι κράτησαν μόνο δυο χρόνια (1890- 1892), ο πατέρας του πέθανε ξαφνικά και ο ίδιος υπέστη ισχυρό νευρικό κλονισμό. Οι γιατροί του συνέστησαν να διακόψει την Ιατρική, τα απαιτητικά μαθήματα (και ιδιαίτερα της Ανατομίας) θα επιδείνωναν την κατάστασή του. Έτσι, αφού καταφεύγει για ένα χρόνο στον αδελφό του στο Λονδίνο, το 1893 επιστρέφει στην Αθήνα, όπου εγγράφεται στη Νομική Σχολή στην οποία, όμως, δε φοίτησε ποτέ.
Για να επιβιώσει ασχολήθηκε με τη μετάφραση΄ άρχισε να δημοσιεύει σε εφημερίδες και ημερολόγια μεταφράσεις που χαρακτηρίστηκαν «αριστουργηματικές»: Ντίκενς, Πόε, Λωτί, Μπωντλέρ, ώσπου μια μέρα έλαβε την επιστολή ενός φίλου του, του λογίου Α. Γεννάδιου, που μεταξύ άλλων, τον προέτρεπε : «Πάψε να διαβάζεις Μπωντλέρ και λοιπά περιττώματα. Διάβασε τους Έλληνες κλασικούς».
Ήταν το πρώτο σκαλοπάτι αφύπνισης΄ η ενασχόληση με τους Έλληνες κλασικούς λειτούργησε όχι ως πρόσθετη «εγκυκλοπαιδική γνώση», αλλά ως εσωτερική κάθαρση. Μέσα από την ανάγνωση όλες οι μέχρι τότε «παραστάσεις» του τού φάνηκαν κακοφτιαγμένα είδωλα: ο «στέρεος» θετικισμός και επιστημονισμός, αλλά και το αντίθετό του, ο ομιχλώδης ευρωπαϊκός Ρομαντισμός, όλες οι «φράγκικες» θέσεις και αντιθέσεις, ανίκανες να προχωρήσουν σε μια ανώτερου τύπου διαλεκτική, η δυτική ηθική συμβατική και υποκριτική, αλλά και οι «νέες ιδέες» κίβδηλες, κατάλληλες μόνο για «ερεθισμένα πνεύματα», η αναγεννησιακή τέχνη «πλαδαρές σάρκες κρεμασμένες στο τσιγκέλι», όλη η «Δύση» ένα ατύχημα, βαρβαρική απόφυση του Ελληνισμού.
1) Βλάσης Γαβριηλίδης «ΕΚΕΙΝΟΣ», εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», 12 Απριλίου 1910.
2) Κώστας Γιαννόπουλος «Περικλής Γιαννόπουλος, Πορτραίτο που κάηκε στο φως», εκδόσεις «Ηλέκτρα»
3)Τάσος Αθανασιάδης «Περικλής Γιαννόπουλος, “Ο Απροσάρμοστος του Εικοστού Αιώνα”
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ