του Ιωάννη Β. Αθανασόπουλου, ιστορικού
Η νεώτερη ελληνική ιστορία έχει πραγματικά πολλές ενδιαφέρουσες περιόδους που μπορούν να μας διδάξουν όχι μόνο για το χθες αλλά και για το σήμερα. Οι πλέον ενδιαφέρουσες και περισσότερο γοητευτικές από το ευρύ κοινό θεωρούνται (αδίκως) αυτή του εθνικού διχασμού μέχρι την Μικρασιατική καταστροφή και αυτή της δεκαετίας του 1940 ξεκινώντας από το ΟΧΙ του Μεταξά μέχρι τη λήξη των συγκρούσεων του Ελληνικού Στρατού με τον ΔΣΕ.
Τι γίνεται όμως με την εξίσου ταραχώδη ενδιάμεση περίοδο; Πράγματι είναι τόσο ενδιαφέρουσα και αποτελεί αλυσίδα για την καλύτερη κατανόηση όλων των γεγονότων που συνέβησαν στο πριν και το μετά. Άλλωστε οι πρωταγωνιστές σε πολλές περιπτώσεις είναι τα ίδια πρόσωπα. Αυτό το συνδετικό κενό έρχεται να καλύψει το βιβλίο του Ιωάννη Β. Δασκαρόλη «Δημοκρατικά Τάγματα. Οι «πραιτωριανοί» της Β’ Ελληνικής Δημοκρατίας 1923-1926» (εκδόσεις Παπαζήση) που αποτελεί την πρώτη ολοκληρωμένη αναλυτική καταγραφή του φαινομένου της αυτής περιόδου στην ελληνική ιστοριογραφία.
Ο συγγραφέας περιγράφει με ενάργεια τα ιστορικά γεγονότα από την επανάσταση του 1922 ακριβώς μετά την μικρασιατική καταστροφή μέχρι τη δίκη των Ταγμάτων το φθινόπωρο του 1926. Μέσα από την εξιστόρηση των γεγονότων προβάλλουν ένας ένας οι πρωταγωνιστές της εποχής, όπως π.χ. ο Ελευθέριος Βενιζέλος που όμως δε θυμίζει σε τίποτα τον πρωταγωνιστή ραδιούργο πολιτικό ηγέτη των ετών 1914-1918. Επίσης προβάλλουν τα συνεχή στρατιωτικά κινήματα αρχής γενομένης με την Επανάσταση του 1922 των Πλαστήρα, Γονατά.
Με εξαίρεση τον Γονατά, οι περισσότεροι αξιωματικοί που συμμετείχαν από την πρώτη στιγμή στο κίνημα ήταν βενιζελικοί (Μπακιρτζής, Βεντήρης, Διάμεσης, Φωκάς, Σπαής κλπ). Οι πρώτες ενέργειες και οι σχετικές συνεννοήσεις για την επανάσταση είχαν δρομολογηθεί μετά την αποτυχημένη εκστρατεία στο Σαγγάριο, ενώ την οικονομική ενίσχυση είχαν αναλάβει οι βενιζελικοί της πρωτεύουσας.
Τι ήταν όμως η Επανάσταση του 1922; Οι πρωταγωνιστές της αρχικά μιλούσαν ενωτικά και τόνιζαν τον εθνικό χαρακτήρα του κινήματος. Στην πράξη ωστόσο αποδείχτηκε πως ήθελαν να καταλάβουν οι ίδιοι την εξουσία και να ελέγχουν τα πράγματα. Οι ενέργειες τους απέδειξαν πως δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μία ακόμη προσπάθεια «αντικοινοβουλευτικής επιβολής του βενιζελισμού» (σ. 38).
Πράγματι, τα μέτρα των επαναστατών ήταν άκρως ευνοϊκά για τους βενιζελικούς στρατιωτικούς και πολίτες. Επαναπροσλήφθηκαν όσοι βενιζελικοί δημόσιοι υπάλληλοι είχαν απολυθεί την προηγούμενη διετία ενώ ορίστηκαν πενταμελή συμβούλια με στόχο την εκκαθάριση όλων των αντιβενιζελικών που εργάζονταν σε δημόσιες υπηρεσίες, υπουργεία, σχολεία και πανεπιστήμια.
Παράλληλα, οι εκκαθαρίσεις συνεχίστηκαν στον Στρατό και στα Σώματα Ασφαλείας. Ενώ αποκαταστάθηκαν οι βενιζελικοί αξιωματικοί (Ναπολέων Ζέρβας, Βασίλειος Ντερτιλής, Γεώργιος Κονδύλης, Παυσανίας Κατσώτας μεταξύ άλλων) που είχαν λιποτακτήσει στην Κωνσταντινούπολη εγκαταλείποντας τη θέση τους στο μέτωπο μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920.
Όπως πολύ εύστοχα καταλήγει ο συγγραφέας «η ανακατάληψη του κράτους σηματοδότησε τη διαιώνιση του εσωτερικού διχασμού και την αποτυχία του νέου καθεστώτος να εμπεδώσει την ενότητα του έθνους την οποία είχε θέσει ως στόχο, τουλάχιστον λεκτικά» (σ. 40).
Στα πλαίσια αυτά η Επιτροπή των επαναστατών αποφάσισε τη δημιουργία στρατιωτικών μονάδων με σαφή αντιδυναστικά ιδεολογικά πιστεύω και χαρακτηριστικά ώστε να καταστούν θεματοφύλακες του καθεστώτος των αδιάλλακτων βενιζελικών. Έτσι ο πρώτος πυρήνας των Δημοκρατικών Ταγμάτων ήταν η σύσταση ενός Τάγματος στη νήσο Λέσβο με εθελοντές το Σεπτέμβριο του 1922, των οποίων η επιλογή έγινε με μοναδικό κριτήριο την πίστη τους στο βενιζελισμό.
Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς το ανεξάρτητο Τάγμα μεταφέρθηκε στην Αθήνα με αρμοδιότητα την τήρηση της τάξης στην πρωτεύουσα. Αξίζει να τονισθεί πως το Τάγμα αυτό χρησιμοποιήθηκε στην φρούρηση της Βουλής κατά τη διάρκεια της «δίκης» των Έξι, που κατά τον συγγραφέα αποτέλεσε «μια σοβαρή υπονόμευση του κοινοβουλευτισμού στον Μεσοπόλεμο» (σ. 55).
Η ανακατάληψη του κράτους από τους φανατικούς βενιζελικούς για να επιτύχει έπρεπε να ελέγχει σε απόλυτο βαθμό τον Στρατό. Έτσι το 1923 ιδρύθηκε ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος με έδρα την Θεσσαλονίκη. Σκοπός του ήταν η εξάλειψη των αντιβενιζελικών αξιωματικών μέσα στο στράτευμα ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος ανατροπής των σκοπών των ηγετών της Επανάστασης του 1922 καθώς και η άμεση έξωση του θεσμού της Βασιλείας από την χώρα.
Το δίκτυο του Συνδέσμου καθόριζε προαγωγές αξιωματικών φίλα προσκείμενων ενώ σε συνεργασία πάντα με την Επαναστατική Επιτροπή κατόρθωσε να τοποθετήσει στις διοικήσεις των σημαντικότερων μονάδων στην Αθήνα και στη συμπρωτεύουσα δικούς του αξιωματικούς (σ. 66).
Όπως όμως γίνεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις πάντα υπάρχουν και οι δυσαρεστημένοι. Έτσι βενιζελικοί αξιωματικοί όπως οι υποστράτηγοι Λεοναρδόπουλος και Γαργαλίδης, λόγω του ότι τους αφαιρέθηκαν οι διοικήσεις των μονάδων τους για να δοθούν σε νεαρότερους αξιωματικούς που προωθούσε ο Σύνδεσμος, συμμάχησαν με αντιβενιζελικούς αξιωματικούς και πραγματοποίησαν το ομώνυμο κίνημα το οποίο εν τέλει κατεστάλη. Σημαντικό μέρος της επιτυχίας οφείλεται στη συμμετοχή του Δημοκρατικού Τάγματος Θεσσαλονίκης το οποίο θεωρούνταν από τους φανατικούς βενιζελικούς ως η «πλέον πιστή μονάδα» (σ. 74).
Γενικότερα όλη την περίοδο 1923-1926 τα Δημοκρατικά Τάγματα ήταν μόνο κατ΄όνομα δημοκρατικά, καθώς μέσω των όπλων του Στρατού ήθελαν να στηρίζουν την εξουσία των φανατικών βενιζελικών από τον Πλαστήρα μέχρι τον Κονδύλη, καθώς χωρίς αυτά ήταν εξαιρετικά αμφίβολο εαν θα το κατόρθωναν.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η συμπεριφορά των Ταγμάτων τον Ιούλιο του 1924 στη Θεσσαλονίκη. Οι εφημερίδες της πόλης «Ταχυδρόμος» και «Ημερησία» αναδημοσίευσαν ανακριβή ρεπορτάζ σχετικά με την αναβάθμιση του αντισυνταγματάρχη Καρακούφα. Η αντίδραση της εξουσίας ήταν να στείλει μια ομάδα στρατιωτών των Δημοκρατικών Ταγμάτων χωρίς διακριτικά στα τυπογραφεία του «Ταχυδρόμου» καταστρέφοντας τα πάντα. Ομοίως στην «Ημερησία» προξενώντας όχι μόνο υλικές καταστροφές αλλά τραυματίζοντας εργαζόμενους της εφημερίδας, ενώ ένας συντάκτης της τρυπήθηκε με ξιφολόγχη στην πλάτη! Οι τραμπούκοι επέστρεψαν στις μονάδες τους φωνάζοντας «τους τσακίσαμε στο ξύλο» (σ. 257) και μόνο μετά από έντονες αντιδράσεις τιμωρήθηκαν.
Τα Δημοκρατικά Τάγματα συνέχισαν την δράση τους με αποκορύφωμα τη στήριξή τους αρχικά στη δικτατορία του Θεόδωρου Πάγκαλου και ακολούθως του Γεωργίου Κονδύλη. Στις 25 Ιουνίου 1925 ο Πάγκαλος πραγματοποιεί το σχεδιαζόμενο πραξικόπημά του με λίγους έμπιστους συνεργάτες. Όταν οι δυνάμεις του κατέλαβαν το Τυπογραφείο εξέδωσε διάγγελμα και υποσχόταν πάταξη της διαφθοράς και τιμωρία των καταχραστών δημοσίου χρήματος μεταξύ άλλων. Το κλειδί ωστόσο για την επιτυχία του κινήματός του ήταν η συμφωνία του με τους διοικητές των Δημοκρατικών Ταγμάτων, Ζέρβα και Ντερτιλή. Μάλιστα, ο Ζέρβας ανέλαβε τη θέση του φρούραρχου της Αθήνας και κάλεσε τον λαό της πρωτεύουσας να συνεχίσει ειρηνικά τα έργα του (σ. 375).
Από τη στιγμή εκείνη τα Δημοκρατικά Τάγματα και οι διοικητές τους έγιναν στηλοβάτες της δικτατορίας του Πάγκαλου. Ανέλαβαν την προσωπική ασφάλειά του ενώ σαν γνήσιοι συνεχιστές των φανατικών βενιζελικών επαναστατών του 1922 -με άλλα ατομικά συμφέροντα πλέον- χρησιμοποιήθηκαν από τον Πάγκαλο σαν δυνάμεις παρακολούθησης και καταστολής πιθανών στρατιωτικών κινημάτων που θα επιδίωκαν την ανατροπή τους (σ. 416). Επί Παγκάλου η ασυλία των Ταγμάτων ήταν εντυπωσιακή ενώ επί Κονδύλη έφτασαν στο απώγειο της δόξας τους.
Το καλοκαίρι του 1926 ωστόσο, η σχέση του Πάγκαλου με τα Δημοκρατικά Τάγματα και τους διοικητές τους είχε αρχίσει να επηρεάζεται από τις εξελίξεις. Βασικό λόγο για την τροπή αυτή είχε, σύμφωνα με ορισμένες πηγές, η παύση της μυστικής χρηματοδότησης των Ταγμάτων από τον Πάγκαλο. Θεωρείται δεδομένο πάντως πως οι λόγοι ήταν περισσότεροι. Τις εξελίξεις αυτές εκμεταλλεύθηκε ο Κονδύλης που προετοίμαζε κίνημα ανατροπής του Πάγκαλου και προσεταιρίσθηκε τους Ζέρβα και Ντερτιλή. Ο πρώτος μάλιστα αντιλαμβανόμενος πως η πολιτική του Πάγκαλου είχε αποτύχει να εφαρμόσει όσα είχε διακηρύξει δέχθηκε να αλλάξει στρατόπεδο, εξασφαλίζοντας ως αντάλλαγμα την ατιμωρησία του για όσα είχαν συμβεί επί Παγκάλου (σ. 499).
Έτσι ο Ζέρβας, όπως αναφέρει ο συγγραφέας, υπήρξε ο οργανωτής και κύριος μοχλός «της μύησης σημαντικών παγκαλικών παραγόντων» στο κίνημα του Κονδύλη, λαμβάνοντας έτσι άφεση αμαρτιών για τη στήριξή τους στη δικτατορία Πάγκαλου. Υπεγράφη μυστικό πρωτόκολλο μεταξύ των μυημένων που έδιναν όρκο ανατροπής της τυραννίας ενώ ακολουθούσε το πρόγραμμα του Κονδύλη για υπηρεσιακή κυβέρνηση του ιδίου ώστε να οδηγηθεί η χώρα σε ελεύθερες εκλογές (σ. 502).
Η ανατροπή του Πάγκαλου ξεκίνησε και ολοκληρώθηκε την 21η Αυγούστου 1926. Ωστόσο ο Κονδύλης στράφηκε εναντίον των Δημοκρατικών Ταγμάτων λίγες μέρες αργότερα. Ο λόγος ήταν οι πιέσεις που δεχόταν από τον Πλαστήρα και το περιβάλλον του να τελειώνει με τους παγκαλικούς αξιωματικούς. Η συμφωνία για τη διάλυση των Ταγμάτων έγινε υπό τον όρο οι πλαστηρικοί μετά να πάψουν τον πόλεμο εναντίον του Κονδύλη (σ. 540).
Η επιχείρηση διάλυσης των Ταγμάτων ξεκίνησε στις 9 Σεπτεμβρίου 1926 και ολοκληρώθηκε μετά από αιματηρές μάχες στο κέντρο της Αθήνας με πολλές απώλειες που διαφέρουν αναλόγως την πηγή (σ. 599).
Οι διοικητές των Ταγμάτων συνελήφθησαν και δικάστηκαν σε στρατοδικείο. Η δίκη ξεκίνησε την 20η Σεπτεμβρίου και ολοκληρώθηκε 15 μέρες μετά. Βασική κατηγορία ήταν ανυπακοή και η στάση των Δημοκρατικών Ταγμάτων καθώς και των διοικητών τους. Σύμφωνα με τον στρατιωτικό νόμο η ποινή για τις παραπάνω κατηγορίες ήταν θάνατος.
Ωστόσο καθόλη τη διάρκεια της δίκης οι κατηγορούμενοι και ιδιαίτερα οι Ζέρβας, Ντερτιλής ήταν σίγουροι πως οι ποινές τους θα ήταν μικρές και ασήμαντες. Αναμφίβολα η σιγουριά τους αυτή εκπορεύονταν από το «πρωτόκολλο» τιμής που είχαν υπογράψει με τον Κονδύλη όταν ανέτρεψαν τον Πάγκαλο. Σ’ αυτό ο Κονδύλης δεσμευόταν να μην πολιτευθεί. Έτσι μπορεί να εξηγηθεί και το γεγονός πως ο Κονδύλης δεν κατέθεσε στη δίκη για να μην έρθει σε αντιπαράθεση με τους διοικητές των Ταγμάτων. Φαίνεται πως υπήρξε μια άτυπη συμφωνία να μην γίνονται αρνητικές αναφορές για τον Κονδύλη καθώς και στα πολιτικά ζητήματα μετά την ανατροπή του Πάγκαλου με αντάλλαγμα να γλιτώσουν οι Ζέρβας, Ντερτιλής την εκτέλεση.
Εν κατακλείδι, η εργασία του Ιωάννη Δασκαρόλη αποτελεί μια σημαντική συνεισφορά, μοναδική στο είδος της, για την κατανόηση μιας ιδιαιτέρα δύσκολης και ταραγμένης περιόδου.