Κλείνουν σήμερα 121 χρόνια από την γέννηση του Κωνσταντίνου Τσάτσου , ενός εκ των κορυφαίων φιλοσόφων της λεγόμενης Δεξιάς στην Ελλάδα, του οποίου το έργο υπήρξε στήν βάση του πλατωνικά ιδεαλιστικό και χριστιανικό. Για το σημερινό αφιέρωμα στρεφόμαστε για μια ακόμα φορά στην πένα του καθηγητή Δημήτριου Τσάκωνα, ενός εκ των μεγαλυτέρων μυαλών του 20ου αιώνα και τελευταιου θεωρητικού του κοινοτισμού, του οποίου τα βιβλία στις δεκαετίες του ‘50 και του ‘60 εξυμνούντο από προσωπικότητες , όπως ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας (του οποίου υπήρξε και βιογράφος) ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο μετέπειτα Πρόεδρος Δημοκρατίας, Μιχάλης Στασινόπουλος και ο ακαδημαϊκός Σπύρος Μελάς. (Αβαλον των Τεχνών)
Κείμενο του καθηγητή Δημητριου Γρ. Τσάκωνα
Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος (1899-1987) μετέχει, επίσης, της ηγετικής ομάδας του «Αρχείου Φιλοσοφίας και θεωρίας των Επιστημών», (Κανελλόπουλος, Θεοδωρακόπουλος, Συκουτρής) που στο μεσοπόλεμο έδωσε την πνευματική μάχη κατά του μαρξισμού.
Τότε ακριβώς που άρχισε ν’ απλώνεται στην Ελλάδα ο διαλεκτικός υλισμός και να αυτοπροβάλλεται σαν η μόνη γνήσια φιλοσοφική μέθοδος για την ερμηνεία, τη θεώρηση και την «τροποποίηση» της ζωής, ήρθε ο καθηγητής Τσάτσος ν’ ανακόψει αυτή την προέλαση, να κρίνει το διαλεκτικό υλισμό και να παρουσιάσει την όψη εκείνη της φιλοσοφίας, που είναι η Καθαρή Γνώση, η Αλήθεια για την Αλήθεια, το Πνεύμα ως υπέρτατη και τελική πραγματικότητα. Έτσι παρουσίασε τη φιλοσοφία της αρχαίας Ελλάδας με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη και παρακολούθησε την αναβίωσή της στους νεότερους καιρούς με τον Καντ και τον Έγελο. Είναι η λεγόμενη «ιδεαλιστική φιλοσοφία».
Στο Μεσοπόλεμο βλέπουμε στην έδρα της Φιλοσοφίας του Δικαίου τον Κωνσταντίνο Τσάτσο νεότατο, φλογερό, ορμητικό, και εμπνευσμένο από τη γνώση της φιλοσοφίας, να διδάσκει στους ανήσυχους νέους φοιτητές της εποχής εκείνης. Το πέρασμά του από την έδρα της Παντείου και της Νομικής Σχολής θεωρήθηκε ένας σταθμός του πνεύματος. Διδάσκει με πάθος τις πλατωνικές θεωρίες για ν’ ανασχέσει την επιρροή των μαρξιστικών ιδεών κι όπως λέει:
«Κανενός φιλοσόφου η σκέψη δεν είναι τόσο αχώριστα δεμένη με τη ζωή του. Ο Σωκράτης δεν έγραψε βιβλία. Δίδαξε με το παράδειγμά του και με το λόγο του. Η ζωή του ήταν η διδαχή του, η καθημερινή του συνομιλία παντού όπου τύχαινε, στο κουρείο, στην αγορά, στις αυλές των φιλικών του σπιτιών. Τη ζωή του έτσι την πέρασε υπηρετώντας πάντα την αρετή ως την ώρα που τον οδήγησαν στο δεσμωτήριο. Δεν υπήρχε καμιά εξωτερική ανάγκη να πεθάνει ο Σωκράτης. Μια λέξη του υποχωρητική και θα γλίτωνε το πολύ με ένα πρόστιμο. Συνειδητά, όμως, δεν έκανε καμιά υποχώρηση. Όταν τον ρώτησαν οι δικαστές τι ποινή προτείνει να του επιβάλουν, είπε, ότι δεν δέχεται ως δίκαιη την κρίση τους· ότι το μόνο που ταιριάζει στα έργα του, είναι να του δώσουν τιμητική σίτιση στο Πρυτανείο. Το είπε, γιατί έπρεπε να πει την αλήθεια· όχι γιατί ήθελε να πεθάνει. Δεν τον ωθούσε καμιά επιθυμία να γίνει ήρωας. Δεν πίστευε στη μεταγενέστερη δικαίωσή του, ούτε νοιαζόταν για την ιστορία, ούτε κινείτο από την ελπίδα να φτάσει σε άλλη καλύτερη ζωή· ούτε μπορούσε να έχει την ελπίδα πως αυτός θα άρει τις αμαρτίες του κόσμου. Δέχτηκε την καταδίκη μόνο από τη θέληση να υπακούσει στο νόμο και να διατηρήσει άθικτη την αντικειμενικότητα του κύρους του».
Ο Τσάτσος δε θέλει να οικοδομήσει μια νέα δική του «ιδανική Πολιτεία», όπως ο Πλάτωνας, αλλά να διαρθρώσει μια ηθικοπνευματική δεοντολογία, ένα πρέπει, μια καινούργια «κατηγορηματική προσταγή», που μ’ αυτήν γνώμονα, ο κάθε πολιτικός άνθρωπος, ακόμα και ο κάθε πολίτης θα ξέρει «πως θα ενεργεί μια συγκεκριμένη πολιτική πράξη, μια πράξη, δηλαδή, που θα του την υπαγορεύουν οι παραστάσεις της πραγματικής ζωής που ζει». Με τις α-πριόρι καντιανές κατηγορίες ο ιδεώδης άνθρωπος, ξέρει κάθε φορά, πώς πρέπει να «πράττει» ώστε πολιτικά να ενσαρκώνει το καθαρό «δέον». Και αυτό το «δέον», θα είναι μια καθαρά «λογική σύλληψη», που θα γίνεται ύστερ’ από εκτίμηση των στοιχείων της δεδομένης πραγματικότητας.
Κάνοντας τη σαφή διάκριση πως άλλο είναι η πολιτική δεοντολογία και άλλο η πολιτική πράξη, άλλο η πολιτική φιλοσοφία και άλλο η τεχνική της πολιτικής, προσφέρει στους σπουδαστές των πολιτικών και νομικών επιστημών και στους πολιτευόμενούς μας, (κατά κανόνα πρακτικούς τεχνίτες, δηλαδή καλούς ή κακούς «κατασκευαστές») τη δυνατότητα να στοχαστούν γενικά και σφαιρικά τις αρχές της δουλειάς που διάλεξαν να κάνουν.
Το έργο του όσο και αν ξανοιγόταν σε απολυτότητες και θεωρητικές γενικότητες κάπως απρόσφορες στο σημερινό τρόπο του εμπειρικώς σκέπτεσθαι, αποσκοπούσε διά της εκλογής των «αρίστων», να αναγεννήσει τον πολιτικό βίο του οθωμανικά εμπνευσμένου παλαιοκομματισμού μας με πλατωνικά και περικλεϊκά πρότυπα.
Αυτή η στάση του Τσάτσου προκαλεί την αντίδραση του Γληνού. Στους «Νέους Πρωτοπόρους», (1933) που είναι το επίσημο όργανο της Άκρας Αριστεράς τού εξαπολύει κατηγορίες. «Η ιδεοκρατία του κ. Τσάτσου είναι η ιδεοκρατία του φασισμού. Ο κ. Τσάτσος είναι εθνικιστής αλά Μουσολίνι και αντικεφαλαιοκράτης αλά Χίτλερ, είναι οπαδός των απολύτων αξιών, είναι λάτρης του «πολιτισμού» και του ανθρώπινου πνεύματος. Να τι λέει ο Τζοβάνι Τζεντίλε: «Ο φασισμός είναι ιδεολογοκρατικός: δοξάζει τις ιδανικές αξίες (οικογένεια, πατρίδα, πολιτισμό, ανθρώπινο πνεύμα) σαν ανώτερες από κάθε αξία εφήμερη και τυχαία (υπογράμμιση Δημ. Γληνού).
Σιχαίνεται όμως τη βία ο κ. Τσάτσος! Μα τη βία τη σιχαίνεται και ο φασισμός. Δεν ακούσατε πως το φασιστικό κράτος είναι κράτος της “λευτεριάς”; Έπειτα ο κ. Τσάτσος δεν σιχαίνεται τη βία και τόσο πολύ, όπως φαίνεται. Δεν αναγνωρίζει καμιά διαφορά σκοπού ανάμεσα στη βία που εφαρμόζει ο φασισμός και στην κομμουνιστική βία. Απεναντίας τη δεύτερη τη θεωρεί πολύ χειρότερη. Έπειτα αρνιέται επίμονα, ή «αδιαφορεί» αν υπάρχει βία στην Ελλάδα. Και αυτού του είδους η αδιαφορία είναι το πρώτο βήμα της ανοχής. Σε λίγο θα βρεθεί η φραστική διατύπωση για την επιδοκιμασία. Είμαστε πολύ κοντά, ας έχουμε λίγη υπομονή…».
Ο Τσάτσος ως απολογητής της ιδεοκρατίας απαντά στο Γληνό: «Η ελευθερία είναι η ουσιαστική ενότητα των αξιών που δημιούργησε η συνείδηση μέσα σε αιώνων αδιάκοπη προσπάθεια.
Με το μέσο αυτής της ελευθερίας βαδίζουμε προς κοινωνικές μεταμορφώσεις που συμπίπτουν με τα ιδανικά της θεωρίας του κομμουνισμού, σε ό,τι αφορά την κοινωνική ανασύνταξη και την οικονομική οργάνωση, και που είναι ασφαλώς αριστερότερες από τη σημερινή κομμουνιστική πραγματικότητα. Μας χωρίζουν τα μέσα, όχι οι τελικοί σκοποί. Πιστεύει ο κ. Γληνός πως με τη δικτατορία των αδικημένων, με την άσκηση της βίας των λίγων ή των πολλών, θ’ ανεβεί προς την αταξική κοινωνία. Εμείς πιστεύουμε πως κατρακυλάει προς μία άλλη ταξική κοινωνία.
Ο κ. Γληνός λυπάται γιατί ανήκω στην αντίδραση. Η ιδεοκρατία ανήκει στην αντίδραση των κομμουνιστικών μέσων, όχι στην αντίδραση των σκοπών. Ανήκει και στην αντίδραση της θεωρίας του φυσικού και του ιστορικού υλισμού, όχι στην αντίδραση της αταξικής κοινωνίας… Τολμώ να πω πως τίποτε δεν αντιτίθεται τόσο στη σύγχρονη κεφαλαιοκρατούμενη κοινωνία όσο η ιδεοκρατική “περί πολιτείας” ιδέα. Η κεφαλαιοκρατία δεν μπορεί να γεννήσει, κατά την αντικειμενική αιτιοκρατία που επικαλείται ο κ. Γληνός, παρά μόνο τον εμπειρισμό, το θετικισμό, τον ψυχολογισμόν, όλες αυτές τις αποχρώσεις του υλισμού. Ανήκει στη δική του θεωρητική σφαίρα. Η ιδεοκρατία αντιμάχεται στη θεωρία κάθε υλισμό, γιατί κάθε υλισμός, και ο κεφαλαιοκρατικός, χτυπάει την προτεραιότητα της νόησης, αντιμάχεται στην πράξη τον κοινωνικό και τον ατομικό ευδαιμονισμό που είναι το ψυχολογικό υπόβαθρο του κεφαλαιοκράτη. Η ιδεοκρατία δεν είναι προ- είναι μετακομμουνιστική φιλοσοφία. Είναι εκείνη που θα ασπασθεί και ο κ. Γληνός, αν κάποτε νομίσει πως μπορεί να βγει από τη μεταβατική περίοδο, για να μπει στο δίκαιο κοινωνικό κόσμο που είναι κοινός σκοπός μας».
Ο Κ. Τσάτσος μαζί με τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, τον Ι.Ν. Θεοδωρακόπουλο, τον I. Συκουτρή, και φυσικά με τον αντίπαλό τους Δ. Γληνό, αναδείχθηκε σ’ έναν απ’ τους πρώτους «Διδασκάλους του Γένους».