του Κώστα Τάταρη
“Οι Ιάπωνες ήταν ανέκαθεν άνθρωποι με αυστηρή επίγνωση του θανάτου, που κρύβεται πίσω από τη επιφάνεια της καθημερινής ζωής. Όμως η ιαπωνική ιδέα για το θάνατο είναι ειλικρινής και καθαρή, ώστε διαφέρει από τον απεχθή, φοβισμένο θάνατο των δυτικών.
Ο μεσαιωνικός ευρωπαϊκός θεός του θανάτου (Πατέρας Χρόνος), που κρατάει ένα μεγάλο δρεπάνι, δεν υπήρξε ποτέ στην ιαπωνική φαντασία. Η εικόνα του θανάτου στην Ιαπωνία είναι διαφορετική και από αυτή που υπάρχει σε χώρες όπως το Μεξικό, όπου στους σκοτεινούς δρόμους των πόλεών του υψώνονται ακόμα τα ερείπια των Αζτέκων και Τολτέκων, χώρες που χαρακτηρίζονται ολοκληρωτικά από την ιδέα του θανάτου, όπως αυτή αναπτύχθηκε μέσα από την οργιώδη τροπική βλάστηση. Δεν πρόκειται γι’ αυτό το είδος χονδροειδούς θανάτου.
Η εικόνα που ενέπνεε από παλιά την ιαπωνική τέχνη είναι αυτή μιας πηγής καθαρού νερού από την οποία χύνονται συνεχώς μέσα στον κόσμο μας μικρά δροσερά ρυάκια “.
Γιούκιο Μισίμα, από τον σχολιασμό του “Χαγκακούρε” του Γιαμαμότο Τσουνετόμο (“Κρυμμένο ανάμεσα στα φύλλα”, το ευαγγέλιό του), στο βιβλίο του “Η ηθική των Σάμουραϊ στη σύγχρονη Ιαπωνία”.
Σαν σήμερα, το 1925, γεννιέται ο Ιάπων Φαέθων, ο τελευταίος των Σάμουραϊ, Γιούκιο Μισίμα, θεατρικός συγγραφέας και μυθιστοριογράφος, υποψήφιος για το βραβείο Νόμπελ.
“Εκκεντρικός”, περίεργος, παράταιρος…Ο Μισίμα συγκεντρώνει αντιφατικές ιδιότητες, που στους “κοινούς θνητούς” αλληλοαποκλείονται, διότι αν “συμπέσουν” θα λειτουργήσουν διαλυτικά, όμως όταν συνευρίσκονται στον δυνατό και δημιουργικό άνθρωπο, που μετατρέπει μέσα από την εσωτερική του διεργασία “το δηλητήριο σε φάρμακο και το φαρμάκι σε μέλι”, καταλήγουν σε ανώτερου τύπου ποιοτική σύνθεση.
Ο Μισίμα είχε …ποικίλη και “ιδιαίτερη” σεξουαλική συμπεριφορά και παράλληλα χαρακτηριζόταν από μια “Σπαρτιατική” αντίληψη ζωής. Ήταν “εστέτ” και “πολεμιστής” ταυτόχρονα.
Ως “εστέτ” (γνήσιος, όχι…) αναζήτησε την απόλυτη , την “καθαρή”,χωρίς φτιασίδια ομορφιά, ως “πολεμιστής” κατά τον “τρόπο” των ιπποτών του Ανατέλλοντος Ηλίου, “…από τα τρία Μπουσίντο που έχουν εμφανιστεί ιστορικά στην Ιαπωνία, διαλέγει το πιο αυστηρό, το πιο φανατικό, σε όλους τους σκοπούς τοποθετεί τον εθελούσιο θάνατο, αυτόν χωρίς το παραμικρό κάλυμμα πάνω από τη συμφιλίωση με το κενό.
Η επιλογή του αυτή κρύβει εντέλει και τον πιο βαθύ ανθρωπισμό”, γράφει στο “επίμετρο” της ελληνικής έκδοσης της “Ηθικής των Σαμουράϊ”, ο Γιώργος Βλάχος.
Στις δυνατές φύσεις η “αισθητική” τόσο του πλήθους όσο και των “ελίτ” , όπως και η τρέχουσα “ηθική” προκαλούν ειρωνικό μειδίαμα, στη θέση τους βάζουν την Ομορφιά και το Ήθος και όπως ο ίδιος μάς λέει, η αληθινή ομορφιά (με “Ο” κεφαλαίο”) δεν είναι ανώδυνο παιχνίδι των κουρασμένων αισθητιστών, αυτών “που δεν έχουν ορμές, παρά μόνο γούστα”, όπως έγραφε και ο Δραγούμης, είναι διακινδύνευση….”η αληθινή ομορφιά επιβάλλεται, κουρσεύει, κυριαρχεί κι εν τέλει καταστρέφει”.
Ως “πολεμιστής” του ιαπωνικού τρόπου ενστερνίστηκε την “τραγικότητα” της ζωής και βρήκε την απόλυτη δικαίωση στο τελετουργικό “σεπούκου”, όταν ο Σάμουράϊ αποτυγχάνει στην αποστολή του.
Τόσο ως “εστέτ” όσο κι ως “πολεμιστής”, εκτός από την Ιαπωνία,βρήκε στη Ελλάδα την λύση στο αίνιγμα της ομορφιάς και της τραγικότητας. Παράλληλα με το “θέατρο Νο” μελέτησε ελληνική τραγωδία και ήθελε να τη μελετά “με την ελληνική ματιά”, ταξίδεψε στη χώρα μας και σε αντίθεση με τον υπόλοιπο κόσμο, εδώ ανακάλυψε την Ομορφιά που “λυτρώνει” και όχι απλά “τέρπει”.
Από το ταξίδι του στην Ελλάδα εμπνεύστηκε το βιβλίο του “Ο ήχος των κυμάτων”. Μεγάλος συγγραφέας, τα βιβλία του εκδόθηκαν και στη χώρα μας, αναβίωσε το αυθεντικό ιαπωνικό πνεύμα της Τιμής στην μεταπολεμική Ιαπωνία της παρακμής και της διάλυσης, υπήρξε ο τελευταίος που διέσωσε το πνεύμα του ιαπωνικού ιπποτισμού.
Το μεσημέρι της 25ης Νοεμβρίου 1970, αφού έχει έχει καταλάβει με τους συντρόφους του της οργάνωσης “Εταιρεία της Ασπίδας” το γραφείο τύπου του Υπουργού Εθνικής Άμυνας και έχει εκφωνήσει ένα πύρινο λόγο μπροστά στους συγκεντρωμένους στρατιώτες με τον οποίο τους προτρέπει να επαναστατήσουν ενάντια στον “αμερικανισμό” τόσο ως κατοχή όσο και ως νοοτροπία, αυτοκτονεί με το παραδοσιακό τυπικό του σεπούκου.
“Ένας αμείλικτος θάνατος, ένας μάταιος θάνατος που δεν φέρνει κανένα καρπό στον κόσμο, έχει παρ’ όλα αυτά την αξιοπρέπεια που αρμόζει σ’ ένα ανθρώπινο ον. Εάν εκτιμούμε την αξιοπρέπεια της ζωής, πως δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε την αξιοπρέπεια του θανάτου ; Κανένας θάνατος δεν μπορεί να θεωρηθεί μάταιος”.