τοῦ Μάνου Ν. Χατζηδάκη, ἱστορικοῦ – συγγραφέα
Ἡ λέξις “Eὐρώπη” εἶναι ἑλληνική (εὐρύ – ὤψ) καί πρωτοαναφέρεται στήν ἑλληνική μυθολογία. Κατά γενική παραδοχή ὁ πρῶτος μεγάλος εὐρωπαϊκός πολιτισμός, γεννήθηκε ἀπό τούς Ἕλληνες, μετά τήν ἀπόκρουσι τῆς ἀσιατικῆς εἰσβολῆς στήν Eὐρώπη (Ἑλληνοπερσικοί Πόλεμοι 490, 480-479 π.Χ.) καί μέ τήν ἀνάπτυξι τοῦ λεγομένου Κλασικοῦ Ἑλληνικοῦ Πολιτισμοῦ (5ου π.Χ. αἰώνας).[1]
Ἡ πρώτη ἐνοποίησις τοῦ Eὐρωπαϊκοῦ χώρου θεωρεῖται ἡ Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία (Pax Romana). Ἀπόρροιά της ὑπῆρξε αὐτό πού συνθετικά ἀποκαλεῖται “Ἑλληνορωμαϊκός Πολιτισμός” ὁ ὁποίος βέβαια προέκυψε ἀπό τήν ρωμαϊκή κατάκτησι – ἀφομοίωσι τοῦ Ἑλληνιστικοῦ Κόσμου.
Τό ἔτος 324 μ.Χ. μέ τήν μονοκρατορία τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἱδρύεται ἡ Κωνσταντινούπολις, στήν ἀρχαία ἑλληνική ἀποικία τοῦ Βυζαντίου. Ὁ πρῶτος αὐτός σταθμός ἐξελληνισμοῦ τοῦ Κράτους, συμπίπτει χρονικά μέ τόν πρῶτο σταθμό ἐκχριστιανισμοῦ του, πού εἶναι ἡ Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος τῆς Νικαίας τό 325. Αὐτή ἡ ξεκάθαρα ἑλληνική «Νέα Ρώμη» ἔμελλε νά ἀντικαταστήση σταδιακά τήν λατινική Ρώμη. Καί νά ἐξελιχθῆ σέ ἕδρα μίας νέας Αὐτοκρατορίας γιά τό πρωτοφανές διάστημα τῶν 1129 ἐτῶν. Ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Andre Piganiol «ὁ ἑλληνισμός ξαναβρῆκε σέ αὐτήν, τήν ἰσχυρή του πρωτεύουσα, ἐνῶ παράλληλα ἡ Ρώμη γινόταν καί πάλι πρωτεύουσα τοῦ ρωμανισμοῦ».[2]
Κατά τόν κλασικό ὁρισμό τοῦ Paul Valery, πού εἶναι καί ὁ εὐρύτερα ἀποδεκτός οἱ πυλῶνες τῆς σύγχρονης Eὐρώπης (καί τοῦ λεγομένου δυτικοῦ πολιτισμοῦ) εἶναι τό ἀρχαίο Ἑλληνικό Πνεύμα, ὁ Χριστιανισμός καί τό Ρωμαϊκό Δίκαιο. Ποιός ὄμως ὑπῆρξε ἐκείνος πού διέσωσε, θεμελίωσε καί διαφύλαξε αὐτούς τούς τρεῖς πυλῶνες, πού ἀποτελούν (ἤ πρέπει νά ἀποτελούν) τό «ἀέτωμα» τῆς σύγχρονης Eὐρώπης; Τό κρατικό μόρφωμα τοῦ Καρλομάγνου πού κάποιοι δυτικοί ἱστορικοί βάπτισαν «πατέρα» της ἤ ὁ λεγόμενος “Βυζαντινός Πολιτισμός”;
Ὁ ἐκβαρβαρισμός τῆς Δύσεως & ὁ ἐξελληνισμός τῆς Ἀνατολῆς
Τό ἔτος 395 συντελεῖται ὁ ὁριστικός διαχωρισμός τοῦ ἀνατολικοῦ τμήματος τῆς Αὐτοκρατορίας, ὅπου, ὅπως γράφει ὁ Karl Krumbacher «τό ἑλληνικόν στοιχεῖον ἦτο τό δεσπόζον».[3] Κατά τόν G. Herzberg: «Ἀπό αὐτό τό χρονικό σημεῖο κι ἔφ΄ἑξῆς, τό κέντρο βαρύτητος τῆς Ἑλληνικῆς Ἱστορίας βρίσκεται στήν Κωνσταντινούπολι, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τήν πολιτική πρωτεύουσα τοῦ Ἑλληνικοῦ κόσμου».[4]
15 χρόνια μετά, τό 410, ἡ λατινική Ρώμη ἁλώνεται ἀπό τούς βαρβάρους τοῦ Ἀλαρίχου. Καί τό 476 ἔχουμε τήν ὁριστική πτῶσι καί πολυδιάσπασι τοῦ Δυτικοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους. Κυριαρχεῖ πλέον τό βαρβαρικό γερμανικό στοιχεῖο πού ἐκτοπίζει παντελῶς τό ἑλληνορωμαϊκό.
Ἀντιθέτως, στό ἀνατολικό τμῆμα τῆς Αὐτοκρατορίας ἐπικρατεῖ ἡ κρατική συνοχή καί ἀποκλειστικά τό ἑλληνικό καί ἐξελληνισμένο στοιχεῖο. Ὅπως μάλιστα παρατηρεῖ ὁ σοβιετικός M. Levtchenko: «Ἐνῶ στή Δυτική Εὐρώπη οἱ βαρβαρικές εἰσβολές εἶχαν ἐξαφανίσει τόν ἀρχαῖο πολιτισμό… τό Βυζάντιο περιμάζεψε τήν κληρονομιά τοῦ Ἑλληνισμοῦ».[5]
Καί ὁ Charles Diehl ἐπεξηγεῖ: «Συγκέντρωνε κάτω ἀπό τήν ἐξουσία της ὅλες τίς ἔνδοξες πρωτεύουσες τοῦ ἑλληνισμοῦ, τήν Ἀθήνα, τήν Ἀλεξάνδρεια, τήν Ἀντιόχεια καί τό ἴδιο τό Βυζάντιο, ἡ νέα πρωτεύουσά της, ἦταν βασικά ἑλληνική πόλη. Οἱ πληθυσμοί τῆς μοναρχίας ἦταν κατά τό μεγαλύτερο μέρος τούς ἑλληνικῆς καταγωγῆς ἤ τουλάχιστον ἐξελληνισμένοι, ἡ πλειοψηφία τους μιλοῦσε ἑλληνικά».[6] Ἔκτοτε, ὅπως γράφει ὁ Διονύσιος Ζακυθηνός «μόνη ἡ Κωνσταντινούπολις θά ἀντιπροσωπεύη τήν πολιτικήν παράδοσιν καί τήν κληρονομίαν τῆς Ρώμης ἐν τῷ μέσῳ τῆς ἐκβαρβαρωθείσης Εὐρώπης».[7]
Τήν ἴδια περίοδο πού γίνεται ὁ διαχωρισμός, στήν ἑλληνική Κωνσταντινούπολι δημιουργεῖται ἕνα ἀντιγερμανικό κίνημα -τό “Πανελλήνιον”- (400) μέ τό ὁποῖο παρατηρεῖται «…ἡ ἀφύπνιση τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου, ἀπό αἰώνες ἀποναρκωμένου στά πλαίσια τῆς ρωμαϊκῆς οἰκουμένης»[8] καί ἐνσαρκώνει «τήν ἐπανάστασιν τῆς ὁποίας ὁ Ἑλληνισμός ἀπέβη ὁ πρωτεργάτης»[9].
Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Ἐμμανουήλ Καρακώστας: «μετά τόν ὁριστικό διαχωρισμό τοῦ κράτους, στό ἀνατολικό τμῆμα οἱ Ἕλληνες ἔκαναν τήν ἐμφάνισή τους στήν πολιτική διοίκηση».[10]
Ἡ “κρατική ἔκφραση τῆς τρίτης φάσης τῆς ἑλληνικῆς δημιουργίας”
Ἐάν ὁ πρῶτος πυλώνας τῆς σύγχρονης Εὐρώπης εἶναι τό ἀρχαίο Ἑλληνικό Πνεύμα, τότε ἡ διάσωσις τῆς ἑλληνικῆς γλῶσσας καί γραμματείας, ἡ διατήρησις τοῦ Ἑλληνισμοῦ καθολικά, ὁφείλεται στήν Ρωμανία (Βυζαντινή Αὐτοκρατορία) πού κατά τόν καθηγητή Ι. Καραγιαννόπουλο ἀποτελεῖ «κρατική ἔκφραση τῆς τρίτης φάσης τῆς ἑλληνικῆς δημιουργίας, τοῦ “βυζαντινοῦ ἑλληνισμοῦ”, πού συνέχισε τόν κλασικό καί τόν μακεδονικό».[11]
Ὅπως γράφει ὁ Κλάους Ὄλερ: «Στό Βυζάντιο -καί ὄχι στήν Λατινική Δύση- βρῆκε ἡ παράδοση τῆς ἑλληνικῆς ἀρχαιότητας τήν φυσική της συνέχεια. Ἐκεῖ -καί ὄχι στήν Δύση- συνέχιζαν νά διαβάζονται, νά μελετῶνται, νά σχολιάζονται καί νά ἀντιγράφονται τά μεγάλα ἔργα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων»[12].
Τό 357 ιδρύεται στην Κωνσταντινούπολι, Βασιλική Βιβλιοθήκη μέ 30.000 τόμους καί ἀντιγραφικό ἐργαστήριο, μέ ἐξειδικευμένους καλλιγράφους οἱ ὁποῖοι μετέγραψαν σέ περγαμηνές ὅλα τά ἀρχαῖα ἑλληνικά κείμενα πού ἦσαν γραμμένα σέ εἰλητάρια ἀπό πάπυρο. Κατά τόν Paul Lemerle, ἔτσι «περισυλλέχτηκαν ἡ λογοτεχνία καί ἡ σκέψη τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας, ἐνῶ πήγαιναν νά ἐξαφανιστοῦν».[13]
Τό 425 ἱδρύεται στήν Κωνσταντινούπολι τό περίφημο «Πανδιδακτήριον»[14] πού ὑπῆρξε τό πρῶτο δημόσιο Πανεπιστήμιο τῆς Εὐρώπης καί τοῦ κόσμου[15] μέ 10 ἕδρες Ἑλληνικῆς Γραμματικῆς καί ἄλλες 10 Λατινικῆς, 5 ἕδρες Ἑλληνικῆς Ρητορικῆς καί μόνο 3 Λατινικῆς, μία ἕδρα Ἑλληνικῆς Φιλοσοφίας καί δύο ἕδρες Νομικῆς. Δηλαδή τά ἑλληνικά ὑπερτεροῦσαν τῶν λατινικῶν. Παρ’ ὅλα αὐτά οἱ σημερινοί Εὐρωπαῖοι προβάλουν ὡς πρῶτο Πανεπιστήμιο ἐκεῖνο τῆς Μπολόνια στήν Ἰταλία, παρότι ἱδρύθηκε τό 1088 ἤ τό 1158, δηλαδή σχεδόν 7 αἰῶνες μετά ἀπό ἐκεῖνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως…
Τό 439 θέσπίζεται στήν Κωνσταντινούπολι τό «ἑλληνιστί διατίθεσθαι»[16] καί τό 534 καθιερώνεται οἱ “Νεαρές” (νομικές διατάξεις πού ρύθμιζαν ζητήματα δημοσίου καί ἰδιωτικοῦ δικαίου), να ἐκδίδονται στήν ἑλληνική γλῶσσα, ὥστε «ταύτη δή τή κοινή καί Ἑλλάδι ὥστε ἄπασιν αὐτόν εἶναι γνώριμον διά τό πρόχειρον τῆς ἑρμηνείας».[17]
Τό 627 (ἤ 629), ἐπί Ἡρακλείου, ἡ ἑλληνική γίνεται ἡ ἐπίσημη γλῶσσα τοῦ Κράτους, οἱ λατινικοί τίτλοι ἀντικαθίστανται ἀπό τόν ἀρχαῖο ἑλληνικό τίτλο «Βασιλεύς» καί κατά τήν Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου «συνειδητοποιεῖται ἡ ἑλληνικότης τοῦ κράτους».[18]
Τήν ἴδια περίοδο ὁ πανεπιστήμων Στέφανος Ἀλεξανδρεύς[19] ἀναδιοργανώνει τό “Πανδιδακτήριον” σέ καθαρά ἑλληνικά πρότυπα τήν ἀνωτάτη παιδεία, ὅπου δίδαξε Πλάτωνα, Ἀριστοτέλη καί τά μαθήματα τῆς “τετράκτυος”: Γεωμετρία, Ἀριθμητική, Ἀστρονομία καί Μουσική.
Κατά τόν Karl Krumbacher «Ἡ πρός τήν ἀρχαιότητα σχέσις κατά τήν λογοτεχνικήν καί πολιτικήν ἔποψιν διετηρήθη πάντοτε εἰς τούς Ἕλληνας τοῦ μέσου αἰῶνος, πλήν ἴσως κατά τό σκότος τῆς 7ης καί 8ης ἑκατονταετηρίδος (εἰκονομαχία)».[20]
Ἀπό τόν 9ο αἰώνα παρατηρείται αὐτό πού ὁ Paul Lemerle ἀποκαλεῖ «πρῶτο βυζαντινό οὐμανισμό» στό ὁμώνυμο ἔργο του, («Μυριόβιβλος» Φωτίου, Ἀρέθας Καισαρείας, Θεόδωρος Στουδίτης Λέων ὁ Φιλόσοφος κ.α.).
Τό 862, ἀναδιοργανώνεται τό Πανεπιστήμιο («Πανδιδακτήριον τῆς Μαγναύρας») ὑπό τήν διεύθυνσι τοῦ Ἕλληνος πανεπιστήμονος Λέοντος τοῦ Μαθηματικοῦ, ἐνῶ ἡ ἑλληνική γραφή μετατρέπεται σέ καλλιγραφική μικρογράμματη, μέ χωρισμό τῶν λέξεων, τονισμό καί στίξι πού κατά τόν P. Lemerle «θά δώσει τό ὄργανο σέ μία νέα παιδεία, σέ ἕναν νέο οὐμανισμό».[21]
Ὁ 10ος αἰώνας θά ἐξελιχθῆ κατά τόν H. W. Haussig σέ ἕναν «Ἑλληνικό Διαφωτισμό»[22], μέ τό κίνημα τοῦ “Ἐγκυκλοπαιδισμοῦ” ὡς ἐγχειρήματος ἀνακτήσεως καί διασώσεως τοῦ ἑλληνικοῦ παρελθόντος, μέ τό ὁποίο, ὅπως γράφει ὁ Charles Diehl, τό Βυζάντιο: «ἀπό πνευματική ἄποψη, βυθιζόταν μέ ὅλες τίς ρίζες του στό γόνιμο ἔδαφος τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας».[23] («Ἐκλογαί» Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογεννήτου, Λεξικό ΣΟΥΔΑΣ, «Ἑλληνική (Παλατινή) Ἀνθολογία», «Φιλόπατρις ἤ Διδασκόμενος» κ.α.),
Ὁ Georg Ostrogorsky ἐπεξηγεῖ «Ὁ ἑλληνικός πολιτισμός παρέμεινε πάντοτε τό θεμέλιο τῆς πνευματικῆς τους ζωῆς. Ἡ ἑλληνική ἐπιστήμη καί φιλοσοφία, ἡ ἑλληνική ἱστοριογραφία καί ποίηση, ἀποτελοῦν τό μορφωτικό ἀγαθό καί τῶν πιό εὐσεβῶν Βυζαντινῶν.».[24] Αὐτό θά ἀπόγειωθῆ κατά τόν 11ο αἰώνα ὁπότε ἔχουμε -κατά τόν Διον. Ζακυθηνό- τήν «ἐποχή ὠριμότητος τοῦ κλασσικοῦ Ἀνθρωπισμοῦ».[25] (Ἰωάννης Μαυρόπους, Ἀκριτικός Κύκλος, «Τό Ἆσμα τοῦ Ἀρμούρη» Ἰωάννης Ξιφιλίνος Μιχαήλ Ψελλός κ.α.)
Η πνευματική ἐλίτ ἀπό τοῦ 12ου αἰῶνος θά προετοιμάσει μέ τήν σειρά της τήν Παλαιολόγεια Ἀναγέννησι πού θά διαποκῆ τραγικά τό 1453 ἀλλά τά ἀποτελέσματά της θά συμβάλλουν καταλυτικά στήν Εὐρωπαϊκή “Ἀναγέννησι”…
Νά ἐπισημάνουμε ὅτι οἱ μεταφράσεις ἀπό ἑλληνικά (βυζαντινά) χειρόγραφα στά λατινικά πού βρίσκονται στίς βιβλιοθῆκες τῆς Εὐρώπης εἶναι πάνω ἀπό 7.800, (ενώ π.χ. ἀπό ἀραβικά χειρόγραφα, εἶναι μόλις 1.945)![26]
Ἔτσι, κατά τόν Steven Runciman, «Οἱ γνώσεις μας γιά τόν πολιτισμό τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας, θά ἦταν πολύ λιγότερες χωρίς τούς λογίους, τούς βιβλιοσυλλέκτες καί τούς ἀντιγραφεῖς τοῦ Βυζαντίου».[27]
Ὅπως παραδέχεται ὁ Cyril Mango «Ἐάν κάποιοι ἄσημοι ἄνδρες δέν εἶχαν ἐργασθεῖ ἀνώνυμα κατά τόν 9ο καί 10ο αἰώνα, ἐμεῖς δέν θά εἴχαμε σήμερα οὔτε τόν Πλάτωνα, οὔτε τόν Ἀριστοτέλη (παρά σέ μετάφραση), οὔτε τόν Ἡρόδοτο ἤ τόν Θουκυδίδη, οὔτε τόν Αἰσχύλο ἤ τόν Σοφοκλῆ, γιά νά μήν ἀναφέρουμε πλῆθος ἄλλων…».[28]
Τό ἴδιο ἐπισημαίνει καί ὁ Peter Brown γράφοντας: «Τά πιό ἐξαίσια σωζόμενα χειρόγραφα τῶν κλασικῶν ἔργων προέρχονται, κατά κανόνα, ἀπό τή μεσαιωνική Κωνσταντινούπολη. Πράγματι, ἄν δέν ὑπῆρχαν οἱ Βυζαντινοί αὐλικοί καί ἐπίσκοποι τοῦ 9ου καί τοῦ 10ου αἰώνα δέν θά γνωρίζαμε τίποτε –ἐκτός ἀπό ὁρισμένα παπυρικά ἀποσπάσματα– γιά τό ἔργο τοῦ Πλάτωνα, τοῦ Εὐκλείδη, τοῦ Σοφοκλῆ καί τοῦ Θουκυδίδη».[29]
Καί ὁ Κλάους Ὄλερ γράφει: «τό σύνολο σχεδόν τῆς ἀρχαιοελληνικῆς γραμματείας πού ἔχουμε σήμερα στήν διάθεσή μας διασώθηκε χάρη στούς ἀντιγραφεῖς χειρογράφων τῶν βυζαντινῶν σχολῶν καί μοναστηριῶν…».[30]
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Κατά τον πανευρωπαϊστή Richard Coudenhove-Kalergi μάλιστα, ο Ελληνικός Πολιτισμός των κλασσικών χρόνων θεωρείται η “πρώτη Ευρώπη”.
[2] «L’Empire chretien» σελ. 51.
[3] «Ἱστορία Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας», Ι σελ. 23.
[4] «Geschichte Griechenlands seit den Absterber des antiken Lebens bis zum Gegenwart», 1879.
[5] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», σελ. 131.
[6] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος Β’ σελ. 295.
[7] «Βυζαντινή Ἱστορία 324 – 1071» σελ. 52.
[8] Emilienne Demoudeot «De l’unité à la division de l’Empire romain».
[9] Διονυσίου Ζακυθηνοῦ «Βυζαντινή Ἱστορία 324 – 1071» σελ. 54.
[10] «Ἡ καταγωγή τῶν Βυζαντινῶν Αὐτοκρατόρων» σελ. 60.
[11] «Το Βυζαντινό Κράτος» σελ. 58
[12] «Μεσαιωνική Φιλοσοφία. Σύγχρονη Ἔρευνα καί
Προβληματισμοί», Ἐκ-δόσεις Παρουσία, 2000.
[13] «Ὁ Πρῶτος Βυζαντινός Οὐμανισμός» σελ. 58.
[14] Κατά τόν F. Fuchs, ὑπῆρχε ἤδη Πανεπιστήμιο στήν Κωνσταντινούπολι ἀπό τόν Μέγα Κωνσταντίνο καί ἁπλῶς τό 425 ἀναδιοργανώθηκε («Die Schulen von Konstantinopel im Mittelalter», Berlin 1926).
[15] Σέ ἀντίθεσι μέ τίς ἰδιωτικές σχολές (ὅπως π.χ. Ἀκαδημία Πλάτωνος, Λύκειον Ἀριστοτέλους, σχολές Ἀλεξανδρείας), οἱ φοιτητές δέν πλήρωναν, ἐνῶ εἶχαν καί φοιτητικό σύλλογο πού ἐξέλεγε τούς καθηγητές τους, οἱ ὁποῖοι διορίζοντο κατόπιν ἐγκρίσεως τῆς Συγκλήτου! Ἐπίσης σέ ἀντίθεσι μέ τά Πανεπιστήμια πού ἱδρύθηκαν πολύ ἀργότερα στήν Δύσι, εἶχε ἀπόκλειστικά κοσμικό χαρακτήρα καί δέν διδασκόταν Θεολογία.
[16] Σύνταξις διαθηκῶν καί ἀπονομή δικαιοσύνης στά Ἑλληνικά καί καθιέρωνε ἐπισήμως τήν χρῆσι τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας στήν διοίκησι
[17] Novellae 7 (15) a ed. K. E. Zacharia von Lingenthal, 1, 80.
[18] «Βυζαντινή Ἱστορία», Β1 σελ. 250.
[19] Ὁ Στέφανος (580 – 642) ἦταν Ἀθηναῖος, ἀλλά δίδασκε στήν Ἀλεξάνδρεια καί ἦταν φιλόσοφος, μαθηματικός, ἀστρονόμος, ἰατρός καί πιθανῶς ἀλχημιστής. Εἶναι ὁ τελευταῖος Ἀλεξανδρινός φιλόσοφος πρίν τήν ἀραβική κατάκτησι.
[20] «Ἱστορία Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας» σελ. 48.
[21] «Ὁ Πρῶτος Βυζαντινός Οὐμανισμός» σελ. 109. Τό ἀρχαιότερο εἰκονογραφημένο χειρόγραφο εἶναι ἐκεῖνο τοῦ Νικολάου Κρητός τό 835, προερχόμενο ἀπό τήν Μονή Στουδίου. Ἐπίσης, τό 1043 ἤ τό 1052 ἔχουμε τό πρῶτο βυζαντινό χειρόγραφο σέ χαρτί.
[22] «Kulturgeschichte von Byzanz» σελ. 422.
[23] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος Β’ σελ. 295.
[24] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους» Τόμος Πρῶτος, σελ. 90
[25] «Βυζαντινή Ἱστορία 324 – 1071» σελ. 511.
[26] Λίνος Γ. Μπενάκης «Ὁ Ἀριστοτέλης στὴν Δυτικὴ Εὐρώπη. Μία ἐπίκαιρη συζήτηση», ὁμιλία σέ Ἡμερίδα τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, https://-web.archive.org/web/20131206235014/http://www.academyofathens.gr/Documents/omilia_benaki.pdf, σελ. 4.
[27] Πανεπιστημίου τοῦ Καίμπριτζ: «Ἡ Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Μέρος Β’ «Διοίκηση, Ἐκκλησία, Πολιτισμός», σελ. 872.
[28] Πανεπιστημίου τῆς Ὀξφόρδης (ἐπιμ. Cyril Mango): «Ἱστορία τοῦ Βυζαντίου» σελ. 298.
[29] «Ὁ κόσμος τῆς Ὕστερης Ἀρχαιότητας 150-750 μ.Χ.», ἐκδόσεις Ἀλεξάνδρεια, Ἀθήνα 1998, σελ. 187.
[30] «Μεσαιωνική Φιλοσοφία. Σύγχρονη Ἔρευνα καί Προβληματισμοί», Ἐκδόσεις Παρουσία, 2000.