Οι άνθρωποι βλέπουν τα Χριστούγεννα παντοιοτρόπως,
Ορισμένους δ’ εκ των τρόπων ας μας επιτραπεί να αντιπαρέλθουμε:
Τουτέστιν τον κοινωνικό καιροσκοπισμό, την απάθεια, την κατάφωρη εμπορικότητα,
Το σαματά (καθώς τα καπηλειά μένουν μεσάνυχτα ανοιχτά),
Και το παιδιάρισμα που ουδόλως σχετίζεται με το παιδί
Για το οποίο είναι αστέρια τα κεριά, κι ο χρυσαφένιος άγγελος
Με τα φτερά ανοιχτά στου δέντρου την κορυφή
Δεν είναι στολίδι, παρά άγγελος ζωντανός.
Το παιδί θαμπώνεται απ’ το Χριστουγεννιάτικο Δέντρο:
Ας αφεθεί να συνεχίσει μέσα στο πνεύμα αυτό του θάμπους
Για την Εορτή ως γεγονός και όχι ως αφορμή·
Έτσι ώστε ο χρυσοφώτιστος συνεπαρμός, η κατάπληξη
Του πρωτοϊδωμένου Δέντρου φυλαγμένη από τη μνήμη,
Έτσι ώστε η αναπάντεχη χαρά, η αγαλλίαση για τα καινούργια του αποκτήματα
(Καθένα τους με την δική του ξεχωριστή κι ορεκτική μυρουδιά),
Η προσμονή της χήνας ή της γαλοπούλας
Και το αναμενόμενο δέος επί τη εμφανίσει των,
Έτσι ώστε το σέβας και η χαρμονή
Να μην αποξεχαστούν με την επερχόμενη πείρα,
Με της συνήθειας την ανία, τη βαρυγκόμια, τον κάματο,
Τη συνείδηση του θανάτου, τη συναίσθηση της αποτυχίας,
Ή την ευσέβεια του προσηλύτου
Που μπορεί να τη σπιλώνει ξιπασιά
Δυσάρεστη στο Θεό και προσβλητική για τα παιδιά
(Και εδώ θα κάμω ακόμη μνείαν ευγνωμόνως
Της Αγίας Λουκίας, με τα κάλαντά της και το φωτεινό της στέμμα):
Έτσι ώστε πριν από το τέλος, τα ογδοηκοστά Χριστούγεννα
(Με «ογδοηκοστά» εννοώ όποια θε να ειν’ τα τελευταία)
Οι αθροισμένες αναμνήσεις της ενιαύσιας συγκίνησης
Να δυνηθούν να συμπυκνωθούν σε μεγάλη χαρά
Που θα είναι ταυτοχρόνως και τρανός φόβος, όπως
Όταν εγένετο πάση ψυχή φόβος:
Γιατί η αρχή θα είναι υπόμνησις του τέλους
Και η Έλευσις, της Καινούργιας Ελεύσεως.