
Mε αφορμή τον ένα χρόνο από τον θάνατο του Μίκη Θεοδωράκη (2 Σεπτεμβρίου 2021) συνεχίζουμε με το δέυτερο μέρος (διαβάστε εδώ το πρώτο μέρος) του αφιέρωματος στα άγνωστα εκκλησιαστικά έργα του διεθνή μας συνθέτη. Ένα αφιέρωμα που θα εκπλήσσει πολλούς που θα ανακαλύψουν ότι ο Μίκης Θεοδωράκης δήλωνε παιδί της Εκκλησίας, ενώ η ανάγκη μουσικής έκφρασης αυτού του αισθήματος δεν τον άφησε ούτε 80 χρονιά μετά την σύνθεση της “Κασσιανής” στην Τρίπολη του 1942.
Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου
Στο Αρχείο του Μίκη Θεοδωράκη, που φυλάσσεται, συντηρείται και αναδεικνύεται εδώ στην Μουσική Βιβλιοθήκη του Συλλόγου «Οι φίλοι της Μουσικής», συναντούμε κι ένα χορωδιακό έργο του 17χρονου συνθέτη, γραμμένο στην Τρίπολη στα 1942, την χρονιά της «Κασσιανής».
Το έργο αυτό, για χορωδία συνοδεία αρμονίου, υπάρχει στο Αρχείο Μ. Θεοδωράκη με μερικές διαφοροποιήσεις και υπό διαφορετικούς τίτλους: α) “Εκκλησιαστική καντάτα” β) “Ύμνος στο Θεό” γ) “Απ’ τη δημιουργία μέχρι τη Γέννηση του Χριστού” δ) “Ο Θεός” ε) σχέδια και άλλες γραφές.
Το έργο δεν έχει παρουσιαστεί ούτε ηχογραφηθεί. Προφανώς ανήκει σε εκείνα που ο συνθέτης δεν θεώρησε άξια να σταθούν πλάι στις μεταγενέστερες δημιουργίες του, όπως μας είπε παραπάνω.
Το ενδιαφέρον είναι ότι το κείμενο της Καντάτας έγραψε ο συμμαθητής, συναγωνιστής και επιστήθιος φίλος του Μίκη Θεοδωράκη Γρηγόρης Κωνσταντινόπουλος, ο οποίος είναι και στις φωτογραφίες της εποχής που παραθέτουμε εδώ, από το προσωπικό αρχείο του συνθέτη.

Τρίο του Μίκη Θεοδωράκη στον Πύργο του Μάκη Καρλή έξω από την Τρίπολη το 1943. Στο κέντρο ο Θεοδωράκης παίζει βιολί, δεξιά ο Γρηγόρης Κωνσταντινόπουλος παίζει μαντολίνο και αριστερά ο Τάκης Δημητρακόπουλος παίζει κιθάρα.
Ο Γρηγόρης Κωνσταντινόπουλος είναι ο μετέπειτα σπουδαίος αρχαιολόγος, Έφορος Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου, με ποιητική φλέβα και παραγωγή και μεγάλη γνώση της εκκλησιαστικής ποίησης και μουσικής. Η μάνα του ήταν το πρώτο θύμα των Ιταλικών βομβαρδισμών στην Τρίπολη του ’40! Στα «Παιδικά τραγούδια» του Μίκη περιλαμβάνεται και ένα σε ποίηση Γρ. Κωνσταντινόπουλου: «Στου ρυακιού την άκρη».
Ο Μίκης Θεοδωράκης στην αυτοβιογραφία του «Οι Δρόμοι του Αρχάγγελου», μας διαφωτίζει για τον “Ύμνο στο Θεό”, προϊόν υπαρξιακών αναζητήσεων της εποχής:
“Η μετατόπισή μου προς το μαρξισμό, που αρχίζει να συντελείται εκείνη την εποχή (1942 και μετά), είχε σαν κυρίαρχο υπαρξιακό αίτημα την αναζήτηση ενός νέου κέντρου αναφοράς, πιο κοντινού και περισσότερο οικείου από το αφηρημένο και ιδεατό συμπαντικό. Που όμως να εκπληρώνει από άλλους δρόμους την ανάγκη της Αρμονίας με τον εαυτό μου και της συμφιλίωσής μου με τη ζωή και τους ανθρώπους. Η πορεία αυτή σημειώνεται μέσα στη σύνθεση δύο μακρόπνοων έργων: στον “Ύμνο στον Θεό, για τετράφωνη μεικτή χορωδία, συνοδεία Αρμονίου”, σε ποίηση του Τριπολίτη φίλου μου Γρηγόρη Κωνσταντινόπουλου, που παρέμεινε ημιτελής, και στη Συμφωνία αρ. 1, που ολοκληρώνεται στα τέλη του Γενάρη του 1945″.
Στους “Δρόμους του Αρχάγγελου” ο Μίκης Θεοδωράκης γράφει, επίσης, για τα Χριστούγεννα του 1940, όταν δηλαδή οι Έλληνες πολεμούσαν και νικούσαν στα βουνά της Αλβανίας.
«Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και τότε μου ήρθε στο μυαλό μια μεγαλοφυής ιδέα. Πρότεινα να οργανώσουμε χορωδία, από μέλη της οργάνωσης, να πούμε τα κάλαντα, να μαζέψουμε χρήματα, να φτιάξουμε δέματα, να τα πάμε στο Λουτράκι (που είχε γίνει πόλη-νοσοκομείο), να τα δώσουμε στους τραυματίες και να τους πούμε και τα κάλαντα. Έτσι άρχισαν οι μουσικές πρόβες, όπου εκτός από τα γνωστά τραγούδια τούς έμαθα κι ένα δικό μου. Για την Τρίπολη αυτή η χορωδία ήταν ένα γεγονός. Ήμαστε πάνω από πενήντα φωνές. Κι όπου σταματάγαμε έρχονταν εκατοντάδες να μας ακούσουν και να μας χειροκροτήσουν. Εγώ στο μέσον διηύθυνα. Για πρώτη φορά στη ζωή μου. Γύρω γύρω, άλλα παιδιά βαστούσαν κουβέρτες κι ο κόσμος πετούσε χρήματα, τρόφιμα, δώρα. Μετά δουλέψαμε μέρα και νύχτα και φτιάξαμε εκατοντάδες δέματα και παραμονή Πρωτοχρονιάς μπήκαμε σε δυο νοικιασμένα λεωφορεία και πήγαμε στο Λουτράκι. Εκεί, πάλι συναυλίες στις αίθουσες των ξενοδοχείων και μετά κρεβάτι με κρεβάτι μοιράζαμε τα δώρα στους τραυματίες.

Χερουβικό του Θεοδωράκη γραμμένο τον Φεβρουάριο του 1941
Μετά τα κάλαντα, καθιερώθηκα σαν αυθεντία μουσική! Αυτό με επηρέαζε ακόμα και στο ντύσιμο, στο χτένισμα, στις συνήθειές μου. Ο ράφτης έκοψε το φθαρμένο πανωφόρι του πατέρα μου και μου το έκανε πατατούκα. Δηλαδή λίγο πιο μακρύ από σακάκι. Το είπαν αμέσως «το μουσικό παλτό». Έτσι, την εποχή ακόμα της Αλβανίας, ο νομάρχης μού παραχώρησε ένα σπίτι για να συνεχιστεί η προσπάθεια με τη χορωδία. Πρόσθεσα και μια «ορχήστρα» με φυσαρμόνικες. Ο Γρηγόρης, που ήταν ψάλτης στον Προφήτη Ηλία, δίδασκε βυζαντινούς ύμνους. Ο Γιώργος έκανε ιστορία της Τέχνης. Και ούτω καθεξής.»
Την εποχή εκείνη (1941-44) ο Θεοδωράκης συνθέτει πολλά Χερουβικά, Κοινωνικά, Τρισάγια (Άγιος ο Θεός), Σε υμνούμεν, Δοξολογία, τα οποία τον οδήγησαν αργότερα στην ολοκληρωμένη σύνθεση της Θείας Λειτουργίας του Χρυσοστόμου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στα χειρόγραφά του υπάρχει η ένδειξη «στη σεβαστή μου γιαγιά». Μια άλλη ένδειξη είναι «για ανδρική χορωδία», καθώς η τότε τετράφωνη εκκλησιαστική μουσική ήταν ανδρική υπόθεση. Βέβαια αργότερα ο Θεοδωράκης συνέθεσε για μικτή χορωδία. Όλα τα παραπάνω εκτελέστηκαν τη διετία 1941-42 στην Αγία Βαρβάρα Τρίπολης.
Στα 1944 (όταν πια ήταν οργανωμένος εαμίτης) ο Θεοδωράκης συνέθεσε ένα ορατοριακό έργο, με τον τίτλο ΥΜΝΟΣ, για χορωδία και ορχήστρα εγχόρδων με κείμενα δικά του, όπου αγωνιωδώς αναζητούσε τον Θεό.
ΥΜΝΟΣ ΣΤΟ ΘΕΟ (Απρίλιος 1942)
Στίχοι: Γρηγόρης Κωνσταντινόπουλος
Σένα Θεέ, σένα Θεέ,
Τον άναρχο μονάρχη,
Σένα Θεέ, το μόνο βασιληά
Κάνε τα χείλη μου να υμνήσουν
Όπως σε υμνούνε τα πουλιά
Σένα Θεέ υμνούν αγγέλοι
Το σκότος των αιώνων
Σένα υμνεί
Για Σε Θεέ ο ήλιος λάμπει
Για Σε Θεέ ανθεί η γη
Με ποιο λόγο να σε υμνήσω;
Συ δεν είσαι νοητός
Συ μας είσ’ ο Θεός
Με ποιο λόγο να σε υμνήσω;

Ο Ύμνος για χορωδία και ορχήστρα εγχόρδων
Γράφει: «Τον αναζητούσα στο Φως, τον αναζητούσα στο Σκότος. Και τον βρήκα, στο τέλος, στο πρόσωπο του Ανθρώπου. «Να τοι τώρα οι προλετάριοι που ανεβαίνουν από τον βυθό». Και δεν είχα άδικο… Στα σκληρά χρόνια που ακολούθησαν (1945-50), σε πόσες και πόσες περιπτώσεις δεν έζησα αυτό το συγκλονιστικό συναίσθημα που νιώθει κανείς όταν έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τη θεοποίηση του Ανθρώπου. Δηλαδή, την υπέρβαση των ορίων του βιολογικού επιστητού και την ταύτιση με το πνευματικό ιδεώδες που δεν είναι άλλο παρά η θυσία και ο θάνατος: Σωκράτης – κώνειο, Χριστός – σταύρωση. Σύντροφος – εκτέλεση…
Θα πρέπει να πω ότι πέρασα από τον χριστιανισμό την εποχή της εφηβείας (1940-42). Μάλιστα, τον ίδιο καιρό, μοίραζα την αγάπη μου ανάμεσα στον Χριστό και στον Πλάτωνα -ή πιο σωστά τον Σωκράτη- και νομίζω ότι ο Μαρξ και ο Λένιν ήρθαν μέσα μου εντελώς φυσιολογικά να ολοκληρώσουν και κυρίως να θεμελιώσουν και να τεκμηριώσουν τη βαθύτατη ηθική, ψυχική και πνευματική ανάγκη που ένιωθα για τη θεοποίηση του Ανθρώπου. Το μήνυμα της Ειρήνης και της Αγάπης, κοινό σε όλους τους πνευματικούς οδηγούς μου που προανέφερα, ήταν ακόμα το θεμέλιο πάνω στο οποίο έχτιζα τις σχέσεις μου με τους άλλους, με την πνευματική αναζήτηση και δημιουργία, και κυρίως με τον ίδιο τον εαυτό μου.

Η αναζήτηση του Θεού για τον Μίκη Θεοδωράκη υπήρξε μόνιμη και περιπετειώδης σε όλη την διάρκεια του βίου του.
Έτσι, για μένα δεν υπάρχει καμία απολύτως αντίφαση σε κανένα επίπεδο. Και κυρίως στον χώρο της ηθικής και ψυχικής ακεραιότητας, χωρίς την οποία είναι αδύνατη η προσπέλαση στον χώρο του δημιουργικού στοχασμού, που είναι βασικά και η καλλιτεχνική δημιουργία. Γιατί τη θρησκευτικότητα δεν την εγκατέλειψα ούτε μια στιγμή. Δεν την αναζήτησα όμως ούτε στα κείμενα του Αγίου Όρους ούτε μέσα στις θεολογικές συζητήσεις. Αντίθετα, τη βίωνα και τη βιώνω κάθε στιγμή -και μπροστά σε κάθε πρόκληση της ζωής- προσπαθώντας να είμαι ολοκληρωμένος, ακέραιος άνθρωπος, που για μένα σημαίνει ταύτιση με το ιδεώδες, το καθαρό και το συγκεκριμένο, δηλαδή τη θεοποίηση του Ανθρώπου».
Στη νιότη του ο Μίκης Θεοδωράκης ανακαλύπτει τον Μπετόβεν και μαζί του την διάσταση της μουσικής που τον ενδιαφέρει. Εξομολογείται ο ίδιος:
«Το 1942 [τότε έγραψε την Κασσιανή και άλλες εκκλησιαστικές συνθέσεις] υπήρξε για μένα σταθμός. Πρώτον, άκουσα για πρώτη φορά Συμφωνική Μουσική (την 9η του Μπετόβεν). Δεύτερον, ανέπτυξα την θεωρία μου «Για τη Συμπαντική Αρμονία», που έμελλε να γίνει ο οδηγός σε όλη μου τη ζωή (Σκέψη και Δράση) και τρίτον, άρχισα τη σύνθεση του πρώτου χορωδιακού-συμφωνικού μου έργου με τον αρχικό τίτλο «Συμφωνία αρ. 1», τον οποίο μετέτρεψα αργότερα σε «Αποκάλυψη», για να την ξεχωρίσω από την «Πρώτη Συμφωνία» (1948-1953)».

ιώργος Πέτρου και Μίκης Θεοδωράκης στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών λίγο πριν την πρώτη παγκόσμια εκτέλεση του έργου που “Αποκάλυψη- Ωδή στον Μπετόβεν” που έγραψε ο Μίκης το 1945.
Και συνεχίζει ο συνθέτης: «Ο τίτλος «Η Αποκάλυψη» περιγράφει τον αγωνιώδη αγώνα των «εύθραυστων» εφήβων για την κατανόηση του αινίγματος της ζωής, που ξεκινά από την αναζήτηση του Θεού. Ένα κομμάτι μου τον αναζήτησε στον χώρο της Φιλοσοφίας με την θεωρία της Συμπαντικής Αρμονίας. Ένα άλλο, στον τομέα της Τέχνης, ξεκινώντας από το φιλόδοξο και δύσκολο εγχείρημα της σύνθεσης του πρώτου συμφωνικού μου έργου με μοναδικά ακούσματα την «Ωδή στη Χαρά» και ανταποδίδοντας με ανεξήγητη τόλμη και αυτοπεποίθηση τη δική μου «Ωδή στον Μπετόβεν».
«Η Αποκάλυψη» του Θεοδωράκη παρουσιάστηκε μόλις τον Οκτώβριο του 2018, εδώ στο Μέγαρο Μουσικής, από την Καμεράτα υπό τον Γιώργο Πέτρου.
Τρία χρόνια μετά την «Αποκάλυψη», το 1948, ο Θεοδωράκης γράφει τον «Εσπερινό», σε στίχους δικούς του και με προσθήκη μέρους του γνωστού ύμνου της Θείας Λειτουργίας «Σε υμνούμεν». Μια σύνθεση που αποτελεί διασκευή από το δεύτερο μέρος του Σεξτέτου του L.V. Beethoven op. 81b. Προφανώς ο συνθέτης μας ασκείται πρακτικά στον Μπετόβεν.

O “Eσπερινός” του Μίκη Θεοδωράκη
Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι ο Μίκης Θεοδωράκης σε συνέντευξη του το 2006 (εκπομπή του ΚΡΗΤΗ TV, «Αντιθέσεις») χαρακτήρισε τον εαυτό του ως «παιδί της Εκκλησίας».
Στην ερώτηση του δημοσιογράφου:
«Υπάρχει ένα τραγούδι που κλείνετε μέσα σας, από τα τραγούδια σας, που να είναι η μυσταγωγία σας, το απαύγασμα; Υπάρχει ένα τραγούδι που σας δονεί περισσότερο;»
«Δεν θα πω για δικό μου τραγούδι, άλλα εγώ είμαι παιδί της Εκκλησίας. Είμαι παιδί που γεννήθηκε με τη Βυζαντινή μουσική. Και γι’ αυτό ακριβώς στη τρίτη μου συμφωνία έβαλα και τους τρεις ύμνους – το «Αι γενεαί πάσαι» και λοιπά. Άλλα φυσικά, ο ογκόλιθος πάνω στον οποίο πάτησα σαν άνθρωπος και σαν μουσικός, είναι το «Τη Υπερμάχω». Εκεί αρχίζουν και σταματάνε όλα στη μουσική νομίζω».
Θα πει κανείς πως πρόκειται για μια υπερβολή του πληθωρικού Μίκη. Είναι δυνατόν να αρχίζουν και να σταματάνε όλα στη μουσική στο …απλοϊκό, θα λέγαμε, «Τη υπερμάχω;».
Σε ώρες περισυλλογής στις φυλακές του Ωρωπού (Οκτώβριος 1969 έως Απρίλιος 1970) κάνει αναλύσεις των έργων του και σημειώνει, σε διάφορα μέσα, ακόμα και σε χαρτοπετσέτες, περίπου 100 – που φυλάσσονται εδώ στο Αρχείο του – τη σχέση των μελωδιών του με αυτές των βυζαντινών ύμνων και των δημοτικών τραγουδιών.
Αυτές οι χαρτοπετσέτες αποτελούν την μικρή πραγματεία του «Τα στοιχεία της μουσικής μας παράδοσης», η οποία είναι δημοσιευμένη στο βιβλίο του ΤΟ ΧΡΕΟΣ και εκεί αναλύει μ’ ένα πρωτότυπο, όλο δικό του τρόπο, την αξία και την επιρροή του «Τη υπερμάχω», στην λαϊκή μουσική. Αναφέρω μόνο τη σχέση του «Τη υπερμάχω» με την «Συννεφιασμένη Κυριακή» του Τσιτσάνη, την οποία αναλύει ο Μίκης με μουσικά παραδείγματα.
Κι ακόμα, χρησιμοποιεί ως παράδειγμα και το τροπάριο του Παρακλητικού Κανόνα «Άλαλα τα χείλη των ασεβών». Στο κείμενό του αυτό αναφέρεται συνοπτικά και στην απαρχή αλλά και την εξέλιξη της εκκλησιαστικής μουσικής σε Ανατολή και Δύση, αλλά και στην έννοια της «ελληνικότητας» στην λόγια μουσική του 20ού αιώνα στην Ελλάδα.
Ίσως, η ιδανικότερη μορφή της ενσάρκωσης του μουσικού του οράματος και της μουσικής εκκλησιαστικής του παιδείας είναι το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ. Ο ίδιος το λέει απερίφραστα:
«Ήθελα να μιμηθώ απολύτως το εκκλησιαστικό ύφος, αλλά και ο Ελύτης δεν είχε αντίρρηση, διότι μιλούσε πάντα για μια λαϊκή λειτουργία. Είχαμε λοιπόν τον ψάλτη, είχαμε το λαϊκό τραγουδιστή είχαμε και τον ευαγγελιστή, ο οποίος θα διάβαζε». Κι ο Ελύτης έλεγε ότι «η αρχιτεκτονική της μουσικής του ακολουθεί τόσο πιστά την αρχιτεκτονική του κειμένου που εγώ απόρησα».
Σε κάθε περίπτωση όλες οι εκφάνσεις της εκκλησιαστικής μουσικής είναι σοφά τοποθετημένες στην κορυφαία αυτή σύνθεση, με τον έντονο εκκλησιαστικό χαρακτήρα: μελωδία, μονοφωνία, πολυφωνία, εμμελής απαγγελία, σε αρμονική συνεργασία με τις τεχνικές της ευρωπαϊκής μουσικής.
Ο Θεοδωράκης στη διάρκεια της κράτησής του στον Ωρωπό σκέφτηκε να «επανέλθει» στο «Αξιον Εστί» κάποια χρόνια μετά τη σύνθεσή του και να το συνδέσει με τους βυζαντινούς ύμνους: «Κάποιος από τους συγκρατούμενούς μου ήταν ψάλτης» θυμάται ο συνθέτης. «Θεώρησα λοιπόν ότι αυτό ήταν μια καλή ευκαιρία για μένα να καταγράψω και να μελετήσω τους βυζαντινούς ύμνους. Κάθε φορά που είχαμε ευκαιρία, του ζητούσα να ψάλλει κάποιους ύμνους και εγώ τους κατέγραφα. Η βυζαντινή μου «παιδεία» ήταν οι ύμνοι που άκουγα να ψέλνει η μικρασιάτισσα γιαγιά μου (η μητέρα της μητέρας μου) και οι ύμνοι που άκουγα στην εκκλησία όπου έψελνα κι εγώ στην παιδική και εφηβική μου ηλικία. Στον Ωρωπό απλά σκέφτηκα να κωδικοποιήσω τα βυζαντινά μου ακούσματα, αφού μου δόθηκε αυτή η ευκαιρία.
Το «Αξιον Εστί» έχει σχέση με τη διαμόρφωση του όλου μουσικού μου χαρακτήρα, που δεν έχει να κάνει μόνο με τους βυζαντινούς ύμνους αλλά και με όλα τα ακούσματα της παιδικής και νεανικής μου ηλικίας. Αυτά ήταν οι ύμνοι που άκουγα από τη γιαγιά μου ή στην εκκλησία όπου έψελνα εγώ, τα «ελαφρά» τραγούδια που τραγουδιόνταν τότε, οι καντάδες κ.λπ. Επίσης ο ίδιος ο Οδυσσέας Ελύτης μου είχε πει ότι βλέπει το έργο σαν έναν «εκκλησιαστικό ύμνο», οπότε κι εγώ όταν το συνέθεσα, του έδωσα φόρμα «εκκλησιαστικής μουσικής» με τον ψάλτη, τον παπά, τον αναγνώστη. Αυτά δεν είχαν να κάνουν με τη βυζαντινή μου παιδεία. Απλά στον Ωρωπό αξιοποίησα την ευκαιρία που μου δόθηκε με τον συγκρατούμενό μου ψάλτη. Οπως νωρίτερα στη Ζάτουνα, βρήκα την ευκαιρία συνομιλώντας με τον ιερέα του χωριού να ασχοληθώ περισσότερο με βυζαντινά βιβλία, να σπουδάσω τη βυζαντινή γραφή, ακριβώς τότε που έγραφα το έργο «Επιφάνια Αβέρωφ».

Οι συντελεστές του “Άξιον Εστί” : Δημήτριεφ, Ελύτης, Θεοδωράκης, Κατράκης και Μπιθικώτσης