Επιλογή κειμένων: Τηλέμαχος Χορμοβίτης
Tόσο στην τσαρική, όσο και στη σοβιετική Ρωσία, η αρχιτεκτονική και η πολεοδομία χρησιμοποιήθηκαν από την κρατική εξουσία ως γιγαντιαία προγράμματα κοινωνικής μηχανικής. Με την ίδρυση της Αγίας Πετρούπολης, ο “πεφωτισμένος εκσυγχρονιστής” Μεγάλος Πέτρος ήθελε να μετατρέψει τον “πρωτόγονο” Ρώσο σε “πολιτισμένο” Ευρωπαίο, ενώ με την κατασκευή κοινόχρηστων κατοικιών οι μπολσεβίκοι φιλοδοξούσαν να δημιουργήσουν έναν νέο τύπο ανθρώπου, τον “σοβιετικό άνθρωπο”. Δυο χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το εξαιρετικό βιβλίο του Orlando Figes “Ο χορός της Νατάσας : Μια Πολιτιστική Ιστορία της Ρωσίας”:
«Η Αγία Πετρούπολη ήταν κάτι περισσότερο από απλή πόλη. Ήταν ένα τεράστιο πρόγραμμα πολιτισμικής μηχανής, που είχε στόχο να αναμορφώσει τον Ρώσο, να παραγάγει έναν Ευρωπαίο. Στις “Σημειώσεις από το Υπόγειο, ο Ντοστογιέφσκι τη χαρακτηρίζει “την πιο αφηρημένη και γεμάτη προθέσεις πόλη του κόσμου”. Ο Μέγας Πέτρος την ίδρυσε με σκοπό ν’ ακυρώσει την κληρονομιά της “μεσαιωνικής” Μοσχοβίας του 17ου αιώνα. Σύμφωνα με τον ίδιο, το να γίνει κάποιος πολίτης της Αγίας Πετρούπολης σήμαινε πως εγκατέλειπε το “σκοτεινό” και “πρωτόγονο” παρελθόν της Ρωσίας κι έμπαινε στο σύγχρονο, δυτικό κόσμο της προόδου και του πολιτισμού…
Καθετί στη νέα πρωτεύουσα υπενθύμιζε στους Ρώσους πως ήταν υποχρεωμένοι να υιοθετήσουν έναν πιο ευρωπαϊκό τρόπο ζωής. Ο Μέγας Πέτρος είχε καθορίσει πού έπρεπε να ζουν οι ευγενείς, πώς να κτίζουν τα σπίτια τους, πώς να μετακινούνται στην πόλη, σε ποιο σημείο της εκκλησίας να στέκονται, πόσους υπηρέτες να έχουν, πώς να τρώνε στα επίσημα γεύματα, με ποιον τρόπο να ντύνονται και να περιποιούνται τα μαλλιά τους, πώς να συμπεριφέρονται στην Αυλή, και πώς να συζητούν μεταξύ τους. Η πόλη του ήταν το βασίλειο της πειθαρχίας· τίποτε δεν αφέθηκε στην τύχη. Εξαιτίας αυτών των υπερβολικών κανονισμών, η Αγία Πετρούπολη απέκτησε σύντομα την εικόνα ενός αφιλόξενου και καταθλιπτικού τόπου… Ο ντε Κυστίν ανέφερε πως η αυτοκρατορική πόλη έμοιαζε περισσότερο με “γενικό επιτελείο στρατού παρά με πρωτεύουσα κράτους”, ενώ στον Χέρτσεν θύμιζε “στρατώνα”. Στην Αγία Πετρούπολη, το μέτρο δεν ήταν οι άνθρωποι, αλλά η αφηρημένη συμμετρία των αρχιτεκτονικών όγκων, οι οποίοι έμοιαζαν να επιβάλλουν πειθαρχία στους κατοίκους, σαν να ήταν στρατιώτες.
Ωστόσο, κάτω από την επιφάνεια αυτού του ονειρικού κόσμου, μπορούσε κανείς να διακρίνει την παλιά Ρωσία : πολλοί αριστοκράτες άφηναν τα ζώα τους να περιφέρονται στις αυλές των αρχοντικών, όπως έκαναν όταν ζούσαν στη Μόσχα, αναγκάζοντας τον Μέγα Πέτρο να εκδώσει πολυάριθμα διατάγματα με τα οποία απαγόρευε να κυκλοφορούν αγελάδες και γουρούνια στις υπέροχες ευρωπαϊκές λεωφόρους του. Παρ’ όλα αυτά, η “παλιά Ρωσία” χάραξε ένα ανεξίτηλο σημάδι στην πιο ευρωπαϊκή απ’ όλες τις λεωφόρους της πόλης του, τη Νιέφσκι, η οποία είχε σχεδιαστεί ως ευθεία, με μήκος τρία χιλιόμετρα. Την κατασκευή του δρόμου ανέλαβαν δύο ομάδες εργατών : η μία ξεκίνησε από το Ναυαρχείο και η άλλη από το μοναστήρι του Αλέξανδρου Νιέφσκι. Δεν κατάφεραν, όμως, να εφαρμόσουν σωστά το σχέδιο, με συνέπεια, όταν η λεωφόρος ολοκληρώθηκε το 1715, να υπάρχει μια ευδιάκριτη καμπύλη στο σημείο που είχαν συναντηθεί οι δύο ομάδες.»
«Οι Μπολσεβίκοι πίστευαν ότι, αν οι άνθρωποι ζούσαν σε κοινόχρηστα διαμερίσματα, θα υιοθετούσαν τον κομμουνιστικό τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς. Ο ιδιωτικός χώρος και η ιδιοκτησία θα εξαφανίζονταν, την πατριαρχική (“αστική”) οικογένεια θα αντικαθιστούσε η κομμουνιστική αδελφότητα, και η ζωή του ατόμου θα εξαφανιζόταν μέσα στην κοινότητα.
Ένα από τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για την εφαρμογή του σχεδίου τα πρώτα χρόνια της επανάστασης ήταν η κοινωνικοποίηση των στεγαστικών υποδομών : πολλές οικογένειες υποχρεώθηκαν να ζουν σ’ ένα μόνο δωμάτιο, ή κάποιες φορές και σε μικρότερο χώρο, και να χρησιμοποιούν από κοινού με άλλες οικογένειες την κουζίνα και το μπάνιο του διαμερίσματος. Μετά το 1920 όμως, υιοθετήθηκαν νέα πρότυπα στέγασης. Οι πλέον ριζοσπαστικοί Σοβιετικοί αρχιτέκτονες, οι οπαδοί του “κονστρουκτιβισμού” στην “Ένωση Σύγχρονων Αρχιτεκτόνων”, πρότειναν την πλήρη εξάλειψη του ιδιωτικού χώρου και την κατασκευή κοινόχρηστων κατοικιών (dom kommuny), όπου τα πάντα θα ήταν κοινά, ακόμη και τα ρούχα και τα εσώρουχα· επιπλέον, οι ένοικοι θα αναλάμβαναν εκ περιτροπής τις οικιακές ασχολίες όπως το μαγείρεμα και τη φροντίδα των παιδιών, ενώ θα κοιμούνταν όλοι μαζί σ’ έναν μεγάλο κοιτώνα, που θα διέθετε ιδιαίτερα δωμάτια για τις σεξουαλικές συνευρέσεις.
Τελικά, ελάχιστα σπίτια αυτού του είδους κατασκευάστηκαν… Τα περισσότερα από τα σχέδια που υλοποιήθηκαν… διέθεταν αρκετούς ιδιωτικούς χώρους, παιδικούς σταθμούς και σχολεία, όμως οι τραπεζαρίες και οι κουζίνες ήταν κοινόχρηστες, ενώ λειτουργούσαν και δημόσια λουτρά. Σε κάθε περίπτωση, ο βασικός αρχιτεκτονικός κανόνας παρέμεινε αναλλοίωτος : οι άνθρωποι έπρεπε να εγκαταλείψουν την ιδιωτική (“αστική”) οικιακή ζωή και να υιοθετήσουν το πρότυπο της ομαδικής συγκατοίκησης… Η πόλη έπρεπε να μετατραπεί σ’ ένα τεράστιο εργαστήριο που θα διαμόρφωνε κατάλληλα τον συλλογικό τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς μέσα σ’ ένα απολύτως ελεγχόμενο περιβάλλον, όπου τα άτομα θα μάθαιναν να λειτουργούν συλλογικά.»