Mε αφορμή τον ερχομό του ντράμερ των Pink Floyd, Nick Mason για μια συναυλία στην Τεχνόπολη στις 4 Ιουνίου με το παλιό, προ- Dark Side υλικό, ρίχνουμε μια ματιά σε όλη εκείνη την περίοδο μέσα από την οπτική της συνθεσης και της τεχνολογίας, δια χειρός του ειδικού στο θέμα Τάκη Χιωτακάκου (Photo credit: Michael Ochs/ Getty Images)
Του Τάκη Ι. Χιωτακάκου, μουσικού
Οι Pink Floyd είναι ένα από τα σημαντικότερα και πλέον δημοφιλή μουσικά σχήματα της Βρετανικής σκηνής του “progressive rock” (προοδευτικού ροκ), που έκανε την εμφάνισή του προς τα τέλη της δεκαετίας του ’60. Τα μόνιμα μέλη του συγκροτήματος ήταν οι Roger Waters (Ρότζερ Γουώτερς) στο μπάσο, Richard Wright (Ρίτσαρντ Ράϊτ) στα πλήκτρα (1943-2008), David Gilmour (Ντέϊβιντ Γκίλμουρ) στην κιθάρα και Nick Mason (Νικ Μέϊσον) στα τύμπανα. Ο Syd Barrett (Σιντ Μπάρετ, 1946-2006), συμμετείχε στο αρχικό σχήμα, ενώ πήρε μέρος στην ηχογράφηση των 2 πρώτων δίσκων (“The Piper at the Gates of Dawn” και “A Saucerful of Secrets”) σαν συνθέτης, κιθαρίστας και βοκαλίστας. Αποχώρησε το 1968, λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας.
Το μουσικό ύφος των Pink Floyd, είναι επιδοκιμαστικά πολυσύνθετο. Αναγνωρίζονται στοιχεία Κλασσικής και Παραδοσιακής Μουσικής, καθώς και Jazz, Blues, Rock και Ηλεκτρονικής Μουσικής. Στην ουσία, αποτελεί ένα αμάγαλμα διαφορετικών μουσικών ιδιωμάτων, τα οποία είναι αριστοτεχνικά συνυφασμένα, ώστε να απαρτίζουν ένα ενιαίο και αρμονικό ηχητικό σύνολο. Επιπρόσθετα, το ηχητικό αυτό σύνολο διανθίζεται από πληθώρα ειδικών ηχητικών εφέ, τα οποία είτε παρεμβάλλονται αυτούσια στο μουσικό υλικό για να προσδώσουν έμφαση, είτε εμπλουτίζουν τον ήχο διαφόρων μουσικών οργάνων. Σημασία έχει να γίνει κατανοητό ότι τέτοιες προσεγγίσεις ήταν απολύτως νεωτεριστικές στην εποχή τους, και θα πρέπει ασφαλώς να αποδοθούν τα εύσημα σε εκείνους που χάραξαν νέους δρόμους στη μοντέρνα μουσική, με τόσο καλαίσθητο και ευφάνταστο τρόπο.
Για τους ίδιους, όπως και για αρκετά πρωτοποριακά συγκροτήματα της δεκαετίας εκείνης, τέτοιες μουσικές επιλογές οδήγησαν στην υιοθέτηση περιγραφικών όρων, όπως π.χ. “Psychedelic Rock”, “Progressive Rock”, “Experimental Rock” και “Art Rock”, κυρίως για λόγους ταξινόμησης. Στο τέλος της ημέρας, επειδή η μουσική είναι «μία», σε ένα ερώτημα πολλαπλών επιλογών ως προς το μουσικό ιδίωμα των Pink Floyd, η καλύτερη απάντηση ίσως θα ήταν «όλα τα παραπάνω». Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να ρίξουμε λίγο φως στον μουσικό κόσμο της μεταγενέστερης εποχής, σε μία περίοδο που οι εκπρόσωποί της συνειδητοποίησαν ότι η τέχνη άρχισε πλέον να συνδέεται με την τεχνολογία.
Ας προσπαθήσουμε να πιάσουμε, όσο γίνεται, τον παλμό την ώρα της έμπνευσης, και πως αυτή οδήγησε στη δημιουργία. Να πλησιάσουμε τα θαυμαστά αποτελέσματα της συλλογικής προσπάθειας, όταν αυτή εδράζεται σε κρίσιμα συστατικά, όπως το πραγματικό μουσικό ταλέντο, η πολυπραγμοσύνη, η φαντασία, η ευρεία αντίληψη και αξιοποίηση της λειτουργικότητας πολύπλοκων μηχανημάτων και η αχαλίνωτη διάθεση για καινοτομία και πρωτοπορία. Στην πραγματικότητα, τα μέλη του συγκροτήματος είναι “multi-instrumentalists”, έχουν δηλαδή εντρυφήσει σε αρκετά διαφορετικά μουσικά όργανα, εκτός από το κύριο όργανο με το οποίο συμμετέχουν στο σχήμα.
Έτσι, ο Roger Waters, εκτός από μπάσο, παίζει επίσης κρουστά και ορισμένα πνευστά, ενώ είναι και βασικός δημιουργός πολλών από τα πρωτοποριακά ηχητικά εφέ που χαρακτήρισαν τον ήχο του συγκροτήματος. Χρησιμοποιεί το γνωστό μπάσο Fender Precision Bass με ταστιέρα maple και flatwound χορδές, ώστε να παράγεται επιπρόσθετα και ένα “jazzy feeling”, καθώς και τα γνωστά εφέ Electro Harmonix Bassballs και MXR Phase 90.
Ο εκλιπών Richard Wright (που αγαπούσε ιδιαίτερα τα νησιά μας, όπως επίσης την Αθήνα και το Σούνιο), διέθετε σημαντικό υπόβαθρο στη μουσική Jazz, με ιδαίτερες επιρροές από τους κορυφαίους John Coltrane και Miles Davis. Έπαιζε κλασσικό πιάνο, ηλεκτρικό πιάνο (κυρίως Fender Rhodes και Wurlitzer), Farfisa, Mellotron, Hammond, μία σειρά από αναλογικούς και ψηφιακούς συνθετητές / synthesizer (π.χ. ARP String Ensemble, Minimoog, Prophet-5, Kurzweil). Επίσης, έπαιζε τρομπόνι, βιολί, βιμπράφωνο, κιθάρα, φλάουτο, τσέλλο, σαξόφωνο, μπάσο, celesta (ιδιόφωνο όργανοσαν μεταλλόφωνο με πλήκτρα) και harmonium (παλαιού τύπου αρμόνιο που λειτουργεί με αέρα). Τίποτα τυχαίο. Ταλέντο, γνώση, σοβαρότητα και συστηματική δουλειά, μακριά από «ακροβατικά» και ανούσιους εντυπωσιασμούς.
Η καθοριστική συνδρομή του στους Pink Floyd, απέφερε καρπούς και στο κινηματογραφικό στερέωμα. Συνέθεσε μέρος της μουσικής της γνωστής, στους σινεφίλ κύκλους, «ανατρεπτικής» ταινίας “Zabriskie Point” (1970) του μεγάλου Ιταλού σκηνοθέτη Michelangelo Antonioni. Επιπρόσθετα, μουσική των Pink Floyd από τους δίσκους “More” και “Obscured by Clouds”, ακούστηκε στις ταινίες του Barbet Schroeder “More” (1969) και “La Valée” (1972), αντίστοιχα.
Επίσης, έκανε εκτεταμένη χρήση του – ιδιοφυούς έμπνευσης – αναλογικού συνθετητή EMS VCR3 (χωρίς ενσωματωμένα πλήκτρα, παραγωγής 1969), σε μιά περίοδο που η δημιουργικότητα του συγκροτήματος ανερχόταν κάθετα. Ακούστε ξανά την εισαγωγή του “Welcome to the machine” από το “Wish you were here”, για να πάρετε ένα δείγμα των ήχων του VCR3. To μηχάνημα ήταν σχεδιασμένο από τον ηλεκτρονικό David Cockerell και τον ιδιοκτήτη της εταιρίας EMS (Electronic Music Studios), Peter Zinovieff, ενώ χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον και από τους Who, Gong, King Crimson, Alan Parsons, Brian Eno και Jean-Michel Jarre, μεταξύ άλλων.
Ας περάσουμε τώρα στον κιθαρίστα του συγκροτήματος, τον σπουδαίο David Gilmour, το παίξιμο και ο ήχος του οποίου έχει επηρεάσει εκατομμύρια κιθαριστών στον πλανήτη, μεταξύ των οποίων και του γράφοντος.
Στον βασικό εξοπλισμό του, συγκαταλέγονται κλασσικές κιθάρες, resonator, pedal steel, ακουστικές κιθάρες, καθώς και ένας ικανός αριθμός από ηλεκτρικές κιθάρες, κυρίως Fender Stratocaster και Fender Telecaster, με «μπροστάρη» την διάσημη μαύρη Stratocaster (“The Black Strat”). Αυτή την κιθάρα με τον πολύ ιδιαίτερο ήχο, που μπορείτε να ακούσετε σε πολλές ζωντανές εμφανίσεις των Pink Floyd αλλά και σε προσωπικές εμφανίσεις του Gilmour όπως και στην πασίγνωστη μουσική ταινία των Pink Floyd με τίτλο “Live at Pompeii”, που γυρίστηκε στο περίφημο Ρωμαϊκό θέατρο. Πολύ ενδιαφέρον είναι και το σχετικό βιβλίο του Phil Taylor με τίτλο “Pink Floyd – The Black Strat: A History of David Gilmour’s Black Fender Stratocaster”.
H κιθάρα (παραγωγής 1969), αγοράστηκε το 1970 από το γνωστό κατάστημα “Manny’s Music” στη Νέα Υόρκη, έγινε αντικείμενο πολλών βελτιώσεων και μετατροπών και παρέμεινε ως έκθεμα στο Hard Rock Cafe του Dallas για 4 χρόνια. Επανήλθε στην ενεργό δράση το 2006, έχοντας κρατήσει από το αρχικό μοντέλο μόνο το σώμα της κιθάρας και τον επιλογέα μαγνητών. Τελικά, πουλήθηκε σε δημοπρασία το 2019, κατά την οποία ο συλλέκτης κιθαρών Jim Irsay κατέβαλε το ποσό των $ 3,975,000 για να την αποκτήσει, τιμή-ρεκόρ για ηλεκτρική κιθάρα.
Ορισμένα από τα κλασσικά δείγματα του μουσικού «οπλοστάσιου» του David Gilmour, τότε, ήταν οι ενισχυτές Selmer και Hiwatt, τα wah-wah της Vox, η παραμόρφωση τύπου Dallas Arbiter Fuzz Face, καθώς επίσης και αρκετά phaser και univibe εφέ. Ακόμη, χρησιμοποιούσε πολύ συχνά (όπως άλλωστε έκανε και ο Richard Wright) την θρυλική μονάδα εφέ βάθους Binson Echorec 2. Ένα συλλεκτικό μηχάνημα, και για ορισμένους αναντικατάστατο, παρά τα 8 κιλά του. Λειτουργεί με περιστρεφόμενο μαγνητικό τύμπανο και ηλεκτρονικό κύκλωμα με 6 διπλοτρίοδες λυχνίες 12ΑΧ7. Τα τελευταία χρόνια, διατίθενται στην αγορά μερικές πολύ αξιόλογες και πρακτικές ψηφιακές εκδοχές αυτής της μονάδας. Το παίξιμο του David Gilmour είναι ακριβές, εύστοχο και διαυγέστατο.
Ένας προσωπικός ήχος ιδιαίτερα προσεγμένος και λυρικός, με βέλτιστη χρήση συνοδών ηχητικών εφέ. Προσαρμόζει την τεχνική “string bending” με ένα δικό του, απαράμιλλο τρόπο, που έχει ονομαστεί “two-step, two-note bending”. Ξεκινώντας από ένα συγκεκριμένο τάστο και χορδή στην κιθάρα, σηκώνει προς τα επάνω την χορδή με κάποιο δάκτυλο του αριστερού χεριού, ώστε να επιτύχει με τονική ακρίβεια σε δύο νοητές θέσεις και δύο χρόνους, το άκουσμα δύο ξεχωριστών μουσικών τόνων, πάνω από εκείνον που κανονικά αντιστοιχεί στο τάστο. Επιπλέον, η μουσική φρασεολογία που επιλέγει, περιβάλλει τις συνθέσεις του συγκροτήματος με μία έντονα φορτισμένη συναισθηματική ατμόσφαιρα. Να μην παραλείψουμε ότι, μεταξύ άλλων οργάνων, παίζει πιάνο και σαξόφωνο.
Ο Nick Mason, ήταν ο drummer των Pink Floyd. Εξαιρετικός, στο studio αλλά και στις live εμφανίσεις του (δύο διαφορετικές προσεγγίσεις για ένα drummer), είχε επιρροές από την Jazz και ειδικά την “Big Band” μουσική. Την εποχή στην οποία αναφέρεται το άρθρο, χρησιμοποιούσε “Premier” και “Ludwig” τύμπανα και “Paiste” πιατίνια. Επίσης, έπαιζε ηλεκτρονική drums και Rototoms, ταυτόχρονα όμως ήταν και ο δημιουργός πολλών από τα ηχητικά εφέ που δημιουργήθηκαν με χρήση μαγνητοταινίας (tape-loops).
Για τις υπηρεσίες που έχει προσφέρει στη μουσική, ο Nick Mason χρίστηκε το 2019 Διοικητής του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας (Commander of the Order of the British Empire/CBE). Επίσης, το 2012, έλαβε τον τιμητικό τίτλο “Doctor of Letters” (Διδάκτωρ των Γραμμάτων) από το University of Westminster (Πανεπιστήμιο του Γουεστμίνστερ), στο οποίο είχε παλαιότερα σπουδάσει αρχιτεκτονική.
Μέσα σε λιγότερο από 6 χρόνια, η ξέφρενη μουσική δημιουργικότητα των Pink Floyd παρήγαγε 9 δίσκους LP, και συγκεκριμένα τους “The Piper at the Gates of Dawn” (1967), “A Saucerful of Secrets” (1968), “More” (1969), “Ummagumma” (1969), “Atom Heart Mother” (1970), “Relics” (1971), “Meddle” (1971), “Obscured by Clouds” (1972), καθώς και το μνημειώδες “The Dark Side of the Moon” (1973). Σημείο, δηλαδή που αποτελεί και το όριο επέκτασης του παρόντος άρθρου.
Ο πρώτος δίσκος των Pink Floyd με τίτλο “The Piper at the Gates of Dawn” (1967) ηχογραφήθηκε στο Λονδίνο και συγκεκριμένα στα Abbey Road Studios της ΕΜΙ. Η ονομασία του δίσκου αποδίδεται στον τίτλο του 7ου κεφαλαίου της νουβέλας “The Wind in the Willows” του Kenneth Grahame, με αναφορά στον αρχαίο θεό Πάνα. Για την ηχοληψία των φωνητικών του Syd Barrett χρησιμοποιήθηκε ειδικός θάλαμος ηχητικής απομόνωσης (isolation booth), κάτι που σήμερα είναι συνηθισμένο και αυτονόητο, αλλά για τα πρότυπα της δεκαετίας του ’60, φάνταζε σαν «διαστημική τεχνολογία».
Για την δημιουργία εφέ αντήχησης (echo), τόσο στα φωνητικά, όσο και σε κάποια μουσικά όργανα, χρησιμοποιήθηκε η τεχνολογία ADT (Automatic Double Tracking). Επίσης, έγινε χρήση εφέ βάθους (reverb), μέσω του συστήματος (ΕΜΤ 140s) διέγερσης μεταλλικών πλακών (plate reverberators) μικρού πάχους, στις οποίες είχαν ασκηθεί ισχυρές δυνάμεις εφελκυσμού. Στην εξομοίωση αυτής της συγκεκριμένης ηχητικής συμπεριφοράς, αναφέρονται σήμερα όσα από τα σύγχρονα ψηφιακά εφέ βάθους (reverb effects) αναγράφουν τον όρο “plate reverb”.
Τέλος, αξιοποιήθηκε ένας πειραματικός θάλαμος αντήχησης (echo chamber), ο οποίος είχε κατασκευαστεί προπολεμικά και ήταν εγκατεστημένος στο στούντιο, για δημιουργία διάφορων ηχητικών εφέ. Δείγματα αυτών των τεχνικών, ακούγονται στα κομμάτια “The Scarecrow”, “Flaming” και “Interstellar Overdrive”.
To “A Saucerful of Secrets” (1968) είναι ο δεύτερος δίσκος των Pink Floyd. Το έργο αυτό σημαδεύτηκε από την αποχώρηση του Syd Barrett και την ταυτόχρονη έλευση του David Gilmour, λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας του πρώτου, ενώ δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί ο κύκλος των ηχαγραφήσεων.
Το τεχνικό επίπεδο της υλοποίησης των μουσικών ιδεών διατήρησε την υψηλή του θέση, ενώ σημαντική ήταν και η συνεισφορά της “Stanley Myers Orchestra”, καθώς και της ορχήστρας πνευστών “The Salvation Army”. Tα κομμάτια “Set the Controls to the Heart of the Sun” και “A Saucerful of Secrets”, αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα της εμπνευσμένης μουσικής του συγκροτήματος, που ξεφεύγει από τα καθιερωμένα κλισέ της δεκαετίας του ’60, και κάνει παράλληλα ευφυέστατη χρήση ειδικών ηχητικών εφέ. Η μουσική ταυτότητα των Pink Floyd αρχίζει πλέον να διαμορφώνεται αισθητά.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ