Με αφορμή την αυριανή συναυλία της ποιήτριας του ροκ και της ιέρειας του πάνκ, Πάττι Σμιθ στο Ηρώδειο, δημοσιεύουμε ένα ποίημα της για το μεγάλο είδωλο, τον Αρθούρ Ρεμπώ από την ποιητική συλλογή “Babel”.
Είναι τριάντα-επτά. του έκοψαν το πόδι. η σύφιλη στάζει. ένας κρεμώδης ιός. ένας μυστηριώδης πύραυλος m-5 στον κώλο. το θύμα υποφέρει από ψυχικό ολοκαύτωμα. το πρόσωπο του βλακώδες και η θαυμάσια γλώσσα του άχρηστη, πρησμένη.
ο ρεμπώ. όχι πια ο παράτολμος νεαρός καβαλάρης του υψηλού οροπεδίου της αβησσυνίας. αυτός ο ζήλος έχει για πάντα απολιθωθεί.
το ελαφρύ ξύλινο άκρο του ακουμπά στον τοίχο όπως ένας στρατιώτης που ανέμελα περιμένει διαταγές. ο αφέντης, τώρα ακρωτηριασμένος, απλά κείτεται και κείτεται. καταπίνοντας τσάι παπαρούνας μέσα από ένα καλαμάκι –ένας σίφωνας όπιου. κάποτε, γεμάτος περιέργεια, σηκώθηκε καταδιώκοντας κατά πόδας κάποιο φάντασμα –κάποιο πρόσωπο. ίσως το χαράρ μία φουρτουνιασμένη θάλασσα ή το αγαπημένο τζαμί εγκαταλελειμμένο στην τσουρουφλισμένη αρένα του άντεν. ο ρεμπώ σηκώθηκε και έπεσε με γδούπο. το ψηλό του σώμα γυμνό πάνω στο χαλί. καταδικασμένος να κείτεται εκεί στο έλεος δύο γυναικών που βρωμάνε ευσέβεια. ο ρεμπώ. αυτός που τόσο λάτρεψε τον έλεγχο τώρα κλαψουρίζει και χέζει σαν μωρό με κολικούς.
τώρα καθορισμένος τώρα θεότρελος βουτηγμένος σε υπολείμματα από ρύζι. τώρα η δραστήρια γλώσσα τώρα μουγκή δεν θα μεθύσει ποτέ ξανά. εκτός από την ώρα του τσαγιού που ρουφάει το υγρό. κατεβάζοντας μεγάλες γουλιές εξαπατά την κυκλοφορία του αίματος. η συνείδηση τον εγκαταλείπει. αυτός φωτίζει γονατίζει σκαρφαλώνει βουνά τρέχει. τώρα εξερευνητής τώρα ηδονοβλεψίας. τα καταγράφει όλα. πολύ ειλικρινές σουρεαλιστικό κουπί. το τεχνητό άκρο του σηκώνεται και πιέζει το χώρο. άκρο σ’ ένα κενό.
μήπως γνέφει ο ρεμπώ;
όχι κοιτάζει
στον τοίχο υπάρχει μία τρύπα. το δακτυλικό αποτύπωμα του ντυσάν καρφώνει ένα κλάσμα φωτός. μία ίριδα ανοίγει. σταδιακά βλέπουμε το όλον. όλα ανοίγουν ξεδιπλώνονται όπως ένας άγριος. είναι μία γιορτή…
είναι ένα γαμήλιο γλέντι…
ψήνουν μια ποδιά με γουρούνια και μήλα. η μυρωδιά υψώνεται. είναι Κυριακή είναι ο μανέ είναι πικνίκ στο γρασίδι. είναι η ώρα του σερά είναι μία φωτεινή ώρα είναι η σωστή ώρα για ρομαντισμό για βαρκάδα και για χορό.
Και το άκρο του ρεμπώ, τόσο προσηλωμένο, βγαίνει χορεύοντας από την πόρτα έξω στο δάσος μέσα από τα δέντρα – με ινδική ράγκα στο γρασίδι αναποδογυρίζοντας καλάθια του πικνίκ σφυρίζοντας σαν σφαίρα πέρα από τις πύλες των προαυλίων εκκλησιών τηρώντας ακριβώς το βήμα υποκλίνεται μετά στοχεύει και πηδάει πάνω από τη σκηνή πάνω από το ουράνιο τόξο έξω από τον καμβά μέσα στο διάστημα το καθαρό διάστημα –τόσο απόμακρο και άχρωμο όπως το πρόσωπο του αγαπημένου αρθούρου. ένα πρόσωπο που έγινε ασώματο γεμάτο χάρη. βουλιαγμένα μάτια –αυτοί οι θησαυροί από κοβάλτιο έκλεισαν για πάντα.
σφιγμένη γροθιά χαλαρός καρπός
η πίπα του παρατημένη…
τα παιδιά μαζεύονται έξω στον κήπο.
δεν είναι καπρίτσιο. είναι ακριβή αψεγάδιαστα,
τόσο σκληρά όσο εκείνος.
τραγουδάνε:
τα πόδια δεν μπορούν να κουνηθούν
o πούτσος δεν μπορεί να γαμήσει
τα δόντια δεν μπορούν να ξεγυμνωθούν
το μωρό δεν μπορεί να μπουσουλήσει
ο ρεμπώ ο ρεμπώ αντικριστά στον τοίχο
κρύος σαν χαλάζι απόλυτα νεκρός
ξαφνικά δάκρυα!