
Τα απρόσμενα άρθρα του για το έντεχνο η την ελληνική λόγια μουσική κοσμούν χρόνια το “Άβαλον των Τεχνών”. Όταν όμως μαζί με το Καλλιτεχνικό Σύνολο “Πολύτροπο” έκανε τις εκκλησιαστικές μουσικές του Θεοδωράκη και πιο πρόσφατα την βυζαντινή μουσική της Εύας Πάλμερ- Σικελιανού”, θεωρούσαμε ότι ήρθε η ώρα για μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης.
Συνέντευξη στον Γιώργο Πισσαλίδη
Φωτογράφηση: Χρήστος Κισατζεκιάν
Παναγιώτη πότε ξεκίνησες να ασχολείσαι με την μουσική;
Γεννήθηκα στην Πάτρα και έμενα τα παιδικά μου χρόνια κοντά στο αρχαίο ωδείο της πόλης, εκεί όπου γίνονται όλες οι συναυλίες οι μεγάλες και εκεί είχε γίνει και το περίφημο Διεθνές Φεστιβάλ Πάτρας του Μικρούτσικου. Εκεί είχα μία συγκλονιστική εμπειρία για εμένα, όταν ήμουν μικρός, είχε έρθει ο Στέφανος Βασιλειάδης ο συνθέτης, μαζί με το Γιάννη Παπαϊωάννου το μουσικολόγο, να κάνουν μία συναυλία προς τιμήν ενός συνεδρίου ιατρικού διεθνούς και εκεί έπαιξαν μεταξύ άλλων Γιάννη Χρήστου. Στο έργο του Γιάννη Χρήστου, την Αναπαράσταση, τον πιανίστα, έφεραν παιδάκια τα οποία βγάζουν φωνές, γιατί έχει ένα τέτοιο σημείο μέσα το έργο. Σε αυτές τις κραυγές ήμουν και εγώ κι έτσι ήρθα σε επαφή με τη σύγχρονη μουσική.
Αυτό σε τι ηλικία το κάνεις;
Αυτό το κάνω σε ηλικία 12-13 ετών. Με δεδομένο ότι είχα αρχίσει και βυζαντινή μουσική, παράλληλα ξεκίνησα βυζαντινή και ευρωπαϊκή σπουδή στη μουσική. Δεκαοκτώ ετών έρχομαι στην Αθήνα να σπουδάσω θεολογία και ουσιαστικά με κερδίζει η πρωτεύουσα, γιατί μένω αρκετά χρόνια εδώ, μπαίνω σε πάρα πολλές χορωδίες, ευρωπαϊκές και βυζαντινές.
Ήσουν στον Λυκούργο Αγγελόπουλο ή τον Βασιλικό;
Ήμουν στο Θεόδωρο Βασιλικό. Το πρώτο ταξίδι μου ήταν στην Ασίζη της Ιταλίας στη διαθρησκειακή συνάντηση που έκανε ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β’, μία φοβερή εμπειρία για εμένα τότε που ήμουν 18 ετών και μετά ταξίδια με το Βασιλικό και στη Γαλλία πολλά, και μετά με τον Αγγελόπουλο σε όλη την Ευρώπη συστηματικά μέχρι το 1994. Ασχολήθηκα με τον τηλεοπτικό σταθμό της Μητροπόλεως Πατρών “Λύχνος” όπου εκεί έγινα Διευθυντής Προγράμματος και έμεινα ένα μεγάλο διάστημα μέχρι το 2001.
Διορίστηκα στο Αρσάκειο και το 2004 ίδρυσα το Πολύτροπον –αν και είχα αρχίσει από νωρίτερα να κάνω κάποιες εκδηλώσεις– και ξεκινήσαμε το “Πολύτροπον” που κρατά μέχρι τώρα, σχεδόν δηλαδή 20 χρόνια, με πάρα πολλές εκδηλώσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Κορυφαία βέβαια η συνεργασία με τον Israel Galván.

Με την Ελληνική Βυζαντινή Χορωδία του Λυκούργου Αγγελόπουλου
Γιατί την θεωρείς το top;
Γιατί ήταν κάτι πολύ καινούριο το οποίο μας έδωσε το διαβατήριο να πάμε στην Αβινιόν, στο Φεστιβάλ της Αβινιόν δεν πάει κανείς, είναι πάρα πολύ δύσκολο. Το Φεστιβάλ της Αβινιόν είναι το top φεστιβάλ, Γιώργο, δεν μπαίνεις εκεί ούτε απ’ έξω που λέμε, όχι να είσαι ενεργό μέλος και εκεί κάναμε δέκα παραστάσεις τον Ιούλιο του 2017. Ήταν μία πολύ τολμηρή παράσταση, η La fiesta του Galván που είχε όλες τις μουσικές της Μεσογείου μέσα και ήθελε και βυζαντινή μουσική πειραγμένη και ενταγμένη μέσα στην παράσταση με την ιδέα του αυτοσχεδιασμού να είναι κυρίαρχη. Αυτό και έκανα.

Με τον διάσημο χορογράφο Ισραέλ Γκαλβάν
Για πες μου για την γνωριμία σου με τον Μάνο Χατζιδάκι.
Τον γνώρισα τελείως τυχαία, ήμουν φοιτητής και πήγαινα στις πρόβες της Ορχήστρας των Χρωμάτων που μόλις είχε δημιουργήσει το 1989 και του έκανε μεγάλη εντύπωση που ένα νέο παιδί πήγαινε να ακούσει αυτή τη μουσική. Για εμένα ήταν μία αποκάλυψη αυτό, ήταν μία μαγική πραγματικά εποχή στην οποία γυρνώ συνέχεια και πολλά από τα άρθρα που γράφω για το Χατζιδάκι αναφέρονται ακριβώς σε αυτή την εποχή της Ορχήστρας των Χρωμάτων.
Τότε συζητούσαμε πάρα πολύ και ο ίδιος, επειδή ήταν πολύ άνετος άνθρωπος και ήθελε πάντα τη γνώμη των νέων ανθρώπων, με ρωτούσε πώς μου φαινόταν το ρεπερτόριο, οι επιλογές και εκεί είχαμε μία κουβέντα.
Επίσης, για εμένα ήταν πολύ σημαντικό το ότι με την χορωδία του Πανεπιστημίου ερμηνεύσαμε σε πρώτη εκτέλεση τότε το “Εγκώμιον Ανδρός Επιφανούς”, το έργο που έγραψε για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και το οποίο παίχτηκε όταν το Πανεπιστήμιο Αθηνών έκανε επίτιμο διδάκτορα τον Καραμανλή. Ο Χατζιδάκις έγραψε αυτό το έργο πάνω σε ποίηση Κάλβου και επειδή ως συνήθως τελευταία στιγμή τα έκανε όλα, το μεσημέρι της ίδιας ημέρας πήγα να πάρω την τελευταία σελίδα του έργου, στο σπίτι του. Ήταν κάτι καταπληκτικό αυτό που έζησα την ημέρα εκείνη και το απόγευμα το παίξαμε στο Πανεπιστήμιο. Αλλά ο Χατζιδάκις καθόρισε και τη σκέψη μου γενικότερα.

Ο νεαρός Ανδριόπουλος με τον μεγάλο του δάσκαλο Μάνο Χατζιδάκι.
Με ποιον τρόπο;
Ήταν δάσκαλος ζωής, την ευθυκρισία νομίζω, το ασυμβίβαστο, να μην υποχωρούμε, την αίσθηση της ελευθερίας, την αίσθηση του ακριβού, η έννοια του ακριβού, ότι όλα τα πράγματα πρέπει να τα βλέπουμε σε μία άλλη διάσταση και να κυνηγάμε φυσικά το υψηλό και όχι την ευτέλεια. Όλα αυτά μέσα από μία φυσικότητα, χωρίς ούτε διδακτισμό, ούτε φυσικά βερμπαλισμό, σε καμία περίπτωση. Ένας σπουδαίος, άνετος άνθρωπος.
Tι σημαίνει για σένα το “Πολυτροπο” ως όχημα αισθητικής και μουσικών αναζητήσεων;
Με το “Πολύτροπον” έχω κάνει πολλά διαφορετικά πράγματα, γιατί πάντα με ενδιέφερε αυτό. Διαφορετικά τι σημαίνει; Βέβαια έχει μία προτεραιότητα για εμένα η ποίηση και η μουσική. Με ενδιαφέρει πάρα πολύ η ποίηση και η μουσική και επάνω εκεί είναι ο καμβάς στον οποίο κεντώ τις εκδηλώσεις.
Είναι σίγουρα μία σημαντική παράγωγη του “Πολύτροπον”, το “Τετράδιο του Πατριάρχη” που είναι ποιήματα Ελλήνων ποιητών που ανθολόγησε ως μαθητής ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος και εγώ τα βρήκα μελοποιημένα από Έλληνες συνθέτες.
Ουσιαστικά κάνω την προσωπική μου μυθολογία, δηλαδή αυτό που και ο Χατζιδάκις μας δίδαξε. Προσωπική μυθολογία είχε κι εκείνος, την πέρασε και σε εμάς, δηλαδή τι σημαίνει Γιάννης Χρήστου, τι σημαίνει Μάνος Χατζιδάκις, τι σημαίνει Οδυσσέας Ελύτης, Εύα Πάλμερ-Σικελιανού, Λυκούργος Αγγελόπουλος, μία σειρά δηλαδή προσώπων που καθόρισαν το νεοελληνικό μας βίο. Βέβαια με ενδιαφέρουν πάντοτε οι εσωτερικές συνδέσεις και διαδρομές αυτών των προσώπων. Δηλαδή έκανα την Αραπιά που είναι το τραγούδι του Τσιτσάνη το οποίο αγαπούσε ο Χατζιδάκις και το οποίο ενέπνευσε τη Μάτση Χατζηλαζάρου να γράψει ένα ποίημα, την Αραπιά, και το τραγούδι ήταν που έδωσε την αφορμή στο Σκαλκώτα να γράψει επάνω στο μοτίβο της Αραπιάς το δεύτερο μέρος από το κοντσέρτο για δύο βιολιά. Αυτό είναι κάτι μαγικό, ένα τραγούδι, πόσοι συντελεστές, Σκαλκώτας, Μάτση Χατζηλαζάρου, Χατζιδάκις, Τσιτσάνης, που καλύπτει και το παραδοσιακό και το λόγιο και το ποιητικό κομμάτι.
Πες μας για την εργασία για την Εύα Πάλμερ- Σικελιανού που παρουσίασες πριν από λίγο καιρό.
Με τη Σικελιανού ασχολούμαι τα τελευταία 15 χρόνια συστηματικά. Είχαμε κάνει με τον Αγγελόπουλο τα “Χορικά” του Προμηθέα Δεσμώτη σε μία παράσταση στους Δελφούς και αυτό ήταν τότε. Από το 2007 έκανα μία παρουσίαση στο Κηποθέατρο Σικελιανού στη Λευκάδα με έργα της Εύας, γιατί η Εύα ήταν μουσικός.
Δηλαδή εδώ είναι το μεγάλο θέμα, η Εύα ήταν μία Αμερικανίδα κοκκινομάλλα, γόνος πλούσιας οικογένειας, οπότε μεγάλωσε έχοντας όλες ακριβώς τις ανέσεις και τις σπουδές της εποχής εκείνης. Είχε μάθει πολύ καλά ευρωπαϊκή μουσική, έγραφε στην ευρωπαϊκή μουσική και όταν ήρθε στην Ελλάδα ενθουσιάστηκε από τη βυζαντινή μουσική. Της έβαλε η Ισιδώρα Ντάνκαν ένα βυζαντινό ύμνο, ο οποίος την ενθουσίασε –ήταν εξωτικό πράγμα για αυτήν την Αμερικανίδα– και είπε “Θέλω να γνωρίσω αυτή την παράδοση”. Άρχισε λοιπόν να μαθαίνει βυζαντινή μουσική, ήρθε σε επαφή και με τον Κωνσταντίνο Ψάχο και με τον Σίμωνα Καρά την εποχή εκείνη. Υπάρχει ογκώδης αλληλογραφία με το Σίμωνα Καρά που μιλούν για τη μουσική, μιλάμε για χορό.
Αυτά πού είναι, πού υπάρχουν;
Είναι ωραία η ερώτησή σου. Αυτά έχουν εκδοθεί και πολλοί μελετητές τα βγάζουν σιγά-σιγά στην επιφάνεια. Όμως, αυτό που κάνουμε εμείς είναι να την προβάλουμε στο ευρύτερο κοινό με εκδηλώσεις, αλλιώς μένει στα χαρτιά και μένει μόνο στην επιστημονική κοινότητα. Οπότε εμείς θέλουμε να το προβάλουμε αυτό ευρύτερα όσο γίνεται.
Λίγοι ξέρουν ότι η Εύα έμαθε να γράφει στη βυζαντινή σημειογραφία και μετά, όχι μόνο αυτό, έγραφε στη βυζαντινή σημειογραφία στα αγγλικά, δηλαδή η ίδια, είτε μετέφραζε την “Ειρήνη” του Αριστοφάνη μερικά από τα χορικά της στα αγγλικά με βυζαντινή σημειογραφία, είτε μελοποιούσε Αμερικανούς ποιητές, με βυζαντινό τρόπο και έχουμε και τις παρτιτούρες της. Κανονικά πρέπει να γίνει μία μεγάλη διατριβή στο μουσικό έργο της Εύας, γιατί είναι πολύ μεγάλο. Είναι πάρα πολλά τα χειρόγραφα και τα βυζαντινά και τα λαογραφικά, πολύ υλικό δηλαδή.
Είναι, δηλαδή, βυζαντινή μουσική;
Όχι, είναι χορικά από τραγωδίες και κωμωδίες, όπως είναι η Ειρήνη του Αριστοφάνη, είναι ποιητές Αμερικανοί, Έλληνες ή ο “Όρκος των Κοινοτήτων στη Μάνα Ελλάδα” του Σικελιανού σε μελοποίηση Εύας και έχουμε το χειρόγραφό της με τη βυζαντινή παρτιτούρα. Δηλαδή μελοποιούσε και Σικελιανό η ίδια. Τα έκανε όλα με τον Σικελιανό, έκανε και αυτό, έγραφε και τη μουσική.
Για πόσα έργα μιλάμε τώρα, ποιος είναι ο αριθμός των έργων της;
Είναι εκατοντάδες. Οι παρτιτούρες είναι εκατοντάδες σελίδες, πάρα πολύ υλικό. Ένα μέρος του αρχείου της Εύας υπάρχει στο Μουσείο Μπενάκη, το οποίο είναι προσβάσιμο στους ερευνητές κ.λπ., αλλά αυτό δεν έχει βγει προς τα έξω. Ήθελα να σου πω ότι ξεκινήσαμε το 2007 να κάνουμε αυτό και μετά κάναμε πάλι στην Αθήνα και στην οικία Κατακουζηνού αφιέρωμα στην Εύα και στο Αγγέλων Βήμα επίσης.
Μετά με κάλεσε το Λύκειο των Ελληνίδων να κάνω μία διάλεξη για την Εύα –τους άρεσε πολύ όλη αυτή η ιστορία– και την έκανα, αλλά εκεί ήταν κάτι διαφορετικό, δηλαδή μίλησα για τη σχέση της Εύας Σικελιανού με το Λύκειο Ελληνίδων. Με το Λύκειο των Ελληνίδων έκανε η Εύα τις δελφικές γιορτές. Ο χορός ήταν κορίτσια, κοπέλες του Λυκείου των Ελληνίδων το 1927. Εκεί, λοιπόν, στο χορό ήταν και η περίφημη Κούλα Πράτσικα, η οποία μετά ήταν η μάνα, ας πούμε, της ρυθμικής στην Αθήνα και, πρόσεξε, μαθήτρια της Πράτσικα ήταν η Μαρία Χορς, η μεγάλη χορογράφος του Εθνικού Θεάτρου. Ποιο είναι το ενδιαφέρον; Εύα Σικελιανού, η μαθήτριά της Κούλα Πράτσικα, η μαθήτρια της Πράτσικα, Μαρία Χορς, και η Ιουλίτα Ηλιοπούλου και η Δάφνη Πανουργιά ήταν μαθήτριες της Χορς. Όλες αυτές είναι πνευματικές εγγονές ας πούμε της Εύας, γιατί από εκείνη ξεκίνησε όλη αυτή η ιστορία του χορού στην Ελλάδα.
Στις 26 Σεπτεμβρίου στο Μέγαρο θα κάνουμε ένα αφιέρωμα στη Μαρία Χορς, τη μεγάλη αυτή χορογράφο του Εθνικού Θεάτρου.
Να πάμε πίσω στην Εύα ;
Η Εύα δίδασκε και βυζαντινή μουσική και επίσης κυκλοφορούσε ως αρχαία Ελληνίδα μέσα στην Αθήνα την εποχή εκείνη. Επίσης η Εύα ήταν και η πρώτη εθνομουσικολόγος. Έβαλε τις γυναίκες των Δελφών να τραγουδούν τα χορικά, τις έβαλε αυτή, να έχει το φυσικό ήχο.
Γιατί έκανε βυζαντινή μουσική με τέτοιο πάθος η Εύα που ήταν δυτικοθρεμμένη;
Διότι η Εύα συνέλαβε –και το έχει πει και σε διαλέξεις της, έχουμε κείμενά της τα οποία δεν έχουν βγει προς τα έξω ευρύτερα, υπάρχουν όμως– ότι ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός έχει ρίζα και διάρκεια, έχει συνέχεια, η αρχαία ελληνική μουσική έχει τη συνέχειά της στη βυζαντινή μουσική. Αυτή ήταν η άποψη της Εύας, γιατί αυτό πολλοί το αμφισβητούν. Αλλά η Εύα είχε αυτή την άποψη πριν ακόμα διατυπωθεί, θα έλεγε κανείς, από την επίσημη μουσικολογία με όλη την ένταση, ότι εδώ υπάρχει μία συνέχεια.
Η Εύα αντιμετώπισε την ελληνικότητα με θάμβος, θαμπωνόταν από αυτό. Το διανοείσαι; Θαμπωνόταν, δηλαδή τρελαινόταν με αυτό το πράγμα. Δηλαδή μία Αμερικανίδα η οποία στην πραγματικότητα έγινε Ελληνίδα. Μιλάμε για λατρεία, δηλαδή ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός αλλά και ο νεότερος, ήταν για αυτήν υπόθεση ζωής, ήταν η ζωή της όλη. Δεν ήταν ένα κομμάτι της ζωής της, ήταν όλη της η ζωή, για αυτό και είναι γνωστό ότι έδωσε όλη την περιουσία της.
Καταλαβαίνεις τώρα τι κάνω εγώ με αυτές τις εκδηλώσεις; Βγάζω προς τα έξω, όσο είναι δυνατόν, πρόσωπα που δεν πρέπει να μένουν μόνο στις βιβλιοθήκες, να μπορεί ο άλλος να το ακούσει αυτό. Όπως και τα εκκλησιαστικά του Θεοδωράκη που έκανα και είχαν τεράστια απήχηση.
Πριν δεν είχαν εκτιμηθεί;
Αυτό ήθελα να σου πω, κανείς δεν είχε δώσει σημασία για αυτές τις νεανικές συνθέσεις του Μίκη Θεοδωράκη. Δηλαδή μου είπαν οι άνθρωποι του Μεγάρου ότι μας αποκάλυψες αυτόν τον πλούτο που έχουμε. Διότι του Θεοδωράκη οι καταβολές του ήταν καθαρά εκκλησιαστικές. Δεν το λέω εγώ, το λέει ο ίδιος και το λένε οι άπειρες σελίδες του με εκκλησιαστικό περιεχόμενο που δεν έχουν δει το φως της δημοσιότητας. Πρέπει κάποιοι μουσικολόγοι να ασχοληθούν επισταμένως, να αποκαταστήσουν αυτό το μουσικό υλικό, να ηχογραφηθεί.
Ο ίδιος πολλά από αυτά, επειδή ήταν πρωτόλεια, δεν τα έκρινε άξια, αλλά σήμερα εμείς, επειδή ξέρουμε τελικά ποιος ήταν ο Θεοδωράκης, πρέπει να τα έχουμε και αυτά προσβάσιμα. Πρέπει να αποκατασταθούν, να έρθουν στο φως οι παρτιτούρες, γιατί έχουν διάφορα λάθη κ.λπ., γιατί ήταν και νέο παιδί που έγραφε και να βγουν και να ηχογραφηθούν και να τα ακούσουμε. Δηλαδή με το “Πολύτροπον” προσπαθώ να φωτίζω αθέατες πλευρές, αυτή είναι η λογική μου. Να φωτίζω αθέατες πλευρές, να δίνω μία διαφορετική οπτική σε πρόσωπα και γεγονότα πολιτιστικά που δεν τους δίνουμε τόση μεγάλη σημασία.
Μέχρι να κάνω εγώ τις εκκλησιαστικές συνθέσεις του Θεοδωράκη, ξέραμε ότι έχει γράψει την “Κασσιανή”, αλλά δεν είχε γίνει το focus που θα έπρεπε και αυτό προσπαθώ να κάνω. Δηλαδή να κάνω focus, να εστιάζω σε πρόσωπα που πραγματικά το αξίζουν και που η επίσημη πολιτεία δεν δίνει και τόση μεγάλη σημασία.
Μίλησε μου για την συνεργασία με τον Θάνο Μικρούτσικο στην Πάτρα, Πολιτιστική Πρωτεύουσα
Είχα την τύχη να συνεργασθώ με σημαντικούς ανθρώπους για εμένα, όπως ήταν ο Θάνος Μικρούτσικος στην Πολιτιστική Πρωτεύουσα, στην Πάτρα το 2006, στην προετοιμασία, ο Μικρούτσικος έφυγε μετά και εγώ ουσιαστικά έφυγα μαζί του, αλλά είχαμε κάνει μία σειρά projects από όπου έμειναν κάποια λίγα πράγματα σημαντικά.
Για παράδειγμα βγάλαμε, πολύ μετά από την Πολιτιστική Πρωτεύουσα με το Μικρούτσικο, ένα CD με κουαρτέτα εγχόρδων Πατρινών συνθετών. Για εμένα αυτή είναι η συμβολή. Κάτι που είναι άγνωστο τελείως το φέρνεις στην επιφάνεια και το αναδεικνύεις, γιατί ο Μικρούτσικος ήθελε η λόγια μουσική πατρινή δημιουργία, να βγει στο φως. Είχαμε ξεκινήσει και ένα project με γυναίκες συνθέτριες, το οποίο έμεινε ημιτελές επίσης. Έγινε η συναυλία αυτή, ο Μικρούτσικος δεν είχε στεγανά, κάναμε συναυλία με έργα Καθολικών συνθετών της Πάτρας. Έγινε στο ναό του Αγίου Ανδρέα, τον καθολικό, έχω το πρόγραμμα.
Επίσης μας κάλεσε εκείνος, με το Λυκούργο Αγγελόπουλο, να κάνουμε μία συναυλία το Νοέμβριο μήνα, που είναι ο μήνας του Αγίου Ανδρέα στην Πάτρα και είχε την ιδέα ο ίδιος ο Μικρούτσικος, μου λέει, θα σου πω εγώ τι θέλω. Του λέω, “Θάνο, τι θέλεις;” “Θέλω”, μου λέει, “Κουκουζέλη και Ρωμανό Μελωδό”. Ενώ ο ίδιος δήλωνε άθεος, ήξερε πάρα πολύ καλά τα πράγματα και κάναμε αυτό, παραγγελία. Δηλαδή μία συναυλία πολύ δύσκολη με έργα απαιτητικά, Ιωάννη Κουκουζέλη και Ρωμανού του Μελωδού, αυτό, τίποτα άλλο. Ήταν δική του ιδέα, του Μικρούτσικου.
Επίσης είχα την τύχη να κάνω την “Ιερατική Ποίηση”, δηλαδή τρία τραγούδια, πέρα από τον ευρύτερο κύκλο που έχω, σε σύνθεση της Κωνσταντίας Γουρζή, της συνθέτριας αυτής που είναι πολύ σημαντική σήμερα και ζει στο Μόναχο. Αυτά της τα είχα παραγγείλει εγώ για τη δική μου παραγωγή “Ιερατική Ποίηση”, τα έγραψε και μετά με κάλεσε στο Μόναχο, τα είπαμε εκεί.
Μετά με τον Άλκη Μπαλτά κάναμε μία πολύ ωραία δουλειά στο Φεστιβάλ Θρησκευτικής Μουσικής της Πάτμου, κάναμε και την Ιερατική Ποίηση εκεί, κάναμε και Τετράδιο του Πατριάρχη.
Τώρα με τον Αλέξανδρο Καλογερά κάνουμε αυτό το ωραίο Φεστιβάλ στη Χίο, επίσης ένα πολύ μεγάλο project ελληνικής και σύγχρονης μουσικής. Το κάνουμε τα τελευταία πέντε χρόνια και , κάνουμε διαλέξεις και συναυλίες και αυτοσχεδιασμούς, τα πάντα.
Για εμένα, πολύ σημαντικό για το “Πολύτροπον” ήταν η παραγωγή Τα Πολυχρόνια των Βασιλέων. Μία τολμηρή παραγωγή νομίζω στον καιρό μας, που κάναμε στο Μέγαρο Μουσικής.
Τι είναι τα Πολυχρόνια των Βασιλέων και γιατί είναι σημαντικά από μουσική άποψη;
Τα Πολυχρόνια αποτελούν ένα μουσικό είδος από μόνα τους.
Έρχονται από το Βυζάντιο, αφορούν στους αυτοκράτορες και τους πατριάρχες, παραμένουν στην Τουρκοκρατία κυρίως για τους εκκλησιαστικούς ηγέτες και κάποιους ηγεμόνες, και επανέρχονται δυναμικά για τους Βασιλείς στο νέο ελληνικό κράτος.
Μόνο από τον Όθωνα μέχρι το τέλος της Βασιλείας στην Ελλάδα, έχουμε χιλιάδες πολυχρόνια τόσο βυζαντινή όσο και σε ευρωπαϊκή μουσική. Έχουμε και αρκετά ηχητικά ντοκουμέντα. Το μουσικό αυτό είδος, που παρουσιάζει εξαιρετική ποικιλία, δεν έχει γίνει αντικείμενο συστηματικής έρευνας, κυρίως διότι ταυτίστηκε με τον θεσμό της Βασιλείας. Όμως, αυτά τα στεγανά δεν έχουν θέση στις μέρες μας. Η έρευνα πρέπει να αναδείξει αυτό το ιστορικό ρεπερτόριο, το οποίο κάποτε είχε θέση στη λατρεία, αφού ψαλλόταν μέσα στη Θεία Λειτουργία.
Και φυσικά πρέπει να υπάρξουν εκδόσεις και σχετικές ηχογραφήσεις, για να δουν οι νεώτεροι πώς εξελίχθηκε και πώς αναπτύχθηκε το είδος των Πολυχρονίων, το οποίο κάποιες φορές ήταν και υπόθεση συναγωνισμού μεταξύ των μελοποιών και των συνθετών.
Με την διάλεξή μου στην Μουσική Βιβλιοθήκη στο Μέγαρο Μουσικής θέλησα να εστιάσω στα Πολυχρόνια και να προτρέψω τον μουσικό κόσμο να σκύψει πάνω τους και να τα μελετήσει όπως τους πρέπει. Φυσικά πρόκειται και για θέμα φιλολογικό και ιστορικό, αφού τα κείμενα των Πολυχρονίων αλλάζουν ανάλογα με τους Βασιλείς.
Bέβαια μετά από αυτό ήρθε και η Παιδική Χορωδία των Ανακτόρων που έχω κάνει πολλά άρθρα για αυτό και τώρα έχω βρει κι άλλο υλικό ηχητικό. Είναι ένα καταπληκτικό θέμα γιατί τον είχα δάσκαλο το Μιχάλη Αδάμη, αλλά όταν τον είχα δάσκαλο την εποχή εκείνη, για ένα περίεργο λόγο δεν είχαμε μιλήσει ποτέ για την Παιδική Χορωδία των Ανακτόρων.

Mε τον Μιχάλη Αδάμη σε ταξίδι στην Μόσχα
Ντρεπόταν για αυτήν την δουλειά;
Όχι, ήταν τόσα αυτά που κάναμε και δεν είχαμε μιλήσει. Μετά, στην πορεία κατάλαβα τη δουλειά αυτή, γιατί ήταν και παλιά δουλειά, δηλαδή από την εποχή που γνώρισα εγώ τον Αδάμη είχαν περάσει 30-40 χρόνια. Δεν ντρεπόταν καθόλου, αλλά δεν είχε τύχει και τώρα προσπαθώ να το φέρω αυτό στην επιφάνεια γιατί είναι ένα μεγάλο κομμάτι του χορωδιακού νεοελληνικού βίου με πάρα πολύ ενδιαφέρον υλικό που δεν υπάρχει πια. Πολύ θα ήθελα να κάνω μια εκδήλωση για την Παιδική Χορωδία των Ανακτόρων.
Η συνέντευξη έγινε στο Epoca cafe (Σινώπης 6, Αμπελόκηποι), το οποίο ευχαριστούμε για την φιλοξενία