Συνεχίζουμε με το δεύτερο μέρος μιας ασυνήθιστης συνέντευξης με τους Pagan, που οι περισσότεροι ανακαλύψαμε με το “Hydro” που ακουγόταν στην διαφήμιση του “Ζαγόρι” με τον Τάσο Νούσια να χορεύει μακεδονίτικο συρτό και που με αρέσει να τους αποκαλώ μέρος μιας παραδοσιακής μουσικής πέρα από τα (συνηθισμένα) όρια.
Συνέντευξη με τον Γιώργο Πισσαλίδη *
Θαρρώ πως πάρα πολλοί σας ανακάλυψαν με το «Hydro» από την διαφήμιση με το Ζαγόρι. Αυτό πώς σου το ζήτησαν;
Σ.Τ: Αυτό προέκυψε από τη συνεργασία που ξεκινήσαμε με τη Mάρλεν Καμίσκυ, την σκηνοθέτιδά μας και μας είχε γνωρίσει προ-COVID ο Θόδωρος Ορφανίδης ο μαέστρος, επειδή ήθελα να κάνω κάτι συμφωνικό, που να έχει μέσα το οικουμενικό και φουτουριστικό. Μέχρι τότε συζητούσαμε ότι θέλουμε και μία σκηνοθέτιδα για να το βάλει σε μία τάξη όλο αυτό σαν παράσταση και με ρώτησε, “Τι θα ήθελες, πώς τον φαντάζεσαι το σκηνοθέτη;” Και λέω “Θέλω ένα σκηνοθέτη που να έχει μεσογειακή κουλτούρα και βορειοευρωπαϊκή αυστηρότητα”. Μου λέει “Έχω μία, τη γυναίκα του Τάσου Νούσια, τη Mάρλεν Καμίνσκυ”.
Τι καταγωγής είναι η Μαρλέν;
Σ.Τ: Γερμανίδα από την Τζαμάικα, φευγάτη και αυτή. Όταν λοιπόν γνωριστήκαμε με τη Mαρλέν κατευθείαν συνδεθήκαμε, επειδή ασχολείται και εκείνη με το κομμάτι το αρχετυπικό, βρήκαμε κατευθείαν κοινές ρίζες. Εν τω μεταξύ ήρθε ο COVID και το συμφωνικό έργο πήγε πίσω και είχα ήδη να δουλεύω την υπόθεση με τους Pagan, της λέω “Σε πειράζει να αφήσουμε εκείνο το σχέδιο και να δουλέψουμε με κάτι που έχει σχέση με το αρχετυπικό;” Μου λέει “Μέσα”
Βρεθήκαμε, το βάλαμε κάτω, το συζητήσαμε και καθώς δουλεύαμε, έρχεται η στιγμή που είναι να κάνει το creative direction στη διαφήμιση του Ζαγορίου και με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει, “Θέλουν ένα κομμάτι που να υμνεί το νερό και να χορέψει ο Τάσος και πιστεύω ότι οι Pagan είναι ακριβώς αυτό”. Έτσι είχα την εικόνα στο μυαλό μου του Τάσου να χορεύει και το νερό σαν εικόνα, σαν αίσθηση, και δημιουργήθηκε το “Hydro”, όπου είναι μακεδονικό συρτό. Αρχικά υπήρχε η σκέψη για ζεϊμπέκικο, αλλά από τη στιγμή που μιλάμε για νερό, ήθελε κάτι πιο αρχέγονο, και ο συγκεκριμένος ρυθμός στα 7/8 είναι πραγματικά διονυσιακός ρυθμός. Πατήσαμε επάνω σε αυτό και η μελωδία μάλλον μου έβγαζε νερά να εκρήγνυνται και καταρράκτες.
Οπότε λειτούργησε και ήταν η πρώτη ουσιαστικά επαφή με το ευρύ κοινό, γιατί είναι πολύ σημαντικό το ότι μέσα από μία διαφήμιση που παίζεται οποιαδήποτε ώρα στην τηλεόραση, μπορεί ο καθένας να έρθει σε επαφή με τη μουσική των Pagan Και επειδή είδαμε ότι δημιούργησε μεγάλη αίσθηση όλο αυτό, ο κόσμος ρωτούσε από πού προέρχεται αυτή η μουσική, εάν υπάρχει, εάν είναι ελληνική και όλο αυτό. Πήραμε δηλαδή πολλά στοιχεία, το γεγονός ότι ακουγόταν όντως διεθνές, ότι δεν φαινόταν ότι είναι σίγουρα ελληνικό και ήταν και ένα πάτημα για να συνεχίσουμε, ένα πολύ καλό κίνητρο.
Σ.Τ: Εσύ, εάν θα έλεγες σε κάποιο φίλο σου –μας ενδιαφέρει πάρα πολύ αυτό– άκουσα μία μπάντα και ρωτά ο φίλος σου, τι μουσική παίζουν, τι θα απαντούσες;
Γ.Π: Εμένα μου αρέσει να το λέω παράδοση πέρα από τα όρια.
Ε.Α: Πολύ ωραίο, πολύ καλό.
Σ.Τ: Πάρα πολύ ωραίο.
Ε.Α: Είναι και ωραίος τίτλος αυτός. Αυτό να το βάλουμε, γιατί ψάχναμε τίτλο και στα δελτία τύπου δεν ξέραμε τι να βάλουμε.
Γ.Π Είναι παράδοση πέρα από τα όρια. Δηλαδή όλο αυτό που μπορεί ακόμα και τους Thrax Punks να βάλεις μέσα και τη Μαυροειδή και οτιδήποτε μπορείς να φανταστείς που δεν είναι η κλασσική παραδοσιακή μουσική.
Εσείς αυτό που παίζετε είπες ότι είναι αρχέγονο, αλλά και η παράδοση είναι και μουσική παράδοση, είναι και ιστορική μνήμη. Για εσένα αυτό το κομμάτι παίζει μέσα στους Pagan;
Σ.Π: Αναγκαστικά, γιατί πολλά από τα τραγούδια, τα θέματα που πραγματεύονται είναι κομμάτι της ιστορίας, της ανθρώπινης καθημερινής ιστορίας, αυτά που έχουμε μέσα. Η ιστορική πλευρά όμως, ξέρεις πόσα πολλά μπορούν να ξεπηδήσουν;
Παραδείγματος χάρη, στις συναυλίες το πρώτο κομμάτι που παίζουμε λέγεται «Καρότσα», είναι ένα παραδοσιακό από την Αλιστράτη Σερρών, δεν είναι από τα γνωστά παραδοσιακά. Το τραγούδι πραγματεύεται κάποια που την κλέβουν με μία καρότσα την εποχή εκείνη και φαντάζεσαι ότι κλέβεται το ζευγάρι το ερωτευμένο που συνέβαινε στο παρελθόν αυτού του τύπου η κλοπή, και λέει ότι ήταν τρεις που την πήραν, γιατί συνήθως πήγαιναν με τους φίλους τους για να βοηθήσουν για να την πάρουν την κοπέλα και στο τέλος λέει, “σύρε καρότσα και έλα να δεις που μ’ έχουνε, στα σίδερα δεμένο, αρσενικό, καλέ και με παιδεύουνε”.
Επειδή σε κάθε ρεφρέν τραγουδά, “Ωχ, αμάν, Λενάκι, αμάν”, φαντάζεσαι ότι τραγουδούν μάλλον ο πατέρας και η μάνα και οι συγγενείς της κοπέλας που την έκλεψαν, γιατί την πήραν, αλλά από την άλλη λες, είναι και ωραίο, γιατί στο κάτω-κάτω ο έρωτας υπερισχύει και πάντα είσαι με αυτή την πλευρά, δεν είσαι με την πλευρά του σκοταδισμού.
Έλα όμως που κάποια στιγμή μιλώντας με το Μάρκο τον γκάιντατζή μας ο οποίος τα γνωρίζει βιωματικά όλα αυτά, λέω “Δεν μπορώ να καταλάβω το τελευταίο κομμάτι, τι εννοεί ο πατέρας ή οποιοσδήποτε τραγουδά, στα σίδερα δεμένο με έχουν;” Και λέει “Μα δεν λέει δεμένο”. Λέω “Τι λέει;” “Λέει, δεμένη”. Άλλαξε όλος ο κόσμος μου. Τελικά δεν μιλούσε για έρωτα, αλλά μιλούσε για τα κορίτσια τα οποία έκλεβαν επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για τα χαρέμια και ενώ το τραγούδι, πάντα του είχαμε μία διάθεση χαρούμενη άλλαξε όλο και καταλάβαμε ότι είναι ένα μοιρολόι και πήρε πραγματικά ένα μαγικό δρόμο.
Είναι η έναρξή μας και εδώ να σου πω κάτι πολύ σημαντικό για την Έβελυν η οποία είναι ηθοποιός, πόσο έχει βοηθήσει σε αυτό το κομμάτι. Ξεκινάμε τη συναυλία με κάτι που εάν εγώ ήμουν τραγουδιστής θα φοβόμουν να ξεκινήσω, με ένα a capella, γιατί όπως και να έχει, πριν ζεσταθεί, πριν λειτουργήσει, το να βγεις έξω και να τραγουδήσεις a capella θέλει ένα θάρρος, θράσος θα έλεγα, όχι μόνο θάρρος, αλλά η Έβελυν λόγω της άλλης της πλευράς, της υποκριτικής, το a capella για αυτήν είναι πολύ πιο φυσικός χώρος να ξεκινήσεις κάτι από το να μπεις μέσα στη μπάντα ας πούμε. Οπότε είναι και το πρώτο μας στιγμιότυπο, δηλαδή ξεκινά να τραγουδά η Έβελυν. Άρα βλέπεις ότι ακόμα και το πρώτο μας τραγούδι είναι ένα κομμάτι απόλυτα της ιστορίας, της καθημερινής ιστορίας των ανθρώπων που ήταν τόσο σκληρό, αλλά συνέβαινε και δεν μιλάμε τώρα αποκλειστικά, επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν μία περίπτωση και πόσα άλλα μπορεί να γίνονταν σε κάθε αυτοκρατορία και σε κάθε ζυγό που μπορεί να υπήρχε.
Επίσης έχουμε ένα κομμάτι που είναι από μία τριλογία, εάν μας ακούσεις, στη συναυλία θα παίξουμε τα δύο μέρη, ακυκλοφόρητα, «Τριλογία της μάγισσας», έτσι λέγεται, όπου με κάποιο τρόπο γίνεται μία αναπαράσταση στις εποχές που οι μάγισσες και οι σαμάνοι ήταν αυτοί που είχαν τις θεραπευτικές ιδιότητες κ.λπ. Δηλαδή προσπαθούμε να περάσουμε διάφορες εικόνες της ανθρώπινης ιστορίας και της κουλτούρας στο πώς εξελίχθηκε μέχρι σήμερα,
Έτσι, και κάπως αυτό που λες ήταν και ένας κρίκος που έπρεπε να συνδέσουμε, εξ ου και ο πειραματισμός που κάναμε με τη γλώσσα των Pagan, εάν μπορούμε να την πούμε, στη “Nona” δηλαδή έχει μία γλώσσα η οποία είναι μη υπαρκτή. Είχα πάντα την τάση να δημιουργώ γλώσσες, όπως έκανε ο Tolkien.
Αυτό πως ξεκίνησε;
Σ.Τ: Είχα διαβάσει στα αγγλικά ένα δύσκολο βιβλίο του Derek Bickerton, γλωσσολόγος είναι, ο οποίος έχει ένα βιβλίο για τους γλωσσικούς κανόνες υποτίθεται της μητέρας των γλωσσών, the mother language, όπου παίρνοντας έτσι δειλά κάποια στοιχεία, όπως το ότι υπήρχαν κυρίως τα φωνήεντα, τα σύμφωνα εξελίχθηκαν ότι δεν υπήρχε γραμματική, ότι ήταν περιγραφικά όλα. Είπα να κάνω κάτι τέτοιο που να προσομοιάζει λίγο σαν ταινία, εάν θα μου έβαζες να κάνω μία ταινία όπως έκανε ο Tolkien που έγραψε το βιβλίο του, με μία λογοτεχνική ας πούμε διάθεση να δημιουργήσουμε μία πρώτη γλώσσα. Και λέω στην Έβελυν, θέλεις να πειραματιστούμε λίγο, να το τολμήσουμε; Και λέει, ναι. Εντάξει, λέω, μπορεί να βγει λίγο γραφικό, εάν βγει γραφικό το αφήνουμε, αλλά εάν όντως δίνει κάτι συναισθηματικό, εγώ λέω να το προχωρήσουμε.
Όταν δουλεύαμε τη “Nona” συνειδητοποίησα πόσο μαγευόμασταν εμείς από αυτό και λέω εντάξει, θα τολμήσουμε και θα το κυκλοφορήσουμε. Έτσι ξεκίνησε αυτό, φτιάχτηκαν οι πρώτοι στίχοι μετά από πολύ παίδεμα βέβαια, δεν βγήκαν έτσι απλά. Το πιο θετικό ήταν ότι όταν κυκλοφόρησε κανείς δεν ρωτούσε τι είναι αυτή η γλώσσα, δηλαδή θεωρούσαν ότι είναι μία γλώσσα που σίγουρα υπάρχει, αλλά τι σημασία έχει ποια είναι.
Ε.Α: Και πάλι αυτό έχει σχέση με το εκτός ορίων που λέγαμε, γιατί ακριβώς αυτή η γλώσσα το καθιστά πανανθρώπινο, δεν έχει όρια, δεν έχει σύνορα. Μπορεί να απευθυνθεί σε όλο τον κόσμο.
Δίσκος υπάρχει στα σκαριά;
Σ.Τ: Υπάρχει σίγουρα πάρα πολύ υλικό έτοιμο προς ηχογράφηση. Προτιμούμε να ωριμάζει αυτό που κάνουμε και στη συνέχεια, βλέποντας από όλα αυτά με τα οποία ερχόμαστε σε τριβή ποιο είναι το ώριμο, να ακολουθούμε και να παρουσιάζουμε αυτό.
Επίσης, επειδή υπάρχουν και άλλες τέχνες οι οποίες συνδέονται με όλο αυτό. Δηλαδή το video του “Κοίτα με” ήταν μία παραγωγή η οποία ήταν πάρα πολύ δύσκολο να γίνει, πήγαμε στη μέση του πουθενά στην κυριολεξία, γυρίστηκε στον ορεινό όγκο της Δράμας και ήμασταν τρεισήμισι ώρες από το πιο κοντινό σημείο πολιτισμού, με αυτοκίνητο. Εκεί, νιώθεις την αίσθηση ότι υπάρχει πολιτισμός, αλλά δεν υπάρχει, είσαι εσύ και οι αρκούδες. Όλη αυτή η εμπειρία όμως ήταν καταπληκτική, δηλαδή μείναμε στο καταφύγιο, 12 ημέρες συνολικά κράτησε η παραγωγή.
Και δεν θα γινόταν εάν δεν υπήρχαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι, δηλαδή η οικογένεια. Για αυτό λέμε ότι οι Pagan δεν είναι συγκρότημα, αλλά κίνηση.
Πες μου για αυτό το ομαδικό καλλιτεχνικό που έχετε σκηνοθέτιδα, που έχετε χορογράφο.
Σ.Τ: Όλα αυτά εξελίσσονται, δηλαδή, όπως σου είπα, ήμασταν στην αρχή εγώ, ο πρώτος μας ντράμερ, ο Θάνος Τσελεμπής, και ο Μάρκος ο γκάιντατζης. Δηλαδή ξεκινήσαμε με τα βασικά, η κιθάρα, το κρουστό και η γκάιντα και αυτό όσο άρχισε να ωριμάζει και να μεγαλώσει, καθώς μπήκε η Έβελυν μέσα, μπήκε και το κομμάτι της θεατρικότητας αναπόφευκτα αφού την κουβαλούσε ούτως ή άλλως μαζί της, ήρθε η Mάρλεν και μετά άρχισε το ένα να φέρνει το άλλο.
Δηλαδή όταν μπήκαμε στη διαδικασία να πούμε ότι θα κάνουμε live παραδείγματος χάρη, θέλαμε οι φωτισμοί να μην είναι συναυλιακού τύπου, αλλά να ακολουθήσουν τη θεατρική φιλοσοφία που ούτως ή άλλως υποστηρίζουμε. Έτσι μπήκε η Μαριέττα Παυλάκη, η οποία είναι σχεδιάστρια φωτισμού κυρίως σε θεατρικές παραστάσεις.
Στον ήχο επίσης δεν θα μπορούσαμε να πηγαίνουμε και να παίζουμε με τον ηχολήπτη τον εκάστοτε που μπορεί να έχει ο χώρος, χρειαζόμασταν έναν αποκλειστικά δικό μας που να σχεδιάσουμε τον ήχο και να προσομοιάσουμε αυτό που κάνουμε σαν παραγωγή στο στούντιο, να είναι και αυτό που θα εισπράξει και ο κόσμος. Εμάς η δουλειά μας στο στούντιο και εγώ είμαι παραγωγός και κάνω τη δουλειά του στούντιο, φθάνω μέχρι τη σκηνή και τη στιγμή που θα βγω στη σκηνή και θα παίξω, από εκεί και πέρα αφήνω όλη την ευθύνη του ήχου μας στον ηχολήπτη. Είναι τεράστιας σημασίας δηλαδή η ύπαρξή του, οπότε είναι ο Άκης Γκοράκης που είναι επίσης dedicated to the band.
Έχουμε το Γιάννη Πιταράκη, τον άνθρωπο ο οποίος σχεδιάζει το site και ασχολείται με όλα τα media, που επίσης χρειαζόμασταν κάποιον σταθερό για να μπορούμε να έχουμε μία αισθητική στα artwork και σε όλα, να υπάρχει κάποιος ο οποίος κρατά στα χέρια του το σύνολο της αισθητικής σε επίπεδο artwork και internet.
Όπως βλέπεις δηλαδή το ένα έφερε το άλλο. Στο στούντιο ας πούμε, ο Νίκος Παπαδόπουλος, ο άνθρωπος ο οποίος σμιλεύει τον ήχο μας τον στουντιακό και σε λίγο μάλλον θα προσαρτηθεί και στις live εμφανίσεις. Ήταν ο άνθρωπος ο οποίος ουσιαστικά βρήκα την εποχή που είπα να ξεκινήσω την μπάντα και λόγω των κοινών μας βιωμάτων, του rock, του metal, της jazz, που είχα τόσο ανάγκη να έχω κάποιον άνθρωπο που να έχουμε τα ίδια ακούσματα και τον ίδιο ήχο ούτως ώστε ο ήχος που θα φτιάξουμε σήμερα να είναι μεν σύγχρονος, αλλά να ενέχει την πληροφορία που για τόσα χρόνια προσπαθούσα να δημιουργήσω, το αμάλγαμα ας πούμε με τη σύγχρονη, την παραδοσιακή, ήταν αυτός ο οποίος ξεκίνησε να φτιάξει τα πρώτα κομμάτια και τώρα πλέον είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ομάδας,
Ο χορογράφος και η σκηνοθέτης στο τελικό αποτέλεσμα πόσο προσφέρουν;
Σ.Τ: Ο χορογράφος όχι τόσο πολύ, γιατί πιο πολύ είναι κομμάτι σαν μάλλον κινησιολογίας, δηλαδή υπάρχει μία βοήθεια ίσως στην Έβελυν σε κάποιες από τις κινήσεις που κάνει να μπουν σε μία τάξη μπορούμε να πούμε εντός εισαγωγικών. Η σκηνοθεσία είναι μείζονος σημασίας.
Για αυτό ήθελα να μου πεις.
Σ.Τ: Γιατί η Marlene από την αρχή ήταν δίπλα μας και παρακολουθούσε τις πρόβες, βίωνε τα κομμάτια. Ήταν πάρα πολύ σημαντικό και είναι πολύ σημαντικό το ότι η κουλτούρα της δεν είναι ελληνική, είναι Γερμανίδα στην καταγωγή, και εμένα αυτό μου άρεσε πάρα πολύ, γιατί όπως και να έχει τα περισσότερα τραγούδια είναι στα ελληνικά. Άρα είχαμε έναν άνθρωπο όμως ξένο, ο οποίος έχει μεγαλώσει με άλλα βιώματα και ήθελα πάρα πολύ να δω πώς το εισπράττει όλο αυτό.
Μπορώ να σου πω ότι υπήρχαν φορές που η Marlene έδωσε λύση σε τραγούδια που είχαμε θέμα για το πώς θα είναι το τελικό τους στήσιμο, ένα από τα επόμενα που θα βγει, από τις επόμενες κυκλοφορίες μας, original κυκλοφορία Pagan, υπήρχε ένα θέμα αισθητικό στο στήσιμό του και η Marlene χωρίς να έχει καμία ιδέα από μουσική, αλλά καταλαβαίνοντας πλέον την κουλτούρα όλου αυτού του πράγματος, μας έδωσε δύο ιδέες οι οποίες όρισαν και την τελική παραγωγή, δηλαδή πλέον έχει γίνει και αυτή μέλος της μπάντας με έναν τρόπο.
Από εκεί και πέρα, σε συνεργασία με την Έβελυν, στο οποίο εγώ δεν συμμετέχω τόσο, το έχουν πάρει επάνω τους πιο πολύ οι δυο τους αρχικά, στήνει και δίνει τις ιδέες για το πώς θα επενδύσουμε δραματουργικά τις εμφανίσεις, ξεκινώντας από την Έβελυν που είναι και ηθοποιός και σιγά-σιγά περνώντας αυτή την πληροφορία και στα υπόλοιπα μέλη της ομάδας, αρχικά στο Βασίλη Προδρόμου
Επειδή είναι και ο άνδρας τραγουδιστής κυρίως στην μπάντα, σιγά-σιγά θα αρχίσει να μπαίνει και αυτός στο κομμάτι αυτό και δεν ξέρω πού μπορεί να καταλήξουμε.
Θα ήθελα να σας ρωτήσω για το όνομα σας.
Σ.Τ: Καλά που το είπες, αυτό με το όνομα να το ξεκαθαρίσουμε
Ε.Α: Έχει τύχει όχι να ακυρωθεί, να μην κανονιστεί τελικά συναυλία γιατί υπήρχε ο φόβος του να μπει αφίσα μπροστά στο χώρο το συναυλιακό που θα γράφει Pagan και να υπάρξει πρόβλημα με το Μητροπολίτη, γιατί το όνομα Pagan, οδηγεί στον παγανισμό, στον αποκρυφισμό, στο σατανισμό και όλα τα -ισμό, με τα οποία δεν έχουμε καμία σχέση.
Σ.Τ: Το Pagan το λέμε συνέχεια, έγινε απόλυτα συνειδητά από εμένα επιλογή σαν όνομα, γιατί προέρχεται από το λατινικό paganus που σημαίνει ο άνθρωπος της υπαίθρου και μάλιστα στην αρχαία Ρώμη…
Ήταν περιφρονητικό νομίζω.
Σ.Τ.: Μπράβο! Είσαι ο πρώτος που μου το λέει, Ναι, υποτιμητικό ήταν, σαν να λέμε ο χωριάτης. Και μου άρεσε πάρα πολύ αυτό, το ότι είχε περιφρονητικό χαρακτήρα και ότι ήταν υποτιμητικό, γιατί πραγματικά αυτό που μας λείπει σήμερα είναι να απομυθοποιήσουμε λίγο το ρόλο του αστού, του κατοίκου των άστεων και να σκεφτούμε ότι πριν από 200 χρόνια όλοι χωριάτες ήμασταν. Την ρίζα μας δεν την έχουμε ξεχάσει, ακόμα την κουβαλάμε.
Οπότε ήταν καθαρή η χρήση του ονόματος και σίγουρα στο πέρασμα του χρόνου τέτοιες εκφράσεις απέκτησαν λάθος έννοια γιατί χρησιμοποιήθηκαν. Okay, υπάρχει η παγανιστική θρησκεία, η αρχαία, αλλά δεν έχει καμία σχέση με τη δική μας φιλοσοφία και ιδέα.
Είπαμε, παίζουμε αποκλειστικά μουσική και πραγματευόμαστε τη φύση, τον έρωτα και το θάνατο, αυτές είναι οι τρεις βασικές μας συνιστώσες, τα υπόλοιπα όλα είναι αστεία και μόνο, δηλαδή και μόνο που τα ακούμε, εντάξει. Δηλαδή πιστεύεις ότι μπορεί να πηγαίνουμε και να κάνουμε σατανιστικές τελετές στις συναυλίες; Εάν είναι δυνατόν! Προσπαθούμε να περάσουμε ένα μήνυμα πίστης στον άνθρωπο και αλληλεγγύης, αυτό που έχει χαθεί. Δεν νομίζω να υπάρχει άλλος τρόπος, τουλάχιστον από τη μεριά μας ως καλλιτέχνες είναι ένα κομμάτι που προσπαθούμε όσο μπορούμε να υπηρετήσουμε, το κομμάτι του αλτρουισμού που λείπει τόσο πολύ σήμερα από τον τρόπο που είναι στημένα τα πολιτικά συστήματα. Αλλά όχι, σατανιστές δεν είμαστε, ούτε παγανιστές με αυτή την έννοια.
Κεντρική φωτογραφία: Χρήστος Κισατζεκιάν
* Ο Γιώργος Πισσαλίδης έχει υπάρξει ανάμεσα σε άλλα συνεργάτης των μουσικών περιοδικών “Ποπ& Ροκ”, “Οζ”, “Δίφωνο” “Jazz & Tζαζ” , καθώς και της “βίβλου του έθνικ” Folk Roots, ενώ έχει συν-συγγραψει το κεφάλαιο για την ελληνική μουσική στις τελευταίες 4 εκδόσεις (1994-2009) του “έθνικ” οδηγού The Rough Guide to World Music.