Επιλογή κειμένου: Κώστας Τάταρης
” Ψηλά στον τρισχαριτωμένο ναό της Περίβλεπτος, ανάμεσα από περίπλοκες σκαλωσιές, ανάερα κρεμασμένος σαν πολυέλαιος της εκκλησιάς, με την άσπρη εργατική μπλούζα του, με την παλέτα και το πινέλο στα χέρια, στρογγυλοπρόσωπος κι εκστατικός, όμοιος με τα λιοντάρια που σε κοιτάζουν σαν ανθρώποι μέσα από τα παλιά περσιάνικα χαλιά, πρόβαλε καλωσορίζοντάς με ο Κόντογλου.
Τα μάτια του λάμπουν ευχαριστημένα γιατί ξέρει πως εχτελεί το χρέος του΄ και τα χέρια του είναι γεμάτα ανυπομονησία και δύναμη. Πάλεψε πολύ στη ζωή του, πόνεσε, μα τα εφήμερα δεν μπόρεσαν να τον λυγίσουν΄ πως να λυγίσουν έναν άνθρωπο που πιστεύει στο Θεό; Κι όταν τον παρασφίξει η πίκρα, αρχινάει και ψέλνει θριαμβευτικά ένα τροπάρι : Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια …Ή Σιγησάτω πάσα σάρξ βροτεία …Κι η πίκρα ξορκίζεται, κι η γης μετατοπίζεται, κι ο Κόντογλου με τα δαχτυλίδια του, με το καφέ παλτό του, με τα σγουρά μαλλιά του, με τα μεγάλα του μάτια, μπαίνει αλάκερος στην Παράδεισο…”
ΝΙΚΟΣ ΚΑΖAΝΤΖΑΚΗΣ: “ΘΝΗΤΟΙ ΚΙ ΑΘΑΝΑΤΟΙ”, από το “ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ – Ο ΜΟΡΙΑΣ”
Σαν σήμερα, 13 Ιουλίου 1965, έφυγε ένας από τους εκλεκτούς της Ρωμηοσύνης ο Φώτης Κόντογλου