«Να, ακριβώς σαν να ζούσα τον καιρό που διηγιέται ο κυρ Αλέξανδρος κάπου στα 1890 σ΄ένα βιβλίο που διαβάζει (δεν τονε θυμάμαι τον τίτλο) και μου΄στειλε ο ανηψιός μου ο γραμμματιζούμενος, που σου ξανάπα τις άλλες:
“Μένουμε διαιτώμενοι εἰς τήν οἰκίαν μας στραβοπατούντες ἀπό δωματίου εἰς δωμάτιον ὡς ποταμιαία καβούρια, ἀλιβάνιστοι, ἀλειτούργητοι καί ἀκοινώνητοι, μέ τήν ἐλπίδα ὅτι σύντομα θά ἀνθρωπέψουμε καί πάλιν”.