Του Τηλέμαχου Χορμοβίτη
Πατριωτισμός με δυσπιστία προς την κρατική εξουσία (“Ένας Ήρως με παντούφλες”, “Υπάρχει και φιλότιμο”), γελοιοποίηση των trends της Νέας Αριστεράς (“Η Θεία μου η Χίπισσα”), πίστη στον απλό άνθρωπο, στη σκληρή δουλειά, στην ατομική προσπάθεια και στην οικογένεια . Χωρίς ίσως να το συνειδητοποιεί ο ίδιος, ο μεγάλος Αλέκος Σακελλάριος υπήρξε ο άνθρωπος που προώθησε τις αξίες του Συντηρητισμού, περισσότερο από κάθε άλλον, στη μεταπολεμική Ελλάδα.
Το ίδιο κάνει και στο “Δόλωμα” (κατά τη γνώμη μου, η καλύτερη, μαζί με την “Μανταλένα”, ταινία της Αλίκης) όπου σατιρίζει ανελέητα την μοντέρνα ποίηση, τη δηθενιά, την ασυναρτησία, την αυτοαναφορικότητα και την περιφρόνησή της προς το γούστο του απλού ανθρώπου.
“Ένα ποίημα είναι ποίημα άμα δεν το καταλαβαίνει κάνεις. Άμα το καταλαβαίνουν όλοι, δεν είναι ποίημα, είναι τσιφτετέλι”, λέει ο Μάνθος, που υποδύεται ο Ντίνος Ηλιόπουλος και που έχει αναλάβει την μεταμόρφωση της Καίτης-Αλίκης από αμόρφωτο κορίτσι της Τρούμπας σε καλλιεργημένη κυρία της υψηλής κοινωνίας. “Όταν περάσει ο παγοπώλης/θα’ρθει η άνοιξη να μας φέρει λουκουμάδες./Τα σπουργίτια που φτεροκοπάνε στις αναμνήσεις μας/άστα να πλέξουν δαντέλες”, λέει το ποίημα που πρέπει να μάθει η Καίτη (“-Όλο; -Μάθε το μισό! Μήπως ξέρει κανείς πού αρχίζει και πού τελειώνει;”) και να το απαγγείλει, “με μια φωνή άχρωμη, συρτή και μελαγχολικιά” στην καλή κοινωνία των Αθηνών.
Έλα όμως που η Καίτη προτιμάει να πει ένα άλλο ποίημα, που κάθε φόρα που το ακούει κλαίει : “Ό,τι κι αν είχε το ‘χασε: γυναίκα, βιός, παιδιά του, τίποτε δεν τ’ απόμεινε στερνή παρηγοριά του”, αρχίζει να απαγγέλλει πριν την διακόψει έξαλλος ο Μάνθος. (“Σίγα μην τους πούμε και το “αρνάκι άσπρο και παχύ”). Όμως, το ποίημα, που απορρίπτει μετά βδελυγμίας ο Μάνθος, είναι το “Νερωμένο Κρασί” του Ιωάννη Πολέμη, ένα ποίημα από την εποχή που η ποίηση ήταν μια τέχνη λαϊκή και ζωντανή, που οι στίχοι της έφταναν στα χείλη όλων των ανθρώπων και μπορούσε να συγκινήσει τον καθένα. Και κάπως έτσι θα το έμαθε και η Καίτη, αγνοώντας προφανώς και τον ποιητή και τον τίτλο του.
Φυσικά, στη δεκαετία του ’60, όταν η μοντέρνα ποίηση είχε κυριαρχήσει, οι διανοούμενοι σνομπάρουν ένα ποίημα απλό, σαφές και ξεκάθαρο σαν το “Νερωμένο Κράσι”, που μπορούσε να το καταλάβει μέχρι και- αν είναι δυνατόν!- ο ταπεινός λαουτζίκος. Τελικά, η απαγγελία της “άνοιξης που θα μας φέρει λουκουμάδες” από την Καίτη ενθουσιάζει τις καλλιεργημένες κυρίες των σαλονιών, οι οποίες μάλιστα δηλώνουν και συγκινημένες με τις ασυναρτησίες της μοντέρνας ποίησης, γιατί “κάθε μορφωμένο άνθρωπο τον συγκινεί η μοντέρνα ποίηση, χρυσή μου”.
Για την ιστορία, αυτό είναι το ποίημα του Πολέμη :
Ό, τι κι αν είχε το ‘χασε, γυναίκα, βιός, παιδιά του·
τίποτε δεν τ’ απόμεινε στερνή παρηγοριά.
Πέταξ᾿ ἡ έννοια από το νου κι η ελπίδ᾿ απ᾿ την καρδιά του
κι η υπομονή εμαρμάρωσε στα στήθη του βαριά.
Όπως τα λείψανα περνούν, περνάει αργά ο καιρός του
και ζει δίχως ο δύστυχος να ξέρει το γιατί.
Μες στην ταβέρνα ολημερίς με το ποτήρι εμπρός του
του κάκου εκεί ανώφελα τη λησμονιά ζητεί.
«Καταραμένε κάπελα και κλέφτη ταβερνιάρη,
τί το νερώνεις το κρασί, και πίνω απ’ το ξανθό,
και πίνω κι απ’ το κόκκινο κι από το γιοματάρι
κι από το σώσμα το τραχύ, πίνω και δε μεθώ;
Δεν ήρθα για ξεφάντωμα, μήτε για πανηγύρι,
ήρθα να βρω τη λησμονιά στο θάνατο κοντά!»
Κι ο κάπελας γεμίζοντας και πάλι το ποτήρι
με θλιβερό περίγελο στα λόγια του απαντά:
«Τί φταίω εγώ αν τα δάκρυα που απελπισμένος χύνεις
πέφτουν μες στο ποτήρι σου, σταλαγματιές θολές,
και το νερώνουν το κρασὶκι αδύνατο το πίνεις;
Τί φταίω εγώ κι αν δε μεθάς, τί φταίω εγώ κι αν κλαίς;»
Tα έχει γράψει ωραία ο Κώστας Κουτσουρέλης στο εξαιρετικό βιβλίο του “Η Τέχνη που Αυτοκτονεί- Για το αδιέξοδο της ποίησης του καιρού μας”- Εκδόσεις Μικρή Άρκτος : «Απ’ την μεγαλειώδη κληρονομιά των προδρόμων τους οι νεωτερικοί παρέλαβαν ό,τι πιο φυγόκοσμο και ανθρωποδιωκτικό, και το επιδείνωσαν ως εκεί που δεν παίρνει. Η απαξίωση των δοκιμασμένων και δημοφιλών τρόπων του παρελθόντος αναγορεύθηκε επαναστατικό καθήκον. “Make it new”, κραύγαζε, ένας κι αυτός μες στους πολλούς, ο Έζρα Πάουντ. Μην επαναλαμβάνεσαι, παραδώσου σε κάθε ακρότητα, γίνε στριφνός και σκοτεινός και ακατάδεκτος· εκτροχιάσου όσο θες, σημασία έχει όχι τι λες αλλά να μη μοιάζεις σε κανέναν! Και μη διανοηθείς στιγμή να ξαναπιάσεις το τραγούδι εκείνο που έτυχε κι άρεσε και σου’φερε φίλους και αθρόους θαυμαστές…
Για ένα διάστημα η στάση αυτή είχε ενδιαφέρον, γέννησε έργα ερμητικά πλην αξιόλογα. Γρήγορα όμως εκφυλίστηκε, την εντυπωσιοθηρία διαδέχτηκε η αποχαλίνωση, ελλείψει μορφικών κριτηρίων ο κάθε ντιλετάντης είχε πια το ελεύθερο να δηλώνει ποιητής. Όσο για τον κοινό αναγνώστη, καταπονημένος όπως ήταν από όλους αυτούς τους -ισμούς και τις πατέντες τους, κατασυκοφαντημένος ως βλαξ και οπισθοδρομικός, κάποια στιγμή κατέθεσε τα όπλα. Σκέφτηκε δηλαδή τον εαυτό του, τις δικές του ανάγκες, γύρισε την πλάτη του στην ποίηση και την παράτησε να βοά μες στην έρημο που η ίδια έπλασε για τον εαυτό της.»)