Ποιός είναι ο ποιητής, κριτικός και φιλόσοφος που ο Ελύτης αποκάλεσε “ο καλύτερος της γενιάς του” και πολλοί τον θεωρούν πρόδρομο της “Γενιάς του ‘30” και του υπαρξισμού;
Γράφει ο Σπύρος Δημητρίου
«Τι έμεινε από το έργο του Καβάφη; Κάτι σαν κυπαρίσσι. Τι μένει από τα ολοζώντανα φιλιά του Γρυπάρη; Μένουμε ίσως εμείς, οι ακοίμητες νύφες του Ιονίου Πελάγους. Εμείς, ο Κάλβος…»(1), έγραφε στις 3 Αυγούστου 1940, λίγους μήνες πριν πεθάνει, ο Γιώργος Σαραντάρης.
Ο Γιώργος Σαραντάρης αισθαντικός ποιητής, κριτικός και φιλόσοφος αποτελεί ιδιαίτερη και ξεχωριστή περίπτωση στα ελληνικά γράμματα. Κατάφερε μέσα σε μια δεκαετία , από το 1931 μέχρι το 1941, να ταρακουνήσει τα νερά στην ποίηση και τον λόγο, την δεκαετία εκείνη μάλιστα, που πρόσωπα και κείμενα θα καθόριζαν με την πένα τους την εξέλιξη της ελληνικής λογοτεχνίας. Στη σύντομη ζωή του μπόρεσε να δώσει ένα πλούσιο και πολυσχιδές έργο, με τον ευαίσθητο, λιτό και περιεκτικό ποιητικό του λόγο, αλλά και τον εύστοχο προβληματισμό που χαρακτηρίζει τα δοκίμιά του.
Γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη το 1908 μετακόμισε οικογενειακώς στην Ιταλία, το 1910, και παρέμεινε εκεί για πάνω από είκοσι χρόνια. Με σπουδές στα Νομικά και μεγάλο ενδιαφέρον για τη φιλοσοφία, πολύγλωσσος, επηρεάστηκε από τα διανοητικά και αισθητικά ρεύματα που κυριαρχούσαν στην Ευρώπη κι αυτό φάνηκε αμέσως στα γραπτά του. Μέσω του Σαραντάρη είναι η τελευταία φορά που Ελλάδα και Ιταλία συνομιλούν στο επίπεδο της ποίησης και της λογοτεχνίας. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1931, διδάκτωρ της νομικής για να υπηρετήσει την θητεία του, και δεν άργησε να κάνει αισθητή τη παρουσία του με την πρωτοποριακή γραφή, το στίχο που προσπαθεί να αναδείξει την ύπαρξη του ανθρώπου, το είναι και τη συνείδηση. Ο Σαραντάρης ψάχνει το βάθος των λέξεων, την ουσία, να τις απογυμνώσει από την φλυαρία και με τον φιλοσοφικό του στοχασμό να πάει στην πηγή, όπως θα κάνει χρόνια αργότερα ο Παναγιώτης Κονδύλης. Πολλά φιλοσοφικά του δοκίμια μπορούν να θεωρηθούν υπαρξιακά, πολύ πριν εμφανιστεί ο υπαρξισμός στη Γαλλία με τον Ζαν Πωλ Σάρτρ, γι αυτό και θεωρείται ο εισηγητής της υπαρξιακής φιλοσοφίας στην Ελλάδα.
Για τον «εκλεκτό» Σαραντάρη που γέννησε μια σχολή, θα γράψει χαρακτηριστικά ο Τέλλος Άγρας σ’ ένα σημείωμά του:
«Αν το ολιγόστιχο τούτο κριτικό σκίτσο το άρχιζα με τα χαρίσματα, τα δυσκολοξεχώριστα, μα πραγματικά, που κι ο πιο αυστηρός της γενεάς μου θ’ αναγνώριζε στο ολιγόστιχο επίσης ποιητικό έργο του κ. Σαραντάρη (ολόκληρο άλλως τε το έργο του είναι ποιητικό, ενιαίο: και το ιδιότυπο ποίημα, κ’ η ιδιότυπη πρόζα κ’ η ιδιότυπη κριτική), δεν ξέρω ως πιο βαθμό θα συμφωνούσαν κ’ οι φίλοι του, ακόμα κ’ οι συνομήλικοί του. Γιατί η γενεά του είναι πολύ δυσκολότερη από τη δική μας.. Αλλά το πώς στο έργο του – το κάπως ολιγόψυχο, όσο κι εκλεκτό – ξεκίνησε από γερή κατάρτιση μέσα στη κλασική μόρφωση της γενεάς του (σπούδασε στην Ιταλία, σε σχολεία ιταλικά), αυτό δε θα το αρνηθεί κανείς. Πιστεύω, ότι κι ο ίδιος δεν προσπαθεί να το κρύψει… Όμως αγαπητότερός μου είναι όταν, εγκαταλείποντας τον τόνο της ασφάλειας, τον κάπως υπερβολικά χρωματισμένον, πέφτει στο πιο φιλόστοργο, το πιο φιλόξενο, το πιο φιλικό γέλιο – όταν παρουσιάζεται ο ποιητής.
Πρέπει να ΄μια προσεχτικός ύστερ’ από το χρονικό του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα που έγραψε ο κ. Καλαμάρης (στο προηγούμενο φύλλο). Όμως ανιστόρητος ή όχι, τα’ ομολογώ : το πώς μια, καινούργια ποιητική σχολή γεννιέται – τουλάχιστον στην Ελλάδα – εγώ το προαισθάνθηκα από το πρώτο ποιητικό βιβλιάριο του κ. Σαραντάρη. Ύστερ’ από το Ρομαντισμό – που, κατά βάθος δεν ήταν παρά τέχνη: η δοκιμή κ’ η γεύση ενός καινούργιου τόνου – κι από το Συμβολισμό, που ήταν, θαρρώ, προ πάντων η συμπύκνωση του Λυρισμού – εκείνοι οι στίχοι έμοιαζαν σαν πνοή του αέρα που δεν ξέρεις, αν καλά – καλά υπάρχει, κι από πού έρχεται… Ερχόταν όσο το δυνατό αντίθετα από την τέχνη : από τη φυσική ιστορία της ψυχής που προσπαθούσε να μιλήσει την αληθινή της γλώσσα. Από την ειλικρίνεια, την ελευθερία και – τι απίστευτο! – την αισιοδοξία».(2)
« Δεν ονειρεύτηκα ποτέ το χρόνο
Και τη συντροφιά του
Μήτε την απουσία του οσφράνθηκα ποτέ
Σε κάποιο ελάχιστο ηδονικό μου ύπνο» (3)
Στην Αθήνα ο Σαραντάρης σχετίστηκε με τους λογοτέχνες και τα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής και μετείχε στον φιλοσοφικό όμιλο που δημιούργησαν ο Π. Κανελλόπουλος και ο Κ. Τσάτσος στη πανεπιστημιακή λέσχη, παίρνοντας μέρος στις φιλοσοφικές συζητήσεις. Παρέμεινε ποιητής και φιλόσοφος στη σύντομη ζωή του, κι όπως έγραφε : «Το κρίσιμο πρόβλημα της ποίησης και της φιλοσοφίας δεν είναι απλώς να γράψει κανείς ποίηση ή φιλοσοφία ή μονάχα ποίηση ή μονάχα φιλοσοφία. Το πρόβλημα είναι να γράψει κανένας ποίηση ή φιλοσοφία ή και τα δυο δίνοντας ότι έχει να πει μ’ ένα καινούργιο φόρεμα».(4)
«Ο καθηγητής Μ.Γ. Μερακλής τον χαρακτηρίζει ισότιμο του Σολωμού, επάξια νομίζω»(5), θα πει για τον Σαραντάρη ο Κ. Δεσποτόπουλος «κι ο Ελύτης κατά την τελευταία μας συνάντηση, λέει πάλι ο Δεσποτόπουλος, παραδέχτηκε ότι ο Σαραντάρης ήτανε ο καλύτερος ποιητής της γενεάς του»(6), ενώ ο ίδιος ο καθηγητής Μερακλής θα αποφανθεί : «δεδομένου ότι ο Σολωμός, κατά κάποιο τρόπο πηγαίνει στο εμείς απευθείας, ενώ ο Σαραντάρης πάει στο εμείς διότι καίγεται για το εμείς αλλά μέσω του εαυτού του, είναι μια ταλανιζόμενη εσωτερικά ύπαρξη μέσα σε μια αναζήτηση του ιδανικού και του απόλυτου. Από την άποψη αυτή είναι ανώτερος από το Σολωμό».(7)
Ο Γιώργος Σαραντάρης ήταν χαμηλών τόνων άνθρωπος, αντικομφορμιστής, αντισυστημικός θα μπορούσε να πει κανείς, μ’ όλη την σημασία της λέξης, πρώιμος για την εποχή του. «Άνθρωπος άκακος, άδολος, ανεξίκακος, ευπροσήγορος»(8) λέει ο Κ. Δεσποτόπουλος, ενώ ο Μ.Γ. Μερακλής βρίσκει ότι «είναι ο πιο απόμακρος, από την πεζότητα, την βαναυσότητα, την ασχημία της σημερινής ζωής, της σημερινής πραγματικότητας».(9)
Κάπως έτσι το θυμάται κι ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης, φίλος των νεανικών του χρόνων:
«Δεν ξέρω πότε και πως γνώρισα τον Σαραντάρη, ποιανού ήταν φίλος ή σε ποιόν κύκλο σύχναζε που σ’ αυτόν ανήκα κι εγώ. Μιλούσε πάντα για την Ανάσταση και το προνόμιο των Ρώσων που έχουν νιώσει την Ανάσταση. Ήταν η εποχή που έκανα σκηνικά στον Κούν και είχα γεμίσει το σπίτι βρώμες και μπογιές. Έχω την εντύπωση πως δεν έτρωγε καλά κι έβρισκε την κουζίνα της μάνας μου ιταλική. Το αγαπημένο του φαγητό ήταν το ρολό μ’ ένα αυγό μέσα. Ήταν ο μόνος άνθρωπος στον οποίο είχα δείξει τα ποιήματά μου και με παρότρυνε να τα δημοσιεύσω. «Πρέπει τα ποιήματα να δημοσιεύονται μόλις γράφονται» έλεγε. Ήμουν ταπεινός και φοβισμένος κι ίσως γι’ αυτό δεν θεωρούσα εξαιρετικό το να δημοσιεύσω ποιήματα. Με τη ζωγραφική που είχα θάρρος πάλι ήμουν δειλός.
Βγαίναμε συχνά περιπάτους μαζί. Είχε νομίσει ότι αγαπώ τα ετοιμόρροπα και γκρεμισμένα σπίτια και κάθε φορά που περνούσαμε μπροστά από ένα γραφικό σπιτάκι έλεγε: «Αυτό θα σου αρέσει». Του εξηγούσα ότι το φθαρμένο σπίτι είχε πάντα ένα πλούτο γραμμών που βοηθούσαν το ζωγράφο να γίνεται πολυποίκιλο το σχέδιό του. Το ποίημά του «Οι φίλοι μιας άλλης χαράς» είχε ενθουσιάσει το σπιτικό μου το οποίον σημειωτέον δεν ήταν κουλτουριάρικο. Ήταν ένα μεγαλεπήβολο σπίτι του Τσίλλερ με πανύψηλα κουφώματα, οδός Κοδριγκτώνος. Κολλητά υπήρχε ένα άλλο σπίτι όπου καθόταν ένα παιδάκι που το λέγανε Μίνω Βολανάκη και είχε μανία με το θέατρο. Δεν έκανε παρέα μαζί μας όταν βγαίναμε με τον Σαραντάρη. Αισθανόμουν ότι ο Σαραντάρης είχε μεγάλο πόνο που τον κατάτρωγε και σαν αυλικός ιταλός τον αποσιωπούσε. Πήγε πριν τον πόλεμο στρατιώτης. Ήταν καταπικραμένος και λυπήθηκα πολύ όταν έμαθα ότι ένια άρρωστος. Στους περιπάτους μας μιλούσαμε περί παντός του επιστητού. Πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του έμαθα πως κάποιος εκδότης είχε χειρόγραφά του που μιλούσαν για μένα. Συχνά ανέφερε ένα ρωσικό γυναικείο όνομα πως γνώριζε την Ανάσταση. Δε φιλολογούσαμε κάνοντας περίπατο, αλλά μιλούσαμε σα φίλοι που βγήκανε να πάρουνε αέρα. Δεν έχω να γράψω πρωτότυπα πράγματα για όσους ασχολούνται μ’ αυτόν. Ήταν μια γλυκειά φιλία κι αυτό ήταν όλο. Σπανίως μιλούσαμε για τέχνη, αλλά ο ήρεμος χαρακτήρας του έδειχνε μια προσωπικότητα γοητευτική. Είχε θησαυρούς που δεν έδειχνε σε κανέναν. Δεν αυτοεπαινείτο όπως οι νεόπλουτοι. Ήταν αντίθετος με τους λογοτέχνες που είχα γνωρίσει. Σ’ έναν απ’ αυτούς που διάβασα ένα ποίημά του κάποτε, παρ’ όλο που ήταν φίλος του σουρεαλισμού, μου απάντησε: «Είναι μια λύση να γράφει κανείς ότι του κατέβει»(10)
«Δὲν εἴμαστε ποιητὲς
Σημαίνει ἐγκαταλείπουμε τὸν ἀγῶνα
Παρατᾶμε τὴ χαρὰ στοὺς ἀνίδεους
Τὶς γυναῖκες στὰ φιλιὰ τοῦ ἀνέμου
Καὶ στὴ σκόνη τοῦ καιροῦ
Σημαίνει πὼς φοβόμαστε
Καὶ ἡ ζωή μας ἔγινε ξένη
Ὁ θάνατος βραχνάς».(11)
Ο πρόωρος χαμός του Σαραντάρη στέρησε την γενιά του 30 από την υπέρβαση. Από το πλούσιο κι αδημοσίευτο υλικό του, που βρέθηκε και μελετήθηκε τα χρόνια που ακολούθησαν την απώλειά του, αλλά και οι χαρακτηρισμοί των μεταγενέστερων μελετητών του έργου του, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι πράγματι αυτή η γενιά, η γενιά του 30, θα είχε ανέβει ένα σκαλί παραπάνω με την παρουσία του στα ελληνικά γράμματα
Ο Σαραντάρης θα φύγει νέος, νεότατος και μάλλον άδικα. Πλημμυρισμένος από αισθήματα φιλοπατρίας συμμετείχε στον Ελληνοιταλικό πόλεμο του 1940, στην πρώτη γραμμή, στα βουνά της Βορείου Ηπείρου. Ακόμη κι όταν ήταν στρατιώτης στον πόλεμο είχε την ανάγκη να εκφραστεί με στίχους και να μιλήσει, πριν τον προφτάσει η σιωπή. Εκεί στο μέτωπο αρρώστησε από κοιλιακό τύφο και νοσηλεύτηκε αρχικά στα Γιάννενα και μετά στην Αθήνα όπου κατέληξε στις 25 Φεβρουαρίου 1941. Ήταν μόλις 32 ετών.
Ο Σαραντάρης ανήκει στην κατηγορία των μοναδικών κι όπως κάθε τι μοναδικό έχει μεγάλη αξία ιδιαίτερα όταν το χάνεις νωρίς. Δεν είναι καθόλου τυχαίοι οι εξαίσιοι χαρακτηρισμοί όλων όσων ενέσκηψαν πάνω στο έργου του, καθώς και του Οδυσσέα Ελύτη που τον εμπιστεύτηκε για να του δείξει τα πρώτα του ποιήματα, ν’ ακούσει την κριτική του, να δεχθεί την επιρροή του.
Ο Ελύτης έβαλε τον Σαραντάρη στην πιο ψηλή θέση, όπως δεν έκανε για κανέναν άλλο γι αυτό κι ο αιφνίδιος κι άδικος θάνατός του τον συνέτριψε και τον εξόργισε, όπως δείχνουν τα γραφόμενά του στα «ΑΝΟΙΧΤΑ ΧΑΡΤΙΑ» : «Ήταν η μόνη και πιο άδικη απώλεια […] Θέλω απροκάλυπτα να καταγγείλω το επιστρατευτικό σύστημα που επικρατούσε την εποχή εκείνη και που, δεν ξέρω πως, κατάφερε να κρατήσει στα γραφεία και τις επιμελητείες όλα τα χοντρόπετσα θηρία των αθηναϊκών ζαχαροπλαστείων και να ξαποστείλει στην πρώτη γραμμή το πιο αγνό και ανυπεράσπιστο πλάσμα. Έναν εύθραυστο διανοούμενο που μόλις στεκόταν στα πόδια του, που όμως είχε προφθάσει να κάνει τις πιο πρωτότυπες και γεμάτες από αγάπη σκέψεις για την Ελλάδα και το μέλλον της»(12).
Ο πολύ σημαντικός Γιώργος Σαραντάρης, δεν εξαντλείται σ’ αυτές τις λίγες γραμμές. Φρόνιμο θα ήταν να υπάρξει συνέχεια για την ανάδειξη όλων εκείνων των σημείων που πράγματι το κάνουν μοναδικό και τον τοποθετούν στην πρωτοπορία της ελληνικής λόγιας σκέψης και λογοτεχνίας.
Πηγές
-1 Σειρά της ΕΡΤ «Εποχές και Συγγραφείς» του Τάσου Ψαρρά, η εκπομπή για τον Γιώργο Σαραντάρη προβλήθηκε την 1/12/2010.
-2 Περιοδικό ΛΕΞΗ τεύχος 21 Γενάρης 1983
-3 Σαραντάρης : Ποιήματα (πεντάτομο) Εκδόσεις Gutenberg Αθήνα 1987 («Του χρόνου ανάγλυφη εικόνα»)
-4 Γιώργου Σαραντάρη Δοκίμια για την ύπαρξη του ανθρώπου Εκδόσεις Ευθύνη Αθήνα 1999.
-5, 6, 7, 8, 9, Σειρά της ΕΡΤ «Εποχές και Συγγραφείς» του Τάσου Ψαρρά, η εκπομπή για τον Γιώργο Σαραντάρη προβλήθηκε την 1/12/2010.
-10 Περιοδικό ΛΕΞΗ τεύχος 72 Φλεβάρης 1988
-11 Σαραντάρης : Ποιήματα (πεντάτομο) Εκδόσεις Gutenberg Αθήνα 1987 («Δεν είμαστε ποιητές»)
-12 Οδυσσέα Ελύτη: ΑΝΟΙΧΤΑ ΧΑΡΤΙΑ Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ Αθήνα 2009.