
Με τον Γιάννη Χριστόπουλο έχουμε συναντηθεί πολλές φορές για συνέντευξη και έχουμε μιλήσει για την όπερα, τα προβλήματα της και την έλλειψη αισθητικής στην Ελλάδα. Έχει πιστέψει από την πρώτη στιγμή στην προσπάθεια του «Άβαλον των Τεχνών» και έχει γράψει κείμενα ειδικά για αυτό. Με αφορμή το ανέβασμα του «Βαπτιστικού» και του «Ορφέα στον Άδη» βρεθήκαμε να μιλάμε για την Αθήνα που οι Αθηναίοι θέλουν να ξεχάσουν ότι υπάρχει.
Συνέντευξη στον Γιώργο Πισσαλίδη

Φωτό: Ιωάννης Καμπούρης
Κύριε Χριστόπουλε, αυτή την περίοδο παίζετε στην οπερέτα του Όφενμπαχ, «Ο Ορφέας στον Άδη». Θα μας μιλήσετε λίγο γι’ αυτό;
Είναι μία παράσταση που γίνεται υπό την αιγίδα των μουσικών συνόλων του Δήμου Αθηναίων, της χορωδίας και της ορχήστρας του Δήμου Αθηναίων. Ο Δήμος Αθηναίων προχώρησε σε μία εξαιρετική επιλογή και κίνηση, να αξιοποιήσει τα «Ολύμπια», το παλιό θέατρο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στην Ακαδημίας, το οποίο έκλεισε από τις 17 Μάιου 2017 που ήταν η τελευταία παράσταση. Έχετε κάνει και μία πολύ ωραία αναφορά στο Άβαλον των Τεχνών.
Παίξατε στην τελευταία παράσταση των «Ολύμπια». Πως βλέπετε την κίνηση αυτή του Δήμου;
Ο Δήμος Αθηνών θα έχει το θέατρο αυτό αποκλειστικά για μουσικό θέατρο ή μουσικές παραστάσεις, συμφωνικής μουσικής και κυρίως οπερέτας ή όπερας, κάτι που δίνει ξανά ζωή στην πόλη των Αθηνών. Η Αθήνα μας είχε μείνει χωρίς ένα πόλο έλξης του ευρέως κοινού, όπως είναι μία όπερα ή ένας χώρος μουσικών συναυλιών. Είχε μείνει μόνο με το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Τώρα, χάρη στην κίνηση αυτή του Δήμου Αθηναίων που αξιοποιεί εξαιρετικά τα μουσικά σύνολα που έχει εδώ και πολλά χρόνια και εύχομαι να συνεχίσουν και να παραμείνουν ενεργά και ζωντανά, γιατί προσφέρουν πάρα πολλά στον πολιτισμό της πόλης μας και όχι μόνο.

Ο τενόρος Γιάννης Χριστόπουλος και η σοπράνο Μαρία Μητσοπούλου έξω από την παλιά Λυρική λίγο πριν κλείσει
Να επιστρέψουμε στον «Ορφέα στον Άδη»;
Παρουσιάζουμε το «Ο Ορφέας στον Άδη» του Όφενμπαχ, μία οπερέτα πάρα πολύ έξυπνη, είναι μία παρωδία του γνωστού μύθου του Ορφέα και της Ευρυδίκης, κωμική, με πάρα πολλά κωμικά στοιχεία και πάρα πολύ όμορφη και γνωστή μουσική. Το περίφημο can-can που ξέρουν όλοι από τα καμπαρέ είναι κομμάτι από το «Ο Ορφέας στον Άδη», από αυτή την οπερέτα.
Τι είναι εκείνο που ξεχωρίζει τον Όφενμπαχ;
Ο Όφενμπαχ ήταν ένας εξαιρετικός συνθέτης στην εποχή του, έχει γράψει εξαιρετική μουσική, μόνο και μόνο «Τα παραμύθια του Χόφμαν» αρκούν για να τον βάλουν στο βάθρο των μεγάλων συνθετών. Ήταν ένας πολύ έξυπνος μουσικός. Τι να πεις για τον Όφφενμπαχ; Είναι μία κατηγορία από μόνος του, η μουσική του είναι μία πιστοποίηση της γαλλικής grand opéra, που υπήρχε στην εποχή του 19ου αιώνα, με φοβερή μελωδική και συνθετική ικανότητα να δημιουργεί σουξέ ας το πούμε έτσι, με έναν πολύ λαϊκό τρόπο, και αμέσως εύληπτη στο αυτί του ανθρώπου.

O κορυφαίος συνθέτης οπερέττας Ζακ Όφενμπαχ
Για το «Ο Ορφέας στον Άδη» πείτε μας λίγο, δηλαδή η σημασία του ως έργο, ως οπερέτα ποια είναι;
Είναι πάρα πολύ γνωστή οπερέτα, δεν είχε ιδιαίτερη επιτυχία όταν έγινε, στην εποχή του ίσως σόκαρε το κοινό, διότι παίρνει αυτό τον γνωστό μύθο του Ορφέως και της Ευρυδίκης και τον αντιστρέφει. Δηλαδή δείχνει την Ευρυδίκη να υποφέρει, αλλά και τον Ορφέα να υποφέρει από τη συμβίωση με την Ευρυδίκη, να μη θέλει ο ένας τον άλλο, δείχνει δηλαδή τον Ορφέα και την Ευρυδίκη μετά το γάμο, ας το πούμε έτσι αστεία. Η Ευρυδίκη ερωτοτροπεί με τον Πλούτωνα, ο οποίος όμως δεν μπορεί να την αποκτήσει εύκολα, διότι την Ευρυδίκη την ερωτεύεται και ο Δίας. Επομένως έχουμε τη σύγκρουση του Πλούτωνα με το Δία για την καρδιά της Ευρυδίκης. Ο Ορφέας είναι ένας καλλιτέχνης, συνεπαρμένος από τη μουσική του και μόνο, του αρέσει και το ωραίο φύλο, αλλά για αυτόν η μουσική του είναι επάνω από όλα. Είναι δέσμιος όμως της κοινής γνώμης.
Ο ‘Οφφενμπαχ εδώ κάνει κάτι εξαιρετικό, έχει δώσει χαρακτήρα μέσα στην οπερέτα του στην κοινή γνώμη, την οποία την παρουσιάζει ως δυνάστη πάντων, ακόμα και του ιδίου του Διός. Όλοι τρέμουν την κοινή γνώμη στην οπερέτα αυτή. Βλέπουμε πόσο μπροστά είναι ο Offenbach.

Σκηνή από την όπερα “Ορφέας στον Άδη”
Μετά φεύγει ο Δίας με όλες τις κόρες, τους υιούς του και τους θεούς για να επισκεφτεί τον Κάτω Κόσμο. Κατεβαίνουν οι θεοί από τον Όλυμπο στον Κάτω Κόσμο, μόνο και μόνο για να μπορέσει ο Δίας να βρει και να ερωτοτροπήσει με την Ευρυδίκη. Για να το πετύχει αυτό μεταμορφώνεται σε μύγα και έχει ένα πολύ ωραίο, κωμικό, έξαλλο ερωτικό ντουέτο της μύγας-Δίας με την Ευρυδίκη. Στο τέλος βέβαια αποκαλύπτονται όλα και αναγκάζεται να την επιστρέψει στον Ορφέα, ο οποίος υποφέρει, δεν την θέλει, ούτε αυτή θέλει να γυρίσει. Στο τέλος πάλι γίνεται το ευτράπελο ότι όταν τους δίνει την εντολή να διασχίσουν τα νερά της Στυγός, αλλά δεν πρέπει να δει την Ευρυδίκη, γιατί θα εξαφανιστεί, τη στιγμή που πετά τον κεραυνό ο Δίας, ο Ορφέας βιαστικά γυρίζει και τη βλέπει για να εξαφανιστεί και αυτή να φύγει, ως Βακχίδα πλέον, μακριά και να γλυτώσει από όλους και από όλα. Είναι ένα πάρα πολύ όμορφο και έξυπνο έργο, και πολύ μπροστά από την εποχή του θεματολογικά.
Υπάρχει κάτι ξεχωριστό στη σκηνοθετική γραμμή;
Η σκηνοθεσία του Ισίδωρου Σιδέρη είναι μία πάρα πολύ έξυπνη σκηνοθεσία, πολύ ζωντανή, κεφάτη. Ο Ισίδωρος Σιδέρης είναι ένας σκηνοθέτης ο οποίος ξέρει πάρα πολύ καλά από μουσικό θέατρο, έχει σκηνοθετήσει με επιτυχία πάρα πολλά πράγματα, το «Μαραθών-Σαλαμίς», έχει μείνει πλέον το στίγμα του και μόνο από την «Όπερα της Βαλίτσας» που έκανε σε παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, άφησε μεγάλο στίγμα επιτυχίας, ιδιαίτερα γιατί ήταν κάτι πάρα πολύ πρωτοποριακό και πάρα πολύ έξυπνο. Είναι ευχάριστο να δουλεύεις με τον Ισίδωρο Σιδέρη, διότι είναι ένας σκηνοθέτης, ο οποίος ξέρει από θέατρο πολύ καλά γιατί είναι ηθοποιός και έχει χορέψει κιόλας. Δηλαδή είναι ένας άνθρωπος ο οποίος καλύπτει όλη τη γκάμα του σκηνοθέτη, ο οποίος πρέπει να ασχοληθεί με το μουσικό θέατρο, είτε μιλάμε για την οπερέτα είτε την όπερα. Είναι πολύ σημαντικό οι σκηνοθέτες που καταπιάνονται με το μουσικό θέατρο να καταλαβαίνουν τη μουσική, δεν είναι εύκολο πράγμα να δεις σύγχρονο σκηνοθέτη να μπορεί να καταλάβει τη μουσική.

Ο σκηνοθέτης Ισίδωρος Σιδέρης
Εσείς ποιο ρόλο υποδύεστε;
Εγώ υποδύομαι τον Ορφέα. Είναι η τρίτη φορά που τον υποδύομαι, τον έχω ξανακάνει και σε άλλες δύο παραστάσεις, μία φορά στη Θεσσαλονίκη και άλλη μία φορά στην Αθήνα.
Τι σας αρέσει σε αυτόν το ρόλο;
Είναι πάρα πολύ έξυπνος, πολύ κωμικός, πολύ ζωντανός, ευχάριστος ρόλος, σκαμπρόζικος ρόλος θα λέγαμε στην παλιά θεατρική διάλεκτο.
Πόσες παραστάσεις θα κάνετε;
Θα είναι δέκα παραστάσεις. Θα είναι οκτώ παραστάσεις μέσα στο Δεκέμβριο, από τις 15 μέχρι τις 30 Δεκεμβρίου και έχει άλλες δύο μετά το Φεβρουάριο, πάντα στα Ολύμπια, τις δύο πρώτες Κυριακές του Φεβρουαρίου. Ακολούθως κάνω πρόβες για τον «Βαπτιστικό» που θα γίνει στο Μέγαρο Μουσικής σε σκηνοθεσία και διεύθυνση του Γιώργου Πέτρου. Είναι η δεύτερη φορά κάνω με τον Γιώργο Πέτρου τον «Βαπτιστικό», μετά την τρομερή επιτυχία που είχαμε κάνει το 2012 σε σκηνοθεσία του μοναδικού Βασίλη Παπαβασιλείου. Ξαναγίνεται ο «Βαπτιστικός» για έξι παραστάσεις στο Μέγαρο Μουσικής, στις 5, 7, 9, 11 και 13 Ιανουαρίου, απλώς χθες έμαθα ότι στις 13 Ιανουαρίου θα έχει δύο παραστάσεις, αυτό που λέμε λαϊκή απογευματινή και βραδινή. Ο «Βαπτιστικός» είναι ένα γνωστό ελληνικό έργο, είναι έργο σταθμός για την ελληνική οπερέτα.
Τι είναι αυτό που πιστεύετε ότι τραβά τον κόσμο;
Ο «Βαπτιστικός» καταρχάς είναι μία εξαιρετικά όμορφη ιστορία, πολύ κωμική, οι ανατροπές που γίνονται μέσα στην πλοκή του έργου είναι συγκλονιστικές και μία μοναδική μουσική, η οποία αγγίζει την ψυχή του Έλληνα, για έναν αιώνα σχεδόν τώρα. Τι να πεις για τον «Βαπτιστικό»; Ο «Βαπτιστικός» είναι ένα έργο το οποίο γινόταν, γίνεται και θα γίνεται. Είναι μία απάντηση σε αυτό που λέμε ότι η Ελλάδα δεν έχει αστική μουσική, ο «Βαπτιστικός» είναι η απόδειξη της πλάνης αυτής της απόψεως. Μιλάμε για μία οπερέτα η οποία κρατά για 100 χρόνια και όποτε γίνεται σπάει ταμεία. Έχει ένα κοινό το οποίο μέσα στο χρόνο, γενεές γενεών το παρακολουθούν και το αγαπούν το έργο αυτό.
Προς το παρόν έχει γλυτώσει την αποδόμηση.
Όχι δεν έχει γλυτώσει, έγιναν κάποια, αλλά δεν θα πω αποδομητικά, γιατί δεν είναι τόσο βαρύ έργο. Κάποιες νεωτερικότητες σαχλές προσπάθησαν να γίνουν κάποιες στιγμές, αλλά αυτά τα έργα είναι τόσο δυνατά, που όποιος και να τα πειράξει, αυτός χάνει, αυτά δεν πλήττονται. Ξέρετε υπάρχει το θέμα ότι πολύ σύγχρονοι άνθρωποι, σκηνοθέτες και τραγουδιστές, νομίζουν ότι επιδαψιλεύουν με την παρουσία τους και το ότι καταπιάνονται με ένα έργο είναι κάτι σημαντικό για το έργο αυτό, όχι, εμείς κερδίζουμε από τα έργα αυτά, οι μετερχόμενοι αυτών των έργων είναι αυτοί που κερδίζουν, παρά τα έργα από εμάς. Αυτό, εάν δεν το καταλάβουμε, είναι μία εμμονή του σύγχρονου καλλιτέχνη, όχι όλων, αλλά αρκετών, κυρίως σκηνοθετών, να ανεβάζουν για παράδειγμα τον «Βαπτιστικό» γιατί θέλουν να δουν το πώς βλέπει ο Χ σκηνοθέτης αυτό το έργο. Μία προσωπική πρόταση, δηλαδή, της θεώρησής του επάνω στο έργο αυτό που καταπιάνεται. Εγώ νομίζω ότι αυτό δεν είναι το πρωτεύον.

Ο μαέστρος Γιώργος Πέτρου θα σκηνοθετήσει τον “Βαπτιστικό”
Δεν ενδιαφέρουν ουσιαστικά κανέναν εκτός από τον ίδιο.
Νομίζω πιο πολύ ενδιαφέρει αυτόν τον ίδιο, παρά την κοινωνία. Απλώς υπάρχει ένα επικοινωνιακό μπαράζ, το οποίο εδώ και κάποια χρόνια γίνεται και δημιουργεί την ψευδαίσθηση στην κοινωνία ότι ο σκοπός του ανεβάσματος κάποιου κλασσικού έργου –γιατί κυρίως τα κλασικά έργα χρησιμοποιούν αυτές οι απόψεις– πρέπει να γίνονται για να βλέπουν την άποψη του τάδε ή του δείνα σκηνοθέτη. Νομίζω ότι αυτό είναι μία εσφαλμένη άποψη και προσέγγιση. Αναμφισβήτητα ένα έργο, πάντοτε, πρέπει να βρίσκεται ένας τρόπος να ανεβαίνει με έναν τρόπο που να έχει ενδιαφέρον για το κοινό, αλλά χωρίς να παραβλέπουμε και την ουσία αυτού του έργου. Δηλαδή όταν φτάσεις να αλλοιώσεις την ουσία αυτού του έργου, νομίζω ότι δεν έχεις λόγο να το κάνεις, κάνε κάτι καινούριο, κάτι διαφορετικό που να αφορά αυτό που θέλεις να πεις εσύ, ως σκηνοθέτης και ως δημιουργός.
Όταν έφυγε η Λυρική από εκεί που ήταν και κατέβηκε στο Κέντρο Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, πιστεύετε ότι άδειασε καλλιτεχνικά η Αθήνα;
Η Αθήνα ως πόλη όντως, αναμφισβήτητα, δέχτηκε τρομερό πλήγμα. Η Αθήνα ως πρωτεύουσα έχει δεχθεί τρομερό πλήγμα και από το κάψιμο των δύο κινηματογράφων, του «Απόλλων» και του «Αττικόν», και ακόμα δεν έχει αποκατασταθεί. Στην Αθήνα κάποτε, Πανεπιστημίου, Πατησίων και Σταδίου, δεν θυμάμαι πόσοι κινηματογράφοι υπήρχαν, τώρα εάν υπάρχει ένας είναι ζήτημα. Η Αθήνα έχει γίνει μία πόλη, μία πρωτεύουσα, η οποία δεν περπατιέται το βράδυ, δεν έχει ζωή. Δηλαδή έχει τα εμπορικά καταστήματα και τελείωσε, ένα δύο καφέ και από εκεί και πέρα πάμε σε περιοχές πιο μέσα, πιο κλειστές όπως είναι η Μητρόπολη ή ο Άγιος Γεώργιος ο Καρύκης ή το Ψυρρή, αλλά η πρωτεύουσα πέριξ του Συντάγματος από άποψη ζωής, να βγει κάποιος τη νύχτα να κάνει τη βόλτα του, να δει μία ταινία δεν έχει τίποτε. Μόνο τα λίγα θέατρα που έχουν μείνει, το «Βρετάνια» και τα δύο θέατρα που είναι στην Αμερικής και ευτυχώς που υπάρχουν κι αυτά. Είναι το σινεμά «Όπερα» και το «Έλλη». Παρόλα αυτά η Αθήνα, εγώ φρονώ ότι πρέπει να ανακτήσει την παλιά της αίγλη.

Το κλεισιμο της Λυρικής είχε προκαλέσει πλήγμα στην Αθήνα
Πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό;
Η Αθήνα για να αποκτήσει την παλιά της αίγλη, αναμφισβήτητα πρέπει να γίνει μία πόλη η οποία να έχει ζωή. Έχει ζωή με τα καφέ της, με τα εστιατόριά της, δεν υπάρχει ένα εστιατόριο στην Αθήνα γνωστό, να πάει να φάει κάποιος, ιστορικό. Είναι η πρωτεύουσα της πόλης και δεν έχει ένα ιστορικό εστιατόριο να πάει να φάει κάποιος, έχουν κλείσει όλα, το Ιντεάλ έκλεισε, αν το θυμάσαι παλιά, ο Απότσος που έχει γίνει ντίσκο. Ευτυχώς ανοίγουν τα Ολύμπια, κακά τα ψέματα, το μουσικό θέατρο, είναι παντού και πάντα θα είναι ένας ισχυρός πόλος έλξης και δημιουργούνται χάρις αυτούς τους κομβικούς πολιτιστικούς χώρους σιγά-σιγά και άλλοι χώροι, και άλλες σκηνές, οι οποίες μπορεί να είναι πιο μικρές, αλλά αυτή είναι πόλος έλξης διότι μαζεύεται κόσμος. Υπάρχει πρόβλημα, αυτό που λέμε Αθήνα, ο ισχυρός πυρήνας των Αθηνών δεν κατοικείται πια. Έχουν αδειάσει όλα τα καταστήματα, πηγαίνεις στη Στοά του Ορφέως και είναι μία άδεια στοά. Λένε ότι θα την κατασκευάσουν. Μέχρι να την κατασκευάσουν, δεν ξέρουμε πόσα χρόνια θα περάσουν, έχει αδειάσει, δεν υπάρχει πλέον ζωή, είναι κατά τόπους, ένας έρημος, ας πούμε, χώρος με οάσεις κατά τόπους, σημείων συναθροίσεως του κόσμου. Δεν συναθροίζεται κόσμος, δεν θα κατέβει να κλείσει ραντεβού κάποιος να πιει ένα καφέ στην Πανεπιστημίου το απόγευμα, θα το κάνει μόνο παρεμπιπτόντως το πρωί, επειδή έχει κάποια δουλειά. Αυτό είναι μεγάλο πρόβλημα για την πόλη.

Το κάψιμο και η μη λειτουργεία του “Αττικόν” και του “Απόλλωνα” υπενθυμίζουν την υποβάθμιση της Αθήνας
Είναι σα να θέλουν να μας διώξουν από την Αθήνα, να πάμε στα προάστια.
Ο Κωνσταντίνος Τζούμας, ο ηθοποιός, είχε πει μία τρομερή πρόταση, σε ένα αφιέρωμα που του είχα κάνει. Αναφερόταν στις αναμνήσεις που είχε από την πόλη του, όταν ήταν πιο νέος –γιατί ο Τζούμας είναι πάντα νέος στο μυαλό– αναφερόταν, εάν δεν απατώμαι, στο Zonars –είχε κλείσει για μία περίοδο το Zonars, τώρα ευτυχώς άνοιξε ξανά– και είχε πει ότι αυτή η πόλη δείχνει ότι είμαστε άνθρωποι οι οποίοι δεν θέλουμε να έχουμε μνήμη. Δυστυχώς εμείς οι Έλληνες δεν θέλουμε να έχουμε μνήμη. Δηλαδή όταν πηγαίνεις στην Ιταλία, στη Ρώμη, και βλέπεις το Caffè Greco, το οποίο έχει μία αδιάλειπτη ζωή, διάρκεια, 300 έτη. Πηγαίνεις στη Βιέννη και βλέπεις τα καφέ, τα οποία είναι ιστορικά, 200 ετών, καταλαβαίνεις ότι υπάρχει ένα σημείο αναφοράς διαχρονικής συνέχειας της πόλης. Εδώ νομίζω ότι αυτό έχει συμβεί, διότι στην Αθήνα έγινε από πολύ νωρίς κάτι βαρβαρικό, άρχισε να συναθροίζεται, να συνωστίζεται κόσμος, ο όγκος που ήρθε, δεν μπορούσε να αφομοιωθεί, ούτως ώστε να γίνει πραγματικό κομμάτι της πόλης, και αποξενώθηκε η πόλη από τους ανθρώπους, γιατί οι άνθρωποι, αυτοί που ήρθαν, δεν την ένιωθαν δική τους.
Για ποια περίοδο μιλάμε;
Μιλώ από την περίοδο της αστυφιλίας, μετά από το συμμοριτοπόλεμο, κυρίως τη δεκαετία ‘60-‘70 και τώρα συνεχίζεται πάλι με την εισροή των μεταναστών. Δηλαδή είναι κάτι που δεν σταματά, έγινε με την εσωτερική μετανάστευση και τώρα συνεχίζεται με τη μετανάστευση των αλλοδαπών, η οποία βλέπεις τι έχει κάνει στο κέντρο των Αθηνών, μία εστία παραβατικότητος, φόβου, τρομάζεις να περάσεις. Όχι ότι παλαιότερα ήταν καλύτερα, ήταν λίγο καλύτερα, ενώ τώρα χειροτέρευσε αντί να βελτιωθεί.
Εσείς αναφέρεστε συχνά για την ανάγκη μίας αισθητικής. Θέλετε να μας μιλήσετε για αυτό;
Η αισθητική για την τέχνη είναι μία πολύ ευρεία κουβέντα και δεν μπορώ να την καλύψω, ούτε έχω το μέγεθος να κάνω μία τέτοια κατάθεση εγώ. Εγώ θα πω πολύ απλά πράγματα. Πιστεύω ότι εάν βρισκόταν ένας τρόπος να καθαριστούν τα πεζοδρόμια και να είναι καθαρά, ξεβρόμιζαν οι τοίχοι από όλα τα graffiti και τις βρώμες που υπάρχουν και αφαιρούσαν κάποια κάγκελα από τα πεζοδρόμια, τα οποία μπήκαν χωρίς μελέτη, απλώς για να μπουν, και κρύβουν τον οπτικό ορίζοντα του δρόμου και δημιουργούν μία, ας πούμε, κλειστοφοβική διάσταση στο μάτι του διαβάτη, η Αθήνα θα ήταν, με αυτό το πολύ απλό πράγμα, μία πόλη ακόμα πιο ευχάριστα περπατημένη, θα περπατούταν πιο ευχάριστα. Δεν θα δημιουργούσε αυτή την αποστροφή της βρώμας. Διότι αυτό που έλεγαν οι παλιοί, η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά, ήταν μία τεράστια αλήθεια. Μπορεί η Αθήνα να μην έχει τον πλούτο των κτιρίων και των οδών που έχουν οι πιο μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις, αλλά είναι μία πολύ όμορφη πόλη, η οποία θέλει την προσοχή της. Έχει παρατηθεί, είναι μία πόλη παρατημένη. Επομένως, η πρώτη αισθητική αναβάθμιση που πρέπει να γίνει είναι ότι πρέπει να καθαρίσει.
Τι άλλο θα θέλατε να δείτε στην Αθήνα;
Η Αθήνα –μην είμαστε απαισιόδοξοι– έχει πάρα πολλά πράγματα. Υπό την ευρεία έννοια έχει τόσους μουσικούς χώρους. Δηλαδή έχει το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, τη Λυρική Σκηνή στο Νιάρχο, τώρα ανοίγουν ξανά τα Ολύμπια, η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Μάνι-μάνι βλέπουμε τέσσερις εξαιρετικούς χώρους για να κάνει πάρα πολλά πράγματα. Δεν της λείπει κάτι, μην είμαστε μεμψίμοιροι, μέσα σε μία τριακονταετία έχουμε κάνει πάρα πολλά βήματα μπροστά, γιατί η γκρίνια είναι και το εθνικό μας σπορ. Δεν πρέπει να γκρινιάζουμε πάντα, πρέπει πρώτα να εκτιμούμε αυτά που έχουμε και να ασχολούμαστε μαζί τους. Εάν ασχοληθούμε σοβαρά μαζί τους και όχι για το φαίνεσθαι, δηλαδή με ουσία, τα πράγματα θα είναι ακόμα καλύτερα. Δεν λείπει κάτι από την Αθήνα. Αυτό που πιστεύω ότι λείπει συνολικά είναι αυτό που λέμε, ότι είναι όλα κάπως αποσπασματικά, γίνονται αποσπασματικά, δεν υπάρχει μία συγκεκριμένη κατεύθυνση. Αυτό νομίζω ότι οφείλεται στο ότι όσοι ασχολούνται με κάτι το κάνουν κυρίως για προσωπική προβολή –και μιλώ για τις υψηλότερες βαθμίδες επιλογών και αποφάσεων– και δεν υπάρχει ένας σχεδιασμός με μία κατεύθυνση συγκεκριμένη. Θα έδινε στην κοινωνία μία πιο παιδευτική ανάπτυξη, θα αναπτυσσόταν ουσιαστικά η παιδεία μας. Αυτό νομίζω.
Διαβάστε επίσης από τον Γιάννη Χριστόπουλο