Ο Αντονέν Αρτώ (1896-1948), γιός Σμυρνιών μεταναστών στη Μασσαλία, έζησε μία μάλλον σύντομη και σίγουρα οδυνηρή ζωή με το όραμα να αλλάξει την πορεία του θεάτρου. Ήταν ο θεωρητικός που συνέλαβε την ιδέα του «Θεάτρου της Σκληρότητας» (Theatre de la Cruaute), όπου οι ηθοποιοί «επιτίθενται» στις αισθήσεις των θεατών και τους κάνουν να εκφράσουν τα αισθήματα που κρύβουν στο υποσυνείδητό τους.
Για τον Αρτώ, η θεατρική πράξη δεν έπρεπε να περιορίζεται σε ένα σκηνικό δρώμενο μπροστά από ένα παθητικό ακροατήριο, αλλά έπρεπε να αφυπνίζει τη συνείδηση και τα αισθήματα των ανθρώπων, ως μία πνευματική «θεραπεία», το άγγιγμα της οποίας δεν θα μπορούσε να ξεχαστεί. Η «σκληρότητα», για τον Αρτώ, ήταν το συστατικό που ερχόταν να αντιταχθεί στη νωθρότητα και στον εφησυχασμό, και να προκαλέσει την αέναη εσωτερική διαπάλη, ώστε η ανθρώπινη ύπαρξη να αναμετρηθεί με τα προκαθορισμένα μέτρα της. Η θεωρία του Αρτώ διατυπώθηκε στο βιβλίο του «Το θέατρο και το είδωλό του» αλλά περισσότερο στην ίδια τη ζωή του, που ήταν ένας διαρκής αγώνας να υπερβεί τον σωματικό και ψυχικό πόνο.
Ο Αντονέν Αρτώ γεννήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1896 στη Μασσαλία. Η μητέρα του έφερε στον κόσμο 9 παιδιά, 4 από τα οποία γεννήθηκαν νεκρά και άλλα 2 πέθαναν πολύ μικρά. Ο Αντονέν χτυπήθηκε από μηνιγγίτιδα όταν ήταν τεσσάρων χρονών, έπεσε σε κώμα και κατάφερε να επιβιώσει με μεγάλη δυσκολία. Οι γονείς του τον έβαλαν για μεγάλες περιόδους σε σανατόρια προκειμένου να ελέγξουν την ευαίσθητη ψυχική του ισορροπία. Εκεί μελέτησε Μπωντλέρ και Πόε, ενώ οι «θεραπείες» του κατέληξαν στον εθισμό του σε οπιούχα φάρμακα…
«… υπάρχει ένα πράγμα που είναι κάτι, και που το νιώθω από κείνο που θέλει ΝΑ ΒΓΕΙ: η παρουσία του σωματικού μου πόνου, αυτή η απειλητική παρουσία που δε λέει να βαρεθεί ποτέ το σώμα μου…»
Μεσήλικας πια, παθαίνει συχνά νευρικούς κλονισμούς και το 1938 χαρακτηρίζεται «παράφρων», συλλαμβάνεται και κλείνεται σε ψυχιατρικά άσυλα.
Ο Dr. L., που συχνά αναφέρει ο Αρτώ στις επιστολές του και που δεν είναι άλλος απ’ τον Jacques Lacan, το 1939 μιλώντας στον Roger Blin, διέγνωσε πως ο Αρτώ «Θεραπεύτηκε, θα ζήσει μέχρι τα 80 και δεν θα ξαναγράψει τίποτα πια, θεραπεύτηκε».
Θα παραμείνει όμως έγκλειστος για τα επόμενα 9 χρόνια ενώ γράφει ασταμάτητα.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής κινδύνεψε να πεθάνει από ασιτία και με τη βοήθεια της μητέρας του μεταφέρθηκε στο άσυλο Rodez. Εκεί τον υπέβαλλαν σε απανωτά ηλεκτροσόκ. Σε διάστημα λιγότερο από έναν χρόνο ο Αρτώ θα υποβληθεί σε περισσότερα από 51 ηλεκτροσόκ. Στη διάρκεια μιας «θεραπείας», ο Αρτώ θα σπάσει το πλευρό του ενώ σε μια άλλη θα πέσει σε κώμα και θα ξυπνήσει στο νεκροτομείο.
«...Με πίεζαν ακόμα και στο σώμα μου και μέχρι μέσα στο σώμα και τότε ήταν που τίναξα στον αέρα τα πάντα γιατί το σώμα μου δεν θα αφήσω να τ' αγγίξει κανένας πια.»
Αρχίζει να υποφέρει από αιμορραγία στα έντερα και θα χάσει όλα του τα δόντια. Το 1946 τελικά απελευθερώνεται αλλά είναι άρρωστος με καρκίνο στα έντερα και θα πεθάνει τελικά το 1948 από υπερβολική δόση ενός φαρμάκου.
Ο Αντονέν Αρτώ υπήρξε ηθοποιός, ποιητής, σκηνοθέτης, συγγραφέας, σκηνογράφος, ενδυματολόγος και θεωρητικός του θεάτρου. Έγραψε θεατρικά έργα, σενάρια, δοκίμια, κριτικές, ποιήματα, μανιφέστα και επιστολές – πολλές επιστολές- με ή χωρίς παραλήπτη. Παρόλο που δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει ο ίδιος το καλλιτεχνικό του όραμα, κατάφερε να επηρεάσει την εξέλιξη του θεάτρου.
Η ζωή του μοιάζει με εκείνη του μάρτυρα, βασανισμένος από έναν πόνο σωματικό, στον οποίο έδινε μεταφυσική διάσταση, τυραννισμένος απ’ την κατάθλιψη και τον νευρικό κλονισμό, εθισμένος στο όπιο και τα κατασταλτικά, ιδιοφυής και αγνοημένος απ’ τους συγχρόνους του ως τρελός, τράβηξε τον προσωπικό του δρόμο χωρίς πισωγυρίσματα και χωρίς μετάνοιες.
Απ’ το 1920 που ο Αρτώ εγκαθίσταται στο Παρίσι γνωρίζει τον κύκλο των Ντανταϊστών και γίνεται απ’ τα πρώτα μέλη του σουρεαλιστικού κινήματος. Έχει μεγάλες ελπίδες απ’ αυτό το κίνημα, απ’ την επανάσταση που διακηρύττουν.
Γίνεται διευθυντής της Σουρεαλιστικής Κεντρικής Επιτροπής, κρατά το ημερολόγιο του Γραφείου Σουρεαλιστικών Ερευνών, γράφει στην «Σουρεαλιστική Επανάσταση».
Ωστόσο δε θα μείνει για πολύ. Η άρνησή του να χρησιμοποιήσει την «αυτόματη γραφή», η μεταφυσικές εμμονές του, η διαγραφή του φίλου του Ροζέ Βιτράκ απ’ την ομάδα, η προσχώρηση των σουρεαλιστών στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Γαλλίας, οδηγούν στη διαγραφή του το 1926.
Ο Αρτώ κατηγορεί τους σουρεαλιστές για καιροσκοπισμό: «Δε θέλησα να εμπιστευτώ παρά στον εαυτό μου τη φροντίδα να καθορίσω τα όριά μου, το ότι απαιτώ να μ’ αφήσουν ελεύθερο και κύριο της ίδιας μου της δράσης. Μα τι να την κάνω εγώ όλη την Επανάσταση του κόσμου αν ξέρω ότι παραμένω αιώνια δυστυχισμένος και άθλιος μες στην καρδιά της ίδιας μου της λειψανοθήκης;»
Απαντώντας στην επίθεση που δέχτηκε απ’ τους παλιούς του συντρόφους κάνει τον απολογισμό για την συμμετοχή του στο κίνημα:
«Ο σουρεαλισμός υπήρξε αυτή η δυναμική ελπίδα, η ακατάληπτη και πιθανόν απατηλή όπως και κάθε άλλη, που όμως σε ωθεί ακούσια να παίξεις το τελευταίο χαρτί, να κρεμαστείς απ’ οποιαδήποτε φαντασίωση, έστω κι αν αυτή ξεγελάσει για λίγο το πνεύμα. Ο σουρεαλισμός δεν μπορούσε να μου ξαναδώσει μια χαμένη ουσία, αλλά μου έμαθε να μην αναζητώ μέσα στην εργασία της σκέψης μια συνέχεια που μου είχε γίνει ανέφικτη, και να μπορώ να αρκούμαι στα φαντάσματα που το μυαλό μου έσερνε μπροστά μου».
Το Θέατρο της Σκληρότητας
Ένα ακόμα θέμα διαμάχης με τους σουρεαλιστές είναι το θέατρο. Ο Αρτώ το θεωρεί πολύ σημαντικό, ενώ οι σουρεαλιστές ανώφελη διασκέδαση για τους αστούς. Το 1935 ο Αρτώ θα επιχειρήσει να ιδρύσει το “Θέατρο της Σκληρότητας” (“Théâtre de la Cruauté”), ανεβάζοντας τους «Τσέντσι» (Les cenci), απ’ την πεντάπρακτη τραγωδία του Shelley (1819) και το διήγημα του Stendhal (1837).
Η πρεμιέρα δόθηκε τον Μάη του 1935 στo θέατρο Folies Wagram. Το κείμενο, όπως λέει ο Αρτώ, έθετε σε αμφισβήτηση «όλες τις παραδοσιακές αξίες της κοινωνίας, της τάξης, της δικαιοσύνης, της θρησκείας, της οικογένειας, του έθνους».
Η παράσταση κρίθηκε ως αποτυχία από κοινό και κριτικούς κι έμεινε μόνο 17 μέρες στη σκηνή. Η οικονομική αποτυχία του εγχειρήματος απογοήτευσε πολύ τον Αρτώ, που δε θα ξανασκηνοθετήσει για το θέατρο έκτοτε.
Η παράσταση όμως αυτή έθεσε σε εφαρμογή τη θεωρία του Αρτώ για το νέο είδος θεάτρου που οραματιζόταν στα μανιφέστα για το “Θέατρο της Σκληρότητας” (“Le Théâtre de la cruauté”, 1933, 1935), που δημοσιεύτηκαν στην Nouvelle Revue Française (NRF).
Η αρχή είχε γίνει το 1931 όταν στο πλαίσιο της αποικιακής έκθεσης στο Παρίσι παρακολούθησε έναν θίασο απ’ το Μπαλί.
Αυτή ήταν η αφορμή ν’ αποκρυσταλλωθεί το αίτημα του Αρτώ για ένα νέο είδος θεάτρου, διαφορετικό απ’ το λογοκρατούμενο Δυτικό θέατρο, που θα δίνει έμφαση στο χορό, τη μουσική, την κίνηση, την τελετουργία. Έτσι γεννιέται η ιδέα του «περί μαγικού θεάτρου», και ζητά το θέατρο να ξεφύγει πια απ’ τη λογοτεχνία και να γυρίσει στις αρχέγονες ρίζες του, τα τελετουργικά δρώμενα.
Στα άρθρα-μανιφέστα που δημοσιεύει, ζητά να βρει το θέατρο τη λειτουργική του δύναμη, υμνεί το αρχέγονο θέατρο και ομολογεί την πίστη του σ’ ένα γυμνό-απογυμνωμένο θέατρο, που θα βασίζεται στην απόλυτη χειρονομία και σε σ’ έναν ηθοποιό – ιερογλυφικό σύμβολο που θα παίρνει κάθε φορά άλλη μορφή, ενώ ο συγγραφέας θα είναι ο πραγματικός συγγραφέας της παράστασης.
Έτσι διαμορφώνεται η θεωρία για το «θέατρο της σκληρότητας», που έχει ως στόχο να βγάλει στην επιφάνεια τα ορμέμφυτα του θεατή.
«... θ' αφιερωθώ αποκλειστικά πια στο θέατρο έτσι όπως εγώ το αντιλαμβάνομαι ένα θέατρο που σε κάθε παράσταση θα δίνει ένα κέρδος σωματικό τόσο σ' αυτόν που παίζει ένα ρόλο όσο και σ' αυτόν που βλέπει να παίζεται ένας ρόλος εξάλλου στο θέατρο δεν παίζεις, δρας. Στην πραγματικότητα το θέατρο είναι η γέννηση της δημιουργίας Αυτό θα γίνει.»
Η μοναδική σκηνοθεσία που έκανε μετά τους «Τσέντσι» ήταν όχι πια για το θέατρο, αλλά για το ραδιόφωνο. Το 1947 ηχογράφησε το «Pour en finir avec le jugement de Dieu» (Για να τελειώνουμε με την υπόθεση του θεού) ως μια μικρογραφία αυτού που εννοούσε «Θέατρο της Σκληρότητας».
Το κείμενο γράφτηκε μέσα στο άσυλο και κάνει κατά μέτωπο επίθεση -την τελευταία του- στον χριστιανισμό, την ψυχιατρική, τον πόλεμο. Πιστό στην θεωρία του της σκληρότητας, το «Για να τελειώνουμε με την υπόθεση του θεού» είναι ένα παράφορο έργο, γεμάτο ουρλιαχτά και παράξενους ήχους, σκοτεινή ατμόσφαιρα και άγρια γλώσσα.
Το έργο λογοκρίθηκε την τελευταία στιγμή πριν βγει στον αέρα και ο Ferdinand Pouey που το είχε αναλάβει, παραιτήθηκε απ’ τον ραδιοφωνικό σταθμό σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Πολλοί διανοούμενοι και καλλιτέχνες διαμαρτυρήθηκαν και ο Αρτώ κατάφερε να οργανώσει 2 ιδιωτικές παρουσιάσεις του, αλλά έπρεπε να περάσουν 30 χρόνια για ν’ ακουστεί απ’ το ραδιόφωνο.
«Αν το θέατρο θέλει να μας ξαναγίνει αναγκαίο, πρέπει να μας δώσει όλα αυτά τα στοιχεία που υπάρχουν στον έρωτα, στο έγκλημα, στον πόλεμο ή στην τρέλα».
O Αντονέν Αρτώ έχει καταχωρηθεί στις μέρες μας ως μία φιγούρα με μεγάλη επίδραση στο θέατρο, την τέχνη και τη λογοτεχνία. Η θεωρία του επηρέασε το Θέατρο του Παραλόγου και ιδιαίτερα τα έργα των Ζενέ και Μπέκετ, ενώ ενέπνευσε το σύγχρονο θέατρο να απαγκιστρωθεί από την παντοκρατορία του ορθολογισμού.
ΠΗΓΕΣ
Antonin Artaud «Το θέατρο και το είδωλό του», μτφρ. Παύλος Μάτεσις, 1992, ΔΩΔΩΝΗ
ANTONIN ARTAUD AND THE AVANT-GARDE THEATRE By G. F. A. GADOFFRE, Ph.D. PROFESSOR OF MODERN FRENCH LITERATURE IN THE UNIVERSITY OF MANCHESTER
Antonin Artaud, Poetry Foundation.
Αντονέν Αρτώ, GALARIA blogspot.
Πηγή: postmodern.gr