
«Ο Nicholas Berkeley Mason δεν χρειάζεται συστάσεις.
Από το 1965 έως και σήμερα παραμένει ο ρυθμικός στυλοβάτης των ουρανόπεμπτων Pink Floyd, γεγονός που τον καθιστά το μακροβιέστερο μέλος τους»
Έτσι ακριβώς ξεκινούσε το Φεβρουάριο του 2011 ο πρόλογος της πολύτιμης συνέντευξής μου με τον Nick Mason, τον συνυπεύθυνο της εποποιΐας του θρυλικού κουαρτέτου. Και κατά την ταπεινή μου άποψη, τα λέει όλα με το όνομά τους.
Να λοιπόν που το Σάββατο 4 Ιουνίου θα έχουμε τη χαρά να τον απολαύσουμε επι σκηνής με το νέο του όχημα, τους Saucerful of Secrets, με τους οποίους τιμά συνειδητά την πρώιμη περίοδο των Floyd. Στην Τεχνόπολη, στο Γκάζι.
Ιδού λοιπόν εδώ μια καίρια σταχυολόγηση από την ωριαία μας κουβέντα με χωρία από όσα μυστικά και γνώριμα αφορούν αυτό το κεφάλαιο των Pink Floyd. Τους μέντορές του. Και όχι μόνο.
(σ.σ.: να ευχαριστήσω όπως και τότε, για άλλη μια φορά, το Θοδωρή Δημητρούλα που μου άνοιξε αυτή την πολύτιμη πόρτα επικοινωνίας)
Συνέντευξη: Χρήστος Κισατζεκιάν
Πως έγινε η προσχώρηση του Syd Barrett στο rhythm & blues σχήμα που πρωτοφτιάξατε με τον Roger;
Την εποχή εκείνη οι Pink Floyd ήταν ουσιαστικά ένα σχήμα που έπαιζε διασκευές rhythm & blues ακόμη. Όλες οι μπάντες της Βρετανίας το 1966 ήθελαν να ανήκουν σε αυτό το μουσικό ιδίωμα άλλωστε, ανακαλύπτοντας τα αυθεντικά Αφροαμερικάνικα blues και προσπαθώντας να βρουν τη δική τους θέση σε αυτά. Παρότι δε θα μπορούσα να πω ότι ο Syd ηγήτω των Pink Floyd, θα ήταν άδικο να μην του αναγνωρίσω πως σε αυτόν χρωστάμε την «απελευθέρωσή» μας από τα αυστηρά δωδεκάμετρα. Ήταν ο πρώτος που συνέθεσε πρωτότυπα, ευφάνταστα, δημιουργικά, αφού το Όραμά του ήταν πολύ πιο ευρύ και πρωτόλειο από των υπολοίπων μας…
Είναι αλήθεια πως στα πρώτα σας πειραματικά βήματα με τον Syd αντιμετωπίσατε επί σκηνής κάποιες μεμονωμένα βίαιες αντιδράσεις από σκηνής με κάποιους ανώριμους από το κοινό να σας πετάνε αντικείμενα;
Ναι, το κοινό άρχισε να μας φέρεται επιθετικά όταν από σχολική, ερασιτεχνική μπάντα που τους έκανε τα «χατίρια» μεταμορφωθήκαμε σε πειραματιστές. Διόλου παράλογο νομίζω. Όταν μάλιστα αρχίσαμε να έχουμε κάποια εμπορική επιτυχία και αναγνωρισιμότητα, στο άκουσμα του ονόματός μας περίμεναν πολύ διαφορετικά πράγματα από αυτά που τους προσφέραμε από σκηνής…
Με τον Syd μπήκαμε στο κίνημα που την εποχή εκείνη αντιμετώπιζε τη rock μουσική ως μορφή Τέχνης και ειδικότερα κάθε ζωντανή εμφάνιση ως «παράσταση», παρά ως άλλη μια ευκαιρία για ξεσάλωμα και χορό. Με άλλα λόγια, ενώ εμείς πασχίζαμε να περάσουμε την άποψή μας για τα μουσικά δρώμενα, οι άνθρωποι που είχαν πληρώσει το αντίτιμο του εισιτηρίου αποζητούσαν μια μπάντα που θα έπαιζε pop, soul, rhythm ‘n’ blues η rock ‘n’ roll. Όμως δεν ήμασταν οι μόνοι που το αντιμετωπίσαμε αυτό. Ο ρους της ιστορίας της ηλεκτροδοτούμενης μουσικής έχει να μας προσφέρει μπόλικα παραδείγματα «βίαιων αντιδράσεων» του κοινού και ένα από τα πιο τρανταχτά παραμένει αυτό του Bob Dylan όταν αποφάσισε να πιάσει ηλεκτρική κιθάρα στα χέρια του και όλοι τον γιουχάρανε…
Πράγματι. Πρέπει να ήταν έως και τραυματική εμπειρία για σας… Μήπως θυμάσαι κάποια από αυτές τις νύχτες να μας πεις τι συνέβη;
Δε μου έρχεται κάποια συγκεκριμένη, όμως κάθε φορά που παίζαμε σε πανεπιστημιακά parties, σε μεγάλους χώρους, ο κόσμος ερχόταν να ξεσκάσει χορεύοντας, να πιει, να ζαλιστεί και στην καλύτερη των περιπτώσεων, να βρει συντροφιά για την υπόλοιπη νύχτα… Εντάξει, μια φορά κάποιος πέταξε ένα αντικείμενο στον Roger και τον πλήγωσε στο πρόσωπο, δε θυμάμαι πού και πώς, όμως αυτός ήταν η εξαίρεση των κατά κανόνα δυσαρεστημένων θεατών που απλά κάθονταν σύντομα στο πάτωμα της αίθουσας βαριεστημένοι…
Θα ήταν πάρα πολύ σημαντικό για μας τους «απομακρυσμένους» Έλληνες να μάθουμε στο σημείο αυτό τις συνθήκες και τα απτά γεγονότα που οδήγησαν στην αποχώρηση(;) του Syd και την εύρεση του David Gilmour!
Αν και τα γράφω στο βιβλίο μου (σ.σ.: “Inside Out – A Personal History of Pink Floyd”, Orion Books), βασικά ο Syd άρχισε σε κάποια φάση να καταρρέει. «Έσπασε». Άρχισε σιγά-σιγά να μη περνά καλά με το συγκρότημα και αυτό φαινόταν. Τώρα αν αυτό είχε να κάνει με τα ναρκωτικά που έπαιρνε, το LSD, ή είχε να κάνει με μια γενικότερη ψυχολογική του κατάσταση που έμοιαζε καταθλιπτική. Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλήξω μέσα μου για αυτό…
Όμως για ένα είμαι σίγουρος: ως αυθεντικός καλλιτέχνης, δεν άντεχε την αυξανόμενη εμπορική μας επιτυχία! Έτσι έγινε εν τέλει απίστευτα αντικοινωνικός και αρνητικός ως συνεργάτης μας. Δεν μπορούσαμε πλέον να συνεννοηθούμε μαζί του. Οπότε μια μέρα που είχαμε συναυλία, απλά δεν τον φωνάξαμε να έρθει αφού αυτό μας έβγαλε από τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζαμε. Έως ότου προσκαλέσαμε τον David Gilmour. Μάλιστα για μια πολύ μικρή περίοδο δοκιμάσαμε να υπάρξουμε ως κουιντέτο, με τον Syd και τον David μαζί, όμως αποδείχθηκε αδύνατο κάτι τέτοιο…
Άρα υπήρξε έστω και μια συναυλία σας όπου εμφανιστήκατε με άλλον κιθαρίστα;
Προσπαθώ να θυμηθώ… Δε νομίζω… Έχουν περάσει τόσο πολλά χρόνια… Αυτό που θυμάμαι πάντως είναι τους Pink Floyd επί σκηνής με τους David & Syd μπροστά, θα ήταν πέντε-έξη οι φορές μονάχα, όμως το πείραμα δεν πέτυχε. Υπήρξαν άλλες τόσες με τον David μόνο του πριν αρχίσουμε να γράφουμε μαζί τα κομμάτια και το ένα έφερε το άλλο.
Τώρα, οι νομικές αντιδικίες σας με τον Roger Waters για την διεκδίκηση του ονόματος των Pink Floyd κράτησαν αρκετά χρόνια. Να φανταστώ πως το γεγονός αυτό ναι μεν δε σε εμπόδισε να παρευρεθείς επί σκηνής μαζί του περιστασιακά 3-4 φορές, όμως σίγουρα θα άφησε πικρή επίγευση στις μνήμες που σας ήθελαν παθιασμένους έφηβους με κοινό όραμα…
Κοίτα, το θέμα του ονόματος δεν ήταν ποτέ το βασικό μας πρόβλημα με το Roger. Οι λεπτομέρειες πίσω από αυτό είναι που μας χώρισαν. Και τούτο όχι για αρκετό καιρό όπως κακώς έχουν αφήσει να εννοηθεί τα ΜΜΕ, μα για ένα και μόνο χρόνο, τη χρονιά του τέλους της περιοδείας μας για το “The Wall”. Με άλλα λόγια, ο Roger απλούστατα ουδέποτε δέχθηκε πως θα μπορούσαν να συνεχίσουν να υπάρχουν οι Pink Floyd ως μπάντα δίχως αυτόν στις τάξεις τους! Αυτό ήταν το πρόβλημα. Και όχι ότι διεκδίκησε το όνομα για τον εαυτό του. Δεν το έκανε.
Κατάλαβα…
Μάλιστα πολλά χρόνια πριν είχαμε συντάξει όλοι μαζί ένα συμβόλαιο που έλεγε κατηγορηματικά πως κάθε ένα από τα μέλη των Pink Floyd διατηρεί το δικαίωμα να αποχωρήσει από τη μπάντα και οι υπόλοιποι θα μπορούσαν να συνεχίσουν κατά βούληση. Γεγονός που οδήγησε άμεσα στη δικαίωση των υπολοίπων. Άλλωστε όπως γνωρίζεις, από τότε έχουμε συνεργαστεί αρκετές φορές με κορυφαίο γεγονός την ζωντανή μας επανένωση για τις ανάγκες του “Live 8” όπου εξαφανίστηκαν και τα τελευταία ψήγματα αμηχανίας ανάμεσά μας…
…Θα ήταν ευχής έργο να μας εξιστορούσες κάποιο παρασκήνιο από αυτή την ιστορική σας συνεύρεση τον Ιούλιο του 2005!
Εδώ οι απόψεις διαφέρουν λιγάκι μεταξύ μας. Πάντως εγώ θυμάμαι ξεκάθαρα πως το όλο θέμα κύλησε σα νεράκι, δίχως δυσκολίες και παρατράγουδα.
Αν και οφείλω να ομολογήσω πως την περισσότερη δουλειά για την «ενορχήστρωση» και οργάνωση του γεγονότος την έφερε εις πέρας ο David κατά κύριο λόγο. Φτάσαμε όλοι αρκετά νωρίτερα από το show μας, οπότε είχαμε άπλετο χρόνο να χαζέψουμε τις προηγούμενες μπάντες, να τα πούμε, να θυμηθούμε τα παλιά… Μάλιστα σε κάποια φάση παρότι είχε ο καθένας μας ένα δικό του μεγάλο δωμάτιο στα παρασκήνια, βρεθήκαμε και οι τέσσερεις σε ένα από αυτά να τα πίνουμε. Κατά τα άλλα δε χρειαστήκαμε πρόβες αφού θυμόμασταν όλοι μας τα τραγούδια που παίξαμε, όλα προέκυψαν ομαλά, οπότε δε θυμάμαι κάτι «παρασκηνιακό» να σου αναφέρω. Τέλος μπορώ να πω πως νιώθουμε περήφανοι που συμβάλαμε σε αυτή την εκδήλωση. Και από κάθε άποψη, και από τη σκοπιά του κοινού μα και από τη δική μας, εκείνο το απόγευμα ήταν μια από τις σημαντικές στιγμές της πορείας μας. Μας έδειξε ενωμένους και αποφασισμένους για έναν κοινό σκοπό, γκρεμίζοντας όλη εκείνη την παραφιλολογία που μας ήθελε να μη μιλιόμαστε καν…
Το ένιωσα και εγώ αυτό που λες, έτσι είναι. Πάντως επειδή το έγραψα και το έχω δει αρκετές φορές ήδη, θέλω να μας πεις τι συνέβηκε τη στιγμή που σε είδαμε να πετάς τα ακουστικά κάτω λίγο πριν το πρώτο solo του David στο “Comfortably Numb”.
Πράγματι.
Αλήθεια, ως drummer πιστεύεις πως ο μετρονόμος συνήθως σκοτώνει τον αυθορμητισμό σου και περιορίζει ως εκ τούτου αυτή καθαυτή την απόδοση σου ή όχι;
Ναι, δε μπορώ να διαφωνήσω, όμως πρέπει να προσθέσω πως σε κάποιες άλλες περιπτώσεις μπορεί και να συμβάλει στο τελικό αποτέλεσμα ανυψώνοντας το. Έχω πολλά παραδείγματα κομματιών που παλιά παίζαμε χωρίς μετρονόμο και από τη μέρα που τον χρησιμοποιούμε στα live μας, τα παίζουμε πιο σωστά. Όμως θα αρκεστώ σε ένα. Στην πρόσφατη έκτακτη συμμετοχή μου στην περιοδεία του Roger για το “Dark Side Of The Moon”, οι σύγχρονες προβολές (σ.σ.: Back projections) για τις ανάγκες του μεγαλόπνοου show απαιτούσαν χρήση μετρονόμου και πίστεψε με, εκείνη τη φορά το άκουσα καλύτερα από ποτέ.
Τώρα όσον αφορά τη στιγμή που με είδες να πετάω τα ακουστικά κάτω, ήταν προδιαγεγραμμένο κάτι τέτοιο , αφού είχαμε συμφωνήσει πως κατά τη διάρκεια του κομματιού θα τον ακολουθούσαμε πιστά λόγο της συνύπαρξης κάποιων sequencers στην ενορχήστρωση, μα στο σημείο που αυτοσχεδίαζε ο David αυτά σταματούσαν, οπότε μπορούσαμε να βασιστούμε παραδοσιακά στα τύμπανά μου.
Έτσι λοιπόν. Άρα εν κατακλείδι, οι προτιμήσεις σου διαφοροποιούνται κατά περίπτωση, επιλέγοντας ανάλογα με τις ανάγκες του εκάστοτε κομματιού κάποιες φορές τη «μαθηματική ακρίβεια» και κάποιες άλλες τον αυθορμητισμό;
Ακριβώς έτσι. Απλά με εμφανή τάση προς το δεύτερο σενάριο ειδικά όταν πρόκειται για ζωντανή εμφάνιση. Διότι όπως συμβαίνει με τις δυναμικές κάθε χτυπήματος στα δέρματα, έτσι συμβαίνει αντίστοιχα και με την «ζωντανή» και ελεγχόμενα ανακριβή σχέση των επιμέρους θεμάτων ενός τραγουδιού με τον απόλυτο χρόνο: προσδίδουν ζωντάνια.
Ξέρεις, υπάρχει η λεγόμενη Αγγλική Σχολή Τυμπανιστών που συνειδητά επιλέγει να είναι ένα απειροελάχιστο κλικ πίσω από τη ροή του κομματιού ώστε να αποκτά αυτό το «κάτι» παραπάνω.
Όλα αυτά βέβαια εκτός studio. Εντός, οι ευκολίες που σου προσφέρει το κλικ είναι αμέτρητες και σου λύνουν τα χέρια.
Σε ολάκερη την πορεία σου ως drummer των Pink Floyd, ελάχιστες φορές έχεις πιάσει άλλο όργανο στα χέρια σου και εξίσου ελάχιστες έχεις τραγουδήσει ή απαγγείλει κάτι. Θες να μας πεις ποιες και γιατί;
Βασικά με καλύπτει πλήρως το όργανό μου. Λατρεύω τα τύμπανα. Τώρα αν κάποιες στιγμές έπιασα και εγώ κιθάρα ή μικρόφωνο στα χέρια μου, ήταν ελάχιστες. Δε μπορώ να αναφέρω έναν συγκεκριμένο λόγο λοιπόν για αυτή μου τη στάση, απλά έτυχε. Με τόσες ώρες στα studio του κόσμου, ε, κάποια στιγμή ανάπαυλας μου ήρθε να απαγγείλω ή να φωνάξω κάτι και το έκανα. Άλλες φορές το κρατήσαμε, άλλες δε θέλαμε. Στο “One Of These Days” για παράδειγμα έδεσε όμορφα με το ύφος του τραγουδιού να μιλήσω περιστασιακά τη μια γρήγορα και την επόμενη στιγμή αργά. Αν κάτι προσέφερε λοιπόν αυτό, ήταν η μαθηματική συμμετρία των εναλλαγών και όχι η «ανυπέρβλητη» φωνή μου
Αν ευθαρσώς επιχειρούσα μια αντιπαράθεση μεταξύ των δυο μεγάλων σου παθών, Μουσικής και Αυτοκίνησης, πώς θα μιλούσες για τις τρεις σου εταιρίες τυμπάνων συγκριτικά; Premier, Ludwig & D.W.
Ξεκίνησα με τις Premier που ανέκαθεν ήταν πολύ καλής κατασκευής, Αγγλικές, «τίμιες» θα τολμούσα να πω από πλευράς υλικών και σχέσης τιμής-ποιότητας. Όμως όπως θα γνωρίζεις αφού παίζεις και συ μουσική, εμείς οι drummers ίσως πιο πολύ από κάθε άλλου οργάνου μουσικούς, έχουμε τη μανία να κοιτάμε τους συναδέλφους μας διαρκώς, να τους «κατασκοπεύουμε» σε κάθε τους επιλογή και κάποιες φορές μάλιστα να τους μιμούμαστε με ακρίβεια πιθήκου.
Έτσι λοιπόν κάποια στιγμή είδα τον Ginger Baker (σ.σ.: ο guru drummer των Cream) να παίζε με ένα set Ludwig και είπα «να τι χρειάζομαι!». Νωρίτερα είχα προσέξει πως και ο Ringo έπαιζε με Ludwig, οπότε πολύ σύντομα άλλαξα μάρκα κι εγώ.
Και για να είμαι ειλικρινής, δε θα είχα μεταπηδήσει στην D.W. αν δεν είχε κλείσει το εργοστάσιο της Ludwig το 1987-88. Για μένα ήταν ένα από τα σημαντικότερα θύματα της κατά κόρον εισαγωγής φθηνών προϊόντων από την Άπω Ανατολή που την ώθησε να τερματίσει όλες τις γραμμές παραγωγής, αφού κρατώντας ένα standard στην ποιότητα κατασκευής ακόμη και των πιο οικονομικών μοντέλων της, δεν μπορούσε να κατεβάσει το κόστος τόσο χαμηλά. Αλλιώς θα ήμουν πιστός σε αυτήν έως και σήμερα! Όμως δεδομένων των συνθηκών, αναζήτησα κάτι αξιόπιστο και μικρό σε μέγεθος, οπότε έπεσε στην αντίληψή μου η D.W. που όντας εξολοκλήρου χειροποίητη, είναι ότι καλύτερο υπάρχει σήμερα στην αγορά. Ένα-ένα κομμάτι περνά από τα χέρια του ιδιοκτήτη John Good για να εγκριθεί! Μάλιστα την προηγούμενη εβδομάδα ήμουν στο εργοστάσιο και για άλλη μια φορά υπήρξα μάρτυρας του πόσο πολύ τους ενδιαφέρει να εξελίσσονται μέσα από διαρκείς πειραματισμούς υλικών και σχεδιασμών.
Αναφερόμενος στους παραπάνω επώνυμους τυμπανιστές, να ρωτήσω ποιόν θεωρείς ως μέντορά σου;
Ο Ginger ήταν αυτός που νομίζω ότι με επηρέασε σε τεράστιο βαθμό. Όμως αν μιλήσουμε για το ποιος ήταν ο Μέντοράς μου, θα έλεγα πρώτο-πρώτο τον Mitch Mitchell που έπαιξε με τους Jimi Hendrix Experience και δεύτερο τον Brian Davison από τους Nice στα τέλη των 60’ς.
Τώρα από το χώρο της Jazz Bebop τον Art Blakey και τον Chico Hamilton. Δεν ξέρω αν έχεις δει το φιλμ “Jazz On A Summer’s Day” (σ.σ.: κινηματογράφηση του Newport Jazz Festival το 1958) όπου παίζει περισσότερο με mallets (σ.σ.: οι μπαγκέτες που στην άκρη τους έχουν υφασμάτινη φούντα) παρά με κανονικές μπαγκέτες;… Εκεί λοιπόν όπως αντιλαμβάνεσαι μπορείς να βρεις τις ρίζες του «κακού» για το όλο σκηνικό που έστησα προσωπικά στα πρώιμα κομμάτια μας “Pow R. Toc H.” & “Set the Controls for the Heart of the Sun”.
Το Δεκέμβριο του 1967 οι Pink Floyd ακολούθησαν την περιοδεία των Jimi Hendrix Experience. Εφόσον αναφέρεις τον Mitch ως μέντορα, θα ήταν εμπειρία ζωής για σένα ειδικά!
Φυσικά. Και πόσο μάλλον αφού συμπωματικά, ήταν και η πρώτη μας φορά που βγαίναμε στο δρόμο και συναντούσαμε συναδέλφους, οπότε το αντίκτυπο ήταν ακόμη πιο έντονο. Μπήκαμε στο παιχνίδι, περνούσαμε καλά και κάναμε φίλους. Η φιλία μου με το Mitch μάλιστα κράτησε έως και τον πρόσφατο θάνατό του.
Όμως το σημαντικότερο στοιχείο αυτής της περιοδείας για μας ήταν η επαγγελματική μας αφύπνιση! Ξαφνικά νιώσαμε πως ανήκουμε πλέον στην διεθνή αρένα της μουσικής, αφήνοντας πίσω μας μια για πάντα την ανεμελιά του ερασιτέχνη. Ο μόνος που δεν κατάφερε να ενταχθεί σε αυτό ήταν ο Syd. Μάλιστα μπορεί να έχεις ακούσει για το περιστατικό όπου σε μια από τις εμφανίσεις μας όπου δεν εμφανίστηκε έως και την τελευταία στιγμή, τον αντικατέστησε εκτάκτως ο Lee Jackson, ο κιθαρίστας των Nice, ο οποίος μάλιστα τα κατάφερε τόσο καλά που, λόγο χαμηλού φωτισμού, κανείς από τους θεατές δεν κατάλαβε την απουσία του Barrett!…