
Του Κώστα Τάταρη
Η ύπαρξη θάλλει στην υπέρβαση της ατομικότητας, όταν το «άτομο» ανάγεται σε «Πρόσωπο».
Η ατομικότητα αρκείται στις βολικές, εύπεπτες «λύσεις», οικοδομεί με ευκολία είδωλα για να οχυρώνεται πίσω απ’ αυτά, βολεύεται στη «φυλακή του εγώ», καθίσταται αυτοείδωλο η ίδια.
Η ατομικότητα αυτό-δικαιώνεται μέσα στον πεπερασμένο, ασφυκτικό κύκλο της πτωτικής ανθρώπινης φύσης, αρκείται στη « λατρεία του λογικού και της κοιλιάς, τη μίζερη γνώση, τις κερδοφόρες μικρές βεβαιότητες» (1). Tα πάντα, ακόμα και τα «πνευματικά μεγέθη», νοούνται με χρησιμοθηρική «λογική» (η «σχέση» με το Θεό είναι αποτιμητή σε «χειροπιαστό κέρδος», μέσα από τον ταπεινό υπολογισμό του εμποράκου, «ζητάω αυτό και θέλω να μου το δώσεις γιατί είμαι «καλό παιδί», φρόνιμο, υπάκουο, ηθικό» και «δώσε μου να σου δώσω»).
Αντίθετα με την «πνιγηρή» στον μικρόκοσμό της ατομικότητα, η ύπαρξη στην πληρότητά της, περιφρονεί «τις βεβαιότητες» που ντροπιάζουν την ανθρώπινη υπόσταση, ασφυκτιά, κλαίει και θρηνεί «στη φυλακή του εγώ», θραύει τα κλειστά σχήματα και τα εφήμερα είδωλα, τολμά την πλεύση στο ανοικτό πέλαγος, προϋποθέτει «τη διακινδύνευση» και «το μεγάλο στοίχημα».
Ο Αθανάσιος Νοτόπουλος στο βιβλίο του με τον όχι τυχαίο τίτλο «Καρδιακές Αναπάλσεις»(2) αναφέρεται σε αυτήν ακριβώς την υπαρξιακή περιπέτεια, «την διακινδύνευση» και «το μεγάλο στοίχημα» υπό το Φως της ορθόδοξης πνευματικότητας.
Ο Αθαν. Νοτόπουλος, να το επισημάνουμε εξ’ αρχής, παρ’ ότι ενδιαφέρεται για τα σύνθετα, αντισυμβατικά ρεύματα ιδεών και για «ό,τι καλό» έχουν να μας δώσουν άλλες υγιείς κι ενδιαφέρουσες παραδόσεις (όπως το σούφικο Ισλάμ, για παράδειγμα), ο ίδιος δεν ακολουθεί καμιά ιδεολογία ούτε θρησκεία ως «σχηματοποιημένο κλειστό σύστημα»΄ «Τόπος» των ενοράσεών του η Ορθοδοξία όχι ως «θρησκεία» (έστω και «καλύτερη από τις άλλες»), ούτε ως ιδεολογικοποιημένη θρησκεία («ορθοδοξισμός»), αλλά ως Οδός για την υπαρξιακή πληρότητα και αυθυπέρβαση, ως Οδός για τη Θεογνωσία και τη Θέωση.
Υπό αυτή την οπτική ο Νοτόπουλος μας το λέει εμμέσως, πλην σαφώς: δε χρειαζόμαστε «κατηχητές», δεν θέλουμε «ιεροκήρυκες», μας απωθούν οι «ηθικολόγοι» και οι «ευσεβιστές». Εκείνο που έχουμε ανάγκη βρισκόμενοι «καθ’ οδόν» είναι «σηματωροί» (3). Πρόσωπα που «γεύτηκαν την αγάπη», Πρόσωπα που η καθαρμένη καρδία τους δέχτηκε τη Χάρη, οι Άγιοι (4).
«Ο Θεός είναι αγάπη» έτσι αρχίζει το «πρώτο κεφάλαιο (θα εξηγήσω στη συνέχεια γιατί βάζω τη λέξη σε εισαγωγικά), που τιτλοφορείται «για την αγάπη του Θεού και για να μετέχουμε στο πανηγύρι της ζωής». Ο Θεός ε ί ν α ι αγάπη και όχι ο Θεός «έχει» αγάπη. Είναι η κενωτική, θυσιαστική, αγαπητική αλληλοπεριχώρηση της Αγίας Τριάδας, κι ως εκ τούτου, η αγάπη που παρέχεται στον άνθρωπο είναι χωρίς όρους, είναι η απροϋπόθετη αγάπη.

H ‘Aγία Τριάδα” του Αντρέι Ρουμπλιώφ
Αυτή η αγάπη είναι ο λόγος (όχι η «αιτία», όχι κάποιος ντετερμινιστικός καθορισμός») της Ενσάρκωσης του Λόγου «που συνέχει και συντηρεί τα πάντα» (5) και της Σταύρωσης΄ μας το λέει πολύ όμορφα και ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος : Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ενσαρκώθηκε και , κυρίως, έπαθε και σταυρώθηκε όχι μόνο για να μας σώσει από την αμαρτία (και γι’ αυτό βεβαίως, αλλά όχι κυρίως γι’ αυτό)΄, αν ήταν αυτός ο «βασικός λόγος» μπορούσε να εκπληρωθεί με πιο …ανώδυνο τρόπο, ποιος ο λόγος, διερωτάται ο Άγιος Ισαάκ, να δεχτεί τον κατά πρόσωπο εμπτυσμό, τον ακάνθινο στέφανο και το σταυρικό (τον πλέον «ατιμωτικό» και βασανιστικό) θάνατο, αν όχι για να μας φανερώσει τη άπειρη αγάπη Του, τη θυσιαστική, την «πυρπολούσα και δροσιστική συνάμα» ;
«Ο Θεός είναι αγάπη. Κινούμενος με υπέρλογο, εκστατικό έρωτα προς εμάς, ο Υιός του έπαθε, σταυρώθηκε, πέθανε. Η παραδοξότητα των ενεργειών Του ανέκαθεν αποτελούσε σκάνδαλο για όποιονδήποτε τις έβλεπε έξω από το φως της Ανάστασης και το πυρ της ελεύθερης αγάπης, Της αγάπης που «εκ του μη όντος» μας δημιούργησε «θεούς κεκελευσμένους», ελεύθερους να την αποκρούσουμε…» και σε άλλο σημείο του ιδίου «κεφαλαίου»: « ο Θεός δεν είναι έννοια, ιδέα, ιδεολογία, απρόσωπη δύναμη παρακτική της κτίσης, υπέρτατη δύναμη, ενέργεια συνεκτική των πάντων (κι άλλα μύρια «του μυαλού ροκανίδια» που Του αποδίδονται)… αλλά είναι «Ον παραγωγικόν και κινητικόν προς ερωτικήν συνάφειαν» (Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής) που μας βρίσκει με επίμονη αναζήτηση σε οποιαδήποτε κατάσταση βρισκόμαστε καλώντας μας σε μια ζωογόνο κοινωνία αγάπης. Και στην αγάπη η προσέγγιση είναι γλυκιά, απαλή, διακριτική, ελεύθερη, και η μεταμόρφωσή της στην ανταπόκρισή μας αυτήν εκχυλισματική, απροϋπόθετη και αποφασιστική προσωπική επιλογή…».
Η αγάπη του Κυρίου προς εμάς, είναι, το επαναλαμβάνουμε, απροϋπόθετη. Ο πτωτικός άνθρωπος βάζει όρους και προϋποθέσεις. «Ο Κύριος» είναι «ο Υπέρτατος φίλος μας, πιο φιλικός με εμάς απ’ ότι ο ίδιος μας ο εαυτός , που εύκολα διολισθαίνει είτε σε άγονα ενοχικά πλέγματα είτε σε απατηλά αυτοδικαιωτικά σχήματα, μη αποδεχόμενος εύκολα και μη αγαπώντας ουσιαστικά την πραγματικότητα…»
Ο συγγραφέας μας λέει ότι μια από τις πιο όμορφες καταφατικές προσεγγίσεις του Θεού είναι εκείνη «του Νυμφίου». Ο Νυμφίος μας προσκαλεί στη χαρά του στρωμένου τραπεζιού, όμως εμείς πρέπει να είμαστε σε εγρήγορση, όχι ράθυμοι και κοιμισμένοι, αλλά έτοιμοι με τα δαδιά μας αναμμένα. Κι αυτή είναι η δική μας «διακινδύνευση» να αφεθούμε στη βροχή της χάριτος χωρίς να κρατούμε ομπρέλα, στο «πέλαγος της δροσιάς» χωρίς να υψώνουμε οχυρωματικά έργα.

Βίλχελμ φον Σάντοου: η παραβολή των 10 Παρθένων
Μια άλλη «καταφατική προσέγγιση» του Θεού που αρέσει στο συγγραφέα είναι εκείνη «του Χορευτή». (Το παρακάτω απόσπασμα είναι από τα πλέον αγαπημένα μου).
« Η ζωή – ας μας συγχωρεθεί να το πούμε – είναι κατά κάποιο τρόπο ερωτικός χορός με τον Θεό, όπου συνυπάρχουν εναρμονισμένα βήματα υποχώρησης, παλινωδίας, ατομικές και συνεργατικές φιγούρες, αμηχανία μπροστά στις κινήσεις του συγχορευτή, λεπτός φόβος για ενδεχόμενη διατάραξη της αρμονίας, αλλά και ταιριαστό άφημα και μυσταγωγία σ’ ένα μίγμα ακατάλυτης, αγαπητικής σύνδεσης, όπου συνυφαίνονται λειτουργικά η απίστευτη οικειότητα με το απερινόητο μυστήριο».
Η προσφερόμενη όμως αγάπη τις περισσότερες φορές είναι «μη μεθεκτή» από τον άνθρωπο , γι΄ αυτό ο τελευταίος , οχυρωμένος «στην κόλαση του εγώ», στα ηθικογνωστικά κριτήρια και στις «κερδοφόρες μικρές βεβαιότητες» αποκρούει την αγάπη Του και η απόκρουση αυτή συνιστά περισσότερο περιπτώσεις αντιθεΐας, που περιγράφονται από τον συγγραφέα (και έτσι «η ζωή από δώρο γίνεται κολαστήριο») παρά αθεΐας (άλλωστε η τελευταία είναι αδύνατη αφού «ο Θεός είναι πανταχού παρών και τα πάντα πληρών») είτε παραμορφωτικά σχήματα («του μυαλού ροκανίδια») που «προσεγγίζουν» τον Θεάνθρωπο ως «μύστη που μαθήτευσε στους Ινδούς», «απεσταλμένο δάσκαλο» κλπ κλπ.
Ποια είναι, λοιπόν, «η διακινδύνευση» όσον αφορά τα «σχήματα» και «τις βεβαιότητες», «τα ηθικογνωστικά κριτήρια», τα είδωλα και την αυτό- ειδωλοποίηση ; Να εξέλθεις αποφασιστικά «από τη φυλακή του εγώ».
« Παίζω και γελώ
κάτω απ’ το Σταυρό΄
κλαίω και θρηνώ
στη φυλακή του εγώ» (6)
Να αφεθείς χωρίς όρους, να εξοικειωθείς με τον Αγαπημένο (αυτή είναι η Θεογνωσία), να αφεθείς στο χορό, «να λικνιστείς στα κύματα».
«Λικνίζομαι στα κύματα
μιας φλογερής δροσιάς,
χορεύω με τα βήματα
γλυκιάς ανεμελιάς» (7)
και
« Άγρυπνη βροχή
στο καύμα του ηλίου
το πυρ της προσευχής
στάχτη ειδώλων
καρπός γλυκός» (8)
Λίκνισμα στα κύματα «μια φλογερής δροσιάς», «άγρυπνη βροχή στο καύμα του ηλίου» ή «άφλεκτος μες στη φωτιά». Αφήνομαι μ’ εμπιστοσύνη και ηρεμία σε κάτι που με δροσίζει και με πυρπολεί ταυτόχρονα, υπό άγρυπνη (όχι απλά «συνεχή», αλλά «άγρυπνη») βροχή που μου «υπενθυμίζει» και με κρατά διαρκώς σε εγρήγορση «στο καύμα του ηλίου». Αντιφάσεις; Για τον εργαλειακό ορθολογισμό, ναι, αντιφάσεις. Για τον ελληνικό (η ηρακλείτεια «παλίντροπος αρμονία») και τον ορθόδοξο τρόπο (η διάπυρη καρδία, η πυρπολημένη από την θεία αγάπη και πυρπολούσα τα πάντα γύρω της λικνίζεται στη δροσιά των κυμάτων), όχι. Δεν πρόκειται για αντιθέσεις που απλά «συνυπάρχουν». Πρόκειται για την αναίρεση κάθε ντετερμινισμού, για τη θραύση των αλυσίδων του φυσικού καταναγκασμού, για το αβίαστο «άνοιγμα» της ύπαρξης στην όντως εμπειρία, στην εκστατική εμπειρία.
Μετά «τη διακινδύνευση», ποιο είναι «το μεγάλο στοίχημα» ; Η αποκάλυψη, όχι η ανακάλυψη. Όχι να ανακαλύψεις «τις Ινδίες» (που δεν είναι οι Ινδίες, νομίζεις ότι είναι), αλλά να σου αποκαλυφθεί αυτό που είναι «κρυμμένο», γιατί εσύ το σκέπασες «με μύρια όσα». Να σου αποκαλυφθεί η «πρόγευση» της Εδέμ, μέσα από τη νοσταλγία του απολεσθέντος , αλλά και του μέλλοντος Παραδείσου. Είναι αυτό που «γεύτηκε» «ο Άγιος Κόκκος (της Άμμου)», το πλέον αγαπημένο μου ποίημα και γι’ αυτό το παραθέτω ολόκληρο:
« ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΟΚΚΟΥ (ΤΗΣ ΑΜΜΟΥ)
Πλημμυρίδα
κι ανάβλυσμα ζωής.
Άμπωτις
και νόστος φιλιού.
Μελαγχολικός συλλογισμός
κι εκστατική παράδοση.
Κύμα
κι αιφνίδιο φως.
Χορός, σεισμός,
κροτάλισμα του κάβουρα,
πνοή του ανέμου».
Στο βιβλίο του Νοτόπουλου «συνυπάρχουν» πεζά κείμενα, κείμενα υπό μορφή ημερολογιακής καταγραφής, ποίηση και σουρεαλιστικά κείμενα στην καλύτερη παράδοση του Νίκου Γαβριήλ Πεντζικη. Όταν ρώτησα τον συγγραφέα γιατί τα «κεφάλαια» (με πολύ όμορφους τίτλους που σε προϊδεάζουν για την ποιητικότητα των κειμένων, όλο το βιβλίο είναι ποιητικό) δεν αναφέρονται στην «πρώτη» ή «τελευταία» σελίδα «ως είθισται», χαμογέλασε και μου είπε : « Δική μου επιλογή να μην υπάρχουν περιεχόμενα, η ροή είναι συνεχής, κυματοειδής». Κατάλαβα. Γι’ αυτό βάζω εισαγωγικά. Δεν είναι «κεφάλαια» που γίνονται «περιεχόμενα», διότι δεν είναι «αυτονομημένα» ή «στεγανοποιημένα», δεν αποτελούν «το επόμενο» γραμμική συνέχεια «του προηγούμενου», ούτε απλά «συνυπάρχουν». Διεισδύουν το ένα μέσα στο άλλο όπως τα ρεύματα της θάλασσας, όπως τα κύματα που εμφανίζονται «από το πουθενά».
Η ίδια «κατάθεση» που εμφανίζεται με τη σαφήνεια του πεζού κειμένου, ενορατικά εκφράζεται με την ποίηση και με τα σουρεαλιστικά κείμενα (αληθινά σουρεαλιστικά διαμαντάκια το σχετικό «κεφάλαιο», που τιτλοφορείται «νύχτες γιομάτες θαύματα, μέρες σπαρμένες μάγια»). Μπορείς, από το ένα κύμα να πηδήξεις στο άλλο, από το ένα ρεύμα να παρασυρθείς στο άλλο, όπως και από οποιοδήποτε μέρος του βιβλίου να δεις τον προβληματισμό του «για την υγεία», (ο Νοτόπουλος είναι ιατρός), είναι και αυτό μέρος της ομορφιάς του βιβλίου.
Ο Νοτόπουλος είναι Χριστιανός Ορθόδοξος, αλλά αξίζει να διαβαστεί απ’ όλους, όσους «ψάχνονται υπαρξιακά», όπως τηρουμένων πάντα των αναλογιών , ο Τζελαλεντίν Ρουμί, που επίσης αναζητά τον Αγαπημένο, (δεν είναι τυχαίο ότι στην αρχή του βιβλίου υπάρχουν στίχοι του μεγάλου μουσουλμάνου μυστικού που βρίσκεται ψηλά στις προτιμήσεις τόσο του συγγραφέα, όσο και στις δικές μου) δεν απευθύνεται μόνο σε μουσουλμάνους. Ας διαβαστεί και από όσους έχουν επιλέξει «άλλη οδό», αρκεί να έχουν αίσθηση και εμπειρία «της οδού», της υπαρξιακής περιπέτειας, της απόδρασης από τη φυλακή του εγώ.

Διακαίομαι από την επιθυμία να ξεφύγω από την φυλακή του εγώ μου και να χαθώ μέσα Σου”
Απόφθεγμα του Τζαλαλουντίν Ρουμί,αγαπημένου μύστη του Νοτόπουλου
Με τον συγγραφέα γνωριζόμαστε από μικρά παιδιά, τη τελευταία εικοσαετία μας συνδέει μια δυνατή φιλία. Μεγάλη μου χαρά που έγραψα αυτή την αναφορά για το διαμαντάκι που μας χάρισε. Ελπίζω μόνο στη περιγραφή μου να φάνηκα αντάξιος του εγχειρήματός του.
1* Η πιο μεστή περιγραφή «της Φραγκιάς», του δυτικού (αναγεννησιακού) κοσμοειδώλου, από τον Νίκο Καζαντζάκη στο «Συμπόσιον» , «Κύριε ! Κύριε ! Ποιος μίσησε περσότερο από μένα τη Φραγκιά, τη λατρεία του λογικού και της κοιλιάς, τη μίζερη γνώση, τις κερδοφόρες μικρές βεβαιότητες ;» Βέβαια, ο Νοτόπουλος δεν μισεί κανέναν, ούτε «τη Φραγκιά», απλά…αποστασιοποιείται.
2* Η καρδία είναι το κέντρο της ύπαρξης, η καρδιακή ευχή η όντως ευχή και η καρδιακή προσευχή η όντως προσευχή, η καθαρμένη καρδία η κατοικία του Αγ. Πνεύματος
3* Η ψυχή μου ζητούσε Σηματωρό και Κήρυκα..», από το κεφ. «ΓΕΝΕΣΙΣ» του «ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ», του ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ
4* «ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΑΓΙΩΝ», από το κεφ. «Πλοηγούμενος στην αυλή της Χάριτος»
5* Όπου υπάρχουν εισαγωγικά με έντονη γραφή, πρόκειται για παράθεση κειμένου του ίδιου του συγγραφέα, με επεξηγήσεις, όταν χρειάζονται.
6* Η πρώτη στροφή του ποιήματος «ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΣΤΑ ΚΥΜΑΤΑ», από το κεφ «Περπατώντας στο δάσος μια βροχερή αυγή μιας μυστικής ημέρας»
7* Η δεύτερη στροφή του ποιήματος «3-3-1999», του ιδίου κεφ.
8* Η τρίτη στροφή του ποιήματος «ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ», του ιδίου κεφ

Ο συγγραφέας και γιατρός Αθανάσιος Νοτόπουλος