Του Στέφανου Ντάκου*
Αναμφίβολα, ο Βρεττανός σκηνοθέτης Ρίντλεϊ Σκοτ και η Ναπολεόντεια περίοδος της Γαλλικής Ιστορίας είναι παλαιοί γνώριμοι. Το σκηνοθετικό του ντεμπούτο πραγματοποιήθηκε το 1977 με την ταινία “Οι μονομάχοι” ( The duellists), σε σενάριο Τζέραλντ Βων Χιουτζ, ως διασκευή της νουβέλας του Τζόζεφ Κόνραντ “Η μονομαχία”, που πρόσφατα μεταφράστηκε στα ελληνικά και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μέδουσα.
Η πλοκή ξετυλίγεται στη Γαλλία μεταξύ 1801 και 1815 και αφορά τις αλλεπάλληλες μονομαχίες τιμής μεταξύ δύο αξιωματικών του αρχικά δημοκρατικού και μετέπειτα αυτοκρατορικού Γαλλικού στρατού. Επρόκειτο για μια επιτυχημένη ταινία, χρειάστηκαν όμως αρκετά χρόνια για να επανέλθει ο γνωστός δημιουργός στην ιστορική μυθοπλασία, αν εξαιρέσουμε το Legend, που αφορά περισσότερο μεσαιωνική επική φαντασία, με το “1492: Χριστόφορος Κολόμβος” (1492: Conquest of Paradise) με το οποίο θα εγκαινιάσει μια μακρόχρονη θητεία στο είδος αυτό.
Φυσικά, η πιο επιτυχημένη στιγμή του θα έρθει με τον “Μονομάχο” (Gladiator, 2000), που θα αποτελέσει αναβίωση του ρωμαϊκού έπους, δεκαετίες μετά την παρακμή του είδους, με τελευταία μεγάλη ταινία του είδους την “Πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας” του Άντονυ Μαν το 1964, αλλά και κάποιες αναλαμπές όπως το τηλεοπτικό “Μάσαντα” το 1981.
Με το “Βασίλειο των ουρανών” (Kingdom of Heaven) το 2005 θα αναστήσει τη γαλλική επαρχία και την Ιερουσαλήμ του 12ου μ.Χ. αιώνος, ενώ με τον υποτιμημένο “Ρομπέν των δασών” το 2010 θα προσπαθήσει να ρίξει φως όχι μόνο στον χαρακτήρα πίσω από τον θρύλο, αλλά και στην Αγγλία του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου και του Ιωάννου του Ακτήμονος.
Λίγα χρόνια μετά, το 2014, με την “Έξοδο: θεοί και βασιλείς” (Exodus: Gods and Kings), θα δώσει τη δική του εκδοχή της βιβλικής ιστορίας τηε Εξόδου, γυρισμένη σε 3-D, και τελευταία, το 2021, με την “Tελευταία μονομαχία” (The Last Duel), βασισμένη στο βιβλίο του Έρικ Τζάκερ, θα παρουσιάσει σπονδυλωτά την ίδια ιστορία, από τρεις διαφορετικές σκοπιές, του θύματος, του θύτη και του συζύγου και θα αναβιώσει τη γαλλική ύπαιθρο, αλλά και το Παρίσι του 14ου αιώνος.
Με την νέα του ταινία “Ναπολέων”, επιχειρεί να φωτίσει την προσωπικότητα του Γάλλου ηγέτη, ακροβατώντας μεταξύ της λεπτομερούς και ακριβούς ιστορικής βιογραφίας με γραμμική σειρά, και της μυθοπλασίας, ειδικά όσον αφορά τη σχέση του με τη σύζυγο και αυτοκράτειρα Ιωσηφίνα Ντε Μπωαρνέ. Φυσικά, όταν πρόκειται να τιθασεύσει κανείς ένα τεράστιο υλικό πρωτογενές και δευτερογενές, απομνημονεύματα, αυτοβιογραφίες, επιστολογραφία, ημερολόγια, αρχεία, δευτερεύουσα βιβλιογραφία, βιογραφίες, ειδικές μελέτες κ.λ.π., καταλαβαίνουμε πως είναι αδύνατο να συμπυκνωθούν σε ένα σενάριο Όταν μάλιστα επεμβαίνει το μοντάζ, προκειμένου να περιορίσει την τελική κόπια σε 2 ώρες και 38 λεπτά, το όλο εγχείρημα καθίσταται παρακινδυνευμένο και το συνολικό αποτέλεσμα αδικαίωτο. Στο παρόν άρθρο θα εστιάσω στην ιστορική ακρίβεια ή μη της ταινίας, βάσει της παρουσίασης των γεγονότων.
Κατ’αρχήν όσο αφορά την πολυσυζητημένη σκηνή της εκτελέσεως της βασιλίσσης Μαρίας Αντουανέτας τον Οκτώβριο του 1793, πράγματι είναι ορθή και δικαιολογημένη η ένσταση των Γάλλων ειδημόνων ότι ο τότε συνταγματάρχης του πυροβολικού Βοναπάρτης δεν ήταν παρών, αλλά βρισκόταν στην πολιορκία της Τουλόν. Φυσικά, η σκηνή αυτή υπάρχει στο σενάριο για λόγους συμβολικούς. Η αποστασιοποίηση με την οποία ατενίζει ο νεαρός αξιωματικός την εκτέλεση και το κομμένο κεφάλι είναι η ίδια με την οποία θα παρακολουθεί την ανθρωποσφαγή στις μάχες ή στην καταστολή της φιλοβασιλικής εξεγέρσεως, αργότερα.
Λιγότερο ουσιώδες είναι το γεγονός ότι η μελλοθάνατη βασίλισσα δεν παρουσιάζεται με κοντοκουρεμένο κεφάλι, αλλά υποτίθεται ότι ανασηκώνουν τη χαίτη των μαλλιών της και τη δένουν με τρόπο που να καθιστά τον γυμνό σβέρκο εύκολη λεία της λαιμητόμου.
Επίσης η σκηνή της προσπάθειας διαφυγής του Ροβεσπιέρου και η απόπειρα αυτοκτονίας του με πιστόλι χειρός είναι προϊόν καλλιτεχνικής ελευθερίας, αντίθετα αρκετά ρεαλιστική είναι η απόδοση της εξ΄εφόδου καταλήψεως της Τουλόν, όπου αφιερώνεται χρόνος στη σύλληψη και την εφαρμογή του στρατηγικού τεχνάσματος του Βοναπάρτη, με το πυροβολικό ως αιχμή του δόρατος.
Από την ταινία απουσιάζει η περίοδος από την πτώση του Ροβεσπιέρου τον Αύγουστο του 1794 ως την άνοδο του Διευθυντηρίου, κατά την οποία περίοδο, ο Βοναπάρτης εξέπεσε του αξιώματος του υποστρατήγου και φυλακίστηκε, έχοντας συνδεθεί με το καθεστώς του Ροβεσπιέρου. Φυσικά με την άνοδο του Διευθυντηρίου αποκαταστάθηκε στο στράτευμα με τον βαθμό του στρατηγού και διεδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην κατάπνιξη της φιλοβασιλικής εξεγέρσεως στην πρωτεύουσα.
Ο ρόλος του Ιωακείμ Μυρά, ο οποίος ως χαρακτήρας απουσιάζει πανηγυρικά από την ταινία, ως επικεφαλής των Ουσάρων ήταν επίσης καθοριστικός, καθώς συνεργάστηκε στην επιχείρηση αυτή με τον μετέπειτα κουνιάδο του.
Περνώντας στη συνάντηση του Βοναπάρτη με τη μέλλουσα σύζυγό του, στην ταινία παρουσιάζεται ένα σαλόνι ελευθεριαζόντων κατά τη διάρκεια της εορτής της απελευθέρωσης του καλοκαιριού του 1794, όπου ο Βοναπάρτης γνωρίζει μια αμφιβόλου ηθικής Ιωσηφίνα, που παρουσιάζεται ως μια εταίρα πολυτελείας των παρισινών “σαλόνς”. Είναι γεγονός ότι την περίοδο της φυλακίσεώς της επί τρομοκρατίας είχε κόψει πολύ κοντά τα μαλλιά της, κάτι που φαίνεται και στην ταινία.
Επίσης, η συνάντηση του νεαρού γιου της Ιωσηφίνας, Ευγενίου Ντε Μπωαρναί με τον στρατηγό Βοναπάρτη, με αφορμή το αίτημα επιστροφής του ξίφους του εκτελεσθέντος πατρός του, είναι απολύτως αληθινή, καθώς τα απομνημονεύματα και οι επιστολές της εποχής επιβεβαιώνουν το γεγονός. Φυσικά, οι σκηνές που αφορούν τις προγαμιαίες συναντήσεις του μελλοντικού ζεύγους και το συνεπακόλουθο φλερτ, είναι βασισμένες μεν στις πληροφορίες που έχουμε από τις πηγές, αλλά δοσμένες με καλλιτεχνική ελευθερία και μυθοπλαστικά στοιχεία.
Η σκηνή του πολιτικού γάμου του Ναπολέοντος και της Ιωσηφίνας είναι δοσμένη με ακρίβεια και λεπτομέρειες ως προς τη διαδικασία, αλλά και τα πολιτιστικά στοιχεία, όπως τα εμβλήματα της επαναστάσεως ανηρτημένα στους τοίχους, η ταινία με την τρίχρωμη κονκάρδα του δημόσιου λειτουργού, η παρουσία του Μπαρά, ηγετικής μορφής του Διευθυντηρίου και εραστή της Ιωσηφίνας στην τελετή κ.ά..
Η ίδια προσεγμένη λεπτομέρεια θα δοθεί αργότερα, στη σκηνή της επίσημης τελετής του διαζυγίου του αυτοκρατορικού ζεύγους, ενώ καμία αναφορά δεν γίνεται στον θρησκευτικό γάμο του ζεύγους από τον καρδινάλιο Φες, θείο του αυτοκράτορος από την πλευρά της μητρός του Λετίσια, που υπήρξε και ο συνδετικός κρίκος του Ναπολέοντος με τη θρησκεία. Η θρησκευτική τελετή είχε λάβει χώρα λίγο πριν τη στέψη της 2ας Δεκεμβρίου 1804, στην οποία θα γίνει λόγος αργότερα.
Μεταξύ του πολιτικού γάμου που έλαβε χώρα την 9η Μαρτίου 1796 και τη μάχη των Πυραμίδων στις 21 Ιουλίου 1798, στην ταινία, τουλάχιστον στην κινηματογραφική εκδοχή της, υπάρχει ένα μεγάλο χρονικό κενό. Δεν αποτυπώνεται καθόλου η ένδοξη και πολυτάραχη εκστρατεία της Ιταλίας, ούτε καν η περιβόητη μάχη της Αρκόλε, όπου ο αρχιστράτηγος Βοναπάρτης διέσχισε την ξύλινη γέφυρα του ποταμού προελαύνοντας με τη σημαία στο χέρι Η μάχη του Μόντε Μπέλο, η κατάληψη της Μάντουα, η είσοδος στη Βενετία και το Μιλάνο, όπου ο Βοναπάρτης εγκαταστάθηκε και διοικουσε ως ηγεμόνας, νομοθετώντας, δικάζοντας και φορολογώντας, επίσης δεν παρουσιάζονται.
Η προέλαση στην Αυστριακή αυτοκρατορία και συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο το 1797 και η επάνοδος του αρχιστρατήγου στη Γαλλία απουσιάζουν. Το σκάνδαλο με τη σχέση της Ιωσηφίνας με τον αξιωματικό των δραγώνων Ιππόλυτο Σαρλ, που παρουσιάζεται στην ταινία, μάλιστα η Ιωσηφίνα φλερτάρει μαζί του από το γαμήλιο δείπνο της, διατάραξε ήδη τη σχέση τους από την εποχή της ιταλικής εκστρατείας και ο γάμος τους δοκιμάστηκε, ωστόσο συμφιλιώθηκαν και ο Ναπολέων της χάρισε το μέγαρο Μαλμαιζόν πριν την αιγυπτιακή εκστρατεία.
Όλα αυτά τα γεγονότα απουσιάζουν και η ιταλική κατάκτηση απλώς αναφέρεται μέσω μιας επιστολής μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα. Η κατάκτηση της Μάλτας και μάλιστα με προδοσία και η ήττα των Ιωαννιτών ιπποτών και η κατάκτηση της Αλεξάνδρειας και του Καϊρου δεν απεικονίζονται, Ερχόμαστε κατευθείαν στη σκηνή του εναρκτήριου κανονιοβολισμού πριν τη μάχη των Πυραμίδων, αλλά ούτε η μάχη αυτή καθεαυτή περιγράφεται. Ο βομβαρδισμός των Πυραμίδων προφανώς συμπεριλαμβάνεται καθαρά προς εντυπωσιασμό, αφού η μάχη έλαβε χώρα αρκετά πιο μακριά, ενώ ουδέποτε ο στρατηλάτης σκόπευσε τα μνημεία.
Επίσης, την εποχή εκείνη η Σφίγγα ήταν μισοθαμμένη στην άμμο, το κεφάλι βρισκόταν στην επιφάνεια, αλλά το σώμα όχι, ενώ το ανέσκαψαν μέσα στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνος Άγγλοι αρχαιολόγοι. Άρα στην επίμαχη σκηνή η Σφίγγα λανθασμένα απεικονίζεται με την εικόνα που έχει σήμερα.
Όσον αφορά την επιστημονική αποστολή των Γάλλων στην Αίγυπτο, παρουσιάζει απλά κάποιους ντυμένους με αστικό ένδυμα να πλαισιώνουν τον Βοναπάρτη κατά την αποκάλυψη μιας ταριχευμένης σωρού. Καμία αναφορά στο έργο των επιστημόνων, αρχαιολόγων και λογίων στην Αίγυπτο, ούτε στο σχέδιο του Γάλλου ηγέτη αναφορικά με τη διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ.
Ένα σημαντικό περιστατικό που θα μπορούσε να αποδοθεί στην ταινία είναι το άγγιγμα του ετοιμοθάνατου από πανώλη στρατιώτη από τον λιδιο τον στρατηγό. Οι Γάλλοι βασιλείς, Καπετίδες, Βαλουά και Βουρβώνοι είχαν μια παράδοση, να αγγίζουν ασθενείς ή παράλυτους, καθώς πιστευόταν ότι είχαν θεραπευτικές ή θαυματουργικές ιδιότητες όπως ο Ιησούς Χριστός. Υπάρχουν δύο θεωρίες εδώ, είτε ότι ο Βοναπάρτης ήθελε να μιμηθεί αυτή την παράδοση, περνώντας την εικόνα του έχοντος υπερφυσικές ιδιότητες και να γίνει αντικείμενο λατρείας από τον ντόπιο, μουσουλμανικό πληθυσμό, είτε για να δείξει ότι η ασθένεια δεν ήταν μεταδοτική και θανατηφόρα, ώστε να ενθαρρύνει τους γιατρούς και τους νοσηλευτές να τους αγγίζουν χωρίς φόβο.
Η όλη διοίκηση της Αιγύπτου δεν παρουσιάζεται, τελετές όπως εκείνη κατά την οποία ο Βοναπάρτης ντυμένος μουσουλμανικά διάβασε στίχους από το κοράνι και προσποιήθηκε ότι ασπάζεται το Ισλάμ για επικοινωνιακούς λόγους ή η μεγάλη εξέγερση στο Κάιρο, θα είχαν ενδιαφέρον να αποτυπωθούν. Στην Αίγυπτο έλαβαν χώρα και κάποιες φρικαλεότητες απέναντι στον εχθρό, κάτι που δεν αποτελούσε ίδιον του Βοναπάρτη, αλλά αποδίδεται στο ότι οι Ευρωπαίοι αντιμετώπιζαν τους Μαμελούκους και τους Βεδουίνους ως κατώτερους φυλετικά και δεν δεσμεύονταν από τους κανόνες του πολιτισμένου πολέμου.
Η εκστρατεία στη Συρία εναντίον των Οθωμανών απουσιάζει, με την πολιορκία του Αγίου Ιωάννη της Άκκρας, καθώς και η ναυμαχία του Αμπουκίρ, όπου ο Βρεττανός ναύαρχος Οράτιος Νέλσων συνέτριψε τον γαλλικό στόλο, αλλά και η αποφασιστική χερσαία μάχη του Αμπουκίρ, όπου ο Βοναπάρτης αντιμετώπισε τον οθωμανικο τακτικό στρατό του Σελήμ Γ΄, αποσιωπώνται. Ένα ιδιαίτερα σημαντικό περιστατικό, που αποτελεί μελανό σημείο του Βοναπάρτη, είναι η εντολή δηλητηρίασης των ασθενών από πανώλη. Όσοι επέζησαν αυτομόλησαν στην Αγγλία και κατήγγειλαν το περιστατικό.
* Ο Στέφανος Ντάκος είναι ιστορικός με την μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία στην Ναπολεόντιο περίοδο.