Με αφορμή την συναυλία με Βυζαντινά έργα της Εύα Πάλμερ-Σικελιανού από το καλλιτεχνικό σύνολο “Πολύτροπο” στο Μέγαρο Μουσικής στις 23 Μαϊου 2022, προδημοσιεύουμε την ομιλία του Παναγιώτη Ανδριόπουλου
του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου
Πριν από καιρό διάβασα σε μια εφημερίδα ένα ενδιαφέρον θέμα: «Ο Αργαλειός είναι της μόδας – Έξι νέες Ελληνίδες στηρίζουν σύγχρονα brands σε μια πανάρχαια τέχνη».
Σκέφτηκα αμέσως, ότι αυτές οι νέες Ελληνίδες δεν θα πρέπει να έχουν ως προστάτιδα την θεά Αθηνά, αλλά την σύγχρονη θεά της υφαντικής, την Εύα Πάλμερ Σικελιανού.
Η Εύα ήξερε την τέχνη του αργαλειού ίσως όσο καμία άλλη Ελληνίδα. Την εποχή που προετοίμαζε τις παραστάσεις των Δελφικών Εορτών, στην Αράχοβα, έφτιαχνε τα ρούχα και δίδασκε ταυτοχρόνως στις κοπέλες στα χωριά του Παρνασσού την τέχνη της υφαντικής.
Κοσμοπολίτισσα, διανοουμένη και ακτιβίστρια,η Εύα Πάλμερ γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1874 και ανατράφηκε σε μια πολύ εύπορη οικογένεια προοδευτικών αντιλήψεων. Ο πατέρας της Κούρτλαντ Πάλμερ ήταν ιδρυτής του «Ομίλου του 19ου αιώνα» και ενός βραχύβιου πρωτοποριακού σχολείου στη Νέα Υόρκη και η μητέρα της λάτρευε τη μουσική. Στο πατρικό της σπίτι διακεκριμένοι διανοούμενοι και καλλιτέχνες αντιμαχόμενων απόψεων μπορούσαν να συνδιαλεχθούν σε ατμόσφαιρα πολιτισμένη. Αυτό ήταν το έτοιμο έδαφος στο οποίο το δελφικό όραμα του Σικελιανού ρίζωσε εφ΄ όρου ζωής.
Η Ευαλίνα σπούδασε στην Αμερική, αγγλική λογοτεχνία, ρητορική τέχνη, αρχαία ελληνικά, μεσαιωνική ιστορία και μουσική.
Γρήγορα άρχισε να ταξιδεύει στην Ευρώπη, όπου ήρθε σε επαφή με κορυφαίες προσωπικότητες της εποχής της, όπως τον Όσκαρ Ουάϊλντ, τη Σάρα Μπερνάρ, τον Τζέϊμς Τζόυς, τον Ροντέν, κ.ά. Μετά από πολλούς σταθμούς σε μεγάλες πόλεις της Ευρώπης, όπως το Λονδίνο και το Παρίσι, κατέληξε στην Ελλάδα το 1906, εκπληρώνοντας το όνειρό της να έρθει στην Ελλάδα και να ανακαλύψει η ίδια τον ελληνικό πολιτισμό, όχι μόνο τον νεκρό πολιτισμό των μνημείων αλλά και τον ζωντανό πολιτισμό των απογόνων του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη.
Η γνωριμία της Εύας με τον Άγγελο Σικελιανό έγινε μέσω του αδερφού της Ισιδώρας Ντάνκαν, Ρέϊμοντ Ντάνκαν, και της γυναίκας του Πηνελόπης, αδερφής του ποιητή.
Να πούμε ότι η Ισιδώρα Ντάνκαν υπήρξε σπουδαία χορεύτρια και θεωρείται από πολλούς η μητέρα του σύγχρονου χορού. Υπήρξε γνωστή και σαν “ξυπόλητη χορεύτρια”. Η χορογραφία της είναι εμπνευσμένη από την αρχαία ελληνική χορογραφία. Η Isadora Duncan, υπήρξε η “προσωποποίηση της ‘Ελλάδας” για την Εύα Σικελιανού.
Η γνωριμία της με τον μετέπειτα σύζυγό της Άγγελο Σικελιανό, η οποία έγινε κατακαλόκαιρο του 1906 στο ιδιόρρυθμο οίκημα που είχε χτίσει η Ισιδώρα Ντάνκαν στον Κοπανά (σημερινό Βύρωνα). Η Εύα βρέθηκε αιφνίδια από τη βουή της κοσμοπολίτικης ζωής της Νέας Υόρκης σε μια άλλη, υπερβατική διάσταση. Και με τα εφόδια της βαθιάς καλλιέργειας, της πολύπλευρης παιδείας και της αυθεντικής πνευματικότητας διέκρινε στη μορφή του μεγάλου έλληνα ποιητή τον άντρα στον οποίο θα μπορούσε να αφιερώσει όλη τη ζέση και την παραφορά της γυναικείας καρδιάς της.
Η Εύα είχε ερωτευθεί για πρώτη φορά την ελληνική μουσική ένα χρόνο πριν έλθει στην Ελλάδα (1905) στο σπίτι ενός αμερικάνου φίλου της στο Παρίσι, όπου άκουσε την Πηνελόπη Ντάνκαν, να ερμηνεύει δύο εκκλησιαστικούς ύμνους. «Το αποτέλεσμα ήταν συγκλονιστικό», έγραφε αργότερα η ίδια: «Ήταν σαν να είχε περάσει ένα βρεγμένο σφουγγάρι πάνω από έναν πυκνογραμμένο πίνακα. Αισθάνθηκα σαν να άκουγα μουσική για πρώτη φορά, σαν να άκουγα ανθρώπινη φωνή για πρώτη φορά».
Όταν έφτασε στην Ελλάδα τον επόμενο χρόνο, η Εύα εντυπωσιάστηκε εξίσου και από τα τραγούδια του απλού λαού, ιδίως δε των χωρικών που κουβαλούσαν παράδοση αιώνων. Δεν άργησε λοιπόν να της γεννηθεί η επιθυμία να τραγουδήσει η ίδια τις μελωδίες που άκουγε, κάτι που βρήκε εξαιρετικά δύσκολο στην αρχή, εξαιτίας της διαφοράς της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής από τη δυτική κλασσική. Η κατάσταση γινόταν χειρότερη, όταν προσπαθούσε να μεταφέρει στο πιάνο τους πιο αγαπημένους της δημοτικούς σκοπούς, λόγω ασυμβατότητας του οργάνου αυτού με τις μουσικές κλίμακες των δημοτικών τραγουδιών. Τι έπρεπε να κάνει λοιπόν;
Τότε ήταν που η Πηνελόπη Ντάνκαν τη σύστησε στον Κων/νο Ψάχο, καθηγητή της βυζαντινής μουσικής στο Ωδείο Αθηνών που είχε φθάσει πρόσφατα από την Κωνσταντινούπολη. Ο Ψάχος άκουσε με έκπληξη την κοκκινομάλλα αμερικανίδα να του λέει ότι πιθανόν να την έβρισκε ανεπίδεκτη μαθήσεως εξαιτίας της δυτικής μουσικής της παιδείας, αλλά θα έκανε το παν για να καταφέρει να τραγουδήσει όπως μια ελληνίδα!
Η ανησυχία της Εύας μετατράπηκε σε ελπίδα, όταν ο Ψάχος δέχθηκε να την αναλάβει. Η Εύα παρέμεινε κοντά στον Ψάχο για πέντε χρόνια, μελετώντας τους βυζαντινούς ύμνους και τη σημειογραφία τους σε τέτοιο βαθμό που στο τέλος των σπουδών της μπορούσε η ίδια να καταγράψει σε βυζαντινές νότες όποιο τραγούδι ήθελε. Αυτό όμως που την εξέπλησσε περισσότερο ήταν η ενότητα λόγου και μέλους που εντοπίζεται στη βυζαντινή μουσική, και που είναι κληρονομημένη από την αρχαία ελληνική παράδοση. Μέσα από τη βυζαντινή μουσική άρχισε να κατανοεί και την έννοια του τονισμού και της προσωδίας της ελληνικής γλώσσας, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι «τόνος και ποσότητα συνυπήρχαν, χωρίς στην πραγματικότητα να παρεμποδίζουν το ένα το άλλο».
Ενθουσιασμένη με την νέα της ανακάλυψη, συνέλαβε την ιδέα να κατασκευάσει ένα όργανο που να περιέχει όλα τα μουσικά διαστήματα της ελληνικής παράδοσης που δεν υπήρχαν στη δυτική μουσική. Για τον λόγο αυτό μετέβη στη Γερμανία με τον Ψάχο στο εργοστάσιο του Steinmeyer κοντά στο Μόναχο, όπου με τη βοήθεια του έλληνα μαθηματικού Βραχάμη είδε να κατασκευάζεται ένα πληκτροφόρο όργανο στον τύπο του πιάνου, που διέθετε συνολικά τον απίστευτο αριθμό των 1672 μουσικών διαστημάτων στην έκταση των τεσσάρων οκτάβων! Την κατασκευή του οργάνου παρακολούθησε για ένα διάστημα και ο Άγγελος Σικελιανός που συνόδευσε την Εύα στη Γερμανία.
Το νέο όργανο τράβηξε το ενδιαφέρον ακόμα και των Ινδών που την ίδια περίοδο αγωνιούσαν για την επιβίωση της δικής τους παράδοσης, που ένιωθαν να κινδυνεύει κάτω από την επίδραση των άγγλων κυρίων τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Εύα έπεισε μια Ινδή φίλη της να έρθει στην Αθήνα για να μάθει και αυτή τη βυζαντινή σημειογραφία για να τη χρησιμοποιήσει στην καταγραφή Ινδικών μελωδιών, καθώς οι Ινδοί δεν διέθεταν σύστημα μουσικής σημειογραφίας!
Στενή σχέση είχε η Εύα Πάλμερ και με τον δάσκαλο της Εθνικής Μουσικής Σίμωνα Καρά. Τα τεκμήρια αυτής της σχέσης (αλληλογραφία, παρτιτούρες, φωτογραφίες) είναι πολλά και ενδιαφέροντα.
Στην Ελλάδα, η Εύα αγωνίστηκε και στο ιδεολογικό επίπεδο προσπαθώντας να πείσει τους έλληνες ότι η δική τους μουσική παράδοση αξίζει όσο και η δυτική! Στους ευρωπαίους έλεγε: «Προσέγγισέ το όπως και το μικρό παιδί», έγραφε για το φαινόμενο της ελληνικής μουσικής, αλλά «μην το προσεγγίζεις σαν επηρμένος διανοούμενος. Χρησιμοποίησέ το. Τραγούδησέ το. Χόρεψέ το. Και περίμενε να δεις τι θα βγει».
Στην προσπάθειά της να αναδείξει τη σύγχρονή της ελληνική μουσική, η αμερικανίδα ιδεαλίστρια αγωνίστηκε να επανασυνδέσει τη μουσική με τον χορό κατά το αρχαιοελληνικό πρότυπο, όπου μουσική σήμαινε ενότητα λόγου, μέλους και κίνησης.
Εκεί γύρω στο 1911, η Καλλιρόη Παρρέν ιδρύει το Λύκειο των Ελληνίδων και μία σημαντική αναζήτηση του νέου γυναικείου φορέα, ήταν αυτή της ελληνικότητας. Της ελληνικότητας μέσα από το γυναικείο σώμα, από την παραδοσιακή φορεσιά και τους παραδοσιακούς χορούς. Θέματα που απασχολούσαν απόλυτα και την Εύα γι’ αυτό και ήρθε αμέσως σε επαφή με τις κυρίες του Λυκείου των Ελληνίδων.
Στις 16 Μαϊου 1919, η Εύα Πάλμερ – Σικελιανού πραγματοποίησε μία ομιλία στο Λύκειο Ελληνίδων με θέμα το αρχαίο ένδυμα.
Στο πρώτο μέρος έκθεσης για τον Γιάννη Τσαρούχη στο Μουσείο Μπενάκη το 2014, σε μία προθήκη εκτέθηκαν κεντητά επηρεασμένα από την ελληνική λαϊκή παράδοση αλλά και με αρχαιοελληνικές αναφορές. Πρόκειται για έργα του Τσαρούχη που προέκυψαν από την μαθητεία του στη κοπτική και την αρχαία υφαντική δίπλα στην Εύα Πάλμερ-Σικελιανού. Με τη σύζυγο του Άγγελου Σικελιανού γνωρίστηκε στις Δεύτερες Δελφικές Εορτές στις οποίες συμμετείχε στην οργάνωση έκθεσης λαϊκής τέχνης υπό την Αγγελική Χατζημιχάλη για την οποία έλεγε «ανήκει στα σπάνια και λίγα πρόσωπα που έδωσαν ένα τόνο σοβαρότητος και ουσιαστικότητος στο λεγόμενο νεοελληνικό πολιτισμό».
Η σημαντική συνεργασία της Εύας Πάλμερ με το Λύκειο Ελληνίδων ήταν στις πρώτες Δελφικές Γιορτές, όπου στον Χορό των Ωκεανίδων της τραγωδίας «Προμηθέας Δεσμώτης», συμμετείχαν κοπέλες του Λυκείου των Ελληνίδων.
Κορυφαία η Κούλα Πράτσικα, ηγετική μορφή του ελληνικού χορού και της ρυθμικής στην Ελλάδα.
Οι γιορτές περιλάμβαναν θεατρικές παραστάσεις, αρχαίους και λαϊκούς χορούς, αθλητικούς αγώνες, λαμπαδηδρομίες, συναυλίες βυζαντινής μουσικής, εκθέσεις έργων γλυπτικής, ζωγραφικής, λαϊκής χειροτεχνίας κ.ά. Τα έξοδα ανέλαβε η Εύα, όπως και όλη την προετοιμασία και εκτέλεση της ιδέας.
Οι Δελφικές Γιορτές, που έγιναν και το 1930, προκάλεσαν παγκόσμιο ενδιαφέρον, καθώς άλλωστε υπήρξαν ένα φαινόμενο, σε παγκόσμιο επίπεδο, πρωτοφανές. Το σημαντικό είναι ότι ξαναμίλησαν τα αρχαία θέατρα και ότι η άποψη τού Σικελιανού πως ο μέγας Παν δεν πέθανε αποδείχτηκε σωστή και ότι οι Δελφοί έγιναν πασίγνωστοι.
Τις Δελφικές Γιορτές φωτογράφισε το 1927 η περίφημη Νέλλη Σουγιουλτζόγλου, και το 1930 κατ΄αποκλειστικότητα. Είχαν προηγηθεί, ένα χρόνο πριν, το 1929, οι γυμνές ή ημίγυμνες φωτογραφίσεις στην Ακρόπολη της μπαλαρίνας Μόνα Πάεβα (Mona Paeva), οι οποίες προκάλεσαν σκάνδαλο στην κοινωνία του μεσοπολέμου, όταν δημοσιεύθηκαν στο γαλλικό περιοδικό Illustration. Τη Νέλλη υπερασπίστηκε σθεναρά με την αρθρογραφία του ο Παύλος Νιρβάνας.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1930, η Εύα βρέθηκε στην Αμερική όπου συνεργάστηκε με τον μεγάλο αμερικανό χορευτή και χοροδιδάσκαλο Ted Shawn, ο οποίος δεν άργησε να ενθουσιαστεί από το μοντέλο του χορευτή-τραγουδιστή που προωθούσε η Εύα και τη «δραματική αμεσότητα» του καλλιτεχνικού έργου. Ο Shawn ανέθεσε στην Εύα τη διδασκαλία των μελών που θα τραγουδούσαν οι χορευτές του και η αμερικανίδα καλλιτέχνις έγραψε τη μουσική για αρκετές χορογραφίες, όπως για τους «Πέρσες» του Αισχύλου, αλλά και για νεότερα έργα, του Σέλλεϋ, του Τέννυσον, του Ουίτμαν και ψαλμούς του Δαβίδ.
Η Εύα χρησιμοποιούσε τη βυζαντινή σημειογραφία ακόμα και όταν μελοποιούσε αγγλική ποίηση, ενώ αρκούνταν σε στοιχειώδη οργανική συνοδεία από αυλό (φλάουτο) και κάποιες φορές τσέλο, ανάλογα με το ήθος των συνθέσεων.
Έτσι, είναι ίσως η πρώτη γυναίκα – και μάλιστα ξένη – στα νεώτερα χρόνια που έμαθε τόσο καλά βυζαντινή μουσική. Η πρώτη που μελοποίησε χορικά και ποιήματα βυζαντινότροπα. Η πρώτη που μελοποίησε βυζαντινότροπα στα αγγλικά.
Η Εύα ήλθε το 1952 στην Ελλάδα και πέθανε εδώ στις 4 Ιουνίου και ετάφη στους Δελφούς. Αυτή, που ήταν η ενσάρκωση του Δελφικού Πανικού!
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ ΣΤΟΝ ΒΑΣΙΛΙΑ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΟΥ
Στην συναυλία του «Πολύτροπον» θα παρουσιαστούν και χορικά του «Προμηθέα Δεσμώτη», σε μουσική της Εύας Πάλμερ, προσαρμοσμένα στα αραβικά.
Κι αυτό διότι υπάρχει επιστολή του Άγγελου Σικελιανού που εκτίθεται στο μουσείο του Παλατιού Abdeen στο Κάιρο, γραμμένη στη γαλλική γλώσσα, με την οποία ο ποιητής απευθύνεται στον βασιλιά Φουάντ της Αιγύπτου, προκειμένου να τον ενημερώσει για τη διεξαγωγή των δεύτερων Δελφικών Εορτών τον Μάιο του 1930 και να του ζητήσει να θέσει τις εκδηλώσεις υπό την αιγίδα του. Για τον σκοπό αυτό, ο Σικελιανός επικαλείται, μεταξύ άλλων, τους από αρχαιοτάτων ετών στενούς δεσμούς μεταξύ της Ελλάδας και της Αιγύπτου, κάνοντας ειδική αναφορά στην πνευματική και θρησκευτική σύνδεση μεταξύ του Μαντείου των Δελφών και του Μαντείου του Άμμωνος Διός στην Αίγυπτο.
Στην επιστολή ο Σικελιανός κάνει αναφορά και στον «Προμηθέα Δεσμώτη». Ιδού το σχετικό απόσπασμα:
«Κατά τη διάρκεια των Δελφικών Εορτών του 1927 παρουσιάστηκε επί σκηνής ο «Προμηθέας Δεσμώτης» του Αισχύλου, έργο το οποίο, χάρη στην κεντρική θέση που κατέχει στην παγκόσμια τέχνη της τραγωδίας, περιέκλειε τον στόχο της δικής μας προσπάθειας μέσα σε όλη την πνευματική της διάμετρο.
Ωστόσο, στις προσεχείς Δελφικές Εορτές που θα λάβουν χώρα από την 1η έως τη 15η Μαΐου του 1930, πέραν του «Προμηθέα Δεσμώτη» που θα επαναληφθεί, προσθέσαμε τις «Ικέτιδες» του ίδιου Ποιητή-Μυσταγωγού, έργο που αναφέρεται εξ ολοκλήρου στις πρώτες ιστορικές σχέσεις μεταξύ της Αιγύπτου και της Ελλάδας και στα βαθιά εκπολιτιστικά έργα που προέκυψαν από αυτήν την πρώτη, διόλου πολιτική, μα εξ ολοκλήρου θρησκευτική και ανθρώπινη επαφή».