ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Ακολουθήστε μας:
29 March, 2024
ΚεντρικήΜΟΥΣΙΚΗH «Ελληνικότητα» στο 666 των Aphrodite’s Child και το «Ακρίτας» του Σταύρου Λογαρίδη

H «Ελληνικότητα» στο 666 των Aphrodite’s Child και το «Ακρίτας» του Σταύρου Λογαρίδη

του Κων/νου Χρυσόγελου

Η ελληνική δεκαετία του 1970 είναι κυρίως γνωστή για τις έντονες πολιτικές ζυμώσεις της, με αποτέλεσμα να λησμονείται ότι ταυτόχρονα αποτελούσε εποχή πειραματισμών στον χώρο του κινηματογράφου, αλλά και της ροκ μουσικής. Ειδικά στην περίπτωση του πρώτου, αξιοσημείωτες ήταν οι προσπάθειες που έγιναν ακριβώς εκείνη την εποχή για να ανοίξει ο διάλογος μεταξύ της ελληνικής και της διεθνούς κινηματογραφικής Τέχνης, με σκοπό και επίτευγμα την παραγωγή έργων που διερευνούσαν τα αρχετυπικά και κοινωνικοπολιτικά χαρακτηριστικά της ελληνικής ιδιαιτερότητας, με όχημα τις πρωτοποριακές φόρμες του εξωτερικού — χαρακτηριστικό παράδειγμα της διπλής αυτής κίνησης, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος.

Εξωστρεφής διάλογος με τη Δύση και αναζήτηση-διερεύνηση του ελληνικού χαρακτήρα. Πρόκειται για τις δύο όψεις της «ελληνικότητας», ενός όρου που τελευταία απασχολεί την εγχώρια διανόηση. Η «ελληνικότητα» ως θέμα συζήτησης πάνω στο ζήτημα του εθνικού αυτοπροσδιορισμού ξεκινά ήδη από τον 19ο αιώνα, επανατίθεται όμως, ουσιωδώς διαφοροποιημένη, στο επίκεντρο του προβληματισμού της λογοτεχνικής «Γενιάς του ‘30» (άσχετα αν ο ίδιος ο όρος δεν απαντά παρά ελάχιστες φορές στις πρωτογενείς πηγές), οπότε και  συνδιαλέγεται με τον εισαγόμενο (αγγλοσαξονικό και γαλλικό) μοντερνισμό. Η πνευματική κληρονομιά της «Γενιάς του ‘30» περνά, είτε διά της ευθείας είτε διά της τεθλασμένης οδού, στον Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο της δεκαετίας του ’70, καθώς και στη λιλιπούτεια σκηνή του ελληνικού progressive rock.

Η εν λόγω σκηνή περιλαμβάνει τρεις δίσκους, έναν αγγλόφωνο και δύο ελληνόφωνους. Η αγγλόφωνη πρόταση εκπροσωπείται από το πληθωρικό 666 των Aphrodite’s Child, που φέτος κλείνει τα 45 χρόνια (ηχογραφήθηκε από τα τέλη του 1970 μέχρι τις αρχές του 1971, αλλά κυκλοφόρησε το 1972), και η ελληνική από τον Ακρίτα (1973), που παίρνει το όνομά του από το ομώνυμο συγκρότημα που έφτιαξε ο Σταύρος Λογαρίδης, και τα Απέραντα χωράφια (1973) του Κώστα Τουρνά, με τη συμμετοχή των Ρουθ. Στο παρόν κείμενο δεν θα ασχοληθούμε με τον δίσκο του Τουρνά, διότι ο κατά βάση αυτοβιογραφικός χαρακτήρας των στίχων του τον τοποθετεί κάπως μακρύτερα από τον θεματικό πυρήνα της «ελληνικότητας».

ΟΙ ΑPHRODITE’S CHILD: ΛΟΥΚΑ ΣΙΔΕΡΑΣ, ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΚΑΙ ΝΤΕΜΗΣ ΡΟΥΣΣΟΣ

Τύχη αγαθή, το 666 έχει πάρει τη θέση που του αξίζει στην ιστορία της μοντέρνας ροκ μουσικής. Τα επιφανή διεθνή έντυπα και οι αντίστοιχες ιστοσελίδες που ασχολούνται με τον προοδευτικό ήχο της δεκαετίας του ‘70 δεν παραλείπουν τις αναφορές στον διπλό ογκόλιθο των Aphrodite’s Child, αν και θα πρέπει να σημειωθεί ότι από υφολογική σκοπιά ανήκει περισσότερο στην ψυχεδέλεια του τέλους της προηγούμενης δεκαετίας, παρά στο μπαρόκ / νεορομαντικό βρετανικό κίνημα της επόμενης, του οποίου ηγούνταν μπάντες όπως Yes, Genesis και Jethro Tull. Ενδεχομένως οι πρώιμοι Pink Floyd αλλά και οι Doors αποτελούν πιο ταιριαστά παραδείγματα συσχετισμού, μολονότι οι όποιες συγκρίσεις περιττεύουν όταν εισδύει κανείς στην ιδιαίτερη καλλιτεχνική φυσιογνωμία του ελληνικού δίσκου.

Με τα σημερινά δεδομένα, το 666 πιθανώς να φαντάζει κάπως εκκεντρικό. Παρόλα αυτά, ο επαρκής ακροατής μπορεί άνετα να εστιάσει στο ιδιοφυές και πραγματικά αξιοθαύμαστο πάντρεμα του ξένου ροκ ήχου με την ελληνική δημοτική παράδοση που επιχειρεί (και κατορθώνει) ο Βαγγέλης Παπαθανασίου. Με κινητήριο δύναμη το απόλυτα προσωπικό στυλ στον ήχο των πλήκτρων, με εκείνα τα γοητευτικά “καμπανάκια” που θα γίνουν αργότερα το σήμα κατατεθέν του συνθέτη, ο Παπαθανασίου ενορχηστρώνει ένα απρόσμενα επιτυχημένο αμάλγαμα από ψυχεδελικούς ήχους, που ντύνουν παραδοσιακές φόρμες της παραδοσιακής, αλλά και βυζαντινής, μουσικής μας παράδοσης (χαρακτηριστικά παραδείγματα τα “The lamb”, “Lament” και “The wedding of the lamb”). Από την άλλη, δυτικότροπες συνθέσεις συνδράμουν το τελικό αποτέλεσμα, που κατά βάση φιλοδοξεί να έχει διεθνή χαρακτήρα, με έντονη όμως “ελληνική” απόχρωση.

O Νταλί ήθελε να οργανώσει εκδήλωση για την προώθηση του 666 των Aphrodite’s Child

Τους στίχους του εγχειρήματος, που υποτίθεται ότι στηρίζεται στην Αποκάλυψη του Ιωάννη, υπογράφει ο γνωστός σκηνοθέτης Κώστας Φέρρης (Ρεμπέτικο, Προμηθέας σε δεύτερο πρόσωπο κ.ά.). Η περίπτωση του συγκεκριμένου καλλιτέχνη, που το 1974 σκηνοθετεί τη Φόνισσα (στηριγμένη στη γνωστή νουβέλα του Παπαδιαμάντη), αξίζει ιδιαίτερη προσοχή. Στο συγκεκριμένο φιλμ, ο σκηνοθέτης πειραματίζεται με τη φόρμα, επιλέγοντας τον ηθογραφικό ρεαλισμό στην κύρια γραμμή της πλοκής και την ψυχεδελική απεικόνιση στις αναδρομές, όπου γίνεται λόγος για μάγισσες, φονικά και όνειρα. Με άλλα λόγια, ο Φέρρης -όπως βέβαια και άλλοι Έλληνες κινηματογραφιστές της περιόδου, όπως αναφέραμε- παίρνει τη σκυτάλη από τη “Γενιά του ’30”, επιχειρώντας και ο ίδιος τη δημιουργία μιας Τέχνης ευρωπαϊκής και ελληνικής ταυτόχρονα, ερμηνεύοντας και επανερμηνεύοντας διαρκώς την έννοια της “ελληνικότητας” και τη θέση της Ελλάδας στον ευρωπαϊκό χάρτη του μοντερνισμού.

Όλα τα παραπάνω φανερώνουν ότι το 666 είναι έργο όχι μόνο μουσικής, αλλά κυρίως και πρωτίστως πολιτισμικής αξίας, καθώς αντιπροσωπεύει με τον πλέον εύγλωττο τρόπο τη θέληση των δημιουργών του να ενσωματώσουν το “ελληνικό” στο “ευρωπαϊκό”, δίχως να θυσιάσουν το πρώτο, αλλά ούτε και να θίξουν το δεύτερο. Από αυτή την άποψη, το 666 σχεδόν λειτουργεί ως το μουσικό (ροκ) αντίβαρο, έστω και στ’ αγγλικά, σε ποιητικά και δοκιμιακά έργα κλειδιά της «Γενιάς του ‘30», όπως το Μυθιστόρημα του Γ. Σεφέρη ή το Ελεύθερο Πνεύμα του Γ. Θεοτοκά — αξίζει να αναφέρουμε ότι στο τραγούδι “Ofis”, που κλείνει το πρώτο μέρος του “666”, συμμετέχει ο Γιάννης Τσαρούχης, από τους πλέον επιφανείς εκπροσώπους της “Γενιάς του 30” στη ζωγραφική.

Οι “Ακρίτας” του Σταύρου Λογαρίδη

Δίχως το πληθωρικό εκτόπισμα του “666”, αλλά οπωσδήποτε αξιόλογος με τον τρόπο του, ο Ακρίτας συνεχίζει το ταξίδι στα άδυτα της «ελληνικότητας». Όπως δηλώνει ο τίτλος του, ο δίσκος έχει κατεξοχήν “ελληνικό” θέμα, αφού παραπέμπει (και θεματοποιεί, ως ένα βαθμό) το πιο αναγνωρίσιμο ίσως σύμβολο του νέου Ελληνισμού, τον Διγενή Ακρίτη. Τα πράγματα πάντως περιπλέκονται όταν κανείς εισδύσει τόσο στη μουσική, όσο και στη συσκευασία του δίσκου. Ειδικά η δεύτερη παρέχει αρκετές πληροφορίες για την εξέλιξη της αφήγησης, με τρόπο όμως κρυπτικό και νεφελώδη, γεγονός που επιτείνει και εντείνει τη σύγχυση του ακροατή.

Στιχουργός και εν γένει αρχιτέκτονας της ιστορίας είναι και πάλι ο Κώστας Φέρρης, που αναμιγνύει θεότητες της Ανατολής (Αστάρτη) με πολιτισμικές αναφορές στην αρχαία Ελλάδα (στροφή-αντιστροφή). Δεν απουσιάζουν πάντως και σποραδικοί υπαινιγμοί με χιουμοριστικό περιεχόμενο. Για παράδειγμα, στο «Τραγούδι», το εσώφυλλο μας πληροφορεί ότι: «Καθισμένος πάνω σ’ ένα ιπτάμενο “κορν φλέικ”, ο Ακρίτας τραγουδούσε». Είναι δύσκολο να μην κάνει κάποιος τον συσχετισμό με τον στίχο από το “I am the walrus” των Beatles: “Sitting on a cornflake”. Από την άλλη, το «Καί ιδού ίππος χλωρός» αποκτά εύθυμες προεκτάσεις μόλις συνειδητοποιήσουμε πως στα νέα ελληνικά ο τίτλος θα αποδιδόταν ως: «Να ένα πράσινο άλογο».

Σε μουσικό επίπεδο, το συγκρότημα φανερώνει τις επιρροές του από τη ζωηρή τότε σκηνή του βρετανικού progressive rock. Με οδηγό τους ξένους πρωτοπόρους, οι Έλληνες μουσικοί εφοδίασαν τον δίσκο τους με δαιδαλώδεις συνθέσεις και πολύπλοκες ενορχηστρώσεις. Η επανέκδοση του 2005 από την “Anazitisi Records” αναγνωρίζει ως κύρια πρότυπα της μπάντας τους Emerson, Lake and Palmer, Yes, King Crimson και -τους λιγότερο γνωστούς- Gracious. Δεδομένου ότι στον Ακρίτα δεσπόζει το πιάνο του Άρη Τασούλη, οι Emerson, Lake and Palmer αποτελούν εύλογη αναφορά. Ωστόσο, πέρα από το δέντρο, χρειάζεται να δούμε και πάλι το δάσος της «ελληνικότητας». Κι αυτό γιατί στον Ακρίτα συνυπάρχουν «Τα παιδιά», μια φολκ σύνθεση που αντλεί ξεκάθαρα από το δημοτικό «Τσοπανάκος ήμουνα» στο δεύτερο μισό της, με το «Πανηγύρι», ένα θαυμάσιο ροκ βαλς καθαρά δυτικής κοπής.

Συμπερασματικά, οι δύο αυτοί δίσκοι αποτελούν ενδιαφέροντα δείγματα ελληνικού progressive rock, δεν θα πρέπει ωστόσο να λησμονούμε επ’ ουδενί τον διάλογο των Ελλήνων καλλιτεχνών με το ξένο, την απόπειρα σύζευξης του “δυτικού” με το “ελληνικό”, άρα την κατασκευή μιας «μοντέρνας ελληνικής» ταυτότητας, με χαρακτήρα δυναμικό και εξωστρεφή. Συνεπώς, για την προσέγγισή τους δεν επαρκεί ούτε η ελληνοκεντρική ούτε η διεθνιστική προσέγγιση. Χρειάζεται κάτι άλλο, που περιμένει τους κατάλληλους επιστήμονες για να το φέρουν στην επιφάνεια.

 

*Ο Κων/νος Χρυσόγελος είναι Διδάκτωρ Βυζαντινής Φιλολογίας. Έχει διδάξει ως επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πατρών και στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Μοιραστείτε