του Παναγιώτη Ανδριόπουλου
Ο Γεώργιος Σκλάβος είναι ο έλληνας συνθέτης που έγραψε την μοναδική, μέχρι στιγμής, όπερα με θέμα την ζωή της υμνογράφου Κασσιανής, δηλαδή της γυναίκας που συνέθεσε και ταυτίστηκε με το περιώνυμο τροπάριο «Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίας περιπεσούσα γυνή…», που ψάλλεται ως Δοξαστικό των Αποστίχων στον Όρθρο της Μ. Τετάρτης.
Την ημέρα αυτή η Εκκλησία θυμάται το γεγονός της πόρνης γυναίκας που άλειψε με μύρο και με τα δάκρυά της τα πόδια του Χριστού, δείχνοντας με αυτό τον τρόπο την μετάνοιά της και ζητώντας την συγχώρεση από τον Ιησού. Ένα επεισόδιο που συνέβη πριν το Πάθος.
Ο Γεώργιος Σκλάβος, Σιφνιακής καταγωγής, γεννήθηκε στη Βραΐλα της Ρουμανίας, από Έλληνες γονείς, το 1886 ή 1888. Σπούδασε σε ελληνικά σχολεία της ομογένειας και συμμετείχε σε χορωδίες εκκλησιαστικής μουσικής. Στο Ωδείο Αθηνών γράφτηκε το 1907, σπούδασε ανώτερα θεωρητικά με τον Αρμάνδο Μαρσίκ και αποφοίτησε το 1913. Στη συνέχεια δίδαξε και ο ίδιος στο Ωδείο Αθηνών, όπως και στο Ωδείο Πειραιώς. Μαθητές του υπήρξαν πολλοί σημαντικοί Έλληνες συνθέτες, όπως οι Γιώργος Σισιλιάνος, Μιχάλης Αδάμης, Γιάννης Ιωαννίδης, Αντώνης Κόκκινος κ.ά. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών και, κατά καιρούς, διετέλεσε μέλος του ΔΣ της.
Ήταν πολύ ενεργός στα μουσικά πράγματα του τόπου. Συνέθεσε έξι όπερες, ένα χορόδραμα, αρκετά έργα συμφωνικής μουσικής, διασκευές και εναρμονίσεις δημοτικών τραγουδιών και εναρμονίσεις βυζαντινών μελών. Μετέφρασε στα ελληνικά το λιμπρέτο μελοδραμάτων και ορατορίων. Μετέφρασε, συμπλήρωσε και εξέδωσε την Επίτομο Ιστορία της Μουσικής του Ούγκο Ρήμαν (Αθήνα, 1933). Επίσης, συνεργάστηκε με τον Διονύσιο Λαυράγκα στην σύνταξη των μουσικών λημμάτων της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας του «Πυρσού» και έγραψε άρθρα και μουσικές κριτικές σε εφημερίδες και περιοδικά, καθώς επίσης, λήμματα σε Εγκυκλοπαίδειες και Λεξικά κ.α. Διετέλεσε Γενικός Διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (1946/49). Η ΕΛΣ παρουσίασε τα έργα του: Αετός, Λεστενίτσα, Κασσιανή, Το κρίνο στο ακρογιάλι. Απεβίωσε στην Αθήνα, στις 19/3/1976.
Η Κασσιανή έχει ανέβει σε τρεις καλλιτεχνικές περιόδους: 1959-1960, 1972-1973 και 1975-1976.
Ο ίδιος ο συνθέτης ομολογεί στο κείμενό του στο έντυπο πρόγραμμα της παράστασης, ότι η ιστορία της Κασσιανής τον είχε συγκινήσει βαθιά και ότι μετά από προτροπή του Διονυσίου Λαυράγκα απευθύνθηκε στον ποιητή Στέλιο Σπεράντζα, ο οποίος έγραψε το λιμπρέττο της όπερας.
Ο συνθέτης άρχισε το έργο του το καλοκαίρι το 1929 και τελείωσε την 1η Σεπτεμβρίου 1933. Χρειάστηκαν τρία χρόνια ακόμα για την ενορχήστρωση που ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο του 1936.
Αξίζει να θυμηθούμε πως το 1919 ο Δημήτρης Μητρόπουλος είχε παρουσιάσει την δική του «Κασσιανή», δηλαδή την μελοποίηση του ποιήματος του Κωστή Παλαμά (απόδοση του ύμνου στα νέα ελληνικά), για φωνή και πιάνο. Δέκα χρόνια αργότερα ο Γ. Σκλάβος καταπιάνεται με τη σύνθεση μιας όπερας για την Κασσιανή.
Ως προς τη σύνθεση του έργου ο Σκλάβος λέει ότι ακολούθησε ένα μικτό σύστημα. Χρησιμοποίησε παλαιές κλίμακες που ταιριάζουν στους αρχαίους τρόπους και άρα μιλάμε για γρηγοριανό και βυζαντινό μέλος, αλλά και αρμονία που είναι “πιο σύμφωνη με τας απαιτήσεις της νεωτέρας διεθνούς μουσικής γλώσσης”.
Παραθέτουμε, στη συνέχεια, ένα απόσπασμα από ενδιαφέρον μουσικοκριτικό σημείωμα του μουσικολόγου Μίνου Δούνια για την όπερα «Κασσιανή», γραμμένο στις 5 Νοεμβρίου 1959, δηλ. τη χρονιά που πρωτοανέβηκε η όπερα:
«Στο έργον τού Γεωργίου Σκλάβου προβάλλει ως δεσπόζουσα αρετή μία συγκινητική αγνότης προθέσεων. Πράγματι, η όπερά του «Κασσιανή» αντιπροσωπεύει παράλληλα με τον μόχθο μιάς δεκαετίας μία δημιουργία όπου ο συνθέτης έχει σταλάξει τον καλύτερο εαυτό του. Σε κάθε σκηνή, σε κάθε σελίδα τής επιβλητικής παρτιτούρας παρακολουθούμε την διάπυρη αφοσίωσί του σ’ ένα θέμα που, όπως μάς εξομολογείται, έχει απασχολήσει την φαντασίαν του από τα παιδικά του χρόνια. Η διάχυτη αυτή ειλικρίνεια δεν αντισταθμίζει εν τούτοις βασικές τεχνικές ελλείψεις που αποβαίνουν τελικά μοιραίες ως προς την ουσιαστική αξία τού έργου. Το κακό αρχίζει από το λιμπρέττο, (τού Στέλιου Σπεράντσα). Είναι το μεγαλεπήβολο κείμενο, περίπλοκο κα σκοτεινό […]. Ο Γεώργιος Σκλάβος συνθέτει την «Κασσιανή» του από το 1929-36, σε μια εποχή που η τελευταία μεταρρομαντική μεγαλοφυΐα, ο Ριχάρδος Στράους, είχε σχεδόν συμπληρώσει το μεγαλειώδες δραματικό έργο του, και ενώ ο ΄Αλμπαν Μπέργκ συνεκλόνιζε τούς μουσικούς κύκλους με τον πρωτοποριακό του «Βότσεκ» (1926)
Εμπρός στις επιβλητικές επιτεύξεις εκείνης τής εποχής ο Έλλην συνθέτης αντιμετωπίζει ευλόγως σοβαρά προβλήματα ως προς το ιδίωμα που έπρεπε να χρησιμοποιήση. Η προσφυγή στην εφαρμογή μιάς εθνικής τεχνοτροπίας, σύμφωνης άλλωστε με τον βυζαντινό χαρακτήρα τού θέματος, προσέφερε μια θεωρητικώς, τουλάχιστον, ευπρόσδεκτη λύσι. Πρακτικώς όμως οδήγησε τον συνθέτη στο μοιραίο αδιέξοδο ενός μικτού ύφους: Ενώ θέλει να εκφρασθή εθνικώς, αναγκάζεται να χρησιμοποιήση μια «ξενόγλωσση» τεχνική με βάσι το δυτικοευρωπαϊκό αρμονικό ιδίωμα και γενικώτερα διεθνείς εκφραστικές μορφές. Το μικτό αυτό σύστημα παρά τις αντινομίες του είναι εν τούτοις μία θεμιτή και βολική λύσις στις εθνικές λεγόμενες σχολές. Και στην προκείμενη περίπτωσι, εκεί που ο Έλλην συνθέτης αφήνει την πλούσια λυρική ιδιοσυγκρασία του να μιλήση αυθόρμητα, όπως κυρίως σ’ ολόκληρη την τελευταία πράξι, κυριαρχεί η φυσική μελωδική έκφρασις και δημιουργείται ατμόσφαιρα. Συχνά, όμως, επικρατεί η διάθεσις πειραματικών εξερευνήσεων, η επιθυμία διανοίξεως νέας ατραπού, που φέρνει τον συνθέτη σε αμηχανία προ τού αχανούς ηχητικού χώρου».
Ο Μ. Δούνιας εκφράζει ευθέως τις επιφυλάξεις του για το όλο εγχείρημα, αλλά σημειώνει ότι «η Διεύθυνσις της Λυρικής Σκηνής ανέβασε το έργον του Γεωργίου Σκλάβου, με εξαιρετική στοργή και μεγαλοπρέπεια». Ο Δούνιας αποδίδει τα εύσημα στον μαέστρο Ανδρέα Παρίδη, ο οποίος «κράτησε ηρωικότατα στους ώμους του την βαρύτερη ευθύνη».
Στην παράσταση του 1959 τα σκηνικά και τα κοστούμια έκανε ο σπουδαίος Βασίλης Φωτόπουλος, ενώ στην παράσταση του 1972-73, την χορογραφία επιμελήθηκε η μεγάλη Μαρία Χορς.
Νομίζω πως η «Κασσιανή» του Γιώργου Σκλάβου θα έπρεπε να ανέβει και πάλι από την Λυρική Σκηνή. Το έργο είναι απαιτητικό και ιδιαίτερο από πολλές απόψεις (έχει και μπαλέτο) και γι’ αυτό έχει σημασία μια σύγχρονη ματιά.