Στις 4 Ιανουαρίου , ο κορυφαίος κιθαρίστας της τζαζ και της “φιούζιον” Τζων Μακλώφλιν έσβησε 80 κεράκια στην τούρτα γενεθλίων. Με αφορμή τα γενέθλια του, εμείς θυμόμαστε μια δημοφιλή του στιγμή, όταν μια ιστορική “Παρασκευή στο Σαν Φρανσίσκο” του 1980, έπαιξε τζαζ φλαμένκο μαζί με άλλους δύο μεγάλους δεξιοτέχνες της κιθάρας, τον τζαζ ροκ καλλιτέχνη Αλ Ντι Μέολα και τον θρύλο του φλαμένκο Πάκο ντεΛουθία (Άβαλον των Τεχνών)
του Τάκη. Ι. Χιωτακάκου, μουσικού
Τρεις κορυφαίοι κιθαρίστες με διεθνή απήχηση και μακρά πορεία σε πολλά διαφορετικά μουσικά ιδιώματα και σχήματα, είχαν κάποτε την ιδέα να συνυπάρξουν επί σκηνής και να ενώσουν την μοναδική δεξιοτεχνία, αλλά και την ιδιαίτερη εκφραστική τους δεινότητα. Το εγχείρημα αυτό είχε ως έκβαση την δημιουργία ενός πρωτοποριακού ηχητικού και αισθητικού αποτελέσματος, που άφησε ανεξίτηλο το σημάδι του στην εξέλιξη της σύγχρονης ποιοτικής μουσικής.
Πρόκειται για το επονομαζόμενο “The Great Guitar Trio”, που δημιούργησαν οι Al Di Meola (Αλ ντι Μέολα), John McLaughlin (Τζων ΜακΛώφλιν) και Paco de Lucía (Πάκο ντε Λουθία).
Στις 5 Δεκεμβρίου 1980, στο San Francisco (Σαν Φρανσίσκο) των ΗΠΑ, έγινε μία μοναδική συναυλία αυτών των τριών μεγάλων κιθαριστών, όπου τελικά ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε σε δίσκο με τίτλο “Friday Night in San Francisco”. Σαφέστατα, η συναυλία αυτή έμεινε στην ιστορία, κατέπληξε το κοινό και άνοιξε νέους ορίζοντες στην καλλιτεχνική έμπνευση, καθώς και στην διαχείριση, αλλά και την έντεχνη παρουσίαση του μουσικού υλικού, με σύγχρονο και εποικοδομητικό πνεύμα. Ο δίσκος αυτός κατέχει ακόμα και σήμερα περίοπτη θέση στις δισκογραφικές συλλογές των ανά τον κόσμο μουσικόφιλων, αποτελεί υλικό αναφοράς σε ωδεία, ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση, ακόμα και σε εκθέσεις μηχανημάτων αναπαραγωγής ήχου υψηλής πιστότητας.
Υπάρχει όμως και …ελληνικό ενδιαφέρον στην υπόθεση αυτή. Πέντε μήνες μετά την κυκλοφορία του δίσκου, ένα δροσερό φθινοπωρινό βράδυ πριν από 40+ χρόνια στο Θέατρο του Λυκαβηττού (Σεπτέμβριος 1981), έμελλε να μείνει για πάντα χαραγμένο στο μυαλό και την καρδιά 3,500 μουσικόφιλων θεατών. Μία μοναδική συναυλία… το υλικό του “Friday Night in San Francisco” παρουσιάστηκε στο Αθηναϊκό κοινό, το οποίο υποδέχθηκε τους κορυφαίους αυτούς μουσικούς με άκρατο ενθουσιασμό. Πολύ τυχεροί, όσοι βρέθηκαν τότε ανάμεσα στο ακροατήριο και πόσοι κιθαρίστες εμπνεύστηκαν και διδάχθηκαν από τα ακούσματα αυτά (αντί να παίζουν μηχανικά με το κινητό τους – ας μου επιτραπεί το σχόλιο, δεν είναι κακοπροαίρετο).
O Al Di Meola γεννήθηκε το 1954 στο New Jersey (Νιού Τζέρσεϋ) των ΗΠΑ, σπούδασε στο φημισμένο Berklee College of Music, ενώ θεωρείται ένας από τους γρηγορότερους και πιό ευφάνταστους κιθαρίστες στον κόσμο. Ξεκίνησε την καριέρα του στο θρυλικό jazz-rock/fusion συγκρότημα “Return to Forever” του Chick Corea, ενώ εξέδωσε μία σειρά από εξαιρετικούς προσωπικούς δίσκους, μεταξύ των οποίων τα ιστορικά και ανεπανάληπτα “Land of the Midnight Sun”, “Elegant Gypsy”, “Casino”, “Electric Rendezvous”, “Soaring through a Dream”, “Cielo e Terra” και “Orange and Blue”, αλλά και τα μεταγενέστερα “Elysium”, “Opus” και “Across the Universe”. Tεράστιος μουσικός, θεωρείται από πολλούς ως ο πρωτεργάτης της τεχνικής “shredding” (πολύ γρήγορο παίξιμο της κιθάρας).
Γεννημένος το 1942 στο Yorkshire (Γιόρκσάϊρ) της Αγγλίας, o John Mclaughlin (που πρόσφατα έκλεισε τα 80), έγινε ευρύτερα γνωστός στο κοινό σαν ιδρυτής των jazz fusion συγκροτημάτων “Mahavishnu Orchestra” και “Shakti”, αλλά και μέσω της συνεργασίας του με πολλούς από τους επιφανέστερους μουσικούς του 20ου αιώνα. Η μουσική του αποτελεί ένα αριστοτεχνικά προσεγμένο αμάγαλμα ετερόκλητων μουσικών ιδιωμάτων, όπως Jazz, Rock, World Music, Blues, Flamenco, Δυτικής Κλασσικής Μουσικής, καθώς και Ινδικής Παραδοσιακής Μουσικής. Τι να πρωτοπεί κανείς… Τιμητικός Διδακτορικός τίτλος από το Berklee College of Music, αναρίθμητες διακρίσεις (π.χ. 2018 Grammy Award for the Best Improvised Jazz Solo), εξαιρετικές συνεργασίες, μοναδικό στυλ παιξίματος και αξέχαστοι προσωπικοί δίσκοι όπως π.χ. οι “Extrapolation” και “Music Spoken Here”, μέχρι τα πιό σύγχρονα “Thieves and Poets” και “Floating Point”.
O Paco de Lucía (1947-2014), που το πραγματικό του όνομα ήταν Francisco Gustavo Sánchez Gómez, ανήκε σε ένα εντελώς διαφορετικό μουσικό κόσμο, αυτόν του Flamenco (Ισπανική παραδοσιακή μουσική). Γεννημένος στην πόλη Algericas της επαρχίας Cadiz στη Νότια Ισπανία, εμπνεύστηκε από τους πρωτεργάτες του είδους Antonio de Torres (1817-1892), Ramón Montoya (1880-1949) και Sabicas (1912- 1990), και άρχισε την μουσική του πορεία μελετώντας 12 ώρες την ημέρα, από την ηλικία των 5 ετών. Συνεργάστηκε με την αφρόκρεμα των μουσικών της μοντέρνας Jazz, του κλασσικού Rock και της παραδοσιακής μουσικής της πατρίδας του. Βραβεύτηκε με πλήθος τιμητικών διακρίσεων, μεταξύ των οποίων οι “Latin Grammy Award for Best Flamenco Album in 2004”, Billboard Latin Music Award for Latin Jazz Album of the Year in 2005 και ο Τιμητικός Διδακτορικός Τίτλος από το Πανεπιστήμιο του Cadiz. Αξέχαστοι θα μείνουν και οι προσωπικοί του δίσκοι “Fuente y Caudal” (που περιέχει τις κλασσικές του επιτυχίες “Entre Dos Aguas”, “Solera” και “Cepa Andaluza”), “Almoraima”, “Live… One Summer Night”, “Cositas Buenas” και “Castillo de Arena”.
Ας επικεντρωθούμε όμως στις συνέργειες που αναπτύχθηκαν από τους εκλεκτούς αυτούς μουσικούς, για την δημιουργία του επικού δίσκου “Friday Night in San Francisco”.
Στη στερεοφωνική μίξη του ηχογραφημένου υλικού, με τον Paco de Lucía να ακούγεται συνήθως στο αριστερό κανάλι και τον Al Di Meola στο δεξιό ή στο κέντρο και τον John McLaughlin στο δεξιό, με αρκετές όμως εναλλαγές, η πρόθεση για την αριστοτεχνική ανάμειξη διαφορετικών μουσικών σχολών και προσωπικών εκτελεστικών επιλογών είναι κάτι παραπάνω από εμφανής. Ένα ιδιαίτερα καλαίσθητο υβρίδιο, ή αν θέλετε μία σύντηξη της Jazz, των Blues, του Rock και του Flamenco, προκαλεί τις αισθήσεις του ακροατηρίου, συνοδευόμενο από τα δεξιοτεχνικά ακροβατικά των τριών κορυφαίων κιθαριστών.
Χαρακτηριστικές τεχνικές που απαντώνται στο παίξιμο της ηλεκτρικής και της ακουστικής κιθάρας, όπως π.χ. strumming, muting, hammer-ons, pull-offs και string bending, συνυπάρχουν αρμονικά με τις παραδοσιακές τεχνικές της flamenco κιθάρας, όπως π.χ. tremolo, picado, alzapúa, rasgueado και golpe.
Η χρήση μικροφώνου για την ενίσχυση του ήχου ακολουθείται και από τους τρεις κιθαρίστες, ενώ οι Al Di Meola και John McLaughlin μιξάρουν τον ήχο αυτό, με εκείνον που παράγουν οι αισθητήρες των οργάνων τους (ηλεκτροακουστική και ηλεκτροκλασσική κιθάρα, αντίστοιχα).
O Al Di Meola χρησιμοποιεί πένα, και για τις ανάγκες της συναυλίας επέλεξε την γνωστή εξάχορδη ακουστική κιθάρα του (Ovation), η οποία φέρει μεταλλικές χορδές. Ο Paco De Lucia, προτίμησε την παραδοσιακή Ισπανική Flamenco κιθάρα του, την θρυλική Sobrinos de Domingo Esteso (κατασκευής 1971). Ακολουθώντας κατά γράμμα το πρωτόκολλο του συγκεκριμένου μουσικού είδους, χρησιμοποιεί ασφαλώς τα δάκτυλα του δεξιού χεριού αντί για πένα, ενώ η κιθάρα φέρει νάϋλον χορδές.
Ας προχωρήσουμε σε μία σύντομη ανάλυση των κομματιών του δίσκου. To πρώτο κομμάτι, είναι βέβαια το υπέροχο “Mediterranean Sundance/Rio Ancho”. Πρόκειται για ένα ensemble (ανσάμπλ) κομμάτι, το οποίο προέρχεται από την συνένωση δύο διαφορετικών κομματιών. Το “Mediterranean Sundance” ήταν ήδη γνωστό στο κοινό από το 1977, αφού είχε ήδη συμπεριληφθεί στο δεύτερο δίσκο του Al Di Meola με τίτλο “Elegant Gypsy” (1977). Το “Rio Ancho”, είναι ένα παραδοσιακό flamenco κομμάτι σε Em (Mι Μινόρε). Η συνεργασία Di Meola και De Lucia, δημιούργησε μία νέα εκδοχή, ένα κράμα το οποίο άφησε εποχή, δεδομένου ότι από τη στιγμή που πρωτοπαίχτηκε, πληθώρα μουσικών σε όλο τον κόσμο ασχολούνται παθιασμένα με αυτό.
Το δεύτερο κομμάτι, με τίτλο “Short Tails of the Black Forest”, είναι μία σύνθεση που ανήκει στον Chick Corea (Τσικ Κορία). Εδώ, δίνεται έμφαση στις ρίζες των Blues, αν και το κοινό το θυμάται περισσότερο για την διασκεδαστική ενσωμάτωση φράσεων από την μουσική των ταινιών “The Pink Panther” με τον αξέχαστο Peter Sellers, και “Deliverance”, του John Boorman.
Ακολουθεί το “Frevo Rasgado”, ένα αργό, παραδοσιακό κομμάτι, γεμάτο ψυχή και ιδιαίτερη μελωδικότητα, που ανήκει στον μεγάλο Βραζιλιάνο μουσικό Egberto Gismonti (Εγκμπέρτο Γκισμόντι), γνωστό μας και από τις εξαιρετικές ηχογραφήσεις του στην ECM. Εδώ, οι John McLaughlin και Paco De Lucia συνδυάζονται αρμονικά, παράγοντας «ζεστούς» τόνους και εύθραυστη φρασεολογία, παράγοντας ένα πανέμορφο ηχητικό αποτέλεσμα.
Το προτελευταίο κομμάτι, είναι το περίφημο “Fantasia Suite”, μία σύνθεση του Al Di Meola που αρχικά περιλήφθηκε στον δίσκο “Casino”. Παρά το γεγονός ότι είναι ένα εξαιρετικά πολύπλοκο και δύσκολο ερμηνευτικά κομμάτι, εν τούτοις βασίζεται σε δύο απλές αλλαγές, D-A και A-E (δηλ. ΡΕ-ΛΑ και ΛΑ-ΜΙ). Το μοτίβο αυτό δημιουργεί το κατάλληλο και ακουστικά εύθυμο υπόβαθρο, για να μας χαρίσει ο Al Di Meola μερικούς από τους απίστευτους αυτοσχεδιασμούς του, παίζοντας με εκρηκτικότητα και μεγάλη ταχύτητα. Στο μεσαίο τμήμα του κομματιού, η μετατροπία σε ελάσσονα προσδίδει την ευκαιρία για την χρήση των τεχνικών “raking” και “slapping”, ενώ στο τελευταίο μέρος, όπου επαναλαμβάνεται το κυρίως θέμα, ο έντεχνος συνδυασμός στοιχείων Folk και Blues, καθώς και τα εκπληκτικά δείγματα δεξιοτεχνίας από τον John McLaughlin και τον Paco De Lucia, δημιουργούν ένα αξεπέραστο ηχητικό σύνολο.
To πέμπτο και τελευταίο κομμάτι, είναι το “Guardian Angel”. Πρόκειται για μία σύνθεση του John McLaughlin, που ερμηνεύεται από τους τρεις μεγάλους κιθαρίστες με χαρακτηριστικό πάθος, αλλά και λεπτότητα. Ηχογραφήθηκε ζωντανά, όχι στο San Francisco, αλλά στο Minot Sound Studio της Νέας Υόρκης. Ανάλαφρες μελωδικές γραμμές, με χρήση εφφέ βάθους (reverb) που παραπέμπει στη σημερινή χρήση του όρου “ambient reverb”, συνθέτουν ένα ατμοσφαιρικό και καθηλωτικό άκουσμα.
Τρεις κορυφαίοι κιθαρίστες, λοιπόν, σε ένα ανεπανάληπτο δίσκο. Το ίδιο άλλωστε έπραξαν μετά από 8 χρόνια τρεις κορυφαίοι τενόροι, με ανάλογη επιτυχία. Τα διθραμβικά σχόλια για τους Al Di Meola, John McLaughlin και Paco de Lucía δεν μπορεί ποτέ να είναι αρκετά. Ας βάλουμε λοιπόν κάπου εδώ μία τελεία και ταυτόχρονα το “Friday Night in San Francisco” (σε βινύλιο), για να τους θαυμάσουμε μία ακόμη φορά…