του Κώστα Τάταρη
Πέρασε ένας χρόνος από την εκδημία του Δημήτρη Κιτσίκη, καθηγητή στο πανεπιστήμιο της Οττάβα στον Καναδά, ιστορικού, αναλυτή των ιδεολογιών και της προπαγάνδας, γεωπολιτικού και ποιητή
Παρά τις σοβαρές και έντονες διαφωνίες μου σε μείζονος σημασίας θέματα, όπως στα ελληνοτουρκικά, διαφωνίες που εξέφρασα δημόσια σ’ ένα σύντομο διάλογο μαζί του μέσα από το περιοδικό “ΤΡΙΤΟ ΜΑΤΙ” με το οποίο συνεργάζονταν πολλά χρόνια – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η γεωπολιτική “σύλληψη” της “Ενδιάμεσης Περιοχής” με αφήνει αδιάφορο, απέναντι όμως μ’ έβρισκαν οι προτεινόμενες “εφαρμογές” – ο Κιτσίκης υπήρξε από τους μετρημένους στα δάκτυλα του ενός χεριού διανοούμενους – ο ίδιος αποστρεφόταν τον όρο- που άσκησαν καθοριστική επίδραση στη διαμόρφωση της σκέψης μου. Ήταν εκείνος που με εισήγαγε στη γεωπολιτική , στην επιστημονική ανάλυση των ιδεολογιών, σε μια άλλη οπτική της Ιστορίας.
Το πρώτο του βιβλίο που τυχαία έπεσε στα χέρια μου το μακρινό 1990 ήταν “Η ΤΡΙΤΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ” (πρώτη έκδοση “Ακρίτας”, ύστερα όμως από έντονες πιέσεις που ασκήθηκαν στον εκδότη του από “παραεκκλησιαστικούς κύκλους” το βιβλίο απεσύρθη από την κυκλοφορία και πολτοποιήθηκε για να εκδοθεί μια δεκαετία αργότερα από την “ΕΣΤΙΑ”) και θυμάμαι ότι έμεινα έκπληκτος από τον πνευματικό δυναμισμό του και το βάθος των αναλύσεών του΄ στη συνέχεια διάβασα και τα υπόλοιπα βιβλία του ( ξεχωρίζω τα “Βυζαντινό Πρότυπο Διακυβερνήσεως και το τέλος του Κοινοβουλευτισμού” και “Περί Ηρώων”) και δεν περνούσε μήνας που να μην πάρω το “ΤΡΙΤΟ ΜΑΤΙ” κυρίως για να διαβάσω το άρθρο του.
Ο Κιτσίκης δεν πίστευε σε καμιά ιδεολογία (οι κατά καιρούς ετικέτες που έβαζε στον εαυτό του αποτελούσαν παιγνιώδη πρόκληση στους αναγνώστες του) ή θρησκεία΄ τόπος των ενοράσεών του η Ορθοδοξία όχι όμως ως θρησκεία, αλλά ως “Οδός” και μάλιστα ως θεραπεία από την “ασθένεια της θρησκείας”.
Αν ήθελα να του βάλω ένα πρόσημο θα ήταν “Παραδοσιοκράτης” θα τον “τοποθετούσα” – με όλες τις ιδιαιτερότητές του – στην ίδια κατηγορία με τον Ιούλιο Έβολα, άλλωστε δεν είναι τυχαία η εκτίμηση που έτρεφε προς τον Ιταλό φιλόσοφο, στον οποίο αφιέρωσε και μια ανάλυσή του στο “Τ.Μ”. Έβολα και Κιτσίκης είχαν την ίδια “θεώρηση του ιστορικού χρόνου” (πορεία καθοδική , όχι ανοδική, γι’ αυτό και κινητήριος μοχλός της Ιστορίας είναι “η νοσταλγία του χαμένου Παραδείσου” ή της “Χρυσής Εποχής”) , την παραδοσιακή οπτική της πολιτείας και του πολιτισμού, και οι δύο πίστευαν στην “Αυτοκρατορία” ως πνευματικό, πολιτικό και γεωπολιτικό μέγεθος με διαφορετική, βεβαίως, θεώρηση του imperium (για τον Έβολα ήταν η ταύτιση πολιτικής και πνευματικής Αρχής, που θα λειτουργούσε ως “γέφυρα”, για τον Κιτσίκη η συναλληλία πνευματικής και πολιτικής Αρχής, ως “πνεύμα” και “σώμα”, η παιδαγωγική σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον φιλόσοφο (ή Πατριάρχη) και πολιτικό ηγέτη (ή Αυτοκράτορα).
Πάνω απ’ όλα “έντιμο πνεύμα”, αντικομφορμιστής, έδωσε άλλη ποιότητα και βάθος στην αντισυμβατική πολιτική σκέψη, Κολωνακιώτης στην καταγωγή και σφοδρός πολέμιος του “Κολωνακιώτικου προδοτικού κρατιδίου”, χωρίς ίχνος κόμπλεξ παρά την οικογενειακή του περιπέτεια τον καιρό του εμφυλίου, ενάντια σε όλα τα κατεστημένα και ιδιαίτερα σ’ εκείνο της “προοδευτικής διανόησης”.
Εύχομαι να βρήκες ανάπαυση Δημήτρη Κιτσίκη…