Κλείνουν σήμερα 19 Δεκεμβρίου 2016, 98 χρόνια από την γέννηση του διάσημος Νομπελίστα και Ορθόδοξου πολέμιου του κομμουνισμού, Αλεξάντερ Σολζενίτσιν.
Υπήρξε ο άνθρωπος που αποκλήθηκε «η Εθνική και Χριστιανική Συνείδηση του Ρωσικού Έθνους», αποκαλύπτοντας πρώτος στα μυθιστορήματα του την βαρβαρότητα των σταλινικών στρατοπέδων συγκεντρώσεως, ενώ κατάγγειλε εξίσου τον Καπιταλισμό, την Δυτική δημοκρατία και τον Σιωνισμό.
Γεννημένος στο Κισλοντόφσκ της Σταυρούπολη κοντά στην Μάυρη Θάλασσα, ο Σολζενίτσιν ανήκε σε οικογένεια λευκών Κοζάκων διανοούμενων, που είδε την οικογενειακή περιουσία του να μετατρέπεται σε κολχόζ στην περίοδο μετά τον Ρωσικό Εμφύλιο. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Ροστόφ, από το οποίο έλαβε το πτυχίο μαθηματικού, και σπούδασε λογοτεχνία δι’ αλληλογραφίας στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας.
Το όνομα του Αλέξανδρου Σολζενίτσιν έγινε γνωστό, όταν το 1962 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο, το «Μία Μέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς». Το βιβλίο έπεσε σαν βόμβα στους λογοτεχνικούς κύκλους πρώτα της χώρας του και μετά όλου του κόσμου. Το βιβλίο κατέγραφε με γλαφυρό τρόπο μία τυπική μέρα στα σταλινικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Ο Σολζενίτσιν είχε καταδικασθεί το 1945 σε πολυετή φυλάκιση και υποχρεωτική εξορία στα στρατόπεδα γκουλάγκ, επειδή σε ένα γράμμα που έγραψε κατά την διάρκεια της θητείας του, κατηγορούσε την πολιτική του Στάλιν, τον οποίο αποκαλούσε «μπαλαμπός», χρησιμοποιώντας την εβραϊκή λέξη για το αφεντικό.
Πρέπει να πούμε ότι η «Μια Μέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς» ευτύχησε να κυκλοφορήσει στην διάρκεια των φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων του Νικολάϊ Χρουστσόφ. Ήταν η πρώτη φορά στην μετασταλινική περίοδο που κάποιος έγραφε για αυτή την μαύρη πτυχή του σοβιετικού καθεστώτος, ενώ το βιβλίο, όπως και όλο το υπόλοιπο έργο του, διαπνεόταν από έναν χριστιανικό ουμανισμό στην καλύτερη παράδοση του Τολστόι.
Όμως η καλλιτεχνική του ελευθερία δεν κράτησε πολύ. Το 1964 ο Χρουστσόφ ανατρέπεται από τον Μπρέζνιεφ και οι απαγορεύσεις στην πολιτική και καλλιτεχνική ζωή ξαναρχίζουν. Έτσι τα επόμενα του έργα, όπως η «Πτέρυγα Καρκινοπαθών» και ο «Πρώτος Κύκλος», κυκλοφόρησαν μόνο σε «σάμιζντατ», δηλαδή παράνομες ιδιωτικές εκδόσεις που κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι στην Δύση και την Σοβιετική Ένωση, ενώ από το 1969 θα έγραφε στην «Βέτσε» μια εφημερίδα που θα γινόταν το ιδεολογικό όργανο των Νεοσλαβόφιλων (ή των Ορθόδοξων Εθνικιστών της αντιδυτικής Παράταξης).
Το 1970 o Μπρέζνιεφ κήρυξε παράνομη κάθε μορφή Ρωσικού Εθνικισμού που δεν συνδυαζόταν με το δόγμα του Μαρξισμού-Λενινισμού. Όμως για τον Σολζενίτσιν και τους συντάκτες της παράνομης πλέον «Βέτσε», ο Ρωσικός Εθνικισμός δεν μπορούσε να νοηθεί εκτός Ορθοδοξίας και ο άθεος Εθνικισμός που προωθούσε το Κ.Κ.Σ.Ε. και που στερείτο της αίσθησης του οίκτου, της γενναιοδωρίας και της αγάπης προς τον Θεό, δεν μπορούσε να αποκαλείται Ρωσικός.
Οι Ορθόδοξοι Εθνικιστές της «Βέτσε» επηρεαζόταν από τον Ντοστογιέφσκι και τους σλαβόφιλους στοχαστές του 19ου αιώνα, όπως ο Νικολάϊ Ντανιλέφσκι και ο Κωνσταντίν Λεόντιεφ (πρόδρομοι του Σπένγκλερ και του Συντεχνιακού Κράτους αντίστοιχα). Αυτοί πίστευαν στο εθνικιστικό τρίπτυχο «Τσάρος-Λαός-Ορθοδοξία», και περιφρονούσαν την δυτικο-αναθρεμμένη ιντελιτζένσια (φιλελεύθερη, αναρχική και σοσιαλιστική) της χώρας. Υπερασπιζόταν τις παραδόσεις του Ρωσικού λαού ενάντια στην δυτικοποίηση της χώρας που ξεκίνησε από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου, ενώ θεωρούσαν τα Έθνη και όχι τις τάξεις ως κινητήριους μοχλούς της Ιστορίας.
Οι αντιφρονούντες συγγραφείς της «Βέτσε» εμπνεόταν επίσης από την χριστιανική φιλοσοφία του Νικολάϊ Μπερντγιάεφ και έτρεφαν μεγάλη συμπάθεια για τον Μάρτιν Χάϊντεγκερ και «το πάθος του για την αναζήτηση της πραγματικής ύπαρξης», ενώ απέρριπταν έμπρακτα φιλοσόφους «όπως ο Σαρτρ και ο Μαρκούζε που προκάλεσαν τέτοια αναταραχή στα ασταθή μυαλά της δυτικής νεολαίας».
Πρωταρχικός σκοπός των Νεοσλαβόφιλων ήταν η ανάπτυξη μίας εθνικής ιδεολογίας και κύριο καθήκον των εθνικιστών ήταν η ηθική και κοινωνική αναγέννηση της αγροτιάς, και του λαού γενικότερα, ενώ η αναβίωση της εθνικής κουλτούρας θα γινόταν το εφαλτήριο για τις μελλοντικές καλλιτεχνικές εξελίξεις. Τέλος ενθάρρυναν την αγάπη προς την Πατρίδα και την Ορθοδοξία.
Το μανιφέστο του κινήματος ήταν η «Ανοικτή Επιστολή προς τους Ηγέτες της Σοβιετικής Ενώσεως» που γράφτηκε από τον Σολζενίτσιν το 1973. Σε αυτό το κείμενο ο Σολζενίτσιν αναγνωρίζει ότι υπάρχουν μόνο δύο πραγματικοί κίνδυνοι για την Ρωσία: «ο πόλεμος με την Κίνα και η κοινή καταστροφή μαζί με τον δυτικό πολιτισμό μέσα στο στρίμωγμα και την δυσωδία της μολυσμένης Γης».
Όσο αφορά το πρώτο, ο Σολζενίτσιν πιστεύει ότι δεν αξίζει να σκοτωθούν εκατομμύρια νεαροί στρατιώτες για ένα ιδεολογικό πόλεμο, ένα πόλεμο για την ιδεολογική καθαρότητα μιας νεκρής ιδεολογίας. Φωνάζει στο μανιφέστο του: «Τραβήξτε, βγάλτε από όλους μας αυτό το καταϊδρωμένο, βρώμικο πουκάμισο, που έχει κιόλας πάνω του τόσο αίμα-το αίμα εκείνων των 66 εκατομμυρίων -ώστε δεν αφήνει να πάρει ανάσα το ζωντανό σώμα του έθνους μας. Πάνω του βρίσκεται όλη η ευθύνη για όσα έγιναν στη χώρα, και γι’ αυτό πρέπει να το βγάλετε, όσο πιο γρήγορα γίνεται κι ας το περιμαζέψει όποιος θέλει».
Όσο αφορά την οικολογική καταστροφή γράφει: «Η οικονομική άνοδος όχι μόνο δεν χρειάζεται, αλλά είναι και καταστροφική. Βρωμίσαμε την αχανή ρωσική γη και παραμορφώσαμε την καρδιά της Ρωσίας, την ακριβή μας Μόσχα». Προτείνει δε την κατάργηση των κολχόζ και την επιστροφή στην παραδοσιακή μορφή του χωριού. Τέλος οραματίζεται μία ηθική και πνευματική επανάσταση που θα αρχίσει με την ριζική αλλαγή του σχολείου, την ελευθερία της θρησκείας, την υποστήριξη του θεσμού της οικογένειας και την πάταξη του αλκοολισμού.
Σχετικά με την ελευθερία του ανθρώπου γράφει: «Η ελευθερία είναι ηθική. Αλλά μόνο ως ένα σημείο, όσο δεν μετατρέπεται σε αυταρέσκεια, και δεν γίνεται αχαλίνωτη. Το ίδιο και η τάξη, δεν είναι ανήθικο αλλά σταθερό και ήρεμο καθεστώς. Και πάλι όμως ως ένα σημείο, όσο δεν μετατρέπεται σε αυθαιρεσία και τυραννία».
Έτσι ο Σολζενίτσιν θα εναντιωνόταν τόσο στον Ανατολικό απολυταρχισμό, όσο και στην Δυτική δημοκρατία. Το πολιτικό ιδεώδες του Σολζενίτσιν είναι μία πεφωτισμένη δεσποτεία, ως ένας «Τρίτος Δρόμος», που είτε θα άφηνε πολλά όρια ελευθερίας ή θα ήταν ένα φιλάνθρωπο αυταρχικό καθεστώς βασισμένο στις Χριστιανικές παραδόσεις και που θα προηγείτο μίας δημοκρατίας, με φοβερή όμως αυτοπειθαρχία και αυτοπεριορισμό. Και στις δύο όμως περιπτώσεις θα βασίζεται σε μικρές αγροτικές κοινότητες και θα συνδυάζεται με μία πολιτική γεωργικών κοοπερατίβων, όπως αυτή που εξύφανε προεπαναστατικά ο Υπουργός Εσωτερικών Στολύπιν.
Το 1970 θα βραβευτεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, αλλά δεν θα πάει στην Στοκχόλμη να το παραλάβει, γιατί φοβόταν ότι στην επιστροφή η σοβιετική κυβέρνηση θα του απαγόρευε την είσοδο στην αγαπημένη του πατρίδα.