ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ

Δεν βρέθηκαν άρθρα

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Ακολουθήστε μας:
15 February, 2025
ΚεντρικήΜΟΥΣΙΚΗ50 χρόνια King Crimson: Η μουσική, οι τεχνικές και η τεχνολογία. Μέρος Α!

50 χρόνια King Crimson: Η μουσική, οι τεχνικές και η τεχνολογία. Μέρος Α!

του Τάκη Ι. Χιωτακάκου, μουσικού

Κλείνουν φέτος 50 χρόνια από την ίδρυση των «Κίνγκ Κρίμσον»  και ο Ρόμπερτ Φριππ βγάζει το συγκρότημα σε παγκόσμια τουρνέ, ενώ ένα ντοκυμανταίρ με τίτλο «Cosmi F*ck» θα παρουσιάσει την ιστορία τους. Τέλος μια σειρά από επετειακά box set θα κυκλοφορήσουν τους επόμενους μήνες.

Με αφορμή όλα αυτά αποφασίσαμε να παρουσιάσουμε ένα αφιέρωμα στο σημαντικό αυτό συγκρότημα του «προγκρέσιβ ροκ», τόσο στο έργο τους, όσο και στην ιδιαίτερη φυσιογνωμία των μουσικών που συμμετείχαν στο σχήμα.

Αφίσσα για τις Λονδρέζικες συναυλίες των Κing Crimson

Οι King Crimson δημιουργήθηκαν τον Ιανουάριο του 1969 στη Μεγάλη Βρεττανία από τους Greg Lake (Γκρέγκ Λέϊκ – φωνητικά, ηλεκτρικό μπάσο), Robert Fripp (Ρόμπερτ Φριπ – κιθάρα), Ian McDonald (Ίαν Μακντόναλντ – πλήκτρα), Peter Sinfield (Πήτερ Σίνφιλντ – στίχοι) και Michael Giles (Μάϊκλ Ζιλ/Τζάϊλς – τύμπανα).

Η σύνθεση (line-up) του συγκροτήματος άλλαζε διαρκώς. Κατά καιρούς, εκτός από τα ιδρυτικά μέλη, έχουν συμπεριληφθεί πολλοί κορυφαίοι μουσικοί, όπως ο μεγάλος συνθέτης και τζαζ  πιανίστας Keith Tippett (Κηθ Τίππετ), καθώς και οι κιθαρίστες Adrian Belew (Άντριαν Μπίλιου), Jakko Jakszyk (Τζάκο Τζακσζικ), John Wetton (Τζων Γουέτον) και Trey Gunn (Τρέυ Γκαν), ο οποίος χρησιμοποιούσε τις -πρωτοποριακής κατασκευής- ηλεκτρικές κιθάρες Warr Guitar και Chapman Stick, που παρέχουν την δυνατότητα χρήσης της τεχνικής double tapping (με τα δύο χέρια).

Επιπρόσθετα, συμμετείχαν οι μπασίστες Peter Giles (Πήτερ Γκάιλς), Tony Levin (Τόνυ Λεβίν), Gordon Haskell (Γκόρντονν Χάσκελ)  και Boz Burrell (Μποζ Μπάρελ, αργότερα μέλος των Bad Company), οι ντράμερς Andy McCulloch (Άντυ Μακ Κούλοχ), William Rieflin (Ουίλλιαμ Ρίφλιν), Jeremy Stacey, (Τζέρεμυ Στέησυ) Jamie Muir (τζέιμι Μούιρ) , Pat Mastelotto (Πατ Μαστελόττο) , Gavin Harrison (Γκάλβιν Χάρρισον), Ian Wallace (Ίαν Γουάλας), Michael Giles (Μάικλ Γκάιλς) και Bill Bruford (Μπιλ Μπρούφορντ), ο βιολιστής David Cross (Ντέηβιντ Κρός)  και ο σπουδαίος σαξοφωνίστας Mel Collins Μελ Κόλλινς).

Η κλασσική σύνθεση των Κινγκ Κρίμσον: με την φόρα του ρολογιού : Ίαν Μακ Ντόναλντ (σαξόφωνα
και μελλοτρον) , Ρόμπερτ Φρίπ (κιθάρα) Πήτερ Σίνφιλντ (στίχοι, φωτισμοί, ήχοι) Τζων Τζάιλς (ντραμς)
και Γκρέγκ Λέηκ (τραγούδι, κιθάρα)

Αυτοί οι επιλεγμένοι μουσικοί, είχαν την δυνατότητα να προσθέτουν αυτούσια την προσωπική τους ηχητική εκδοχή, αφού στη γενικότερη φιλοσοφία του συγκροτήματος υπήρχε η διαρκής ανανέωση και η ελευθερία στην έκφραση. Κάτι τέτοιο είχε σαν αποτέλεσμα την δημιουργία αριστουργημάτων, με εμφανή επήρεια (ή απλές ‘πινελιές’ σε κάποιες περιπτώσεις) από ετερόκλητα μουσικά ιδιώματα (όπως θα δούμε παρακάτω) έξω από την περίμετρο της ροκ  μουσικής, ιδιαίτερα στο χώρο της κλασσικής μουσικής και της τζαζ.

Ορισμένοι θεωρούν ότι η διαρκής εναλλαγή προσώπων είχε και την αρνητική της πλευρά, προτάσσοντας την άποψη ότι με την συνεχή ανάπλαση των ηχοχρωμάτων και την πολυπρόσωπη παρουσία ερμηνευτών, επήλθε κάποια σχετική αλλοίωση της μουσικής ταυτότητας του συγκροτήματος. Ίσως έχουν κάποιο δίκιο, αλλά με αυτό τον τρόπο, οι King Crimson αποτέλεσαν ‘καταφύγιο’ και πόλο έλξης για πολλούς από τους επιφανέστερους και πιό προωθημένους μουσικούς της εποχής εκείνης. Ήταν μία πραγματικότητα, που μόνο καλό μπορούσε να κάνει στην έμπνευση των δημιουργών και στο ενδιαφέρον των «απαιτητικών ακροατηρίων», που τότε αποτελούσαν τον κύριο κορμό των οπαδών της μουσικής τους.  

Kίνγκ Κρίμσον : Κλασσάτοι στο ντύσιμο, όσο και στην μουσική. Από αριστερά: Ρόμπερτ Φριπ, Μπίλ Μπρούφορντ, Ντέηβιντ Κρός και Τζέημς Γουέτον το 1972.

Από το 1969 μέχρι σήμερα, το συγκρότημα έχει κυκλοφορήσει περισσότερους από (50) δίσκους, μεταξύ των οποίων απαριθμούνται (13) studio και (15) ζωντανές ηχογραφήσεις (live albums). Η τελευταία studio δουλειά τους κυκλοφόρησε το 2003 (The Power to Believe), ενώ η πιό πρόσφατη ζωντανή ηχογράφησή τους έγινε το 2018 (Meltdown: Live in Mexico City). Θα σταθούμε στους πιό χαρακτηριστικούς, από αυτούς.

Ο δίσκος που αποτελεί ορόσημο στην πορεία των King Crimson είναι βέβαια ο πρώτος τους δίσκος, με τίτλο “In the Court of the Crimson King”, που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1969 και περιείχε το κομμάτι που τους ανέδειξε, το περίφημο “Epitaph”. Ο δίσκος έγινε «χρυσός» στη Μ. Βρεττανία και στην Αμερική, ενώ έγινε «πλατινένιος» στον Καναδά. Το 2015, το γνωστό μουσικό περιοδικό «Rolling Stone» ανακήρυξε το “In the Court of the Crimson King” σαν τον δεύτερο μεγαλύτερο δίσκο του Progressive Rock όλων των εποχών, μετά το “The Dark Side of the Moon” των Pink Floyd. Επίσης, ο πρώτος αυτός δίσκος των King Crimson, συμπεριλήφθηκε και στο γνωστό βιβλίο “1001 Albums You Must Hear Before You Die” (1001 δίσκοι που πρέπει να ακούσεις πριν πεθάνεις).

Το In the Court of Crimson KIng σήμανε την επίσημη γέννηση του προγκρέσιβ ροκ

Είδαμε λοιπόν, ότι οι King Crimson πέτυχαν υψηλές διακρίσεις, και δημιούργησαν ένα πλούσιο, μεστό και πολυδαίδαλο ήχο. Υπάρχουν όμως και άλλοι σημαντικοί λόγοι τόσο για την αναγνώρισή τους, όσο και για την κατάταξή τους στο μουσικό εκείνο ιδίωμα που ακούει στο όνομα “προγκρέσιβ ροκ”. Υπήρξαν κάποιοι ιδιαίτεροι μουσικοί πειραματισμοί και ορισμένες επαναστατικές ιδέες που αξιοποιήθηκαν από τα ιδρυτικά μέλη του συγκροτήματος, με αποτέλεσμα να παρουσιάσουν στο κοινό ένα μοναδικό, νέο άκουσμα. Η συνέχεια είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα…  

Καταρχήν, οι Greg Lake, Ιan McDonald και Robert Fripp, ήταν σπουδαίοι μουσικοί, ξεχώριζαν με χαρακτηριστική ευκολία από τον μέσο όρο, είχαν σπάνιο ταλέντο, ευρύτερη μουσική αντίληψη, γνώσεις, φαντασία και όραμα. Έπαιζαν πολύ περισσότερα μουσικά όργανα από αυτά που τυπικά καταγράφονται στις πληροφορίες των δίσκων (liner notes). Ήταν όλοι τους, αυτό που ακριβώς αποδίδεται στα Αγγλικά με τον όρο “multi-instrumentalists” (ας τους πούμε «πολυοργανοπαίκτες»).  

Ο Ρόμπερτ Φριπ στην πρώτη συναυλία στο Marquee του Λονδίνου τον Μάιο του 1969

Ο Greg Lake (R.I.P.), πέραν των ικανοτήτων του στη μουσική σύνθεση, είχε αναλάβει τα κύρια φωνητικά, ενώ έπαιζε ακουστική κιθάρα, ηλεκτρική κιθάρα, ηλεκτρικό μπάσο και πιάνο. Σημειώνεται ότι το 1970 άφησε τους King Crimson για να προσχωρήσει (και να διαπρέψει) σε ένα άλλο κορυφαίο σχήμα του Progressive Rock, τους Emerson, Lake & Palmer.

O Γκρέκ Λέηκ, ιδρυτικό μέλος των “Κινγκ Κρίμσον” και των “Έμερσον Λέηκ εντ Πάλμερ”

Ο Ian McDonald, πρωτοπόρος στη μουσική σύνθεση, εκτός από πλήκτρα, έπαιζε φλάουτο, άλτο και τενόρο σαξόφωνο, ξυλόφωνο, μεταλλόφωνο και κιθάρα. Ήταν εκείνος που εκμεταλλεύτηκε την νέα μουσική τεχνολογία της εποχής και βρήκε τον τρόπο να ενσωματώσει ήχους συμφωνικής ορχήστρας στο υλικό των King Crimson, προτείνοντας στα υπόλοιπα μέλη την αγορά ενός οργάνου “Mellotron”, που είχε τότε κυκλοφορήσει στην αγορά πριν από λίγα χρόνια. Θυμίζουμε ότι, εκείνη την εποχή, δεν υπήρχαν όπως σήμερα αρμόνια ή synthesizers, ώστε με το πάτημα ενός κουμπιού να είναι διαθέσιμος στον μουσικό ο ήχος από οποιοδήπτε όργανο επιλέξει. Πόσο μάλλον, όταν συζητάμε για όργανα που τυπικά ανήκουν στο χώρο της Κλασσικής Μουσικής.

Επιγραμματικά, το “Mellotron” είναι ένα ηλεκτρομηχανικό μουσικό όργανο με πλήκτρα (λιγότερα από αυτά που έχει το πιάνο) και προήλθε από αντιγραφή του αμερικανικού “Chamberlin”, περίπου στα μέσα της δεκαετίας του ‘60. Στις γνωστότερες εκδόσεις του οργάνου, με το πάτημα κάθε πλήκτρου ενεργοποιείται ένας προηχογραφημένος σε μαγνητοταινία (tape loop) ήχος από ένα συγκεκριμένο μουσικό όργανο.  Κάθε πλήκτρο αντιστοιχεί σε ξεχωριστή μαγνητοταινία, αλλά όλα τα πλήκτρα μαζί παίζουν ένα μόνο όργανο, π.χ. φλάουτο. Αν θέλει ο μουσικός να αλλάξει όργανο, πρέπει να επέμβει στο εσωτερικό του οργάνου και να αντικαταστήσει το εξάρτημα (loop frame) του φλάουτου, με εκείνο, π.χ. των εγχόρδων… Μεγάλη φασαρία, αν αναλογιστεί κανείς ότι κάθε εξάρτημα είναι σχετικά βαρύ και μοιάζει με ψυγείο μικρού αυτοκινήτου (!).

Ο Ίαν Μακ Ντόναλντ παίζοντας mellotron

Το “Mellotron” έδινε την δυνατότητα στον Ian McDonald να ηχογραφεί περάσματα με έγχορδα (strings), και αργότερα να συμπληρώνει τον ήχο του προσθέτοντας στην ηχογράφηση π.χ. αυθεντικό φλάουτο ή σαξόφωνο. Αυτό άλλωστε έκανε στο υλικό του “In the Court of the Crimson King”, που ήταν ηχογραφημένο στο studio σε ταινία 8 καναλιών (8-channel multitrack), οπότε και υπήρχε περιθώριο για εφαρμογή μιάς τέτοιας τεχνικής.

Κατά συνέπεια, δεν ήταν καθόλου εύκολο να εισπράξουμε αψήφιστα, ως ακροατές, το πρωτοποριακό για την εποχή, συμφωνικής χροιάς άκουσμα του “Epitaph” ή του “I talk to the wind”. Πάμπολλες ήταν οι απορίες για την προέλευση και κατασκευή των ιδιαίτερων ήχων του δίσκου. Στο τέλος της ημέρας, ήταν κυρίως το “Mellotron” η βάση πάνω στην οποία «κτίστηκε» ο προσωπικός ήχος των King Crimson. Το όργανο αυτό χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον τόσο από τον Ian McDonald όσο και από τον Robert Fripp. Ο πρώτος, αποχώρησε και αυτός από το σχήμα, για να καταλήξει αργότερα στους γνωστούς μας Foreigner.

Πολυδιάστατα τα κιθαριστικά σχήματα του εκπληκτικού Robert Fripp. Στη σύγχρονη εποχή, με την πληθώρα των «εξωτικών» ψηφιακών συστημάτων και των επαναστατικών ηχητικών «εφφέ» για κιθάρα, αναγνωρίζεται ότι ήταν από τους πρώτους που έπαιξαν μουσική φρασεολογία, σαν αυτή που τώρα αποκαλείται “ambient” (μαζί με τους Anthony Phillips, Mike Rutherford και Steve Hackett – όλους κιθαρίστες των επίσης πρωτοπόρων Genesis). Προχωρώντας ακόμα ένα βήμα, πρέπει να σημειώσουμε και το γεγονός ότι ο Robert Fripp ήταν ικανότατος και ως πιανίστας, συμμετέχοντας με επιτυχία στις ηχογραφήσεις του συγκροτήματος με το ηλεκτρικό πιάνο του, όσο και με το “Mellotron”.

Όμως, η θετική επήρεια της Κλασσικής Μουσικής, δεν τελείωνε εκεί. Είναι γεγονός ότι τόσο στον πρώτο δίσκο των King Crimson (τοποθετημένα εμβόλιμα στο “Epitaph”), όσο και στον δεύτερο δίσκο “In the Wake of Poseidon” (1970), στο χαοτικό κομμάτι “The devil’s triangle”, υπάρχουν ψήγματα μουσικών φράσεων εμπνευσμένα από το έργο “Planets” (Οι Πλανήτες) του Γκούσταβ Χόλστ. Mάλιστα, για την αποφυγή νομικού ερείσματος, έγιναν κάποιες αλλαγές στο staccato σχήμα του κομματιού, για να μην θυμίζει τόσο έντονα το “Mars: Bringer of War” του Χολστ.

Μοιραστείτε