
Του Τάκη Ι. Χιωτακάκου, μουσικού
Συνεχίζουμε την αναφορά μας με το «μπόλιασμα» της μουσικής των King Crimson από την τζαζ, αυτή τη φορά. Ακούγοντας το “Pictures of a City” από το “In the Wake of Poseidon” και τα ξέφρενα περάσματα των πνευστών που θυμίζουν έντονα δείγματα της «φρη τζαζ» δισκογραφίας, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα κομμάτι που παραπέμπει ηχητικά σε ένα φανταστικό, αποκαλυπτικό τοπίο, αν θέλετε. Ακόμη, στο 3o album του συγκροτήματος με τίτλο “Lizard”, σε πολλά σημεία θαρρείς ότι «καθρεφτίζεται» το ιδιαίτερο ύφος του σαξόφωνου του Ornette Coleman, στις συνηθισμένες εκκεντρικές στιγμές του τελευταίου. Πιό «γήϊνες» και όμορφες μελωδικές τζαζ γραμμές, συναντά κανείς στο σόλο τρομπέτα που ακούγεται στο δίσκο “Islands” (1971), στην ομώνυμη μπαλάντα.
Υπάρχει άραγε κάποιο «μήνυμα» μέσα από την μουσική των King Crimson; Ο άκρατος ναρκισσισμός και η πλεονεξία που οδηγεί τον άνθρωπο σταδιακά από την σύγχιση στην παράνοια, προοιωνίζοντας αναπόφευκτα ένα σκηνικό καταστροφής της ανθρωπότητας, είναι το κοινωνικό μήνυμα που κάνει αισθητή την παρουσία του στη μουσική τους… “The fate of all mankind I see, is in the hands of fools”, τραγουδάει ο Greg Lake στο “Epitaph”, υπογραμμίζοντας το νόημα και την διάθεση του στιχουργού, Peter Sinfield.
Μία άλλη τεχνική καινοτομία που χρησιμοποίησε το συγκρότημα για να εμπλουτίσει το υλικό του, ήταν ο Ξενοχρονισμός (Xenochrony). Πρόκειται για μία studio τεχνική που επινόησε στις αρχές της δεκαετίας του ‘60 ο Frank Zappa, σύμφωνα με την οποία αντιγράφεται μιά μουσική φράση (π.χ. ένα κιθαριστικό σόλο) από ένα συγκεκριμένο κομμάτι και στη συνέχεια επικολλάται σε επιλεγμένο σημείο ενός διαφορετικού κομματιού, ώστε να προκαλέσει ευχάριστη έκπληξη στον ακροατή.
Με την αποχώρηση των κορυφαίων Greg Lake και Ian McDonald, το λυρικό ύφος στο οποίο αυτοί εστίαζαν, άρχισε να παραχωρεί γόνιμο έδαφος σε περαιτέρω επιρροές από τον χώρο του ελεύθερου αυτοσχεδιασμού, την τζαζ αλλά και το hard rock. Σαν να μην ήταν αρκετά όλα αυτά, ένα άλλο χαρακτηριστικό που παρατηρείται στις μετέπειτα συνθέσεις τους, είναι η εναλλαγή πολλών διαφορετικών περασμάτων/θεμάτων, μέσα στο ίδιο κομμάτι.

To μελωδικό σαξόφωνο του Ίαν Μακ Ντόναλντ χαρακτήρισε το συμφωνικό ροκ στυλ των δυο πρώτων άλμπουμς των KIng Crimson
Έτσι, φθάνουμε στο 1973 και στον επικό δίσκο “Larks’ Tongues in Aspic”, στον οποίο συνυπάρχουν αριστοτεχνικά διατονικά σχήματα και μουσικοί τρόποι (modes), ενώ είναι εμφανέστατη η επήρεια από την Ανατολικό-ευρωπαϊκή σχολή της Κλασσικής Μουσικής (κυρίως από την Ρωσική Σχολή). Στην ηχογράφηση χρησιμοποιήθηκαν δεκάδες μουσικά όργανα, ακουστικά και ηλεκτρικά. Όσο μάλιστα το συγκρότημα προχωρούσε προς τα 80s, στις διάφορες live ενορχηστρώσεις των κομματιών του δίσκου ενσωμάτωναν τα synthesizers και drum pads της εποχής, προσφέροντας μία ακόμα όμορφη διάσταση στη μουσική τους. Τα παραδοσιακά κρουστά και τα τυμπάνια κλασσικής μουσικής του εξαιρετικού περκασιονίστα (και ζωγράφου, παρακαλώ) Jamie Muir, τα πλήκτρα και οι προσεγμένοι, όσο και εκρηκτικοί, ήχοι της κιθάρας του Robert Fripp, το βιολί, η βιόλα και το φλάουτο του David Cross, το μπάσο του John Wetton και τα τύμπανα του Bill Bruford (πρώην μέλος των Yes), συνθέτουν μία συναρπαστική εικόνα και προσφέρουν μία ιδιαίτερη μουσική εμπειρία.
Στην Ελλάδα, ο δίσκος αγαπήθηκε πολύ από τους θιασώτες του είδους. Σε διεθνές επίπεδο, ο συγκεκριμένος δίσκος αποτέλεσε πρότυπο σύνθεσης και ενορχήστρωσης στην κοινότητα των μουσικών του Progressive Rock. Αξίζει να ακούσει κανείς την ενδιαφέρουσα διασκευή του ομώνυμου κομματιού “Larks’ Tongues in Aspic” από το μεγάλο αμερικανικό Progressive Metal συγκρότημα “Dream Theater”, στο δίσκο τους “Black Clouds & Silver Linings” (2009).
Φθάνουμε πλέον στο 1981 και υποδεχόμαστε τον δίσκο “Discipline”, με τον γνωστό Κέλτικο κόμπο στο εξώφυλλο (δημιουργία του καλλιτέχνη George Bain). Όπως ήταν αναμενόμενο, τα πράγματα άλλαξαν για μία ακόμη φορά. Πολλές οι ευχάριστες εκπλήξεις… Ο Robert Fripp «οργιάζει» με την κιθάρα του, συνοδευόμενος αυτή τη φορά από την κιθάρα του Andrew Belew. Μοναδική καινοτομία του δίσκου, η χρήση της κιθάρας-συνθεσάϊζερ GR G-808/GR 303, που μόλις είχε κυκλοφορήσει εκείνη την εποχή και πρόσφερε ένα τεράστιο πεδίο μουσικών πειραματισμών. Πανέμορφες μουσικές φράσεις και ευφάνταστα αρπίσματα που συνδυάζονται με εύηχα solos, τα οποία, αν και «καταιγιστικά», παραμένουν διακριτικά, με έντονη μουσικότητα, χωρίς διάθεση επίδειξης ικανοτήτων. Μακάρι αυτό να μπορούσε να αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση για αρκετούς νεότερους κιθαρίστες, που συχνά αρέσκονται σε ένα μουσικά στείρο και συναισθηματικά απονευρωμένο “shredding”.

To γκρουπ που ηχογραφησε το Discipline: Τζων Λεβίν, Μπιλ Μπρούφορντ, Άντριαν Μπίλιου και Ρόμπερτ Φρηπ
Ο Robert Fripp θα μείνει στην ιστορία των πρωτοπόρων κιθαριστών, αλλά και ολόκληρης της μουσικής βιομηχανίας, για ένα ακόμη σημαντικό λόγο. Ήταν εκείνος που επινόησε την τεχνική “Frippertronics”, ένα σύστημα αναλογικής καθυστέρησης του ήχου (analog delay), με την χρήση δύο μαγνητοφώνων ανοικτής ταινίας (τεχνική tape looping). Η τεχνική προήλθε ως εξέλιξη ενός συστήματος που ανακάλυψαν την δεκαετία του ’60 οι μουσικοσυνθέτες Terry Riley and Pauline Oliveros, το οποίο ακούστηκε σε παγκόσμια πρώτη, στο δίσκο του Brian Eno με τίτλο “Discreet Music” (1975).
O Fripp xρησιμοποίησε αυτή την τεχνική, ώστε να δημιουργήσει δυναμικά ηχογραφήσεις που περιείχαν επάλληλες διαστρωματώσεις του ήχου της ηλεκτρικής κιθάρας, σε πραγματικό χρόνο. Με βάση αυτό το ηχητικό πεδίο, μπορούσε να παίζει στην κιθάρα μία μελωδική γραμμή, ενώ στο υπόβαθρο να ακούγεται, συμπληρωματικά, μία επαναλαμβανόμενη μουσική φράση διαρκείας. Πόσο σπουδαίο ήταν αυτό, πέραν της ηχητικής καλαισθησίας και του θαυμασμού που δημιουργούσε στο ακροατήριο; Τόσο, ώστε να υπάρχει σήμερα μία ξεχωριστή και ευρύτατα διαδεδομένη κατηγορία επεξεργαστών μουσικού σήματος, τα λεγόμενα “loopers”, τα οποία βρίσκονται πολύ ψηλά στην προτίμηση των σύγχρονων μουσικών που πειραματίζονται με νέους ήχους και τεχνικές.

Ο Ρόμπερτ Φριπ και η τεχνολογία για την χρήση των Frippertonics
Στους δίσκους που ακολούθησαν, όπως π.χ. στους “Beat” (1982), “Three of a Perfect Pair” (1984) και THRAK (1995), η χρήση των “loopers” κάνει συχνότερα αισθητή την παρουσία της, ανάμεσα στα τύμπανα εμφανίζονται εμβόλιμα και electronic drums, ενώ τα κομμάτια γίνονται πιό «επίπεδα» και “up-tempo”. Η δισκογραφική παραγωγικότητα του συγκροτήματος, ύστερα από 35 χρόνια ασυγκράτητης δημιουργικότητας, αρχίζει να περιορίζεται φυσιολογικά, φθάνοντας έτσι στις τελευταίες, σήμερα, studio ηχογραφήσεις τους, το “The Construkction of Light” (2000) – έτσι το γράφουν – και το “Power to Believe” (2003).
Αυτό δεν σημαίνει, σε καμμία περίπτωση, ότι «τα πάντα τελείωσαν» για αυτούς τους εξαιρετικούς μουσικούς. Αντίθετα, μάλιστα. Επιστρατεύοντας όλη την εμπειρία, την δεξιοτεχνία και την μοναδική ικανότητά τους να εκμεταλλεύονται στο έπακρο την τρέχουσα μουσική τεχνολογία, κυκλοφορούν μία αξιοπρόσεκτη σειρά από καταπληκτικές ζωντανές ηχογραφήσεις του υφιστάμενου υλικού τους, αρχίζοντας από το “EleKtriK: Live in Japan” (2003) μέχρι και το πρόσφατο “Meltdown: Live in Mexico City” (2018).
Έχει ιδιαίτερη αξία να αναζητηθούν τα έργα αυτά και ως βίντεο, ώστε να παρατηρήσει κανείς με λεπτομέρεια και να απολαύσει τις αλλαγές/προσθήκες στον ήχο, καθώς και την συνολική παρουσία του συγκροτήματος. Τα ψηφιακά synthesizers έχουν πλέον αντικαταστήσει τα ογκώδη, βαριά και δύσχρηστα Mellotrons (που είναι πιά συλλεκτικά και πανάκριβα), ενώ, επάνω στη σκηνή, συνυπάρχει η ηλεκτρική κιθάρα, η σύγχρονη κιθάρα-synthesizer και η κιθάρα-Chapman Stick. Oι ενορχηστρώσεις έχουν εκμοντερνιστεί, το ίδιο και οι χροιές των τυμπάνων. Πάλι τα κατάφεραν, δημιούργησαν ένα μοναδικό, ζωντανό, progressive rock θέαμα, με σύγχρονο ήχο!
Τι συμβαίνει, λοιπόν, αυτή τη στιγμή με τους King Crimson; Με αφορμή την 50ή επέτειο από την ίδρυσή τους, σχεδιάζουν μία μεγάλη περιοδεία εντός του 2019, που θα περιλαμβάνει τρία διαδοχικά κονσέρτα στο London Royal Albert Hall τον προσεχή Ιούνιο, όπως και πολλές άλλες εμφανίσεις ή κονσέρτα, σε τρεις διαφορετικές ηπείρους. Σε λίγες μέρες κυκλοφορεί το King Crimson 1972-1974, μια 6απλή κασσετίνα με βινυλιακές εκδόσεις ανάμεσα σε άλλα του Lark’s Tongues in Aspic, του Red και του Starless and Bible Black. Τον Μάιο θα κυκλοφορήσει σε CD, DVD και Βlueray το Heaven and Hell με ζωντανά κομμάτια της περιόδου 1999-2008. Mια κασσετίνα με το In the Court of Crimson King με έξτρα υλικό θα κυκλοφορήσει τον Οκτώβριο για να συμπέσει με τα 50χρονα του πρώτου και πιο διάσημου άλμπουμ τους. Ενώ στο τέλος της χρονιάς θα κυκλοφορήσει το ντοκυμανταίρ Cosmic F*ck: The King Crimson Documentary του του Τόμπυ Άμις που θα έχει πρόσβαση σε σπάνιο υλικό του συγκροτήματος
Ύστερα από 50 χρόνια, φαίνεται ότι τελικά τους King Crimson θα περιβάλλει ένα ευρύτερο (και σαφώς νεότερο) κοινό, όχι μόνον οι «υποψιασμένοι μουσικόφιλοι», τα «απαιτητικότερα ακροατήρια» και οι μουσικοί που είχαν καλύτερη εικόνα και αντίληψη για το έργο τους. Κάτι τέτοιο, άρχισε ο γνωστός Αμερικανός ράπερ, στιχουργός, παραγωγός, σχεδιαστής μόδας και επιχειρηματίας Kanye West το 2010, ο οποίος ενσωμάτωσε ένα sample του “21st Century Schizoid Man” στη γνωστή επιτυχία του “Power”. Αργότερα, ο Nicholas Cage χρησιμοποίησε το κομμάτι “Starless” στις αρχικές σκηνές της ταινίας “Mandy” (2018).
Ύστερα από όλη αυτή την διαδρομή, τι να σημαίνουν άραγε οι King Crimson, για το ακροατήριό τους;
Για τους παλαιότερους, θα εξακολουθεί να ηχεί βαρύγδουπα στη συνείδησή τους το συγκλονιστικό ρεφραίν του Greg Lake “Confusion will be my epitaph…” το οποίο όμως αντιμετωπίζουν με ελπίδα και πίστη για ένα καλύτερο αύριο. Για τους νεότερους, μιά προειδοποίηση για το που μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο η αλαζονεία και η πλεονεξία. Για τους μουσικούς, ας αποτελέσει μία σπάνια πηγή αυθεντικής καλλιτεχνικής έμπνευσης…