ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ

Δεν βρέθηκαν άρθρα

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Ακολουθήστε μας:
16 April, 2024
ΚεντρικήΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΡόμπερτ Φρόστ: Σταματώντας στο δάσος ένα χιονισμένο βράδυ (Μετάφραση: Μελισσάνθη – Ανάλυση: Κίμων Φράιαρ) 

Ρόμπερτ Φρόστ: Σταματώντας στο δάσος ένα χιονισμένο βράδυ (Μετάφραση: Μελισσάνθη – Ανάλυση: Κίμων Φράιαρ) 

O Ρόμπερτ Φροστ , 26 Μαρτίου 1874 – 29 Ιανουαρίου 1963) ήταν Αμερικανός ποιητής, ο διασημότερος της γενιάς του. Τιμήθηκε τέσσερις φορές με το βραβείο Πούλιτζερ και με πολλές ακόμη διακρίσεις. Γνωστός για τις ρεαλιστικές απεικονίσεις της αγροτικής ζωής και την βαθιά γνώση της αμερικάνικης καθομιλουμένης , ο Φρόστ έγραφε συχνά για τοπία από την αγροτική ζωή της Νέας Αγγλίας στις αρχές του 20ου αιώνα , τα οποία χρησιμοποιούσε για να εξερευνήσει πολύπλοκα κοινωνικά και φιλοσοφικά θέματα.

Ποιανού είναι τα δάση αυτά, θαρρώ πως ξέρω.
Αν κι είναι η κατοικία Του πέρα στο χωριό.
Δεν θέλει να με δει στα δάση του να στέκω
το χιόνι που πυκνώνει να θωρώ.

Παράξενα που τ’ αλογάκι μου θα νοιώθει
να στέκει – δίχως νά ’ναι φάρμα εδώ κοντά –
ανάμεσα απ’ τα δάση και την παγωμένη λίμνη
στου χρόνου την πιο σκοτεινή νυχτιά.

Τα κουδουνάκια από τα χάμουρα τινάζει
μήπως λαθέψαμε σαν να ρωτά.
Μόνο το σάρωμα ακούγεται του ανέμου
κι οι νιφάδες που στρώνονται απαλά.

Ωραία, βαθιά και σκοτεινά τα δάση οπού ’ναι.
Μα έχω υποσχέσεις να εκτελέσω εδώ
κι ωσότου κοιμηθώ έχω να κάμω δρόμο
κι έχω να κάμω δρόμο ωσότου κοιμηθώ.

Μετάφραση: Μελισσάνθη

 

Ανάλυση του ποιήματος 

Ο παραδοσιοκράτης ποιητής Ρόμπερτ Φροστ Photograph by Louis Untermeyer / Courtesy Plymouth State University

Επιφανειακά, τι λέει το ποίημα; Είναι χειμώνας και χιονίζει, πιθανώς στη Νέα Αγγλία, όπου ζούσε ο ποιητής. Επιστρέφει στο σπίτι του, οδηγώντας ένα αμάξι με άλογο, και σταματάει στο δρόμο ανάμεσα σ’ ένα μικρό δάσος και μια παγωμένη λίμνη, για να χαρεί την ομορφιά του χιονιού που πέφτει στα δέντρα. Το άλογό του παραξενεύεται πού σταμάτησαν μες στο κρύο και αδημονεί να ξεκινήσουν. Ο αμαξάς θα ήθελε να μείνει ακόμα λίγο σ’ αυτό το όμορφο μέρος, έχει όμως υποχρεώσεις και πρέπει να κρατήσει το λόγο του, κι έχει ακόμη να κάνει πολύ δρόμο μέχρι να φτάσει σπίτι του. 

Αν θέλουμε, μπορούμε να σταματήσουμε εδώ και να μην προχωρήσουμε πιο πέρα, μια και το ποίημα είναι αρκετά χαριτωμένο, ακόμα και στην επιφάνειά του, ιδίως με τον ωραίο του αγγλικό ρυθμό και με τις ρίμες του, πού υποβάλλουν το απαλό πέσιμο του χιονιού και τα κουδουνίσματα του αλόγου. Αμέσως νιώθουμε, έστω και χωρίς να καταλαβαίνουμε εντελώς, ότι υπάρχουν πολλές μυστηριώδεις αποχρώσεις.  

Ο πρώτος στίχος του ποιήματος μας ανησυχεί. Ο ποιητής λέει πώς δεν είναι αρκετά βέβαιος ποιανού είναι αυτό το δάσος, πού σταμάτησε να θαυμάσει, κι αισθανόμαστε πώς νιώθει κάπως ένοχος. Μας λέει ότι ο ιδιοκτήτης δε θα τον δει που στάθηκε εδώ γιατί δεν κατοικεί σ’ αυτή την άγρια ερημιά αλλά σ’ ένα σπίτι στο χωριό. Το δάσος τώρα αποχτάει για μας μυστηριώδεις και κάπως αλλόκοτες αποχρώσεις. Η φράση «να δω τα δέντρα του απ’ το χιόνι φουντωτά» μας κάνει τώρα να νιώθουμε ότι το δάσος πνίγεται σιγά σιγά σ’ ένα ονειρικό σάβανο πού μας ναρκώνει. 

Ξαφνικά, στη δεύτερη και τρίτη στροφή, η προσοχή περνάει από τον ποιητή στο άλογό του και η διάθεση και ο ρυθμός αποχτούν περισσότερη οξύτητα και αντικειμενικότητα. Ο ποιητής δεν το είχε θεωρήσει παράξενο να σταθεί εδώ μόνο και μόνο για να δει τα δέντρα σκεπασμένα απ’ το χιόνι, αλλά τώρα βλέποντας την απορία και την ανυπομονησία του αλόγου, καταλαβαίνει κι αυτός ότι κανείς δε θα ‘κανε στα καλά καθούμενα κάτι τέτοιο, και μάλιστα «στου χρόνου την πιο σκοτεινή αυτή νυχτιά». 

Μας κάνει εντύπωση ένα προαίσθημα ότι αυτή τη νύχτα η γη είναι πέρα για πέρα σκεπασμένη μ’ ένα σκούρο σάβανο. Νιώθουμε ανήσυχοι και ταραγμένοι. Κοντά σ’ αυτό έρχεται και το αδιάκοπο πέσιμο των αφράτων νιφάδων του χιονιού, το απαλό σάρωμα του ανάλαφρου αγέρα. Στον κόσμο απλώνεται πηχτή σκοτεινιά, το χιόνι πέφτει αναπόφευκτα, απαλά, σιγαλά, και μέσα σε μια ονειρική νάρκη, σκεπαζόμαστε κι εμείς εκούσια, σιγανά, νυσταγμένα. Πίσω από τη σκοτεινιά νιώθουμε μια άλλη σκοτεινιά. Κι ο ποιητής επίσης έχει πέσει σε ύπνο βαθύ, υπνωτισμένος από την ομορφιά και την ειρήνη που υπόσχεται το χιόνι που πέφτει 

Ξαφνικά όμως ξυπνάει κι επανέρχεται στην πραγματικότητα της ύπαρξής του. Το δάσος τον τραβάει, θα ‘θελε να σταματήσει για πάντα σ’ αυτή τη σκοτεινή, βαθιά και σιωπηλή γαλήνη, σ’ αυτή την ομορφιά της λευκής καθαρότητας, όπου η πολύπλοκη ζωή πνίγεται σε μια λευκή και απέραντη αθωότητα. Όμως, μας λέει, έχει υποχρεώσεις, έχει δώσει το λόγο του και για να τον κρατήσει πρέπει να τραβήξει το δρόμο του. Μας λέει ότι έχει να κάνει πολλά χιλιόμετρα ακόμα προτού μπορέσει να δοθεί στον ύπνο κι όταν επαναλαμβάνει τη φράση άλλη μια φορά, σα μέσα σε μια μυστική και ονειρική νάρκη, ξαφνικά νιώθουμε-λες και ένα λουλούδι άνοιξε μεμιάς-ότι αυτό το απαλό σαν όνειρο πέσιμο του χιονιού, το σβήσιμο όλου του κόσμου, είναι το σύμβολο του θανάτου, που φαίνεται σα να υπόσχεται ειρήνη, σιωπή, αποχώρηση απ’ τα βάσανα και τις λύπες του κόσμου. 

David Joles/Star Tribune via AP

Παρασυρόμαστε απ’ αυτή την υπόσχεση της αιώνιας ανάπαυσης και ειρήνης, αλλά συναισθανόμαστε επίσης ότι έχουμε πολλές υποχρεώσεις σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο, που πρέπει να τις κρατήσουμε, κι ότι πρέπει να κάνουμε ακόμα πολλά χιλιόμετρα πρίν δοθούμε στο καταπραϋντικό βάλσαμο του αιώνιου ύπνου. Ο ιδιοκτήτης του δάσους, που ζει σ’ ένα χωριό μακρινό, είναι βέβαια ο Θεός. Έτσι, το ποίημα μιλάει για την ειρήνη που φαίνεται πώς μας προσφέρει ο θάνατος και για τις υποχρεώσεις  που πρέπει να αντιμετωπίζουμε ακόμα στη ζωή προτού δοθούμε ολότελα στη αιώνια ανάπαυση. 

Κίμων Φράιερ, ΠΩΣ ΔΙΑΒΑΖΕΤΑΙ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ, μετάφραση Ντίνος Χριστιανόπουλος, στο βιβλίο του «ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ» μεταφράσεις, δ΄ έκδοση, εκδόσεις Διαγωνίου-Θεσσαλονίκη 1989, σ.89-94. 

Μοιραστείτε