ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Ακολουθήστε μας:
19 March, 2024
ΚεντρικήΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΟι δύο πόλοι στην σκέψη τού Νίκου Καζαντζάκη και η υπέρβασή τους.

Οι δύο πόλοι στην σκέψη τού Νίκου Καζαντζάκη και η υπέρβασή τους.

Έκλεισαν στις 3 Μαρτίου 2019, 136 χρόνια από τον θάνατο του Νίκου Καζαντζάκη. Έτσι αποφασίσαμε τιμήσουμε αυτήν την επέτειο με ένα διαφορετικό αφιέρωμα από την φιλοσοοφημένη πένα του Κώστα Τάταρη.

του Κώστα Τάταρη, δικηγόρου

«Εγώ, που αγαπώ βαθιά
το Ναι και το Όχι,
χαίρουμαι έτσι, πολύ βαθιά
και τα δυο πρόσωπα της Αιγύπτου:
το πράσινο και το γκρίζο αμμουδερό»  

Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ, «Αίγυπτος».         

Το μεγάλο «Ναι» και το μεγάλο «Όχι» είναι οι δύο πόλοι, γύρω από τους οποίους περιστρέφεται, περιελίσσεται και ανελίσσεται η σκέψη του Νίκου Καζαντζάκη. Η μεγάλη κατάφαση και η μεγάλη άρνηση. Κατάφαση όχι μόνον στις «λιακάδες» της Ζωής, αλλά και στις «χιονοθύελλές» της, σ’ όλη τη τραγικότητα και πολυπλοκότητά της, στις αυθεντικές, ζωτικές και ηρωικές αξίες της που υφαίνουν «το πολύχρωμο πέπλο που αιωρείται στην άβυσσο», αλλά και η άρνηση όλων εκείνων των διανοητικών, ηθικολογικών και ιδεολογικών κατασκευών, «των προκαταλήψεων των φιλοσόφων», όπως θα έλεγε και ο Νίτσε, της προτεσταντικού τύπου ηθικής που παρέχει «τις κερδοφόρες μικρές βεβαιότητες». Άρνηση που καθιστά δυνατό «να κοιτάζεις την άβυσσο χωρίς φόβο, ελπίδα αλλά και χωρίς αναίδεια».

Μια διονυσιακού τύπου κατάφαση, αλλά και μια ασκητικού τύπου άρνηση: δύο θέσεις που στην οπτική του Καζαντζάκη δεν  αλληλοαποκλείονται, δεν αλληλοαναιρούνται. γι’ αυτό και οι εμβληματικοί του ήρωες (θεατρικοί και μυθιστορηματικοί) είναι τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους, αλλά φτιαγμένοι από το ίδιο ανθεκτικό μέταλλο, ορειβάτες που όταν φθάσουν «στην κορυφή του Όρους» (από την «πλαγιά» που ταιριάζει στον καθένα) θα συναντηθούν ως «χαμένοι αδελφοί»: Ο Αλέξης Ζορμπάς ως εκδήλωση του «Ναι», ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης , «ο Φτωχούλης του Θεού» ως εκδήλωση του «Όχι».  

Το «Ναι» και το «Όχι» δεν συνυπάρχουν απλά, αλλά συνθέτουν την «καλλίστη αρμονία» και μέσω αυτής καθίσταται εφικτή η «υπέρβαση» τους, από ένα Νέο Άνθρωπο, που «ήρως συνάμα και άγιος» θα αποτελέσει ένα νέο ανθρωπολογικό τύπο που θα τα εμπεριέχει και ταυτόχρονα θα τα υπερβαίνει. Ο Καζαντζακικός Οδυσσέας προτείνεται ως «το καλούπι που θα χυθεί ο μελλούμενος άνθρωπος», είναι όπως γράφει ο Kίμων Φραιαρ στην εισαγωγή της «Ασκητικής», ο «πολύτροπος άντρας» και «μεγαλόψυχος χαρακτήρας ώστε να περικλείσει τα δυικά σχήματα χωρίς να τα αναλύει σε αρμονικές άγονες παραμέτρους ή να υποφέρει από το ξέσπασμα ασυμφιλίωτων δυνάμεων».     

Το «Ναι» έχει Μπερξονική (η ζωτική ορμή που συνεργάζεται με την ύλη για να μορφοποιηθεί κι εν συνεχεία μάχεται ν’ απελευθερωθεί από αυτή την μορφοποίηση με ένα διαρκές «άλμα προς τα άνω» και περιγράφεται ως η «Μεγάλη Πνοή, η οποία δε δουλεύει μέσα σε ανθρώπινο καιρό, τόπο και αιτιότητα») και Νιτσεϊκή φιλοσοφική θεμελίωση (ο άνθρωπος είναι «σταθμός» και όχι τέρμα, η Ζωή αποδεκτή μέσα από την τραγικότητά της, ο «κύριος» ως δημιουργός αξιών), ενώ το «Όχι» θεμελιώνεται στη θητεία του Καζαντζάκη στο Βουδισμό, αλλά και στην έντονη επίδραση από τους νηπτικούς Πατέρες και την αποφατική Θεολογία της Ορθοδοξίας (παρ’ όλο που ο ίδιος δεν υπήρξε Χριστιανός και ο «Θεός» του είναι πολυπρόσωπος, αλλά κατ’ ουσίαν απρόσωπος ενώ «ο άγνωστος Θεός των Χριστιανών δεν είναι ο απρόσωπος Θεός των φιλοσόφων», όπως μας λέει ο  Βλαδίμηρος Λόσσκυ στη «Μυστική Θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας»).

Aνρί Μπερξόν: ο βιταλιστικός φιλόσοφος που επηρέασε τον Καζαντζάκη

Στην «Ασκητική» και την «Οδύσσεια»,  τα κατ΄ εξοχήν έργα του (όλα τα υπόλοιπα, κυρίως τα μυθιστορήματα, δεν είναι παρά σχόλια στην «Ασκητική») φαίνονται οι  διαφορετικές επιδράσεις, κυρίως όμως η Μπερξονική και οι δυο πόλοι τους οποίους υπερβαίνει ο «Αγωνιζόμενος Άνθρωπος» που από Κύκλο σε Κύκλο φτάνει στην «ανώτατη Επαφή» κι εν συνεχεία θεάται την Πορεία που έκανε με «νέα μάτια» και «νέα αυτιά», ώστε να έχουμε στο τέλος τους «περίεργους» μακαρισμούς, όπου και το «ΕΝΑ ΤΟΥΤΟ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ».

Η «Ασκητική» παρουσιάζει και μια ενδιαφέρουσα οπτική της Ιστορίας, υπό την επίδραση του μεγάλου φιλοσόφου της Συντηρητικής Επανάστασης, Όσβαλντ Σπένγκλερ και το μνημειώδες έργο του «Η ΠΑΡΑΚΜΗ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ». 

Το «κρυπτικό» αυτό κείμενο γράφτηκε από τα τέλη Δεκεμβρίου του 1922 μέχρι τα τέλη Απριλίου του 1923 (αργότερα θα προσθέσει τη «Σιγή» – «μπόμπα που ανατινάζει την “Ασκητική”», δλδ: μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ενός καταλυτικού γεγονότος για τον Δυτικό Άνθρωπο, στον απόηχο της Μικρασιατικής Καταστροφής, ενός επίσης τραυματικά καταλυτικού γεγονότος για τον Έλληνα Άνθρωπο, όταν η επικράτηση του Μπολσεβικισμού και η δημιουργία της νεαρής Ε.Σ.Σ.Δ. ήταν γεγονός, η επικράτηση του Φασισμού στην Ιταλία επίσης (ο Καζαντζάκης μελέτησε με ενδιαφέρον και από απόσταση και τα δύο καθεστώτα και πήρε συνέντευξη από τον Μουσσολίνι) και το εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα στη Γερμανία έκανε τη δυναμική εμφάνισή του – και γράφτηκε στο Βερολίνο, στην «καρδιά» του μεγάλου ηττημένου, του εξανδραποδισμένου του Μεγάλου Πολέμου. 

Όλα αυτά τα όχι απλώς πρωτόγνωρα αλλά και κατακλυσμιαία ως προς τη σημασία τους φαινόμενα, σε συνδυασμό με την εξαθλίωση λαών, όπως ο Γερμανικός, οδήγησαν τον Καζαντζάκη στη βεβαιότητα ότι ο Δυτικός Πολιτισμός [ως δημιούργημα του Διαφωτισμού -ο Μαρξισμός εντάσσεται σε αυτόν- δηλαδή του ορθολογισμού, του «προοδευτισμού» (η ανθρωπότητα οδεύει προς ένα «ευτυχισμένο τέλος», αλλά ο Α´ Παγκόσμιος Πόλεμος το διέψευσε οικτρά και επανέφερε στο προσκήνιο την «τραγικότητα και το χαοτικό της Ιστορίας»), του θετικισμού, της «απομάγευσης του Κόσμου», της εμποροκρατίας, της «χρήσιμης θρησκείας» και της «χρήσιμης ηθικής»] είναι νεκρός.

Όλα τα παραπάνω δεν είναι παρά η «ληξιαρχική πράξη» θανάτου του και οι ωδίνες τοκετού του Νέου Κύκλου. Ο «Νέος Κύκλος» όμως δεν έχει ξεκινήσει, βρισκόμαστε σε μια μεταβατική περίοδο, «στην εποχή της Μεσοβασιλείας» και τίποτα δεν είναι προδιαγεγραμμένο, «όλα παίζονται», όλα είναι ανοικτά και το «μελλούμενο» θα έχει την μορφή που θα του δώσει ο «μεταβατικός» ήρωας που θα πρέπει να έχει την αρετή του Πολεμιστή: «Σήμερα άρτιος, ενάρετος άνθρωπος είναι μονάχα ο πολεμιστής, διότι μονάχα αυτός, πιστός στη μεγάλη πνοή του καιρού μας, γκρεμίζοντας, μισώντας, επιθυμώντας, ακολουθεί το σύγχρονο πρόσταγμα του Θεού μας» και να χαρακτηρίζεται από έλλειψη κάθε χρησιμοθηρικής «ηθικής» (αυτονόητο του Δυτικού Πολιτισμού): «Πολεμούμε γιατί έτσι μας αρέσει, τραγουδούμε κι ας μην υπάρχει αυτί να μας ακούσει. Δουλεύουμε κι ας μην υπάρχει αφέντης, σα βραδιάσει , να μας πλερώσει το μεροκάματό μας…». «Παις παίζων πεσσούς», όπως είπε και ο Ηράκλειτος και ό,τι ήθελε προκύψει… γι’ αυτό όπως μας λέει στην «Αναφορά στον Γκρέκο», «Μεγάλη η ευθύνη του δημιουργού στην εποχή της Μεσοβασιλείας».

Αναδημοσίευση από το τεύχος 105-106 του περιοδικού «Ενδοχώρα»

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Μοιραστείτε