Λιγότερο από ένας μήνας υπολείπεται μέχρι την 90η Τελετή των Βραβείων της Αμερικάνικης Ακαδημίας Κινηματογράφου και μία από τις ταινίες που είναι υποψήφιες για το αντίστοιχο Όσκαρ είναι το «The Post: Απόρρητα Μυστικά» του Στήβεν Σπίλμπεργκ. Εμείς θεωρούμε ότι πρόκειται για μια μέτρια ταινία χωρίς αλχημεία ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές της (Στρήπ, Χάνκς) και με την διεύθυνση φωτογραφίας, την ενδυματολογία και την μουσική (Τζων Γουίλλιαμς) να ξεχωρίζουν. Ενώ δεν συμφωνούμε με τον περιβόητο ηρωισμό των δημοσιογράφων της «Ουάσινκτον Πόστ».
Επειδή όμως η ταινία είναι πολιτική στην προσπάθεια της να ανατρέψει τα αποτελέσματα της λαϊκής βούλησης στις αμερικάνικες εκλογές του 2016, σκεφθήκαμε να αφήσουμε τους αμερικανούς παραδοσιοκράτες να μιλήσουν για αυτή.
Κριτική του Armond White για το National Review
Κριτική του Armond White για το National Review
«Σταμάτα να παρακολουθείς τις ειδήσεις στην τηλεόραση» είναι η ξύπνια συμβουλή που δίνει ο Μορρίσεϋ στο πρόσφατο πολιτικοποιημένο άλμπουμ του. Εκεί εξηγεί: “Επειδή οι ειδήσεις επινοούνται για να σε τρομάξουν/ Για να σε κάνουν να νοιώσεις μικρός και μόνος/ Για να σε κάνουν να νοιώσεις ότι η σκέψη δεν είναι δικιά σου» Αυτή η προβοκατόρικη εκτίμηση της σύγχρονης δημοσιογραφίας φαίνεται να επαληθεύεται μετά από την παρακολούθηση της δόλιας εξύμνησης των «ειδήσεων» από το «The Post: Απαγορευμένα Μυστικά» του Στήβεν Σπίλμπεργκ.
Το παράπονο του Μορρίσεϋ βάζει το μαχαίρι στην πληγή σχετικά με την σύγχρονη δημοσιογραφία-με ένα τρόπο που δεν το κάνει ο Σπίλμπεργκ- με το να αποκαλύπτει ότι αυτό που θεωρούμε «ειδήσεις» έχει γίνει μια δόλια πρακτική ενός βασικά αριστερόστροφου, συνομωτικού κατεστημένου, το οποίο λειτουργεί με σκοπό να χειραγωγεί ένα ευεπηρέαστο κοινό. Με άλλα λόγια ο Μορρίσεϋ ξέρει ότι η δημοσιογραφία έχει καταλήξει διεφθαρμένη, ενώ η ταινία του Σπίλμπεργκ θεωρεί ως φυσιολογική αυτήν την διαφθορά.
Το «The Post: Απαγορευμένα Μυστικά» είναι μια δουλοπρεπής καταγραφή της ιστορίας της εκδότριας και αρχισυντάκτη της «Ουάσινκτον Πόστ» Κάθριν Καίη (Μέρυλ Στρηπ) και Μπεν Μπράντλεϋ (Τομ Χάνκς) από την στιγμή που οι «Νιου Γιορκ Τάιμς» τους βοηθούν να καλυτερέψουν επαγγελματικά, δημιουργώντας προηγούμενο με την δημοσίευση των απόρρητων εγγράφων για την ανάμειξη των ΗΠΑ στον πόλεμο του Βιετνάμ, γνωστών ως Pentagon Papers το 1971. Και όλο αυτό δοσμένο με μια φεμινιστική χροιά για να ταιριάζει στην εποχή του κινήματος «MeToo».
Ο Σπίλμπεργκ κοιτάζει σε αυτό το γεγονός που άλλαξε την πορεία της ιστορίας γιατί το παρελθόν είναι η πηγή από την οποία όλη η φαρισαϊκή ηθικολογία της αριστεράς – και ειδικά η πόζα «αντίστασης» την οποία έχουν ξετρελαθεί να παίρνουν τα ΜΜΕ – αντλεί την εγκυρότητα της. Όλα τα κινήματα κοινωνικής δικαιοσύνης – το Black Lives Matter, το τέταρτο κύμα φεμινισμού, οι μεραρχίες ισότητας για τους διεμφυλικούς – αντλούν την συναισθηματική τους πνοή από τις χρυσές μνήμες της διαμαρτυρίας και της αμφισβήτησης της αντικουλτούρας του 60/70, που μετάλλαξαν την Αμερική.
Το «The Post: Απαγορευμένα Μυστικά» είναι μια αλαζονική ταινία για τους μεσοαστούς (τα λευκά κολλάρα η υψηλόμισθα στελέχη εταιρειών), που παριστάνουν τους υπερασπιστές των αξιών του απλού ανθρώπου. Ο Σπίλμπεργκ την σκηνοθετεί ως μια προσθήκη στο «Όλοι οι Άνθρωποι του Προέδρου», την πιο ναρκισσευόμενη από όλες τις ταινίες, οι οποίες έγιναν για τον κόσμο των εφημερίδων.
Όχι μόνο άλλαξε την συνείδηση του απλού ανθρώπου για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης- κατασκευάζοντας ένα ιερό πόλεμο ανάμεσα στην δημοσιογραφία και την κυβέρνηση, που φάνηκε να υποχωρεί μόνο απέναντι στην διακυβέρνηση του Ομπάμα – αλλά είχε μια συνολική καταστροφική επίδραση στο τι πρέπει να περιμένουμε από τον μέσο πολίτη. Αυτή η ψευδής μετριοφροσύνη (που υποδύθηκαν οι Ρόμπερτ Ρέκφορντ και Ντάστυ Χόφμαν) έδωσε μια ρομαντική χροιά στην ύβρι του να γκρεμίσεις μια προεδρία, η οποία μόλυνε τις επόμενες γενιές σπουδαστών μέσων επικοινωνίας και φιλόδοξων ρεπόρτερς.
Μέσω της περίπλοκης πλοκής του έργου που παρίστανε την ταινία μυστηρίου, οι μελλοντικοί δημοσιογράφοι θεωρούσαν την πολιτική τους μεροληψία ως απαιτούμενο προσόν για να κερδίζουν την δουλειά. Η ματαιοδοξία των λευκών ιπποτών που θεωρούν ότι υπερασπίζονται την αλήθεια και την ηθική αντικατέστησε την ανιδιοτελή, σεμνή δουλειά ντετέκτιβ των παλιών ημερών του εγκλήματος. Από όταν γυρίσθηκε αυτή η μονότονη ταινία, τα μέσα ενημέρωσης έχουν υπερμεγεθύνει τον μύθο του επαγγέλματος και την αίσθηση της δύναμης που έχουν.
Τώρα, χρησιμοποιώντας τον σκοτεινόχρωμο «ρεαλισμό» του (όπως στο «Λίνκολν» και την «Γέφυρα των Κατασκόπων»), ο Σπιλμπεργκ αντιπαραθέτει την πολυτέλεια – της διχοτόμησης ανάμεσα στην δικαιοσύνη και την διαφθορά και την αντίθεση του πλούσιου και έντονου χρώματος με το κιαρόσκουρο που χρησιμοποίησε ο διευθυντής φωτογραφίας Γκόρντον Γουίλις στο «Όλοι οι Άνθρωποι του Προέδρου».
Μπορεί αν γυριζόταν σε ασπρόμαυρο, να έδινε την εντύπωση ενός ντοκυμανταίρ που κάνει έρευνα, αλλά όχι, ο μεγιστάνας Σπιλμπεργκ προτίμησε να υπάρχει δραματικότητα για να πείσει τον θεατή. Έχει και αυτός ερωτευθεί τον φαρισαϊσμό των μέσων ενημέρωσης, σε τέτοιο βαθμό που κάνει μια εκδοχή του 21ου αιώνα για το ρητό του Τζων Φόρντ για την ιστορία: «Όταν ο θρύλος γίνεται γεγονός, τύπωσε τον θρύλο». Παρόλα αυτά στο «The Post: Απόρρητα Μυστικά» δεν υπάρχει ειρωνεία.
Ο θρύλος που προσφέρεται εδώ έχει ως κίνητρο την απόφαση της βιομηχανίας των μέσων ενημέρωσης εθνικής εμβέλειας να αντιστρέψουν την εκλογή του Τραμπ, πρώτα με το να επιβάλει την άποψη ότι η «Ουάσινκτον Πόστ» λειτουργούσε καλή τη θελήσει, όταν ακολούθησε τους «Τάιμς της Νέας Υόρκης» στην δημοσίευση των Pentagon Papers (την απόρρητη κυβερνητική έκθεση για τον πόλεμο του Βιετνάμ) Εδώ είναι που ο Σπίλμπεργκ και οι σεναριογράφοι Λίζ Χάννα και Τζος Σίνγκερ αποδέχονται αυτόματα την άποψη ότι η δημοσίευση απόρρητων κυβερνητικών ντοκουμέντων του Υπουργείου Αμύνης είναι βασιλικό προνόμιο του τύπου.
Το να αμφιβάλλεις αυτήν την απόφαση σήμερα θεωρείται ανάθεμα. Το «The Post: Aπόρρητα Μυστικά» δίνει κύρος στην κατηφόρα που μας έφερε στην ξεδιάντροπη πολιτική μεροληψία των Μέσων ενημέρωσης (σ.μ προς το κόμμα των Δημοκρατικών).