
Συνέντευξη: Γιάννης Παναγιωτακόπουλος
Συνεχίζουμε το δεύτερο της συνέντευξης με τον Ψαραντώνη, ενός ζωντανού παραδείγματος του γεγονότος, πώς όσο πιο γνήσια μπορούμε να εκφράζουμε την ταυτότητά μας, και να συνομιλούμε με την παράδοσή μας, τόσο πιο αδιαμφησβήτητα μπορούμε να λαμβάνουνε την θέση που μας αρμόζει στο διεθνές επίπεδο.
Γ.Π: Να σε ρωτήσω Ψαραντώνη, πώς πρόκυψε η συνεργασία με τον Nικ Κέηβ;
Ψ: Μας κάλεσε ο ίδιος στα φεστιβάλ που διοργανώνει. Μας έχει καλέσει πολλές φορές. Παίζουμε μαζί τους, παίζουν κι αυτοί ωραία, όμορφα. Και μετά μου λένε να πάμε στα δωμάτια τους να συνεχίσουμε. Να βάλουμε την λύρα, όπως παίζουν αυτοί, να κάνει συζήτηση με τα δικά τους όργανα. Και φιλούν την λύρα μετά, τρελαμένοι, και λένε «του Θεού το όργανο»!
Θα έρθει τώρα κοντά ο Νικ Κέηβ εδώ να κάνει κάποιες εμφανίσεις. Ήθελε να έρθει και στην συναυλία μου στο Φάληρο αλλά είχε κλείσει εμφανίσεις αλλού.

Ο Ψαραντώνης με τον Νίκ Κέηβ
Γ.Π: Το 2011 ξεκίνησες να συνεργάζεσαι και με τον Βινίσιο Καποσσέλα;
Ψ: Ναι, είχε έρθει από την Ιταλία στη Κρήτη με τους μουσικούς του. Και με φώναξε και γράψαμε σε ένα στούντιο τραγούδια του Καποσέλα, Ιταλικά. Εγώ δεν ξέρω Ιταλικά, αλλά έκανα από πίσω φωνές, έβαλα λύρα, και έβγαιναν ωραία. Δικά του τραγούδια…
Γ.Π: Τι καινούριο ετοιμάζεις;
Ψ: Έχω πολλά! Τώρα θέλω να φτιάξω ένα τραγούδι που ήταν να πούμε στην έναρξη των Ολυμπιακών αγώνων στην Αθήνα.
Γ.Π: Το 2004;
Ψ: Ναι.
Γ.Π: Και γιατί δεν το είπατε τότε;
Ψ: Όταν ήταν να γίνουν οι αγώνες, με είχαν πάρει τηλέφωνο. Η αυτή… Η Αγγελοπούλου την λέγανε;
Γ.Π: Ναι.
Ψ: Το συζήταγε αυτή για να παίξω στην έναρξη των αγώνων. Και με πήραν τηλέφωνο, να μου πουν να φτιάξω λέει μία αίτηση να την καταθέσω, γιατί πρέπει να παίξω να ανοίξω τους Ολυμπιακούς αγώνες. Και δεν μπορείς, μου λέγαν, να πεις όχι, πρέπει να συμπαρασταθείς. Εντάξει τους λέω. Μού λένε να πας στην Αθήνα να καταθέσεις την αίτηση, η κυρία Αγγελοπούλου, κι αυτή αυτό θέλει. Ε, ήρθα κι εγώ, την κατέθεσα την αίτηση. Δυό χρόνια πριν να γίνουν οι αγώνες… Όσο σίμωνε ο καιρός, είχαμε φτάσει δυο μήνες πριν την έναρξη, περίμενα να μου πουν που θα πάω, τί θα κάνω. Είχα μιλήσει και με τον Βασιλαρά από την Κάρπαθο, τον ποιητή. Που μού χε δώσει το «Θ’ ανεβώ στον ουρανό». Τον είχα πάρει για τους αγώνες και μού χε πει, «θα σου γράψω ένα τραγούδι να στο στείλω». Μου έγραψε ένα ωραίο τραγούδι, που θα το βάλω τώρα στο CD που θα φτιάξω. Ωραίο τραγούδι. Του φτιαξα και μια ωραία μουσική…
Γ.Π: Και με τους αγώνες τι έγινε;
Ψ: Ε, όσο σίμωνε ο καιρός, είχαμε βρεθεί εκεί με μια παρέα, τους λέω περιμένω απάντηση να δω τι θα κάνω. Μου λέει ένας, «πήγαινε στον Δήμο, να ρωτήσεις τον Δήμαρχο. Δουλειά του είναι να συμπαρασταθεί στη Παράδοση». Και πήγα στον Δήμαρχο στο Ηράκλειο, του λέω κύριε Δήμαρχε έτσι κι έτσι. Θα πάω μου λέει στην Αθήνα αυτές τις μέρες, και θα το δω. Θα σού έχω απάντηση από βδομάδα. Πάω από βδομάδα και του λέω: «τι έγινε»; «Εμ, μου λέει, δεν ξέρω, κι από δω κι από κεί». «Καλιά», του λέω, «ίσα – ίσα προδότες είστε όλοι», και σηκώθηκα κι έφυγα…
Γ.Π: Καλά ρε παιδί μου, και δεν σε πήραν να σου πουν γιατί δεν σε βάλαν; Δεν σου είπαν κάποια δικαιολογία;
Ψ: Εμ, δεν τους ξέρεις; Όλοι αυτοί είναι κύκλωμα. Το καλό εδώ και την παράδοση τα κυνηγάνε. Από τους Δήμους, από τα βιβλία, αυτοί δεν κωλώνουν. Δεν σέβονται τίποτα…
Γ.Π: Θυμάμαι και με το Ηρώδειο, που για χρόνια δεν στο έδιναν να κάνεις μια συναυλία…
Ψ: Ε, μα φωνάξαμε τότε λίγο, και στο τέλος μου το δώκανε. Και λέγανε τότε αυτοί που δουλεύανε και ο πρόεδρος εκεί, «Δεν φτάνει, ακόμα και να παίζεις πέντε – έξι βράδια». Γιατί ο κόσμος ήταν γεμάτος κι έξω από το θέατρο, και καθόντουσαν κι ακούγανε. Ε, λέω, κάθε χρόνο τώρα θα με φωνάζουν… Αυτό ήταν… Δεν με ξαναφώναξαν…
Εμείς εμπαίξαμε Τετάρτη. Μετά πήγα στο Φεστιβάλ Αθηνών να υπογράψω κάποια χαρτιά. Και μου λέει ένας εκεί: «Το Σάββατο που παίξανε κάτι άλλοι, ήταν τρακόσια άτομα. Βιαζόμασταν να τελειώσουν να φύγουμε»… Και λέει μια κοπέλα εκεί: «Αυτά που βάζουν δεν ταιριάζουν στο περιβάλλον του Ηρωδείου. Είναι για το Μέγαρο Μουσικής. Εσύ ταιριάζεις εκεί»… Μα δεν με ξαναφωνάξαν…

Ο Ψαραντώνης στο Ηρώδειο
Φωτογραφία; Art D TV
Γ.Π: Η δική σου μουσική και το ύφος, η μουσική μας παράδοση, το αρχαίο θέατρο, θα έπρεπε να πρωταγωνιστούν σε τέτοιους χώρους. Γιατί αυτή η απαξίωση;
Ψ: Δεν τα θέλουν εδώ αυτά… Στην Ιταλία πήγαμε και παίζαμε με τον Kαποσσέλα . Πριν δυό χρόνια, με βάλαν στην Κατάνια, στο αρχαίο Ελληνικό θέατρο. Με είχαν βάλει οι Ιταλοί στο πρόγραμμα, και δεν μου το ‘χανε πει. Με παίρνουν πριν τρείς μέρες και μου λένε οι Ιταλιάνοι πως παίζεις στο αρχαίο ελληνικό θέατρο της Κατάνια, μόνος. Ε, μα γιατί δεν μου το ‘χατε πει μωρέ; Τώρα, λέει, στο λέμε, κι έλα… Και πήγαμε… Είναι ένα αρχαίο θέατρο πιο μεγάλο από το Ηρώδειο. Πολύ ωραίο, που πίσω από τον πάτο έτρεχε και τσουτσούριζε το νερό. Πάω λοιπόν και έμπαινε ο κόσμος και το γέμισε. Είπα, «τώρα Αντώνη τι κάνεις»; Έφτιασα, κούρδισα το λυράκι, τη λύρα, τον τζουρά μου, και λέω βγαίνω κι ότι γίνει. Κάθισα κι άκουγα το νερό που τσουτσούριζε πίσω και αυτοσχεδίαζα πάνω. Να μη τα πολυλέμε, όταν έφτασε το διάλειμμά, ήρθαν οι υπεύθυνοι του φεστιβάλ στα καμαρίνια κι έκαναν σαν τα παιδιά από τη χαρά τους. Κι έρχεται ο Καποσσέλα και λέει, «ο Ψαραντώνης πρέπει να παίζει εδώ, δεν κάνει κανένας άλλος γι’ αυτό το μέρος»… Ωραία πράγματα…

O Ψαραντώνης και ο Βινίσιους Καποσσέλα
Γ.Π: Είναι δηλαδή ο πολιτισμός μας τόσο σεβαστός έξω;
Ψ: Ε, βέβαια! Υπάρχει καλύτερο πράγμα; Ο ομορφότερος πολιτισμός του πλανήτη. Η περισπωμένη του κόσμου. Και η περισπωμένη της Ελλάδος είναι η Κρήτη…
Γ.Π. – Ψ: Χαχαχαχαχαχαχα!
Ψ: Στην Αμερική είχαμε παίξει στο παγκόσμιο μουσικό ινστιτούτο, δεκαέξι μουσικοί είμαστε, και κράτησε τρείς μέρες το φεστιβάλ. Με είχανε πρώτο – πρώτο και λέγανε ο Τζίμι Χέντριξ της Ελλάδος. Και τους λέω, εμένα με λένε Αντώνη όχι Τζίμι… Και γελούσαν οι Αμερικάνοι! Ωραία είχαμε περάσει…

Ο Ψαραντώνης και ο συνεργάτης μας Γιαννης Παναγιωτακόπουλος
Γ.Π: Εκεί σε έβαλαν στο παγκόσμιο μουσείο παραδοσιακών οργάνων;
Ψ: Μου επήραν την λύρα. Μου την ζητάγανε έναν χρόνο να την δώσω. Ήρθαν τελικά και την πήραν , και την έχουν βάλει πρώτη – πρώτη στο μουσείο. Πάνε εκεί πολλά σχολεία, τουρισμός, και βλέπουν πρώτη την λύρα της Κρήτης, κι έχουν δίπλα ένα βίντεο που παίζω. Και μέσα είναι τα παραδοσιακά όργανα από κάθε χώρα. Κι έχουν την λύρα, του Θεού το όργανο, μπροστά, πρώτο… Το πιο αρχαίο… Οι αυλοί και η λύρα…
Γ.Π: Στην αρχή ήταν η λύρα χωρίς δοξάρι ε;
Ψ: Στην αρχή ήταν σε όστρακο χελώνας. Σκέτη… Δεν υπήρχε δοξάρι στην αρχή… Ήτωνε τότε ένας αρχαίος λυράρης βοσκός στο Ιδαίον Άντρον. Και κρατούσε μια προβιά από τράγο, αίγα, δίπλα στην λύρα του. Κι έτσι όπως έκανε να κουνήσει την προβιά, οι τρίχες έπαιξαν την λύρα. Και το άκουσε, κι ανασηκώθηκε. Έφτιαξε μετά ένα δοξάρι που του πέρασε τρίχες τράγου. Κι έπαιζε με αυτό την λύρα, και γύριζε όλη την Κρήτη… Έτσι βγήκε μετά το παραμύθι που λέει…
(Σημ. Γ.Π: ‘Εδώ πιά ο Ψαραντώνης είχε ανακαθίσει, μίλαγε, κουνούσε τα χέρια του και τα μάτια του άστραφταν σαν να έβλεπε μπροστά του αυτά που μας διγιώταν. Καθίσαμε και τον ακούγαμε μαγεμένοι. Ήταν το καλύτερο κλείσιμο για την συνέντευξή…)
Ψ: Εκατέβαινε ένας άνδρας από τον Ψηλορείτη. Φτάνει στον κάμπο που βόσκαν τα πρόβατα. Και τον εθωρεί ο Κατόπερος ο λυράρης, ο αρχαίος. Και του λέει, «ε, που πας; Κουρασμένος μου φαίνεσαι. Κάτσε»… Ο διαβάτης ήταν ο Δίας. Και λέει του λυράρη: «Ο δρόμος που έχω μπροστά μου είναι μεγάλος». Λέει του αυτός, «έμπα εδώ στο μητάτο να σου δώσω κάτι να φας και να πιείς, και θα συνεχίσεις τον δρόμο σου»… Μπήκε ο Δίας και κάθισε. Του δώσε ο Κατόπερος να φάει και να πιεί. Κι ήπιασε την λύρα του και άρχιζε να παίζει. Αγαλλίασε ο Δίας από την μουσική. Του φύγε από πάνω όλη η κούραση και πήρε δύναμη πολύ. Σηκώθηκε, έκανε έτσι κι ήφιαξε ένα δοξάρι χρυσό. Το δώσε στον λυράρη κι αυτός όταν το ακούμπαγε στη λύρα έβγαινε ήχος άλλο πράμα! Κι ήπεζε κι ακουγόταν μακριά. Κι έτσι τον ευχαρίστησε ο Δίας για τη φιλοξενία, κι έφυγε και πήρε τον δρόμο του, πού ήταν μακρύς ακόμα…