Ποιο είναι το μουσικό όργανο που ταυτίζεται περισσότερο με τα Χριστούγεννα; Όσο αφορά εμάς τους λάτρεις της κλασσικής και προκλασσικής μουσικής, αυτήν την τιμή την έχει το εκκλησιαστικό όργανο. Και μιας και όλο και περισσότερες συναυλίες με εκκλησιαστικό όργανο λαμβάνουν χώρα στην Αθήνα απευθυνθήκαμε στον κύριο Παρασκευόπουλο, διευθυντή δύο σχετικών φεστιβάλς να μας μιλήσει για την ιστορία του μουσικού οργάνου και σε πως ζει κάποιος ως σολίστας εκκλησιαστικού οργάνου.
Συνέντευξη στον Γεώργιο Πισσαλίδη
Κύριε Παρασκευόπουλε είστε καλλιτεχνικός διευθυντής των Φεστιβάλ Εκκλησιαστικού Οργάνου Άνω Σύρου και Ρόδου και παράλληλα σολίστας. Με το όργανο πώς ασχοληθήκατε;
Αυτή είναι μία ερώτηση που μας πηγαίνει πίσω 35 χρόνια. Ήμουν 13 ετών και έτυχε να είναι Πάσχα, το 1983, όπου άκουγα στο Τρίτο Πρόγραμμα μία εκπομπή αφιέρωμα του Αντώνη Κοντογεωργίου για το εκκλησιαστικό όργανο. Νομίζω ότι ήταν μία απόφαση ζωής αυτή. Πήρα την απόφαση να ασχοληθώ, βέβαια σε μία εποχή όπου στην Ελλάδα δεν υπήρχε, όχι δάσκαλος για εκκλησιαστικό όργανο, τίποτα απολύτως.
Και πώς λύθηκε το πρόβλημα;
Δεν λύθηκε. Πήγα στον καθολικό ναό του Αγίου Διονυσίου, όπου μπορούσε να πει κανείς ότι υπήρχε πρόσβαση σε οργανίστα, ο οποίος μου είπε, πρώτα θα κάνεις πιάνο και μετά εκκλησιαστικό όργανο. Ο ίδιος, όμως, δήλωσε ότι δεν παρέδιδε μαθήματα οργάνου.
Ξεκίνησα, λοιπόν, τότε τις σπουδές του πιάνου, με παρότρυνση του οργανίστα του Αγίου Διονυσίου –ο οποίος πριν από ενάμισι χρόνο έφυγε από τη ζωή αυτή, σε νεότατη ηλικία, μόλις 68 ετών ήταν ο άνθρωπος– και το 1989, δηλαδή έξι χρόνια μετά από αυτήν την ιστορία, βρήκα τον πρώτο καθηγητή εκκλησιαστικού οργάνου. Ήταν ένας Άγγλος ο οποίος έπαιζε τότε στην Αγγλικανική Εκκλησία, στον Άγιο Παύλο, στην οδό Φιλελλήνων. Έκανα μία μικρή σειρά μαθημάτων μαζί του, αλλά το αποκορύφωμα ήταν όταν ήρθε στην Ελλάδα ο Nicolas Kynaston, ο οργανίστας του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, όπου γνωριστήκαμε και ξεκίνησα μαζί του μία σειρά μαθημάτων, με την καθοδήγηση του οποίου πήρα δύο διπλώματα στο εκκλησιαστικό όργανο, ένα το 2001 και ένα το 2006.
Πότε ξεκινήσατε να παίζετε σε ορχήστρες;
Σε ορχήστρα πρωτόπαιξα το 2006, με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Αθηνών. Για αρκετά χρόνια είχαμε συνεργασία, έπαιξα στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών μαζί τους και σε άλλους χώρους, όπως στην Εθνική Λυρική Σκηνή, με την παροχή φορητών εκκλησιαστικών οργάνων βέβαια, ενώ στο Μέγαρο Μουσικής με το όργανο της αίθουσας. Έχω, επίσης, συμπράξει με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, το 2017, και έχω συνοδεύσει, επίσης, τη χορωδία του Δήμου Αθηνών σε συναυλίες. Η καριέρα μου σαν οργανίστας ξεκινά το 1991, με την πρώτη μου εμφάνιση στην Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία στο Ζάππειο, στην Πύλη του Αδριανού, στη λεωφόρο Αμαλίας, όπου έκτοτε, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, και τώρα, αυτή τη στιγμή έχω δώσει και φέτος αρκετές συναυλίες, ετοιμάζουμε και μέσα στην επόμενη σεζόν. Δραστηριοποιούμαι πλέον και στο εξωτερικό, μέχρι στιγμής έχω εμφανισθεί στην Ιερουσαλήμ, στο Λονδίνο και στην Αυστρία, στο Linz, στο μεγάλο εκκλησιαστικό όργανο του Αγίου Φλωριανού, ένα από τα μεγαλύτερα όργανα της χώρας, στο οποίο έπαιζε ο Anton Bruckner. Τώρα έχω προτάσεις από τη Γερμανία, την Πολωνία, την Αγγλία και την Ιταλία για το 2019 και 2020.
Θα μας μιλήσετε για τη καθημερινή σας δράση στην Αθήνα;
Είμαι ο κάντορας της γερμανικής εκκλησίας, στην οδό Σίνα, επάνω στο Λυκαβηττό. Ακούει κανείς «κάντορας» και αναρωτιέται τι σημαίνει αυτό. Ελληνικά κάντωρ λέγεται ο αρχιμουσικός της εκκλησίας. Ο αρχιμουσικός είναι αυτός ο οποίος έχει την ευθύνη του εκκλησιαστικού οργάνου, να το ι παίζει κατά τη διάρκεια των λειτουργιών ή να έχει βοηθούς που θα ασχοληθούν σε περίπτωση που εκείνος δεν μπορεί, να εκπαιδεύσει τη χορωδία ή τα φωνητικά σύνολα του ναού για τις λειτουργίες ή για άλλα καθήκοντα που απαιτούνται. Να σας πω ότι στην Γερμανική Εκκλησία έχουμε τρία φωνητικά σύνολα και χορωδίες. Ένα από αυτά είναι και η Musica Sacra η οποία εκπαιδεύεται, κάνεις τις πρόβες τις εκεί και ενίοτε συμμετέχει. Έχουμε τη χορωδία Cantus Celestis, η οποία είναι η χορωδία που διεκπεραιώνει κάποιες από τις λειτουργίες ή κάποιες συναυλίες που απαιτούνται στο χώρο –μία πολυμελής χορωδία, γύρω στα 25 άτομα είναι συνολικά– και το κουαρτέτο Vox Sinceris, όπου είναι ένα κουαρτέτο καθαρά αφιερωμένο στην Αναγέννηση και στο Μεσαίωνα, που συμμετέχει και αυτό ενίοτε σε λειτουργίες, το είδαμε και στο Φεστιβάλ της Σύρου. Έχει και άλλες δραστηριότητες, δηλαδή τη διοργάνωση συναυλιών, φεστιβάλ και, επίσης, την έγκριση, γιατί η εκκλησία ζητείται και από άλλους φορείς, από ωδεία, από οργανισμούς, από ανεξάρτητους καλλιτέχνες, για την τέλεση συναυλιών.
Στην Ευαγγελική Εκκλησία;
Βεβαίως, στη Γερμανική Εκκλησία γίνονται γύρω στις 25 με 30 συναυλίες κάθε χρόνο από εξωγενείς φορείς και πολύ αξιόλογους καλλιτέχνες. Τουλάχιστον από αυτές που εγώ έχω παρακολουθήσει έχω διαπιστώσει ένα άρτιο και υψηλό καλλιτεχνικό επίπεδο. Θα έλεγα ότι στη χώρα μας υπάρχουν πολλοί αξιόλογοι καλλιτέχνες και για αυτό και η Γερμανική Εκκλησία διαθέτει το χώρο της, προκειμένου να δώσει ένα βήμα σε όλους αυτούς τους νέους μουσικούς που θέλουν να παρουσιάσουν κάπου το έργο τους. Είναι ένας φιλόξενος χώρος πραγματικά, και με την ύπαρξη βέβαια και του εκκλησιαστικού οργάνου, το οποίο, σημειωτέον, είναι το μεγαλύτερο σε ναό στην Αθήνα, πραγματοποιούνται ρεσιτάλ φωνής, εκκλησιαστικού οργάνου, αλλά και άλλων μουσικών οργάνων. Έχουμε παρουσιάσει ρεσιτάλ πιάνου επίσης, έχουμε φιλοξενήσει ορχήστρες, χορωδίες, πνευστά όργανα, σύνολα εγχόρδων. Γενικά, είναι πολύ ανοικτή η Εκκλησία στην τέλεση οποιονδήποτε συναυλιών, φυσικά με το απαραίτητο καλλιτεχνικό επίπεδο.
Θα ήθελα να μιλήσουμε λίγο τώρα για το όργανο. Ποια είναι η καταγωγή του οργάνου, είναι ανατολικό, είναι δυτικό, είναι αρχαίο, είναι σύγχρονο, τι είναι;
Λοιπόν, εδώ είναι ένα κενό που έχουμε εμείς οι Έλληνες, δεν το γνωρίζουμε οι περισσότεροι. Εύστοχη ερώτηση θα τη χαρακτήριζα. Είναι αρχαίο ελληνικό αντικείμενο, μία αρχαία ελληνική εφεύρεση. Είναι εφεύρεση του Έλληνα μηχανικού από την Αλεξάνδρεια Κτησιβίου του Αλεξανδρέως. Ο Κτησίβιος το κατασκεύασε το 246 π.Χ. Έκτοτε έγιναν πολλές προσπάθειες, δηλαδή έχουμε αρχαιολογικά ευρήματα σε τρεις ευρωπαϊκές χώρες, μία εκ των οποίων και η Ελλάδα, στην Ελλάδα, στην Ουγγαρία και στην Ιταλία.
Στην Ελλάδα βρέθηκε το αρχαιότερο, θα λέγαμε, εύρημα, το οποίο χρονολογείται περίπου 50 με 80 χρόνια μετά την εφεύρεση του Κτησιβίου. Αυτή τη στιγμή το εύρημα αυτό βρίσκεται σε μορφή ανακατασκευής στο Πολιτιστικό Κέντρο των Δελφών και είναι η γνωστή ύδραυλις, η οποία ηχεί και συμμετέχει σε διάφορες εκδηλώσεις. Το ίδιο το εύρημα, βέβαια, το αρχαιολογικό, βρίσκεται επίσης τοποθετημένο εκεί, όχι όμως σε χρήση αλλά ως έκθεμα. Η ύδραυλις είχε μία μεγάλη πορεία στο χρόνο. Μέσα από παρεμβάσεις τεχνικών, μουσικών, να φτάσει στις ημέρες μας να γίνει το γνωστό εκκλησιαστικό όργανο.
Οι Βυζαντινοί πώς το χρησιμοποιούσαν;
Έχουμε αναγραφές σε διάφορες ιστορικές πηγές, όπου πλέον με τη μορφή του εκκλησιαστικού οργάνου υπήρχε στο Ιερό Ναό των Αγίων Αποστόλων και της Αγίας Σοφίας. Δεν γνωρίζουμε όμως τη χρήση του, δεν υπάρχουν ιστορικές πηγές που να εμπεριστατώνουν τη χρήση, ούτε όμως και να την απορρίπτουν. Έτσι, κάνουμε εικασίες αυτήν τη στιγμή για το τι χρησίμευε. Οι εικασίες που γίνονται είναι ή ότι χρησίμευε ως όργανο εξάσκησης και εκμάθησης των ασμάτων για τους ιεροψάλτες ή χρησιμοποιείτο πριν τη λειτουργία σαν προπομπός, δηλαδή αυτό που κάνουν σήμερα οι καμπάνες. Όμως αυτά είναι όλα εικασίες, δεν ξέρουμε εάν συμμετείχε ενεργά στη λειτουργία ή όχι.
Ξέρουμε, όμως, ότι το χρησιμοποιούσαν οι Βυζαντινοί, το έδωσαν στους Φράγκους και κάποια στιγμή το απαρνήθηκαν. Αυτό πώς προέκυψε;
Αυτά όλα έγιναν το 757 μ.Χ. από τον Κωνσταντίνο Ε’ τον Κοπρώνυμο. Ο Κωνσταντίνος το χάρισε στους Φράγκους, στον Πιπίνο το Βραχύ. Ο Πιπίνος, γνωρίζοντας ότι στην Ανατολή το όργανο ήταν τοποθετημένο σε ναούς, το τοποθέτησε κι αυτός σε ένα ναό, στον Άγιο Κορνήλιο στην πόλη Κομπιέν. Έκτοτε πέρασε ένα μεγάλο στάδιο μέχρι να υιοθετηθεί και από την Καθολική Εκκλησία, συνάμα όμως απερρίφθη από την Ορθόδοξη.
Με ποιο σκεπτικό;
Με το σκεπτικό ότι είναι ένα αντικείμενο και όχι η φωνή, η οποία είναι δημιούργημα του Θεού. Το εκκλησιαστικό όργανο είναι δημιούργημα του ανθρώπου. Θεωρήθηκε, λοιπόν, κάτι υποδεέστερο της ανθρώπινης φωνής και βάσει κανονισμών απερρίφθη η χρήση του κατά την ώρα των ιεροπραξιών. Όμως, και η Καθολική Εκκλησία το απέρριψε. Ουσιαστικά, οι πρώτες επίσημες λειτουργίες που υιοθετήθηκε το εκκλησιαστικό όργανο ήταν γύρω στον 9ο με 10ο αιώνα, δηλαδή πέρασαν από τα 757 μ.Χ. γύρω στα 200 με 250 χρόνια για να ολοκληρωθεί ο εναγκαλισμός του από την Καθολική Εκκλησία.
Αυτό πότε γίνεται ακριβώς;
Γύρω στο 1000 ουσιαστικά έχουμε το «ναι, το εκκλησιαστικό όργανο είναι το επίσημο λειτουργικό όργανο της Καθολικής Εκκλησίας».
Τα πρώτα έργα που γράφονται για θρησκευτικό όργανο πότε είναι;
Επισήμως έργα που αναγράφεται ότι είναι για εκκλησιαστικό όργανο έχουμε το 13ο αιώνα. Μέχρι τότε ανεπισήμως έχουμε γύρω στο 1000, επίσης, τα πρώτα έργα, τα οποία όμως αναγράφεται ότι είναι για πληκτροφόρο όργανο, όχι για εκκλησιαστικό όργανο.
Η διαφορά πού έγκειται;
Ότι έχουμε κι άλλα πληκτροφόρα όργανα πλην του εκκλησιαστικού οργάνου εκείνη την εποχή.
Εκείνη την εποχή ποια ήταν τα πληκτροφόρα όργανα;
Ήταν το κλαβίχορδο, ήταν το regal, κάποια είδη παρεμφερή δηλαδή, μικρότερα του εκκλησιαστικού οργάνου, αλλά δεν γνωρίζουμε εάν οι συνθέσεις αυτές προορίζονταν για αυτά
Ποια είναι η χρυσή περίοδος του εκκλησιαστικού οργάνου;
Η χρυσή περίοδος είναι το μπαρόκ, το πρώιμο μπαρόκ θα χαρακτηρίζαμε, ή ας το πούμε η Ύστερη Αναγέννηση. Δηλαδή στο μεταίχμιο αναγέννησης και μπαρόκ έχουμε μία έκρηξη συνθέσεων για το εκκλησιαστικό όργανο από συνθέτες Γερμανούς, κυρίως, και Γάλλους, όπως είναι ο Γιόχαν Πάλχεμπελ, ο Ιταλός Τζιρολάμο Φρεσκομπάλντι, ο θείος και ανιψιός Αντρέα και Τζιοβάννι Γκαμπριέλι –Ιταλοί επίσης– ο Φλαμανδός Jan Pieterszoon Sweelinck, ο Γερμανός Σαμουέλ Σέιντ και στο πλέον μπαρόκ, στο όψιμο μπαρόκ, έχουμε τον Ντήτριχ Μπουξτεχούντε και θα τερματίσω την αναφορά με τον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπάχ.
Αυτά τα έργα ήταν παραγγελίες της Καθολικής Εκκλησίας, υπήρχαν μέντορες που έδιναν παραγγελίες, πώς γινόταν;
Όχι ακριβώς, αλλά ούτε και όχι. Δηλαδή μπορούμε να πούμε πως κάπως έτσι έγινε αυτή η δράση, δεδομένου ότι τότε οι μουσικοί –αυτοί οι σπουδαίοι μουσικοί– δεν δρούσαν κατά μόνας, ήταν κυρίως είτε υπάλληλοι εκκλησιών, όταν ήταν οργανίστες, υπάλληλοι εκκλησιών με πάρα πολλά, όμως, καθήκοντα, πέραν του χειρισμού του εκκλησιαστικού οργάνου, είτε υπάλληλοι βασιλιάδων, δηλαδή εργαζόταν στις αυλές των αυτοκρατόρων, οι οποίοι και είχαν την ευθύνη να παρουσιάζουν έργα, αλλά και να συνθέτουν. Στην περίπτωση που έχουμε οργανίστες, εκεί έχουμε την ευθύνη του χειρισμού του εκκλησιαστικού οργάνου, τη σύνθεση έργου και την εκμάθησή του από την ορχήστρα και τη χορωδία του ναού, εφόσον υπήρχε.
Θέλετε να μιλήσουμε λίγο για τον Μπάχ, ως συνθέτη εκκλησιαστικού οργάνου;
Ο Μπάχ γεννήθηκε το 1685 και πέθανε το 1750. Ήταν ένας επαναστάτης, θα λέγαμε, στο χώρο της σύνθεσης, για αυτό και διέπρεψε εξάλλου. Δεν ακολούθησε δηλαδή τόσο το ρεύμα της εποχής του, όσο προσπάθησε να το πάει στο επόμενο βήμα. Ο Μπαχ λειτούργησε σε πάρα πολλούς χώρους, κυρίως σε ναούς του διαμαρτυρόμενου δόγματος, σε σημαντικούς χώρους και σε σημαντικά εκκλησιαστικά όργανα και είχε υπό την ευθύνη του χορωδίες και ορχήστρες. Κυρίως στη Λειψία, όπου ήταν ο Άγιος Θωμάς, όπου έφθασε στο αποκορύφωμά του ο άνθρωπος, είχε χορωδίες, είχε ορχήστρες, σολίστ και έγραψε απίστευτα έργα. Όχι μόνο, βέβαια, εκεί, αλλά και σε άλλους ναούς που ήταν πριν.Το έργο του επικεντρώνεται κυρίως στο εκκλησιαστικό όργανο. Μόνο τα έργα για εκκλησιαστικό όργανο είναι γύρω στους 11 τόμους, ένα πολύ σημαντικό έργο που κανένας άλλος δεν κατάφερε μέχρι στιγμής να το φθάσει σε τέτοιο όγκο. Τα διακρίνουμε σε δύο είδη, έχουμε έργα θρησκευτικά και έργα μη θρησκευτικά, θα λέγαμε, δηλαδή έργα τα οποία συνήθως είναι επεξεργασίες ύμνων της Διαμαρτυρόμενης Εκκλησίας και έργα μη θρησκευτικού χαρακτήρα, όπως πρελούδια, τοκάτες, φούγκες, φαντασίες και, γενικώς, έργα που δεν έχουν να κάνουν με την εκκλησία, που όμως μπορούν να ερμηνευθούν και κατά την ώρα της λειτουργίας σε μία εκκλησία.
Όλη αυτή την αναβίωση της πρώιμης μουσικής, μαζί και ο Μεσαίωνας, που υπήρχε, βασικά, τη δεκαετία του ‘80, μπορεί και του ‘70, εσείς πώς τη βλέπετε σαν κίνηση και εδώ και έξω;
Θεωρώ ότι είναι κάτι απαραίτητο, γιατί πάντα κάνουμε αναθεωρήσεις και θέλουμε να εξετάζουμε το παρελθόν, και πολλές φορές χρησιμοποιούμε και στοιχεία σε αυτό το κομμάτι, αξιοποιώντας τα σε νέα είδη, σε νέα στυλ συνθετικά. Ωστόσο υπάρχει και ο εναγκαλισμός της μουσικής αυτής από νεότερους ερμηνευτές, δηλαδή υπάρχουν σύνολα όπου είναι αφιερωμένα στην ερμηνεία της εποχής της Αναγέννησης ή του Μεσαίωνα, σύνολα και φωνητικά αλλά και οργανικά. Το θεωρώ απαραίτητο εγώ, για να είμαι ειλικρινής, γιατί με αυτό τον τρόπο γυρίζουμε πίσω στις ρίζες, θα λέγαμε, του συστήματος που έχουμε τώρα, κάνουμε, όπως είπαμε, μία αναθεώρηση, αλλά και για λόγους αισθητικούς θα το έλεγα πάρα πολύ σπουδαίο. Είναι ένα πάρα πολύ ωραίο είδος μουσικής, ενδιαφέρον, και γενικότερα έχει μία τεχνοτροπία μοναδικού χαρακτήρα.
Τι ανταπόκριση υπάρχει, δηλαδή πώς το βλέπει ο κόσμος; Ο απλός ακροατής, όχι οι φανατικοί φίλοι της κλασσικής και προκλασσικής μουσικής.
Γενικά έχουμε μεγάλη ανταπόκριση. Δηλαδή όπου έχουμε εμφανισθεί ο κόσμος το έχει ευχαριστηθεί, υπάρχει μεγάλη προσέλευση και αυτό γιατί, ίσως, είναι ένα είδος που στην Ελλάδα δεν είναι γνωστό, η θρησκευτική μουσική.
Κύριε Παρασκευόπουλε μιλάμε τώρα για το εκκλησιαστικό όργανο, όμως σε πολλούς μπορεί να μην τους έρχεται στο μυαλό τι είναι αυτό το πράγμα, αλλά πιστεύω ότι πολλοί το ξέρουν μέσα από τους Beatles, τους Moody Blues και τους Procol Harum, όλα αυτά τα συγκροτήματα που έπαιζαν, εντάξει, όχι το θρησκευτικό όργανο καθ’αυτό, αλλά το όργανο και το αρμόνιο, το hammond.
Πολύ σωστά το λέτε. Να πούμε ότι το εκκλησιαστικό όργανο είναι ένα άκουσμα αρκετά γνωστό σε όλους τους ανθρώπους με άλλη μορφή όμως. Αλλά ας ξεκινήσουμε την ιστορία από την αρχή της. Τον 19ο αιώνα έχουμε την εφεύρεση του αρμονίου από Ευρωπαίους κατασκευαστές, δηλαδή ουσιαστικά μία μικρογραφία του εκκλησιαστικού οργάνου, έτσι ώστε κάποιοι ναοί, που δεν είχαν ούτε την οικονομική δυνατότητα, αλλά ίσως ούτε και το χώρο να φιλοξενήσουν ένα τόσο μεγάλο όργανο, να μπορούν να αγοράσουν ένα αρμόνιο, περίπου στο μέγεθος ενός πιάνου. Το αρμόνιο με τη βοήθεια αέρα και γλωττίδων παρήγαγε έναν ήχο αρκετά παρεμφερή με του εκκλησιαστικού οργάνου, κατάλληλο για τη χρήση σε λειτουργίες. Αρχές του 20ου αιώνα και με την έλευση του ηλεκτρισμού πια, το αρμόνιο παραγκωνίστηκε και εφευρέθηκε ένα άλλο όργανο, το hammond, το οποίο με τη βοήθεια του ηλεκτρισμού πια και ηλεκτρικών κυκλωμάτων παράγει ήχο. Όμως αυτό το όργανο έγινε πολύ πιο δημοφιλές τελικά, αντί για τις εκκλησίες, στα διάφορα συγκροτήματα σύγχρονης μουσικής. Αγαπήθηκε δε τόσο πολύ που δεν υπήρχε ούτε ένα συγκρότημα που να μην έχει hammond μέσα στο σχήμα του. Βέβαια αυτό στις ημέρες μας πια έχει περάσει με τη μορφή ηλεκτρονικών synthesizer και αρμονίων παρεμφερούς τύπου, όμως θα λέγαμε ότι σε μία εποχή, όπως ήταν ίσως η δεκαετία του ‘50, του ‘60, του ‘70, το εκκλησιαστικό όργανο με μία άλλη μορφή παρείσφρησε στα αυτιά του κάθε ανθρώπου.
Θα ήθελα να μιλήσουμε λίγο για τη δισκογραφία σας. Ο πρώτος δίσκος πότε βγήκε;
Πριν 11 χρόνια έχω κάνει δύο CD, από την εταιρία AMG, η οποία είναι μία εταιρία που δραστηριοποιείται στο χώρο της δισκογραφίας παγκοσμίως θα λέγαμε. Είναι δύο CDς, ένα με ύμνους της Διαμαρτυρόμενης Εκκλησίας και επεξεργασίες αυτών με το εκκλησιαστικό όργανο και άλλο ένα CD με χριστουγεννιάτικη μουσική. Τα CD αυτά είναι τα πρώτα που έγιναν στην Ελλάδα με εξ ολοκλήρου επεξεργασία και ηχοληψία στην Ελλάδα.
Ποιους συνθέτες παίζετε;
Έχουμε και συνθέτες όπως είναι ο Μπαχ, ο Μπουξτεχούντε και άλλους πιο μεταγενέστερους, μέχρι και συνθέτες του 20ου αιώνα. Το δεύτερο CD είναι καθαρά χριστουγεννιάτικη μουσική και συμμετέχουν και φωνές και άλλα όργανα, όπως το πιάνο, το φλάουτο, θέλοντας να δώσουμε μία περαιτέρω νότα συνεργασίας του εκκλησιαστικού οργάνου και με άλλους καλλιτέχνες.
Εσείς, μετά από όλα αυτά τα χρόνια, πώς βλέπετε το εκκλησιαστικό όργανο στην Ελλάδα, είναι ακόμα ένα περιθωριακό όργανο, είναι ένα όργανο που έχει ανοιχθεί στο μεγάλο κοινό;
Οπωσδήποτε έχει αλλάξει το σκηνικό, και όχι μόνο από εμένα αλλά και από άλλους συναδέλφους, όπως είναι η Χριστίνα Αντωνιάδου, που είναι οργανίστρια στην Αγγλικανική Εκκλησία εδώ και πολλά χρόνια, όπως είναι, επίσης οι δύο συνάδελφοι, η Ελένη Κεβεντζίδου και η Ουρανία Γκάσιου που είναι στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Γενικότερα, μετά το 1995 θα έλεγα, υπάρχει μία διαφορετική αντιμετώπιση, περισσότερο γνωστό σαν μουσικό όργανο. Όλοι εμείς έχουμε κάνει πάρα πολλές δραστηριότητες για να το αναδείξουμε και όλοι εμείς, επίσης, ασχολούμαστε και με το διδακτικό έργο. Δηλαδή πριν από εμάς στην Ελλάδα δεν υπήρχε καθηγητής εκκλησιαστικού οργάνου με την έννοια που είμαστε εμείς, δηλαδή ότι είμαστε επισήμως καθηγητές, έχουμε διπλώματα, είμαστε ενεργοί μουσικοί όλοι εμείς.
Αναγνωρίζεται το πτυχίο;
Ναι. Δηλαδή, δεν είναι ότι ήμασταν κάποιοι μουσικοί που παρεμφερώς διδάξαμε και εκκλησιαστικό όργανο, γιατί τυχαίως βρέθηκε κάποιος μαθητής που μας το ζήτησε, είναι η δουλειά μας και το κάνουμε επισήμως πια. Εγώ, που σας μιλώ, έχω αρκετούς μαθητές, όπως και οι άλλοι συνάδελφοι που προανέφερα. Εν πάση περιπτώσει, έχουμε περάσει, πιστεύω, σε ένα άλλο σκαλοπάτι της σκάλας αυτής ανοδικά, όχι καθοδικά πάντως.