Τον ξέρω χρόνια και κάθε φορά που βρισκόμαστε μιλάμε για τις τις ταινίες δράσης, το Χόλλυγουντ αλλά και την πολιτική. Του έχω πάρει ήδη δυο φορές συνέντευξη, τόσο για την “Κακή Αρχή”, όσο και για ένα ντοκυμανταίρ του Παναγιώτη Κουντουρά για τους μηχανικούς των κινηματογραφων της Θεσσαλονίκης, στο οποίο είχε κάνει την παραγωγή. Όταν όμως μου είπε ότι ετοιμάζει μια διαφορετική σειρά ντοκυμανταίρ για την σχέση ανθρώπου, τοπικής κοινότητας και περιβάλλοντος, κόντρα στις επιταγές της εποχής, με ιντρίγκαρε για μια ακόμη συνέντευξη .
Συνέντευξη στον Γιώργο Πισσαλίδη
Καλησπέρα Βασίλη. Σε παρακολουθώ τον τελευταίο καιρό να κάνεις αναρτήσεις στα social media για ένα ντοκυμανταίρ που ετοιμάζεις. Περί τίνος πρόκειται;
Έχει ετοιμαστεί, εδώ και τέσσερις-πέντε μήνες μαζί με τα γυρίσματα και το μοντάζ και όλη την περίοδο της επεξεργασίας. Έχουμε παίξει το πρώτο επεισόδιο πλέον και έχει συμφωνηθεί μία σειρά δέκα επεισοδίων να προβληθεί στην TV100, στη δημοτική τηλεόραση Θεσσαλονίκης. Κατ’ εμέ για ευνόητους λόγους, γιατί είναι ένα ντοκιμαντέρ που αφορά αυστηρά τα φυσικά τοπία τα οποία περιβάλλουν, αγκαλιάζουν τους Θεσσαλονικείς και την πόλη της Θεσσαλονίκης και το θεώρησα αρκετά αυτονόητο να προβληθεί στην TV100.
Η οποία να πούμε ότι είναι η δημοτική τηλεόραση Θεσσαλονίκης.
Ναι και αυτό γιατί αφορά τους Θεσσαλονικείς και τις περιαστικές αποδράσεις που αυτοί μπορούν να κάνουν προκειμένου να γνωρίσουν το περιβάλλον της πόλης καλύτερα, διότι περί αυτού πρόκειται. Μάθαμε στην εποχή μας να ζούμε μέσα στον αστικό ιστό, σε μία καθημερινότητα η οποία από ένα σημείο και μετά είναι και επιβεβλημένη και ξεπερνά τα όρια αυτού που κάποιοι χαρακτηρίζουμε ως έναν υγιή αστικό πολιτισμό. Μία καθημερινότητα με πολύ τσιμέντο, με λίγο συναίσθημα, με πολλή αποξένωση, αρκετή αποξένωση θα έλεγα, με καχυποψία μεταξύ όλων των ανθρώπων που ζουν μέσα σε μία κοινωνία και χάνουμε βασικά ανθρώπινα στοιχεία μας, περιορίζοντας τους εαυτούς μας μέσα σε αυτό το καθημερινό τσιμέντο και αποκόπτοντας τους εαυτούς μας τελείως από τα φυσικά τοπία που μας περιβάλλουν. Γιατί η Θεσσαλονίκη καθίσταται διεθνώς, κατ’ εμέ, ως ένα παράδειγμα μίας πόλης αστικής καθημερινότητας, η οποία όμως περιβάλλεται από αμέτρητα φυσικά τοπία, τα οποία είναι πολύ κοντά στο κέντρο της πόλης λόγω του μικρού μεγέθους της.
Πες μου ένα παράδειγμα για να καταλάβουν και αυτοί που δεν είναι από τη Θεσσαλονίκη.
Για παράδειγμα, οι απίστευτοι υδροβιότοποι του Καλοχωρίου και της Χαλάστρας, τα τόσο κινηματογραφικά τοπία με τις καλύβες των ψαράδων, τους μυδοκαλλιεργητές και τους ατελείωτους ορυζώνες.
Τα ατελείωτα τοπία με τα φλαμίνγκο έξω από τη βιομηχανική περιοχή της Σίνδου της Θεσσαλονίκης, στην περιοχή του Καλοχωρίου συγκεκριμένα.
Το Σέιχ Σου, ένα περιαστικό άλσος το οποίο φτιάχτηκε πριν από περίπου 100 με 120 χρόνια, ξεκίνησε να φτιάχνεται με την παρέμβαση ανθρώπων από την εποχή της τουρκοκρατίας ακόμα, με το να φυτεύει ο πολίτης και όλες οι αρμόδιες υπηρεσίες ατελείωτα, αμέτρητα πεύκα προκειμένου να οχυρώσει την πόλη από τις πλημμύρες και το πολύ νερό που κατηφόριζε μετά τις καταρρακτώδεις βροχές προς τον αστικό ιστό της πόλης. Γιατί το Σέιχ Σου, ως γνωστόν, φτιάχτηκε από ανθρώπους, δεν είναι ένα φυσικό βουνό το οποίο προϋπήρχε εκεί.
Έχουμε στην ανατολική Θεσσαλονίκη απίστευτα ειδυλλιακά, κινηματογραφικά τοπία, όπως το Αγγελοχώρι, το οποίο τώρα τελευταία αρχίζει και γίνεται αρκετά γνωστό, λόγω του ότι πηγαίνουν εκεί πολλοί surfers για τους ισχυρούς ανέμους, επειδή τους ευνοεί ο άνεμος πηγαίνουν και κάνουν surfing, φορτώνουν τις σανίδες τους και πηγαίνουν, ο Φάρος.
Το θέμα του είναι οικολογικό, τουριστικό, περιβαλλοντολογικό; Εσύ πώς θα το περιέγραφες;
Εδώ ακριβώς είναι η μαγεία, καταφέραμε να ξεφύγουμε από όλες αυτές τις αυστηρές ταμπέλες.
Δηλαδή;
Καταφέραμε μαζί με το Γιώργο Ροδάκογλου και την Εβελίνα Κεχαγιά, που ήταν μαζί μας από την TV100, να ξεφύγουμε από όλες τις αυστηρές ταμπέλες που λένε ότι κάποια εκπομπή είναι κατ’ ανάγκη traveler, δηλαδή ταξιδιωτική, με χορηγό κάποιο ταξιδιωτικό γραφείο, το οποίο ενισχύει την προσπάθεια με σκοπό να διαφημιστεί.
Όχι, δεν είμαστε εκπομπή traveler. Δεν είμαστε εκπομπή traveler διότι προτείνουμε περιαστικές αποδράσεις, προορισμούς τόσο κοντινούς στη Θεσσαλονίκη, που δεν αξίζει να το χαρακτηρίσεις ως μία ταξιδιωτική εκπομπή. Αυτό το οποίο προτείνουμε είναι στο πλαίσιο μίας εκδρομής, ούτε καν ημερήσιας. Οπότε traveler δεν είμαστε. Δεν είμαστε εκπομπή που διαφημίζει περιοχές, για κανένα λόγο, δεν ξέρω σε ποιες άλλες ταμπέλες αναφέρθηκες.
Οικολογικό, που είναι της μόδας;
Όχι, αυτό (το ντοκυμανταίρ) το κάνουν άνθρωποι οι οποίοι δεν ακολουθούν τη μόδα. Το κάνουν άνθρωποι όπως εγώ και ο Γιώργος Ροδάκογλου και οι επικεφαλείς της TV100 πλέον, οι οποίοι δέχθηκαν να το παίξουν, οι οποίοι ζούμε με αυτά που πιστεύουμε. Δεν εντάσσουμε τον εαυτό μας ούτε στον περιβαλλοντισμό, ούτε στην οικολογία, ούτε στην οικοφιλία.
Το όνομα της σειράς ποιο είναι;
Ο τίτλος της σειράς ντοκιμαντέρ είναι «Τόσο κοντά», γι’ αυτό ακριβώς είναι το στίγμα, έχει να κάνει καθαρά με τον άνθρωπο, το περιβάλλον στο οποίο ζει και το περιβάλλον στο οποίο μπορεί να αποδράσει. Δηλαδή είναι πάρα πολύ κοντά το περιβάλλον από μόνο του στους Θεσσαλονικείς και είναι πολλές πόλεις έτσι στον πλανήτη, δεν είναι μόνο η Θεσσαλονίκη. Απλά εμείς, επειδή καταγόμαστε από εδώ, τη φέρνουμε ως ένα παράδειγμα και έχουμε βάλει σκοπό αυτό το παράδειγμα να μη μείνει στην TV100 και στην προβολή από τη δημοτική τηλεόραση, αλλά να μεταφερθεί ακόμα πιο βελτιωμένο και σε ακόμα πιο κινηματογραφικά άρτιο επίπεδο στη μεγάλη οθόνη, μέσω κάποιων φεστιβάλ που έχουν τέτοιο προσανατολισμό.
Σε τι διαφέρει η δική σου οπτική στην προσέγγιση του υλικού;
Θεωρούμε έμφυτη την ανάγκη του ανθρώπου να προστατεύσει τον τόπο του και αυτό είναι κάτι που βρήκα μπροστά μου σε όλες τις συνεντεύξεις που έκανα με το Γιώργο Ροδάκογλου στους ανθρώπους που γνωρίσαμε. Είναι μία εκπομπή που έχει συνεντεύξεις από ανθρώπους των τόπων τους οποίους επισκεφθήκαμε, καθημερινούς πολίτες, πεζοπόρους, οδοιπόρους, ορειβάτες, ποδηλάτες, οι οποίοι λατρεύουν το πράσινο και το μπλε της πατρίδας τους, της περιοχής στην οποία έχουν μεγαλώσει, αγαπούν τον τόπο τους και δεν χρειάστηκε καν να τους το ρωτήσουμε, το έβγαζαν από μόνοι τους.
Όπως έγραψα κάποια στιγμή χαρακτηριστικά και στα social media, θα μπορούσα να κάνω μία ενότητα μονταζιακής αντιπαραβολής, όπως τη λέω, σαν να μαλώνουν μεταξύ τους για το ποιου ο τόπος είναι καλύτερος. Δηλαδή όλοι οι άνθρωποι οι οποίοι μας μίλησαν για τον τόπο τους, για το χωριό τους έξω από τη Θεσσαλονίκη, για την περιοχή τους έξω από τη Θεσσαλονίκη, αγαπούν τόσο πολύ τον τόπο τους, είναι εθελοντές σε αυτό που κάνουν, είναι ισόβιοι εθελοντές, μαζεύουν τα σκουπίδια, καθαρίζουν, καθοδηγούν τους επισκέπτες τους καινούριους ως προς το πού να πάνε, να μη χαθούν. Κάνουν έργα από μόνοι τους, με προσωπικό κόστος, με προσωπική θυσία, δηλαδή ξοδεύουν τα Σαββατοκύριακά τους και τις ελεύθερες ώρες τους.
Εάν είχα γράψει σενάριο για όλο αυτό, αυτό το οποίο ήθελα να πω εξαρχής ήταν το ότι πρέπει να κοιτάξουμε το φυσικό περιβάλλον το οποίο είναι κοντά μας, για να δούμε μετέπειτα τη μεγαλύτερη εικόνα. Δεν χρειάστηκε καθόλου κόπος, ούτε από εμένα σκηνοθετικά, δημιουργικά, ούτε από το Γιώργο Ροδάκογλου δημοσιογραφικά, ούτως ώστε να το βγάλουμε αυτό το πράγμα προς τα έξω, διότι μας το έβγαλαν οι άνθρωποι με τους οποίους μιλήσαμε. Ήταν άνθρωποι οι οποίοι πρώτα αγαπούσαν τον τόπο τους και δευτερευόντως ήθελαν να μιλήσουν για φαινόμενα όπως η κλιματική αλλαγή, το φαινόμενο του θερμοκηπίου, το green gas emission, ορολογίες της μόδας με τις οποίες μας βομβαρδίζουν τα δελτία ειδήσεων, οι εκπομπές ειδικού ενδιαφέροντος ανά τον πλανήτη. Επιχειρούν να μας βάλουν διαρκώς –κάτι το οποίο το έχουμε αντικρούσει με αυτή την εκπομπή– σε μία λογική του να δούμε τη μεγάλη εικόνα πρώτα…
Ενώ κανονικά είναι το αντίθετο. Το είχε πει και ο Ρότζερ Σκρούτον στο βιβλίο του.
Ο οποίος Σκρούτον έχει μάλιστα και ένα πολύ ευχάριστο κεφάλαιο, από ό,τι θυμάμαι, στην αρχή του βιβλίου του “Green Philosophy”, το είχε ονομάσει local warming, ότι δηλαδή εκεί που κάποιοι μιλούν για global warming, για την υπερθέρμανση του πλανήτη, εμείς μιλάμε για local warming, δηλαδή για την επαναθέρμανση των σχέσεων του ανθρώπου με το άμεσο περιβάλλον.
Έλεγε και κάτι ακόμα πιο προχωρημένο για όταν τα είπε αυτά τα πράγματα, το οποίο το πιστεύω εγώ, με βάση αυτό κινούμαι στο θέμα της φιλίας μου προς το περιβάλλον, ότι τρομοκρατείται ο κόσμος σε διεθνές επίπεδο, χωρίς να στρατολογείται, με την καλή του όρου έννοια, σε τοπικό επίπεδο. Δηλαδή, αντί να κάνουμε κοινωνό τον πολίτη, τον άνθρωπο, προκειμένου να ενεργοποιηθεί, να ευαισθητοποιηθεί στην κοινότητά του σχετικά με το περιβάλλον το οποίο τον αγκαλιάζει και έξω από τη πόρτα του σπιτιού του, προσπαθούμε με το ζόρι να τον βάλουμε σε μία διεθνή ματιά ότι δήθεν αυτό είναι το σωστό, ότι όταν λέμε, δηλαδή, να βλέπουμε τη μεγάλη εικόνα θα πρέπει να το δούμε διεθνώς, λες και ο μέσος πολίτης –μέσος κατά οποιαδήποτε έννοια– κάθε χώρας, κάθε πόλης, θα ευαισθητοποιηθεί για ένα παγόβουνο που λιώνει στα εκατοντάδες χιλιάδες μίλια μακριά από το σπίτι του.
Που δεν λιώνει και εκεί νομίζω ότι παίζεται ένα παιχνίδι. Όμως το θέμα είναι ότι εάν δεν κοιτάξεις πρώτα την κοινότητά σου, δεν πρόκειται να δεις το παραπέρα.
Έτσι είναι. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ήθελα να κάνω κάτι τέτοιο εγώ πάντοτε από αυτή τη σκοπιά, πάντα με θέμα την προστασία του περιβάλλοντος.
Μην ξεχνάς, Γιώργο, ότι μέχρι πριν ξεκινήσουν όλες αυτές οι διεθνείς “μόδες”, τις φωτιές στα χωριά τις έσβηναν οι κάτοικοι μόνοι τους. Ήξεραν τα κατατόπια, εάν περίμεναν την πυροσβεστική…, και ακόμα και σήμερα γίνεται αυτό. Δηλαδή κι αυτά που ζήσαμε τα τραγικά το καλοκαίρι, οι κάτοικοι ήταν αυτοί που βγήκαν με τα λάστιχα και τις μάνικες και τους κουβάδες και τα ξερά τα χόρτα έξω για να περιορίσουν τις φωτιές, αυτοί ήταν οι οποίοι καθοδηγούσαν κατά βάση τους πυροσβέστες.
Γιατί δεν μπορείς να περιμένεις από έναν κρατικό μηχανισμό να σου σβήσει τη φωτιά όταν έχει πάρει τόσο μεγάλη έκταση εάν οι πολίτες δεν είναι συνειδητοποιημένοι, ευαισθητοποιημένοι και δεν γνωρίζουν τα κατατόπια των περιοχών τους, και πώς θα τα γνωρίσουν εάν τα επισκέπτονται. Θεωρώ ότι έχω κάνει κάτι το οποίο, εάν λάβει τη διάσταση που πρέπει, προωθεί την αύξηση της επισκεψιμότητας των φυσικών τοπίων γύρω από τη Θεσσαλονίκη.
Ξέροντας εσένα και τις ιδέες σου για χρόνια να υποθέσω ότι δεν κάνεις καταγγελτικού τύπου ντοκυμανταίρ.
Όχι, δεν το κάνω αυτό, αυτές είναι λογικές που ανήκουν σε άλλου είδους δημιουργούς, οι οποίοι θυμούνται να μιλήσουν για το περιβάλλον μόλις δουν το φουγάρο ενός εργοστασίου να βγάζει μαύρο καπνό. Εγώ πάντα, ό,τι και εάν έχω κάνει, το βλέπω πάντα από τη θετική σκοπιά του. Κάνουμε κάτι για το περιβάλλον γιατί θεωρούμε ότι είναι υψίστης σημασίας πρώτα από όλα για εμάς και για όλη την κοινωνία.
Αυτό σε πόσα επεισόδια θα ολοκληρωθεί;
Είναι δέκα επεισόδια.
Και το καθένα έχει διάφορους χώρους, περιοχές;
Ναι, το κάθε επεισόδιο είναι μία περιοχή, εκεί που μπορούσαμε να προσφέρουμε δύο περιοχές το έχουμε κάνει. Πιστεύω ότι για τις συνθήκες υπό τις οποίες έγινε, έχει γίνει μία πολύ ολοκληρωμένη και όμορφη δουλειά και θεωρώ ότι –επειδή παρακολουθώ και την ΕΡΤ3, παρακολουθώ και την TV100 εδώ και χρόνια– δεν έχει υπάρξει κάτι τόσο ολοκληρωμένο νοηματικά.
Δηλαδή οι εκπομπές κάνουν ξεχωριστά αφιερώματα ανά περιοχή, τα δελτία ειδήσεων κάνουν ξεχωριστά θέματα ανά περιοχή, κυρίως όταν έχουν προβλήματα. Εμείς το προσεγγίσαμε όλο από μία πολύ θετική σκοπιά, δηλαδή δεν πήγαμε να κάνουμε καταγγελτικό λόγο, δεν πήγαμε να καταγράψουμε τα προβλήματα της περιοχής, πήγαμε να δείξουμε την ομορφιά. Θέλουμε ο κόσμος να πάει επειδή είναι ωραία και όμορφα και με αυτή τη λογική το προβάλλουμε. Δεν έχουμε πάρει λεφτά από πουθενά για να το κάνουμε, δεν έχει διαφημιστεί κανένας μέσα σε αυτή την εκπομπή για κανένα λόγο.
Γιατί το λές αυτό;
Είμαι κάθετος σε αυτό, γιατί θα υπάρξουν πάντα και οι διάφοροι, ειδικά στη μικρή κοινωνία της Θεσσαλονίκης, που θα πουν ότι είναι ο Χ, Ψ επώνυμος ο οποίος πηγαίνει και κάνει κάτι με το συγκεκριμένο δημοσιογράφο επειδή υπάρχει κάποιο οικονομικό όφελος. Τίποτα δεν υπάρχει, ήταν όλο μία συμφωνία εξαρχής στο πλαίσιο του να βάλω εγώ δημιουργικά και σαν παραγωγός πλάτη στη νέα προσπάθεια που κάνει η δημοτική τηλεόραση προκειμένου να ανακάμψει, διότι τα τελευταία δέκα χρόνια είχε καταρρεύσει και τώρα πια γίνεται μία αξιόλογη προσπάθεια να ανακάμψει.
Είναι και ο Γιάννης Κεσσόπουλος που είναι γενικός διευθυντής εκεί, άξιος συγχαρητηρίων για την προσπάθεια που έχει γίνει –και δεν το λέω επειδή έτυχε να συνεργαστώ εγώ μαζί του, το λέω επειδή είναι μία ειλικρινής άποψη και την καταθέτω– και το Προεδρείο, ο Μηνάς Σαμαντζίδης και το Διοικητικό Συμβούλιο.
Πως προέκυψε η συνεργασία μαζί τους;
Έχει δύο χρόνια τώρα που πλησίασαν πολλούς ανθρώπους, καλή ώρα σαν κι εμένα, και είπαν “Μπορείτε με αυτόν τον χαμηλό προϋπολογισμό που διαθέτουμε, να κάνετε κάτι αξιοπρεπές, που να αξίζει ο κόσμος να το δει;” Ορισμένοι είπαν ναι, ορισμένοι λάκισαν. Εγώ είμαι σε αυτούς που είπαν ναι. Βρήκα μία χρυσή ευκαιρία, εκμαιεύοντας χρόνο για να κάνω πράγματα για την TV100, τα οποία θεωρώ πολύ χρήσιμα, όχι τώρα, συνήθως αυτά τα πράγματα, αυτές οι σειρές όταν παίζουν, ξεχνιούνται εύκολα. Σε βάθος χρόνου θα έρθουν και θα τα παίζουν στη δημοτική τηλεόραση και θα τα προβάλλουν.
Είμαι βέβαιος για αυτό, γιατί έχουμε πράξει μία ποιότητα εικόνας και ένα τελικό αποτέλεσμα το οποίο είναι πολύ καινοτόμο σε σχέση με το τι έχει συμβεί μέχρι τώρα στη Θεσσαλονίκη από πλευράς ντοκιμαντέρ που να αφορά τον περίγυρο της πόλης. Δεν πήγα καν στη Λίμνη Κερκίνη, τη θεωρώ πολύ μακριά. Ήθελα να πάω στα μέρη που ο κόσμος μπορεί να πεταχτεί σε μισή ώρα. Όλα αυτά που θα δεις είναι τόσο, δεν είναι παραπάνω, τόσο κοντά. Ο τίτλος δε ο ίδιος προέρχεται επειδή αυτή την ατάκα, το «τόσο κοντά», από τους είκοσι συνεντευξιαζόμενους μας το έχουν πει οι δέκα, τόσο κοντά στη Θεσσαλονίκη, το έλεγαν όλοι. Οπότε κατάλαβα κάποια στιγμή ότι αυτό είναι το στίγμα και αυτό πρέπει να είναι ο τίτλος.
Αυτό κάθε πότε προβάλλεται;
Προβάλλεται κάθε Σάββατο στις 21:30 και σε δεύτερη προβολή κάθε Δευτέρα στις 20:00. Θεωρούμε ότι αξίζει τον κόπο, είναι διάρκειας μισής ώρας, για τους ανθρώπους της Θεσσαλονίκης. σημαντικό είναι το περιβάλλον που βρίσκεται κοντά μας για τον άνθρωπο, ότι εάν δεν γνωρίσεις αυτό το περιβάλλον, που είναι έξω από τη πόρτα του σπιτιού σου, αυτό το φυσικό τοπίο, δεν πιστεύω ότι μπορείς εύκολα να αντιληφθείς την αισθητική και ζωτικής σημασίας αξία της φύσης για εσένα και κατά συνέπεια δεν μπορείς να ευαισθητοποιηθείς όταν τα ντοκιμαντέρ που βλέπεις μιλούν μονίμως για ένα διεθνή μπαμπούλα και σου δείχνουν τοπία πανέμορφα αλλά κατεστραμμένα
Πώς θα ευαισθητοποιηθεί κατά την γνώμη σου;
Θα ευαισθητοποιηθεί όταν καταλάβει πόσο ζωτικής σημασίας είναι το φυσικό τοπίο που τον αγκαλιάζει, που είναι δίπλα του, τόσο κοντά του. Από εκεί ξεκίνησα και η Θεσσαλονίκη προσφερόταν. Η Αθήνα, για παράδειγμα δεν προσφέρεται, έτσι όπως έχει φτιαχτεί, αλλά ίσως στην Αθήνα θα ήθελα να δείξω κάτι το οποίο θα ήθελε μιάμιση ώρα για να πας, το πιο κοντινό. Στη Θεσσαλονίκη και σε πολλές άλλες δευτερεύουσες πόλεις όλων των χωρών το φυσικό τοπίο είναι πάρα πολύ κοντά, ούτε στο Βερολίνο είναι πολύ κοντά, ούτε στο Μόναχο. Στις μεγάλες πρωτεύουσες υπάρχει πρόβλημα, όμως γι’ αυτό και οι μεγάλες πρωτεύουσες έχουν φροντίσει να έχουν μεγάλα πάρκα, η αλήθεια είναι αυτή. Και η Αθήνα ακόμα, που την έχουμε κατηγορήσει πολλές φορές για το τσιμέντο της, έχει τον Εθνικό Κήπο. Η Θεσσαλονίκη δεν έχει κάτι αντίστοιχο και όσο βλέπω τον κόσμο να κλείνεται μέσα στον κακώς νοούμενο αστικό τρόπο ζωής της εποχής μας, τόσο πιο πολύ ήθελα να δείξω το πόσο πιο ωραία είναι και να πας λίγο πιο έξω. Γιατί η αλήθεια είναι ότι έχουμε έναν επιβεβλημένο κακώς νοούμενο αστικό τρόπο ζωής.
Τι θα μπορούσε να γίνει;
Πρέπει να υπάρξει αποκέντρωση και σε αυτό το κομμάτι. Πρέπει να αρχίσουμε να πηγαίνουμε προς τα έξω και να εκτιμούμε αυτό που υπάρχει γύρω-γύρω από τις πόλεις στις οποίες ζούμε. Ζούμε μέσα στις πόλεις και μέσα σε αυτό το τσιμέντο λόγω εργασίας και λόγω δουλειάς υποχρεωτικά όλες τις ημέρες της εβδομάδας τις εργάσιμες. Αυτές τις μία, μιάμιση, άντε δύο μη εργάσιμες ημέρες, το Σαββατοκύριακο, ο Αμερικανός χαζός είναι που οργανώνει weekend; Θεωρώ ότι πρέπει να μπει μέσα στην κουλτούρα μας, διότι είναι δείγμα πολιτισμού η επίσκεψη στα φυσικά τοπία που μας περιβάλλουν.