Συνεχίζοντας την παρουσίαση νεανικών συγκροτημάτων που ξεπήδηξαν μέσα από τα Μουσικά Σχολεία και που παίζουν στην φετινή μουσική συνάντηση “Οι νέοι και η Δόμνα Σαμίου”, βρεθήκαμε με τους “Πεντάηχον” σε γνωστό καφέ των Αμπελοκήπων. Να πούμε ότι η συνέντευξη έγινε στον ίδιο χώρο μετά ακριβώς τους Antimamalo, μιας και κοινό μέλος είναι ο Πάνος Σταθάκης. Ενώ συμμετείχαν επίσης η Αγγελική Παρδάλη (σαντούρι, τραγούδι) και ο Χάρης Λύγκος (βιoλί, φωνητικά)
Συνέντευξη: Γιώργος Πισσαλίδης*
Φωτογραφίες: Χρήστος Κισατζεκιάν
Πότε δημιουργήθηκε το «Πεντάηχον»;
Χ.Λ: Νομίζω, το Νοέμβριο του 2014. Ήμασταν μαθητές Λυκείου σε Μουσικό Σχολείο και παρέστη ανάγκη να παίξουμε σε μία εκδήλωση. Παίζαμε μαζί στα μουσικά σύνολα ήδη στα πλαίσια του Μουσικού Σχολείου και αποφασίσαμε να πάμε οι πέντε μας σε εκείνη την εκδήλωση, που παρέστη η ανάγκη να πάμε –εξωτερική, όχι σχολική εκδήλωση.
Π.Σ.: Και είδαμε ότι υπάρχει ένα ταίριασμα μουσικό.
ΑΠ: Υπήρχε από πριν ένα δέσιμο μέσω των συνόλων που έχουμε στο Μουσικό Σχολείο.
Για ποιο Μουσικό Σχολείο μιλάμε;
ΑΠ: Μιλάμε για το Μουσικό Σχολείο Ιλίου. Εκεί ήμασταν ήδη σε ένα σύνολο και οι πέντε μας και έτυχε σε μία δουλειά, όπως είπε ο Χάρης, να φωνάξουν έναν από τους πέντε, τον Παναγιώτη (Σκούτερη), το παιδί που παίζει κλαρίνο, και εκείνος το είπε σε εμάς. Έτσι καταλάβαμε, αφού βρεθήκαμε πλέον μόνο οι πέντε μας –γιατί στα σύνολα δεν είμαστε μόνο οι πέντε μας, είναι πολύ περισσότερα άτομα– ότι υπάρχει χημεία. Καταλάβαμε ότι δέσαμε και είπαμε να το ξεκινήσουμε.
Α.Π: Όνομα δεν υπήρχε τότε, εννοείται, ήμασταν στη διαδικασία ότι πρέπει να βρούμε και ένα όνομα. Έπεσαν πολλές ιδέες στο τραπέζι, καταλήξαμε στο «Πεντάηχον», λόγω των πέντε μας. Ξεκινήσαμε σαν παρέα, σαν παρέα που παίζαμε μουσική, πηγαίναμε σε γλέντια. Δηλαδή, πέρα από τη χημεία, αρχίσαμε και κάναμε και παρέα και οι πέντε μας και, νομίζω, αυτό είναι που μας δένει.
Π.Σ: Μόλις αποφοιτήσαμε όλοι, συνεχίσαμε δυναμικά, από το 2016, σε μουσικά φεστιβάλ, εκδηλώσεις, συναυλίες.
Α.Π: Τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Μας αρέσει να βλέπουμε άλλους πολιτισμούς και να συναναστρεφόμαστε με μουσικούς.
Τι ρεπερτόριο παίζετε, για κάποιον που δεν σας ξέρει;
Π.Σ: Είμαστε κλασική τυπική στεριανή ζύγια η οποία, όμως, προσπαθεί να προσεγγίσει όλα τα μουσικά ύφη που υπάρχουν στην Ελλάδα. Ας πούμε, και όργανα όπως είναι η λύρα, σε κάποιες περιοχές που δεν τα έχουμε το καλύπτει το βιολί.
Χ.Λ: Η βάση μας είναι η ελληνική παραδοσιακή μουσική, αλλά παίζουμε και σκοπούς είτε των Βαλκανίων ή άλλες ξένες συνθέσεις πιο σύγχρονες και τις προσεγγίζουμε με τη δική μας αισθητική. Δηλαδή, και ρεπερτόριο που μας αρέσει, κατά κύριο λόγο. Η αφόρμηση είναι αυτό, η αρέσκεια επάνω σε ένα μουσικό ερέθισμα, και μετά τη φέρνουμε στα μέτρα μας, αλλά όχι με την έννοια της ισοπέδωσης, με την έννοια της προσαρμογής στα ακούσματα, τα βιώματα, τα μουσικά μας ερεθίσματα.
Π.Σ: Ουσιαστικά, επειδή από το 2016 ξεκινήσαμε να συνεργαζόμαστε με διάφορους Χορευτικούς Συλλόγους μέσα από τα φεστιβάλ στα οποία πηγαίναμε, ξαφνικά ήταν ανάγκη, λόγω της δουλειάς, να αποκτήσουμε ένα ευρύ ρεπερτόριο και να γνωρίσουμε ένα ευρύ ρεπερτόριο από όλη την Ελλάδα. Οπότε, το τι μας αρέσει και τι όχι πολλές φορές δεν μετράει. Δηλαδή, το ότι δεν παίζουμε το ρεπερτόριο αυτό που μας αρέσει αμιγώς είναι γιατί οι ανάγκες της δουλειάς μάς έκαναν να έχουμε ένα ευρύ ρεπερτόριο από όλη την Ελλάδα.
Οι αντιδράσεις του νεανικού αλλά και του ξένου κοινού ποιες είναι;
Χ.Λ: Το ξένο κοινό τείνει να βιώνει την ελληνική μουσική –τουλάχιστον στις δικές μας συναυλίες– με μία αποδοχή που απροσδόκητα προκύπτει ως να ήταν ένα οικείο άκουσμα αυτό που λαμβάνει, ενώ δεν είναι οικείο άκουσμα. Δηλαδή, ήμασταν πρόσφατα σε ένα φεστιβάλ στο Βέλγιο, θυμάμαι –παραδοσιακό folk φεστιβάλ– και έλαβε αποδοχή ως να ήταν rock μπαλάντες ή δεν ξέρω και εγώ τι, κάτι αρκετά οικείο ως άκουσμα.
Α.Π: Όσον αφορά το νεανικό κοινό, λέω απρόσμενα, γιατί είχαμε συνηθίσει σαν κοινό να μη θέλει να ακούει παραδοσιακά, να μη γλεντά με αυτά, ενώ τα τελευταία χρόνια, που ασχολούμαστε και εμείς πιο επαγγελματικά, βλέπουμε συνομήλικους να έχουν μία πιο άμεση σχέση με την παραδοσιακή μουσική. Δεν ξέρω εάν είναι λόγω και της δικής μας ηλικίας, που ασχολούμαστε και με τα παραδοσιακά.
Π.Σ: Όχι, νομίζω, είναι μία γενικότερη τάση των τελευταίων χρόνων, το ότι νέος κόσμος αγάπησε την ελληνική παραδοσιακή μουσική και θέλησε να την προσεγγίσει είτε ως ακροατής είτε ως μουσικός είτε ως χορευτής. Μεγάλη σημασία έχει η παρουσία του χορού, γιατί ασχολούνται με τον ελληνικό παραδοσιακό χορό πάρα πολλοί νέοι πλέον και υπάρχουν και πάρα πολλοί Σύλλογοι. Οπότε, πάρα πολύς κόσμος επιλέγει έναν τέτοιο τρόπο διασκέδασης.
Τι είναι εκείνο που τραβά, πιστεύετε, τους νέους ως ακροατές στο παραδοσιακό, που μπορεί να μην υπήρχε πριν από 10 ή 20 χρόνια;
Π.Σ: Η δυναμική αυτής της μουσικής, γιατί είναι μία μουσική παράδοση αρκετά έντονη και, επειδή κάθε τόπος έχει να πει κάτι, εννοώ πως είναι μία ακόμα ζωντανή παράδοση, τους μαγεύει αυτό σε κάθε επίπεδο.
Σε αυτό, νομίζω, βοήθησαν αρκετά τα Μουσικά Σχολεία, όπου πλέον έγινε ένα αντικείμενο μελέτης και συστηματοποιημένης γνώσης, και διδασκαλίας στα πλαίσια του Προγράμματος Σπουδών ενός Σχολείου.
Για αυτό ασχολούνται και με μουσικά όργανα που δεν υπήρχαν εύκολα παλιότερα. Ούτια και σαντούρια, τα κανονάκια. Αλλά, υπάρχει πάλι αυτή η τάση και η ανάγκη να ανακαλύψουν αυτό το υλικό είτε σαν μουσική είτε σαν χορό είτε σαν οτιδήποτε. Οπότε, εμείς ήμασταν αρκετά τυχεροί που συναντήσαμε ένα κοινό που ήταν ηλικιακά πολύ κοντά σε εμάς και το οποίο βλέπουμε ότι αποζητά κάτι το οποίο εμείς επιλέξαμε να κάνουμε. Είναι μία μουσική με την οποία θέλαμε να ασχοληθούμε και βλέπουμε ότι υπάρχει ένα κοινό πρόσφορο.
Α.Π: Να πούμε και ότι η μουσική και ο χορός γενικά κάθε πολιτισμού, και της Ελλάδας, είναι και ένας τρόπος έκφρασης. Και, φαντάζομαι, οι νέοι έχουν όλο και παραπάνω αυτό τον τρόπο έκφρασης.
Και από το συγκεκριμένο διήμερο βλέπουμε ότι οι νέοι ασχολούνται όλο και πιο πολλοί με τη μουσική παράδοση, αλλά και από τη συναναστροφή με τον κύκλο μας βλέπουμε όλο και περισσότερα άτομα να ασχολούνται με την παραδοσιακή μουσική.
Για εσάς παραδοσιακή μουσική τι σημαίνει, ως νέοι;
Α.Π: Σύνδεση με το παρελθόν.
Π.Σ: Αναμφισβήτητα, και για τους τρεις μας που είμαστε εδώ υπήρχε ένα βίωμα από πολύ παλιά, δηλαδή από παππούδες, γιαγιάδες που τραγουδούσαν.
Α.Π: Για όλους μας και για τους πέντε να μιλήσουμε, γιατί και ο Παναγιώτης Σκουτέρης –ο Παναγιώτης είναι από Γορτυνία και είναι πολύ υπερήφανος για αυτό– συνεχώς άκουγε την οικογένειά του να τραγουδά, έχει ζήσει από κοντά πανηγύρια. Ή, από την άλλη, ο Κώστας, ο κρουστός μας, είναι από την Ήπειρο και, αντίστοιχα, οι γονείς του τραγουδούν –η μητέρα του ιδίως– ή και εμείς και από τους παππούδες και τις γιαγιάδες είχαμε ζωντανή πηγή.
Τώρα, στο διήμερο τι θα παρουσιάσετε;
Π.Σ: Τραγούδια και σκοπούς από τη Λακωνία, με την οποία έχουμε μία ιδιαίτερη σχέση –εντάξει, εγώ έχω μία ιδιαίτερη σχέση γιατί είναι η καταγωγή μου από εκεί, από τη Νεάπολη. Οπότε, επειδή έχω δει αρκετά πανηγύρια παλαιότερα και με αυτό το μουσικό υλικό έχω αρκετά βιωματική σχέση, σαν σχήμα επιλέξαμε να παρουσιάσουμε ένα τέτοιο πρόγραμμα, καθότι έχουμε ασχοληθεί με τη μουσική παράδοση της Λακωνίας. Για παράδειγμα, οι τρεις από εμάς, εγώ, ο Χάρης και ο Παναγιώτης, συμμετείχαμε στο «Μουσικό Λεύκωμα» που είχε κυκλοφορήσει το 2019 με τα τραγούδια και τους χορούς από την περιοχή του Ζάρακα, στη νοτιοανατολική Λακωνία –μία πολύ σημαντική έρευνα που έκανε ο Νίκος Μπαριάμης– και σε λίγο καιρό πρόκειται να παρουσιάσουμε μία αντίστοιχη έκδοση σε έρευνα του Νίκου Μπαριάμη από τις Καρυές Λακωνίας –χωριό της Αράχοβας.
Α.Π: Νομίζω ότι αυτό μας βοήθησε και στο να επιλέξουμε υλικό πιο πολύ, επειδή σύντομα είχαμε τριβή με αυτά τα κομμάτια και μας έδωσε εύκολα υλικό στο να το παρουσιάσουμε.
Πώς λέγεται ο δίσκος;
A.Π: Ακόμα δεν έχει βγει η ονομασία.
Π.Σ.: Η έρευνα που σας λέμε τώρα είναι κάτι για το οποίο βρισκόμαστε τώρα στις ηχογραφήσεις.
(Όλοι συμπληρώνουν ο ένας τον άλλο): Δεν έχει εκδοθεί, αλλά είναι τραγούδια και σκοποί από την Αράχοβα Λακωνίας, τις Καρυές Λακωνίας. Βέβαια, να πούμε για τα τέσσερα κομμάτια που θα γράψουμε. Είναι το «Για την καλή μου συντροφιά», καθιστικό από την Αράχοβα Λακωνίας, που είπαμε. Μετά, το «Φεγγαράκι μου λαμπρό» από την ευρύτερη περιοχή του Οινούντα. Μετά, θα πούμε το «Με γέλασαν τα πουλιά», το οποίο το έχει ερμηνεύσει η Μάρθα Φριντζήλα σε αυτό το Λεύκωμα που σας είπα, με τραγούδια και χορούς από το Ζάρακα. Και το τελευταίο κομμάτι είναι καταγραφή ενός άλλου χοροδιδασκάλου, που είναι από την Ελαφόνησο, του Γιώργου Λιάρου.
Α.Π: Έπιλέξαμε αυτά τα ελαφονησιώτικα γιατί έχουμε δεθεί πάρα πολύ με την Ελαφόνησο, γιατί ήδη από το 2016. Είναι ένα φεστιβάλ εκεί που πηγαίνουμε έξι χρόνια τώρα. Το οποίο ξεκίνησε τότε και κάθε χρόνο πηγαίνουμε εκεί με μεγάλη μας χαρά. Είμαστε, δηλαδή, από τη γέννησή του και είναι πολύ όμορφο.
Χ.Λ: Επίσης, να πούμε ότι οι επιλογές των τραγουδιών είναι τέτοιες που αποτυπώνουν το μεγαλύτερο μέρος του μουσικού μωσαϊκού της Λακωνίας. Δηλαδή, όσο κατεβαίνουμε προς τα νοτιότερα τμήματά της, ελαττώνεται η χρήση του κλαρίνου στη μουσική και είναι πιο εμφανής και έντονη η χρήση του βιολιού. Οπότε, αποτυπώνουμε αυτή τη μετάβαση με τις επιλογές των κομματιών, γιατί ξεκινάμε από τα πιο βόρεια χωριά, από τα χωριά γύρω από την Αράχωβα και την Αράχωβα και, κατεβαίνοντας, φθάνουμε μέχρι την Ελαφόνησο, αποτυπώνοντας αυτή τη μετάβαση από το βουνό στη θάλασσα, τέρμα Πελοπόννησο κάτω.
Προσωπικές συνθέσεις υπάρχουν;
Α.Π: Έχουμε δικές μας συνθέσεις οι οποίες είναι του Παναγιώτη Σκουτέρη, του παιδιού που παίζει τα πνευστά και τραγουδά.
Χ.Λ: Τον τελευταίο καιρό και στα πλαίσια της δεύτερης φύσης, που ξεφεύγει από αυτή της πιστής παρουσίασης των παραδοσιακών μας τραγουδιών, δουλεύουμε ένα project που το έχουμε ονομάσει “Folk is Rock”.
Ναι, ήθελα να σας ρωτήσω για αυτό, το έχω δει. Αυτό τι είναι; Rock εκτελέσεις κλασσικών κομματιών;
Χ.Λ: Όχι, είναι ένα project το οποίο ξεκίνησε το 2017-2018, όπου παρουσιάζαμε σκοπούς και τραγούδια από όλη την Ελλάδα, αλλά και από τα Βαλκάνια, από την Τουρκία. Γενικά, ασπαζόμαστε τη νοοτροπία ότι το rock δεν συνεπάγεται τόσο σε ένα συγκεκριμένο ήχο, αλλά σε μία συγκεκριμένη ευρύτερη αισθητική, έως και έναν τρόπο ζωής, όταν μιλάμε για προσωπικότητες. Οπότε, φιλοδοξούμε να αποτυπώσουμε μία πιο ροκ οπτική, μία ροκ έκφανση της παραδοσιακής μουσικής …
Α.Π: Για εμένα το rock σημαίνει και λίγο ελευθερία. Δηλαδή, δεν είμαστε μέσα στο κουτί της παραδοσιακής μουσικής, που καλώς ή κακώς μπαίνουμε, ας είμαστε στην Αθήνα, είμαστε πιο ελεύθεροι να εκφρασθούμε μέσα από αυτό το “πρότζεκτ”.
Π.Σ: Συμφωνώ απόλυτα με την Αγγελική. Επίσης, κατά βάση, βγάζουμε και αυτή τη δυναμική που έχει αυτή η μουσική. Για παράδειγμα, βρεθήκαμε σε ένα γάμο στην Κύθνο φέτος. Είδαμε παραδοσιακούς μουσικούς να παίζουν και είδαμε ότι ένα βιολί και ένα λαούτο έπαιζαν με φοβερή δυναμική για τα λίγα όργανα και μου λέει ο Χάρης, “Kοίτα πώς ροκάρουν αυτοί”, το οποίο, εάν το συνειδητοποιήσεις λίγο, συμβαίνει.
Α.Π: Εν τω μεταξύ, να πούμε ότι έχει αρχίσει και ωριμάζει αυτό το project και είμαστε στα σκαριά ενός δίσκου, δικού μας πια, προσωπικού δίσκου. Έχουν ολοκληρωθεί και οι ηχογραφήσεις.
Π.Σ.: Για να ολοκληρώσουμε το τι ήταν αυτό το “πρότζεκτ”, νομίζω ότι το πιο σημαντικό από όλα αυτά ήταν ότι θέλαμε να παρουσιασθεί σε χώρους οι οποίοι είναι συναυλιακοί, δεν είναι οι συνηθισμένοι χώροι στους οποίους θα παρουσιαζόταν το ελληνικό παραδοσιακό τραγούδι. Ας πούμε, είχαμε κάνει δύο χρονιές συναυλίες στο Six D.O.G.S.
Α.Π: Όπου εκεί πηγαίνουν DJs, πηγαίνουν ποπ μουσικοί, πηγαίνει και το «Πεντάηχον» με τα παραδοσιακά. Και αυτό είναι κάτι που το φέρνει και πιο κοντά στο νεανικό κοινό, που είπαμε πριν.
Η ένταση;
Α.Π: Αυτοί οι χώροι. Δηλαδή, και εγώ, εάν ήμουν πιο μικρή και έβλεπα ένα παραδοσιακό σχήμα να πηγαίνει σε ένα τέτοιο μαγαζί –και ας μη μου άρεσε η παραδοσιακή μουσική– θα ξαφνιαζόμουν.
Π.Σ: Οπότε, όλο αυτό το οποίο έχουμε κάνει δύο χρόνια στο Six D.O.G.S. το παρουσιάσαμε στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο, το 2019. Παρουσιάσαμε και μέρος του στο Βέλγιο, στη συναυλία μας τον προηγούμενο Ιούλιο. στο Folk Festival.
Θέλω να πω ότι είναι ένα project το οποίο τρέχει χρόνια και θέλουμε αυτό να το αποτυπώσουμε δισκογραφικά, το οποίο δεν είναι ακριβώς το ίδιο, είναι η ίδια σκέψη η οποία όμως εμπλουτίζεται συνεχώς. Από τη στιγμή που ξεκίνησε αυτό το project δεν είναι το ίδιο μέχρι τώρα. Και ευελπιστούμε στις αρχές του επόμενου χρόνου να κυκλοφορήσει αυτό το album με τίτλο “Folk is Rock”.
Είμαστε αρκετά χαρούμενοι που θα συμμετάσχουμε στην 3η Συνάντηση Νέων Συγκροτημάτων Παραδοσιακής Μουσικής –είναι για τη Δόμνα Σαμίου– καθώς έχουμε αρκετά ευχάριστες εικόνες και εμπειρίες από την προηγούμενη συμμετοχή μας, στη 2η Συνάντηση.
Α.Π: Εγώ θα ήθελα να πω και για τη Δόμνα Σαμίου συγκεκριμένα, που λέγαμε πριν για τα ερεθίσματα. Νομίζω ότι σε όλους μας, που ακούμε παραδοσιακή μουσική, υπήρχε και την είχαμε σαν πολύ σημαντική προσωπικότητα.
Π.Σ: Εάν μιλήσουμε για ελληνική παραδοσιακή μουσική, δεν μπορείς να μην αναφερθείς στη Δόμνα Σαμίου, στο Σίμωνα Καρά, στη Μέλπω Μερλιέ, στο Δραγούμη.Και είναι πολύ όμορφο που ένα τέτοιο υλικό πήγε στα χέρια ανθρώπων που ασχολούνται πολύ σοβαρά, όπως είναι ο κύριος Σινόπουλος που έχει την καλλιτεχνική επιμέλεια για τα διήμερα.και η κυρία Παπαδοπούλου. και δίνει την ευκαιρία αυτό το υλικό να πάει στα χέρια των νέων καλλιτεχνών.
Χαίρομαι που για τρίτη χρονιά θα δούμε και πάλι καινούρια σχήματα. Το καλό που έχει αυτό το Φεστιβάλ είναι ότι δημιουργήθηκαν σχήματα επί τούτου, δηλαδή καινούρια σχήματα που έγιναν για αυτό το σκοπό. Οπότε, μόνο καλό μπορεί να προσφέρει ένα τέτοιου τύπου φεστιβάλ.
Εσείς για αυτό το πάντρεμα παραδοσιακής μουσικής με rock, jazz και blues, δηλαδή εννοώ από Villagers μέχρι Kαντινέλια, τι άποψη έχετε ; Γιατί είναι και κάτι που τραβά το νεανικό κοινό.
Π.Σ.: Αλήθεια είναι ότι το τραβά. Είναι θεμιτό να γίνονται. Δηλαδή, διαχρονικά βλέπουμε διάφορα πράγματα να ξεκινούν από μία ιδέα, από μία συγκεκριμένη μουσική μορφή και να εξελίσσονται ακόμα και σε καινούρια είδη, όπως ξεκίνησαν τα spiritual, η μετεξέλιξη των blues, το swing και όλο αυτό. Δηλαδή, η εισχώρηση εξωγενών στοιχείων, με την προϋπόθεση ότι θυμάσαι από πού ξεκίνησες, είναι όχι απλά θεμιτή και δόκιμη, είναι παραγωγική, δηλαδή προχωρά τη μουσική. Οπότε, μόνο θετική άποψη.
X.Λ: Σημαντικό είναι να λες τι κάνεις και να ξέρεις τι κάνεις. Δηλαδή, δεν μπορείς να παρουσιάζεις ένα υλικό με ηλεκτρικές κιθάρες, ντραμς και να λες, κάνω παραδοσιακή μουσική, κάνεις κάτι που εφορμάται από την παραδοσιακή μουσική.
Π.Σ: Βέβαια, τα παντρέματα, ήδη από την ethnic μουσική –που έγινε το μεγάλο αποκορύφωμα με το «Όλες τις μουσικές του πλανήτη»– είναι κάτι το οποίο πλέον είναι σύνηθες και δεν είναι κάτι αρκετά πρωτότυπο ή περίεργο και έχουν γίνει παντρέματα πολύ μακρινά. Οπότε, και εμείς το επιζητάμε αυτό πολλές φορές. Ή αυτό που λέγαμε και με την Αγγελική, ότι πολλές φορές εντάσσουμε και ξένους σκοπούς μέσα σε σουίτες δικές μας που φτιάχνουμε, γιατί ακριβώς, νομίζω, έχουμε πολλά ερεθίσματα και αυτά που μας αρέσουν είναι αρκετά διευρυμένα, οπότε όλα αυτά θέλουμε να τα εκφράσουμε στην ίδια σκηνή.
Α.Π: Και, έτσι, έρχονται κοντά πολλοί πολιτισμοί, πολλές μουσικές παραδόσεις, αλλά και πολλές αισθητικές μπορούμε να πούμε, γιατί άλλη αισθητική θα έχει κάποιος που ζει, για παράδειγμα, στο Βέλγιο και άλλη αισθητική έχουμε εμείς. Σίγουρα, κάτι όμορφο μπορεί να προκύψει από παντρέματα.
Η συνέντευξη έγινε στο Epoca cafe (Σινώπης 6, Αμπελόκηποι), το οποίο ευχαριστούμε για την φιλοξενία
* Ο Γιώργος Πισσαλίδης έχει υπάρξει συνεργάτης των μουσικών περιοδικών “Ποπ& Ροκ”, “Οζ”, “Δίφωνο” “Jazz & Tζαζ” , καθώς και της “βίβλου του έθνικ” Folk Roots , ενώ έχει συν-συγγραψει το κεφάλαιο για την ελληνική μουσική στις τελευταίες 4 εκδόσεις του έθνικ οδηγού The Rough Guide to World Music.