Των Jan Velinger, Pavla Horáková, Ian Willoughby
Τώρα, η μουσική φυσικά έπαιξε όχι μόνο ένα αποφασιστικό ρόλο σε κρίσιμα σημεία της Τσέχικης ιστορίας, όπως κατά την Σοβιετική εισβολή του 1968 και την πτώση του Κομμουνισμού το 1989, αλλά και στη περίοδο ανάμεσα : η αποπνικτική εποχή κατα την οποία έχει ξαναζωντανέψει η καταπίεση, γνωστή και ως «Ομαλοποίηση», η οποία είδε τους αντιπάλους του καθεστώτος να διώχνονται απο τις δουλειές τους, να διώκονται και να φυλακίζονται. Παρά την καταστολή ένα αφοσιωμένο, εξαιρετικά πολύπλευρο και άντεργκράουντ κίνημα συνέχισε απο τη δεκαετία του ’60, οργανώνοντας παράνομες εκδηλώσεις συμπεριλαμβανομένων ροκ συναυλιών και καλλιτεχνικών συμβάντων τα οποία αμφισβητούσαν το κατεστημένο. Ο Γιάν Βέλινγκερ έχει να πεί περισσότερα για ένα απο τα πιό διάσημα συγκροτήματα που εμφανίστηκαν στο προσκήνιο αυτής της αντιστασιακής κίνησης τον καιρό εκείνο.
Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου ένα απο τα πιό γνωστά συγκροτήματα που δοκίμασε τα όρια του νέου καθεστώτος του Γκουστάβ Χιουσάκ ήταν το «Plastic People of the Universe». Καθοδηγούμενο απο τον αβάντ-γκάρντ κριτικό τέχνης Ιβάν «Μάγκορ» Τζάιρους, οι Πλάστικς μιμούνταν τον ποπ καλλιτέχνη Άντι Γουάρχολ και τους «Velvet Underground» της Νέας Υόρκης. Έχοντας ιδρυθεί μετά την Σοβιετική εισβολή του 1968, οι Πλάστικς ήταν αποφασισμένοι να δουλέψουν σκληρά ενάντια της «ομαλοποίησης», παρ’ όλες τις πιθανές επιπτώσεις για τα μέλη του γκρούπ.
Ο Καναδός μεταφραστής Πολ Γουίλσον έγινε μέλος των Plastic People το 1970, έχοντας πειστεί απο τον Ιβάν Τζάιρους να συμμετάσχει όχι αναγκαία για τις ικανότητές του σαν τραγουδιστής ή σαν κιθαριστής, αλλά κυρίως για την ικανότητά του να μεταφράζει Αγγλικούς στίχους απαραίτητους για τους Πλάστικς. Ο Πολ Γουίλσον θυμάται την επιρροή του Τζάιρους στον τύπο του συγκροτήματος που οι «Plastic People of the Universe» σκόπευαν να είναι.
«Ο Τζάιρους ήταν μαθητής της Τσεχικής ιστορίας που είχε επίγνωση ότι η μουσική είχε τεράστια επιρροή στην αυτο-γνωσία του Τσέχικου έθνους, πηγαίνοντας πίσω στον 19ο αιώνα και παραπέρα. Κατάλαβε ότι ένας από τους τρόπους να νικήσει το είδος της αχρήστευσης του Κομμουνισμού ήταν να κάνεις αυτό που πραγματικά θέλεις να κάνεις, ανεξαρτήτως το τι ήθελε το καθεστώς να κάνεις. Και το να παίζεις τη μουσική που αγαπάς και να παίζεις τη μουσική που θέλεις , παρ’όλη την πίεση να μην το κάνεις, ήταν μια πολύ θεμελιώδης αρχή. Δεν θα έλεγα ότι αυτό ήταν εντελώς δουλειά του Τζάιρους, δεν ήταν η συνεισφορά του να τους κρατάει σε αυτή την πορεία γιατί ήταν απο μόνοι τους πολύ ηθικοί, αλλά ήταν ένα απο τα γνωρισματά του. Τους έκανε «διαλέξεις» Τσέχικης ιστορίας! Αυτό ήταν πέρα απο τα καθήκοντα ενός συνηθισμένου μάνατζερ – όχι όμως για τον Τζάιρους!»
Η μουσική των Plastic People εξελίχθηκε σε ψυχεδελικές και κατηφείς ερμηνείες που αντέγραφαν τους «Velvet Underground», συχνά παίζοντας διασκευές τους. Αλλά παίζανε επίσης και δικό τους υλικό. Πάνω απ’ όλα, οι Πλάστικς δεν ήταν καθόλου διατεθειμένοι να συμβιβάσουνε τον ήχο ή την ερμηνεία τους. Ο Πολ Γουίλσον ξανά :
« Όταν τους πρωτάκουσα, ήταν περισσότερο παράσταση παρά μουσική, εννοώ ότι η μουσική ήταν πολύ σκοτεινή και έντονα ρυθμική. Είχαν αυτό το καταπληκτικό σόου με φωτιές και κουστούμια. Ο Μίλαν Χλάβσα, που ήταν η μουσική δύναμη πίσω απο το γκρούπ, αγαπούσε τους «Velvet Underground», εν μέρει γιατί ο ήχος βρισκόταν εκεί, αυτός ο σκοτεινός, παλλόμενος ήχος που προσπαθούσαν να δημιουργήσουν και οι ίδιοι. Για το συγκρότημα επίσης ήταν απαραίτητο να τραγουδάμε στ’ Αγγλικά και να να δίνουμε στο κοινό την εμπειρία του πώς θα πρέπει να ήταν να ακούς τους «Βέλβετ Αντεργκράουντ»
Και ο Πολ Γουίλσον θυμάται ενα τραγούδι συγκεκριμένα που το βρήκε προσωπικά πολύ συναρπαστικό να το ερμηνεύει:
«Υπήρχε ένα τραγούδι που μου κινούσε το ενδιαφέρον, όχι μόνο για μουσικούς λόγους, που λεγόταν «Fireball». Η φωτιά ήταν μέρος της παράστασης – ήταν ένας τύπος που ερχόταν μαζί μας, ένας ζογκλέρ με φωτιά και πάντα θα έδινε παράσταση κατά τη διάρκεια αυτού του τραγουδιού. Το «Fireball» βασιζόταν πάνω σε ένα ποιήμα, νομίζω βασιζόταν σε ένα ποιήμα τότε της γυναίκας του Ιβάν Τζάιρους, Βέρα για έναν Τσέχο εφευρέτη που λεγόταν Πρόκοπ Ντίβις (Prokop Divis) που εφηύρε το αλεξικέραυνο περίπου την ίδια εποχή ή πρίν τον Βενιαμίν Φραγκλίνο, αλλά ήταν ενα πολύ Μπαρόκ πράγμα που τελικά δεν «έπιασε», με αποτέλεσμα ο Φραγκλίνος να θεωρείται τώρα ο πατέρας του αλεξικέραυνου. Ήταν όμως εφεύρεση του Πρόκοπ Ντίβις; σύμφωνα με τους Τσέχους. Οπότε αυτό ήταν μία απο τις μεγάλες μας επιτυχίες, το «Fireball», όχι μόνο εξαιτίας του τραγουδιού αλλά και της παράστασης που το συνόδευε.»
Παρ’όλη την εφευρετικότητα τους η προκλητική και ασυμβίβαστη στάση των Πλάστικς γρήγορα έβαλε το συγκρότημα σε μπελάδες με το Κομμουνιστικό καθεστώς. Σύντομα τους απαγορεύτηκε να κάνουν εμφανίσεις. Σε αυτό το στάδιο, οι Πλάστικς έπρεπε να οργανώνουν κρυφές εκδηλώσεις για να τους ακούσουν και να τους δούνε. Πήρανε το ρίσκο με το να παίζουνε παράνομα , συγκεντρώνοντας καλλιτέχνες και διανοούμενους, και τελικά ενώνοντας πολλά διαφορετικά μέλη της αντεργκράουντ σκηνής. Υπό αυτή την έννοια η θέση τους στη Τσεχική μουσική ιστορία δεν μπορεί να υποτιμηθεί.
«Το πραγματικό στάδιο της παρανομίας – η όπως οι Τσέχοι το λένε «ilegalita» – η φάση του να πηγαίνεις «underground» άρχισε γύρω στο 1972. Ξεκίνησε τότε. Η τελευταία φάση αυτής της στρατηγικής ήταν να παίζουν σε ιδιωτικούς γάμους αλλά ακόμα και αυτή η μάσκα έπεσε γρήγορα! Από το σημείο αυτό άρχισε η περίοδος των μυστικών συναυλιών στην ύπαιθρο. Το να πάς σε μια τέτοια συναυλία ήταν πολύ, πολύ μυστικοπαθές, δεν ήξερες που ήταν και σου έλεγαν να πάς σε ένα συγκεκριμένο σταθμό τρένου σε μια συγκεκριμένη ώρα και κάποιος θα σε συναντούσε στο σταθμό και θα σου έλεγε πιο τρένο να πάρεις και που να κατέβεις. Ποτέ δεν κατέβαινες στο σταθμό της πόλης που γινόταν η συναυλία, κατέβαινες στην προηγούμενη στάση και περπατούσες διασχίζοντας τους αγρούς. Οπότε, σε αυτές τις συναυλίες θα βρισκόσουν εκεί και κόσμος θα έφτανε από όλες τις κατευθύνσεις με τα πόδια, έχοντας οδηγίες να πάει σε διαφορετικά σημεία για να μπερδέψει την αστυνομία.»
Πρέπει να είχατε την αίσθηση ότι κάνατε τη διαφορά.
«Είχαμε ένα κοινό που πραγματικά εκτιμούσε αυτό που κάναμε και γνωρίζαμε ότι το κοινό έπαιρνε τόσο μεγάλο ρίσκο όσο παίρναμε και εμείς , επομένως ήμασταν όλοι μαζί σε αυτό. Πρέπει να πω, πάντως, ότι ήταν το είδος της διέγερσης που θα μπορούσε να μου λείπει και δεν νομίζω ότι ωφέλησε την μουσική! Αυτό που έκανε ήταν να εμπνεύσει πολλά άλλα συγκροτήματα να κάνουν το ίδιο πράγμα , οπότε τον καιρό που εξορίστηκα το 1976 και παρά την σύλληψη στο μεσοδιάστημα των Plastic People και άλλων μουσικών, υπήρχε αρκετά μεγάλη αντεργκράουντ σκηνή. Όλα συνεισφέρανε στην κατάρρευση της απόλυτης εξουσίας που είχε το κομμουνιστικό καθεστώς πάνω στην κουλτούρα.»
Το 1976, όπως λέει ο Πολ Γουίλσον, η κατάσταση είχε κλιμακωθεί με την σύλληψη αρκετών μελών του συγκροτήματος –ανάμεσά τους και ο Ιβάν Τζάιρους – ως προβοκάτορες κατά του καθεστώτος. Όταν ο θεατρικός συγγραφέας Βάκλαβ Χάβελ οργάνωσε μια εκστρατεία για την απελευθέρωση τους, τα θεμέλια για τη συνεχιζόμενη διαμαρτυρία αντιφρονούντων και του καταστατικού ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του Χάρτη 77 είχαν τοποθετηθεί.
Το νήμα αυτής της διαμαρτυρίας οδήγησε τελικά στην φυλάκιση του Χάβελ και πολλών άλλων. Οι εκτεταμένες διώξεις αντιφρονούντων οξύνθηκαν στις αρχές του ΄80 κάτω από την διαβόητη εκστρατεία Asanace, η οποία χρησιμοποιούσε, κρατικά επικυρωμένη, βία και εκφοβισμό για να εξαναγκάσει τους αντιπάλους του καθεστώτος να φύγουν από την χώρα. Αλλά, παρά την καταστολή, η εξέλιξη μέσα στο αντεργκράουντ κίνημα επικράτησε μέχρι την παραμονή της Βελούδινης Επανάστασης, και παραπέρα, όταν η κατάσταση είχε πιά αντιστραφεί: Ο Χαβέλ εξελίχθηκε απο θεατρικός συγγραφέας και ακτιβιστής ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε πρόεδρο. Και, τελικά, έφερε τους Πλάστικς μαζί του για να δώσουν παράσταση στο Κάστρο της Πράγας. Τα πράγματα είχαν κάνει τον κύκλο τους.
«Υπήρχαν πολλές συμβολικές στιγμές: το να παίξουμε στο Κάστρο ήταν μία απο αυτές, η εμφάνιση του Mίλαν Χλάβσα (κύριου τραγουδιστή) στο Λευκό Οίκο με τον Λού Ρίντ είναι άλλη μία, αρκετές περιοδείες σε όλη την Βόρεια Αμερική που κατά μια έννοια έκλειναν ένα κύκλο. Θυμάμαι όταν εμφανίστηκαν στο Τορόντο μερικά χρόνια πρίν και ολόκληρο το ρεπερτόριο που παίξανε σε αυτό το παλιό, διάσημο νυχτερινό κλάμπ, η μουσική που παίξανε ήταν όλη απ’ το πρώτο τους άλμπουμ, το οποίο πάντα αντιπροσώπευε – για εμένα – την πραγματική ταυτότητα του συγκροτήματος. Για εμένα το κλείσιμο του κύκλου ήταν οι συναυλίες που έγιναν την δεκαετία του ’90, όταν πήγαν πίσω στο αρχικό υλικό τους και το εκτέλεσαν μέσα σε απόλυτη ελευθερία αντί μέσα σε συνθήκες απόλυτης καταστολής.»
Πολύ πίσω στο 1984, ο Βάκλαβ Χάβελ είχε γράψει πως όλα τα αξιόλογα συγκροτήματα είχαν ακολούθήσει τον δρόμο που άνοιξαν οι «Plastic People of the Universe» και, κατά έναν όχι και τόσο μικρό τρόπο, συγκροτήματα όπως το «PPU» και άλλα, παρουσίαζαν μια εναλλακτική στην δουλοπρεπή υποστήριξη ενός ηθικά χρεωκοπημένου καθεστώτος. Πάνω απ’ όλα ήταν πρόθυμα να κάνουν θυσίες σε μια εποχή που οι περισσότεροι άνθρωποι στην Τσεχοσλοβακία δεν ήξεραν ούτε κάν ότι υπάρχουν .
Το οποίο μας φέρνει στην τελική αναφορά ενός αδελφού- συγκροτήματος των Πλάστικς που γεννήθηκε στις αρχές του ’80 το οποίο γνώρισε την δημοσιότητα τη στιγμή εκείνη που οι διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν στους δρόμους επιτέλους για να διαμαρτυρηθούν για το καθεστώς. Το συγκρότημα αυτό λεγόταν «Garaz» και η μουσική του, όπως και των Πλάστικς, εμπεριείχε μια «πάνκ αισθητική» με την οποία πολλοί νεαροί Τσέχοι μπορούσαν να συσχετιστούνε στα πρόθυρα της επερχόμενης ελευθερίας.
Το 1990 οι «Garaz» φτάσανε μέχρι τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, όπου και βρήκαν πολλούς ροκ φάνς πρόθυμους στο ν’ ακούσουνε μουσική απο το πρόσφατα απελευθερωμένο Ανατολικό Μπλόκ. Ο Ίβο Ποπισίλ, που έπαιζε μπάσο με τους «Garaz» – μας λέει την ιστορία τους…
«Το συγκρότημα Garaz σχηματίστηκε το φθινόπωρο του 1980. Δεν είχαμε απαγορευτεί αλλά δεν ήμασταν και ένα «επίσημο» συγκρότημα. Παίζαμε μόνο μια φορά το μήνα, έτσι ώστε οι μπάτσοι να μήν μας ενοχλούν. Παίζαμε οπουδήποτε μπορούσαμε, αλλά δεν παίζαμε σε ιδιωτικές η επίσημες εκδηλώσεις …Μετά τις αλλαγές κάποια από τα συγκροτήματα που παίζανε σε συναυλίες που είχαν την άδεια της Ένωσης της Σοσιαλιστικής Νεολαίας, όπως το «Lucie», έπρεπε να κρατάνε χαμηλούς τόνους για κάποιο διάστημα.»
«Το σημαντικότερο πράγμα εκείνο τον Νοέμβριο ήταν ότι οι φοιτητές βγήκαν σε απεργία και αποφάσισα να τους υποστηρίξω παίζοντας συναυλίες γι’ αυτούς, χωρίς να παίρνω χρήματα, φυσικά. Παίζαμε τρείς συναυλίες την ημέρα , πηγαίνοντας από τη μιά σχολή στην άλλη, και ανακαλύψαμε μετά από μερικές εβδομάδες ότι είχαμε κάνει αρκετούς φάνς. Και μας ξεπληρώσανε με το να μας υποστηρίζουνε και να αγοράζουνε τους δίσκους μας. Ήταν κάτι αυθόρμητο αλλά μερικές φορές όταν κάνεις κάτι θετικό φέρνει και σε σένα κάτι πίσω.»
“Υπήρξε ένα κύμα ενδιαφέροντος στο εξωτερικό για την Τσεχική μουσική, συμπεριλαμβανομένου και για ‘μάς. Πήγαμε στη Νέα Υόρκη και παίξαμε στο Σέντραλ Πάρκ και μας πήρε συνέντευξη το MTV, το οποίο με ξάφνιασε. Αυτό το ενδιαφέρον κράτησε δύο η τρία χρόνια πρίν σταδιακά μειωθεί. Δεν ήμασταν τόσο επαγγελματίες και δεν αδράξαμε την ευκαιρία να μείνουμε στη Νέα Υόρκη και να προσπαθήσουμε να κάνουμε καριέρα εκεί…Η μοίρα μας έφερε ολόκληρη αυτή την εμπειρία…κοιτώντας πίσω, τόσα χρόνια μετά, το βρίσκω κάπως μυστήριο.”