
O κόσμος ανακάλυψε τον Δημήτρη Μυστακίδη πριν 15 χρόνια με τα “Ρεμπετικα με κιθάρα”, όμως η καρριέρα του ξεκίναγε δίπλα στον Αγάθωνα στις αρχές δεκαετία του ‘90. Πολύ καλός δεξιοτέχνης της λαϊκής κιθάρας και με ψυχωμένη ερμηνεία παρουσίαζε μια άγνωστη πλευρά του ρεμπετικου, ενώ με την άλλη, χάρις σε δίσκους όπως “Ψιθυρίζοντας τα ρεμπέτικα” και “Εδώ και εκεί” έσπρωχνε το είδος σε ασυνήθιστους δρόμους. Με αφορμή την επετειακή συναυλία στην Τεχνόπολη στις 20 Ιουλίου 2021, του πήραμε μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης.
Συνέντευξη με τον Γιώργο Πισσαλίδη
Φωτογραφίες συνέντευξης: Σίμος Πορίχης
Κύριε Μυστακίδη, πότε ξεκίνησε να σας ενδιαφέρει η μουσική;
Πολύ μικρός, από το Δημοτικό. Τυχαία εντελώς προέκυψε αυτό.
Υπήρχαν ακούσματα στο σπίτι;
Ακούσματα υπήρχαν όχι από οργανοπαιξία, η μητέρα μου τραγουδούσε συνεχώς, άκουγαν στο σπίτι ρεμπέτικα, οπότε μεγάλωσα με αυτή τη μουσική. Η περιοχή που ζούσα ήταν μία εργατική συνοικία στη Θεσσαλονίκη, δυτικές συνοικίες.
Πού μεγαλώσατε;
Στον Εύοσμο. Ταβερνάκια του χειμώνα αλλά και τα καλοκαιρινά, αυτά τα εξοχικά οικογενειακά κέντρα που είχαν ορχήστρες τότε και μας πήγαινε ο πατέρας μου. Οπότε από εκεί είχα σκαλώσει, μου άρεσε αυτό που έβλεπα και όταν προέκυψαν οι ευκαιρίες, τότε με τους πολιτιστικούς συλλόγους τη δεκαετία του ‘80 που ήταν και η αναβίωση του ρεμπέτικου με το σήριαλ «Το Μινόρε της Αυγής», το «Ρεμπέτικο Συγκρότημα της Θεσσαλονίκης», την «Ρεμπέτικη Κομπανία της Αθήνας» που άρχισαν να βγαίνουν παραπάνω, κόλλησα, δεν ήθελα και πολύ.
Είχατε γνωρίσει τον Αγάθωνα;
Με τον Αγάθωνα δουλέψαμε πάρα πολλά χρόνια μαζί, τότε, βέβαια, ένας από τους πρώτους δίσκους που είχε πέσει στα χέρια μου και είχα σκαλώσει πολύ ήταν ένας δίσκος του Αγάθωνα, ο πρώτος του δίσκος με το «Ρεμπέτικο Συγκρότημα της Θεσσαλονίκης».
Τότε πώς βλέπατε τη ρεμπέτικη αναβίωση, εάν μπορούμε να την πούμε έτσι;
Δεν μπορούσα να καταλάβω τότε τι συνέβαινε, απλά αυτό που άκουγα μου άρεσε, με είχε συνεπάρει. Μου άρεσε πάντα αυτή η αρμονία που προκύπτει από διαφορετικούς ανθρώπους που κάθονται όλοι μαζί και κάνουν το ίδιο πράγμα, ο καθένας με διαφορετικό τρόπο και προκύπτει ένα καινούριο αποτέλεσμα. Δηλαδή αυτό το άθροισμα των τεχνικών και των ψυχών που βγάζουν ένα καινούριο πράγμα, αυτό με συνέπαιρνε πάντα.
Τα “Ρεμπέτικα με κιθάρα” πως προέκυψαν;
“Τα “Ρεμπέτικα με κιθάρα” έγιναν το 2006. Επαγγελματικά εγώ ήδη δούλευα από το ‘90 και στη δισκογραφία ήμουν πολύ πιο νωρίς. Τα ρεμπέτικα με κιθάρα προέκυψαν σαν ανάγκη, καταρχήν, λόγω της διδασκαλίας. Επειδή με είχαν καλέσει και είχα αρχίσει να διδάσκω λαϊκή κιθάρα στο τμήμα Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής, είχα ξεκινήσει και έκανα ηχογραφήσεις μόνο με κιθάρες γιατί ήθελα να δείχνω στους φοιτητές μου τους πολλαπλούς ρόλους που μπορεί να έχει μία κιθάρα μέσα σε μία ρεμπέτικη σύνθεση. Έτσι είχα αρχίσει και ηχογραφούσα τα κομμάτια και σε μία τυχαία κουβέντα στο Music Corner ανέφερα ότι έχω ηχογραφημένα τέτοια πράγματα και είχαν ενδιαφέρον για να το εκδώσουν και έτσι βγήκε ο δίσκος. Δεν ξεκίνησα δηλαδή τις ηχογραφήσεις με σκοπό να βγάλω δίσκο, προέκυψε στην πορεία.
Να υποθέσω ότι είχατε ακούσει και Γιώργο Κατσαρό, τότε που ερχόταν από την Αμερική καλεσμένος των “Χειμερινών Κολυμβητών” και είχε μια περίοδο καταλήξει κανονικό μέλος.
Βέβαια, είχα πάει και στις συναυλίες. Τον είχα δει και ζωντανά τον Κατσαρό στη Θεσσαλονίκη, αλλά είχα παίξει και σε ένα δίσκο του Αγάθωνα πριν από μερικά χρόνια, ένα διπλό αφιέρωμα που είχε κάνει στον Κώστα Σκαρβέλη, που εκεί συνειδητοποίησα το πόσο μεγάλη τεχνική κρύβεται πίσω από αυτό που ακούμε, και εκεί κόλλησα με την κιθάρα και άρχισα να ασχολούμαι πολύ εντατικά, και με τις τεχνικές της και με τους τρόπους και με όλα αυτά.
Είχατε κάνει επιλογή κομματιών; Γιατί από ό,τι είδα στους δίσκους σας έχετε μεγάλη αγάπη για το προπολεμικό ρεμπέτικο.
Είχα ξεκινήσει με το προπολεμικό γιατί ήταν ο Σκαρβέλης ο κεντρικός άξονας και οι τεχνικές της κιθάρας, και μετά σιγά-σιγά σε κάθε δουλειά μου πάντα υπήρχε μία χρονική περίοδος. Το «Εσπεράντο» ήταν το μεταπολεμικό, το “Amerika” ήταν το πρώιμο, οι πειραματισμοί ήταν στο «Ψιθυρίζοντας το ρεμπέτικο» που παίξαμε μαζί με τον Ευγένιο Βούλγαρη, κιθάρα μαζί με γιαϊλί ταμπούρ, δηλαδή ένα τελείως συγκερασμένο όργανο με ένα τελείως μη συγκερασμένο όργανο. Αλλά κάθε δίσκος είχε μία θεματική που είχε να κάνει με τις τεχνικές της λαϊκής κιθάρας. Μετά από τον πρώτο δίσκο, όλες οι υπόλοιπες δουλειές είχαν πολλαπλές στοχεύσεις, δεν ήταν μόνο η τεχνική, ήταν πάντα και ένα σχόλιο σε αυτά που συνέβαιναν.
Η πρώτη στόχευση ποια ήταν;
Στον πρώτο δίσκο ήταν η ανάδειξη της λαϊκής κιθάρας σαν όργανο, γιατί είχα συνειδητοποιήσει ότι δεν αντιλαμβάνονται, ούτε καν οι ίδιοι οι μουσικοί, τη σπουδαιότητα της λαϊκής κιθάρας σε μία ορχήστρα. Όλοι ήθελαν μία καλή λαϊκή κιθάρα δίπλα τους, όσοι έπαιζαν ρεμπέτικα, αλλά κανένας δεν ήξερε γιατί, τι συμβαίνει και θέλουμε μία καλή κιθάρα και ποια είναι τελικά μία καλή λαϊκή κιθάρα, πώς πρέπει να παίζει;
Βέβαια αυτό που έκανα εγώ με τις κιθάρες, δεν το έκανα εγώ πρώτη φορά, είχε συμβεί πάρα πολλές φορές στο παρελθόν, εγώ απλώς το επανέφερα γιατί είχε πολλές ηχογραφήσεις που παίζουν μόνο κιθάρες από την προπολεμική περίοδο ακόμα.
Όπως;
Ο Περιστέρης, ο Σκαρβέλης και ο Βαγγέλης Παπάζογλου είχαν πολλές ηχογραφήσεις που ήταν μόνο με κιθάρες. Αλλά εγώ αυτό που ήθελα να κάνω είναι ότι όταν έγινε η δεύτερη αναβίωση ήρθε ο φυσικός ήχος της μικρής ορχήστρας, γιατί στην πρώτη αναβίωση, τότε με το Μάρκο, το Ζαμπέτα κ.λπ., ήταν λίγο διαφορετική η αισθητική, ηλεκτρικός ήχος σχεδόν, μεγάλες ορχήστρες. Το ‘81 ήρθε η μικρή ορχήστρα και ο φυσικός ήχος, ήρθαν όλα, αλλά δεν ήρθε η τεχνική που είχε αναπτυχθεί ήδη, μέχρι το ‘37 ας πούμε με το Σκαρβέλη. Εγώ αυτό ήθελα να κάνω, να υπενθυμίσω μία τεχνική που είχε ξεχαστεί.
Πως προήλθε το “America”;
Το “Amerika” είναι εκεί που σου είπα ότι από ένα σημείο και μετά οι δίσκοι μου είχαν πολλαπλές στοχεύσεις. Πάντα έκανα και ένα σχόλιο δηλαδή, είτε κοινωνικό είτε πολιτικό.
Εκεί ήθελα αφενός να ασχοληθώ με την ιδιαίτερη τεχνική της τσιμπητής κιθάρας, που είναι μία τεχνική πολύ ιδιαίτερη για τη λαϊκή κιθάρα, και αφετέρου ήθελα να κάνω ένα σχόλιο σε σχέση με το μεταναστευτικό και το προσφυγικό που ζούσαμε εκείνη την περίοδο, ζώντας στην Ελλάδα και βλέποντας όλη την προσφυγική ροή και όλα αυτά, τον τρόπο που αντιμετώπιζαν οι Έλληνες τους πρόσφυγες, δηλαδή αυτούς που είχαν ανάγκη. Ήθελα να υπενθυμίσω την περίοδο που οι Έλληνες ήταν στην ίδια κατάσταση και έφευγαν σαν πρόσφυγες σε άλλες χώρες. Ήταν και τα δύο μαζί, δηλαδή προσπαθώ να συνδυάσω και το κιθαριστικό τεχνικό ενδιαφέρον και το κοινωνικό σχόλιο.
Πάντως στους δίσκους σας βλέπω να υπάρχει μία αγάπη για το προπολεμικό, δηλαδή όχι το “καθαρισμένο ρεμπέτικο”, αλλά για το καθαρό ρεμπετικο, το μαγκιόρικο, εάν μπορείς να το πεις έτσι.
Δεν νομίζω ότι έχει να κάνει με τη μαγκιά, έχει να κάνει με την αίσθηση, το προπολεμικό ρεμπέτικο είναι πιο κοντά σε εμένα, αυτό είναι που μου αρέσει πιο πολύ, αλλά δεν έχει να κάνει ούτε με τις θεματικές ούτε με τη μαγκιά.
Είναι ο ήχος;
Είναι ο ήχος, είναι η αίσθηση που βγάζουν τα κομμάτια, είναι ο τρόπος που τα έπαιξαν τα μαστόρια τότε, όλο αυτό το πράγμα.
Ήθελα να σας ρωτήσω τι σήμαινε για εσάς το ρεμπέτικο και το διαλέξατε ως το είδος που παίζεται.
Το ρεμπέτικο για εμένα είναι μία μουσική που ακούγοντάς την μπορείς να παρακολουθήσεις ιστορικά την εξέλιξη της κοινωνίας από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα μέχρι και τη δεκαετία του ‘60, περίπου εκεί το οριοθετώ. Σαν αίσθηση είναι κάτι που μου σκαλίζει τη ψυχή, δηλαδή είναι κάτι που με μερακλώνει, με κάνει να αισθάνομαι πράγματα, οπότε δεν θέλεις παραπάνω πράγματα από μία μουσική για να κολλήσεις, νομίζω ότι αυτά είναι τα κύρια.
Στο «Εσπεράντο» πάντως εκεί που ήσασταν μόνος, ξαφνικά ήσασταν με πολύ παρέα.
Ήθελα καταρχήν να ασχοληθώ με τη μεταπολεμική περίοδο, για να πάρουμε το τεχνικό κομμάτι, ήθελα να χρησιμοποιήσω στοιχεία των τεχνικών της λαϊκής κιθάρας με έναν καινούριο τρόπο, να κάνω μία πρόταση δηλαδή, στην ουσία, τεχνικά, αλλά κυρίως ήθελα με κάποιον τρόπο να προσελκύσω καινούριο κόσμο στις ζωντανές εμφανίσεις, γιατί υπήρχε ένα περιορισμένο κοινό στα ρεμπέτικα που ανακυκλωνόταν σε όλα τα παιξίματα.
Ήθελα να προσθέσω καινούριο κόσμο στο ακροατήριο και ο τρόπος που βρήκα για να το κάνω ήταν να προσκαλέσω ανθρώπους που είχα συνεργαστεί στο παρελθόν, που ήταν επώνυμοι τραγουδιστές και πάρα πολλοί γνωστοί, και θα μπορούσαν να λειτουργήσουν «δόλωμα» για να έρθουν καινούριοι ακροατές εδώ. Γιατί είμαι σίγουρος ότι όταν έρθεις έστω από μία καλή διασκευή και ακούσεις ένα τραγούδι, σίγουρα κάποια στιγμή θα γυρίσεις και θα ακούσεις την πρώτη εκτέλεση, δεν υπάρχει περίπτωση να μην το κάνεις αυτό. Εκ των υστέρων σου λέω ότι το πείραμα πέτυχε, ήρθε πάρα πολύς καινούριος κόσμος που πια έγινε κοινό και ακούει αυτή τη μουσική.
Εκείνο που μου αρέσει περισσότερο είναι το «Ψιθυρίζοντας το ρεμπέτικο». Πως σκεφθήκατε την συνεργασία γιαϊλί ταμπούρ και λαϊκής κιθάρας;
Με τον Ευγένιο Βούλγαρη είμαστε καταρχήν πολύ καλοί φίλοι, κουμπάροι, και παίζαμε πολύ εκείνη την περίοδο μαζί. Πρέπει να ξέρεις, γιατί αυτό δεν είναι πολύ γνωστό στον κόσμο, ότι υπάρχει μία «διαμάχη» ανάμεσα στην τροπικότητα του Μακάμ, του συστήματος της Ανατολής, και την τροπικότητα της «λαϊκής μουσικής». Κατά πόσο δηλαδή μπορούν να συνυπάρξουν όργανα συγκερασμένα με μη συγκερασμένα. Με τον Ευγένιο αποφασίσαμε να κάνουμε αυτό το δίσκο χρησιμοποιώντας τις ναυαρχίδες των δύο ειδών, δηλαδή το γιαϊλί ταμπούρ και την κιθάρα και νομίζω ότι αποδείξαμε ότι άμα θέλεις να παίξεις με κάποιον δεν υπάρχουν περιορισμοί, οι μόνοι περιορισμοί είναι οι θεωρητικοί, στην πράξη δεν υπάρχουν.
Πάντως είναι ένας ήχος που είναι ήχος μνήμης, της Κωνσταντινούπολης, και από την άλλη είναι η κιθάρα, αλλά ποτέ δεν είχε εξερευνηθεί αυτό το πάντρεμα νωρίτερα. Γιατί όμως;

Ο Δημήτρης Μυστακίδης και ο Ευγένιος Βούλγαρης
Εάν δεν έχει γίνει κάτι στη μουσική, δεν έχει γίνει γιατί δεν υπάρχει λόγος να γίνει, δηλαδή δεν προσφέρει κάτι. Αυτά είναι δικές μας ανησυχίες και δικοί μας προβληματισμοί που έχουμε τη δυνατότητα και τους εκφράζουμε με όποιον τρόπο θέλουμε εμείς. Τα όργανα είναι εργαλεία, τα χρησιμοποιούμε όπως θέλουμε εμείς και ευτυχώς μετά από εξέλιξη τόσο πολλών χρόνων έχουν πολλές δυνατότητες τα όργανα, το θέμα είναι εμείς πώς θα χρησιμοποιήσουμε τα εργαλεία για να αποδώσουμε ό,τι θέλουμε. Οπότε δεν υπάρχουν σε αυτό δογματισμοί, οι δογματισμοί είναι στα μυαλά κάποιων ανθρώπων που έτσι και αλλιώς δεν θέλουν να δουν παραπέρα, γιατί είναι βολεμένοι εκεί που είναι, δικαίωμά τους, μία χαρά για όλους.
Πολλοί λένε ότι το ρεμπέτικο πρέπει να παίζεται έτσι κι έτσι, και εσύ το έχεις πάρει από την λαϊκή κιθάρα και το έχεις φθάσει στο χιπ χόπ και στην τζαζ.
Θα σου απαντήσω με ένα στιχάκι του Αλέξανδρου Εμμανουηλίδη που θα είναι σε ένα τραγούδι που θα κάνω στον καινούριο μου δίσκο, που θα έχει καινούρια τραγούδια για πρώτη φορά. Λέει, “τα λάθη κάνουν άνθρωπο, τα πρέπει κάνουν σκλάβο” . Δεν υπάρχουν πρέπει. Είμαστε άνθρωποι για να κάνουμε λάθη και να δοκιμάζουμε, μόνο έτσι θα πάμε μπροστά, με τα πρέπει δεν γίνεται.
Εμένα πάντως μου άρεσε το άνοιγμα που κάνεις και σε αυτό το δίσκο και στο «Εδώ & Εκεί».
Χαίρομαι πάρα πολύ που το λες, γιατί αυτοί οι δίσκοι, ειδικά το «Εδώ & Εκεί» κατηγορήθηκε πάρα πολύ για πάρα πολλά πράγματα, όχι ότι με ενδιαφέρει.
Για ποιο πράγμα κατηγορήθηκε;
Ότι δεν φέρθηκα με σεβασμό στα τραγούδια τα πρωτότυπα. Οτιδήποτε κάνω το κάνω με σεβασμό, αυτό είναι εκ των ων ουκ άνευ, δεν το συζητώ. Τώρα, εάν αρέσει σε κάποιον ή δεν αρέσει, είναι ένα ζήτημα που είναι προσωπικό του καθενός, όχι ότι με απασχολεί η κακή κριτική, έτσι και αλλιώς όταν εκτίθεσαι είσαι ανοικτός και στην καλή και στην κακή κριτική, αλλά με ενοχλεί λίγο αυτός ο δογματισμός, όχι μόνο για τη μουσική, για την τέχνη μου ή για αυτό που κάνω, σαν κοινωνία με απασχολεί.
Για πες μου για αυτό.
Δηλαδή όταν σαν κοινωνία μένουμε κολλημένοι σε οτιδήποτε έχουμε παραλάβει χωρίς να έχουμε κριτική σκέψη επάνω σε αυτό, δεν μας βοηθά να εξελιχθούμε σαν κοινωνία, θα είμαστε περιορισμένοι σε ένα στενό πλαίσιο.
Το ρεμπέτικο από την εποχή που κυκλοφόρησε το βιβλίο “Ο Δρόμος για τα Ρεμπέτικα” είναι πολύ δημοφιλές έξω. Εσείς έχετε παίξει στο εξωτερικό για ξένα ακροατήρια;
Πάρα πολύ.
Πείτε μου εμπειρίες.
Συνεργαζόμουν με ένα γραφείο, γιατί το εξωτερικό είναι μία πολύ ιδιαίτερη περίπτωση, θέλει να έχεις ανθρώπους επαγγελματίες που να βοηθήσουν σε αυτό. Η Fishbowl που έβγαλε και το δίσκο το διπλό, που έστρεψε το βλέμμα της προς το εξωτερικό, το δούλεψε πάρα πολύ καλά και κάναμε τα δύο τελευταία χρόνια, ειδικά με το “Amerika”, πάρα πολλές συναυλίες στο εξωτερικό, σχεδόν σε όλη την Ευρώπη παίξαμε, αλλά και με το «Εσπεράντο» και με τα “Ρεμπέτικα με κιθάρες.” Αυτό είναι μία φάση που χρειάζεται πολύ καλούς επαγγελματίες, γιατί δυστυχώς στο εξωτερικό δεν έχουμε προβάλει πολύ καλά την πολιτιστική μας κληρονομιά, τη μουσική.
Ποια χώρα έχει την πιο μεγάλη αγάπη για το ρεμπέτικο;
Παντού έκανε πάρα πολύ καλή εντύπωση. Για το “Amerika” δεν συζητάμε, το “Amerika” επειδή είναι και μία ιστορία πολύ συγκεκριμένη, την οποία την έχουμε βιώσει όλοι οι λαοί της Ευρώπης, ο κάθε ένας με διαφορετικό τρόπο, και επειδή σε όποια χώρα πήγαινα έκανα και ένα μικρό video για το πώς αυτή η χώρα βίωσε τη μετανάστευση στην Αμερική, νομίζω ότι ήταν καθηλωτικός ο τρόπος που το αντιμετώπιζαν οι ακροατές, έκανε φοβερή εντύπωση. Ας πούμε στη WOMEX (το σημαντικότερο συνέδριο της έθνικ μουσικής) που το είχαν επιλέξει και παρουσιάσαμε εκεί τον δίσκο, βγήκαν πολλοί άνθρωποι και έκλαιγαν μετά την παράσταση, δηλαδή τους θύμισε πράγματα που είχαν ξεχάσει.
Οι Νορβηγοί ας πούμε, που ζουν τώρα μέσα στην ευμάρεια, όταν τους θύμισε ότι πριν από 50 χρόνια έστελναν στην Αμερική κόσμο και στόλο και γύρισαν σχεδόν όλοι τρελοί πίσω, γιατί δεν άντεξαν την πίεση, σοκαρίστηκαν. Ο κάθε λαός τη βίωσε διαφορετικά αυτή την ιστορία.
Τώρα τι ετοιμάζετε;
Αυτό το καλοκαίρι είναι επετειακό έτσι και αλλιώς. Είναι με αφορμή τον πρώτο δίσκο που βγήκε πριν από 15 χρόνια και με την επανέκδοση που έχει γίνει σε διπλό βινύλιο για πρώτη φορά από τη Fishbowl Music Tank και υπάρχει ο δίσκος, μπορεί να τον προμηθευτεί όποιος θέλει. Με αφορμή αυτό το γεγονός είπαμε ότι φέτος το καλοκαίρι θα κάνουμε αυτές τις συναυλίες που θα είναι αφιερωμένες στα 15 χρόνια από αυτή τη μεγάλη περίοδο της ζωής μου, και πολύ σημαντικής για εμένα. Για αυτό το καλοκαίρι, από το Σεπτέμβριο και μετά θα ξεκινήσουμε με έναν καινούριο δίσκο, όπως είπαμε, με καινούρια τραγούδια για πρώτη φορά. Τα εννέα είναι δικές μου συνθέσεις –και οι στίχοι και η μουσική– και τέσσερα είναι του Αλέξανδρου Εμμανουηλίδη.
Στο κλασικό στυλ;
Όχι, δεν έχουν καμία σχέση. Έχουν κρατήσει πράγματα από το ρεμπέτικο, εννοείται, δεν μπορεί να είναι αλλιώς και από τις τεχνικές της λαϊκής κιθάρας, αλλά έχουν γίνει καινούρια πράγματα.
Έκανα μία δουλειά με ανέκδοτα κομμάτια του Σταύρου Παντελίδη, ενός συνθέτη του ρεμπέτικου. Βρήκα, μέσω του εγγονού του, κάποιες παρτιτούρες με ανέκδοτα κομμάτια και τις ηχογράφησα, τα έκανα τραγούδια δηλαδή, τα οποία θα τα παρουσιάσω με μαθητές μου το Σεπτέμβριο σε ένα φεστιβάλ λαϊκής κιθάρας που ετοιμάζω επίσης, έγινε όλη αυτή η διαδικασία η οποία ήταν πάρα πολλές ώρες δουλειάς.
Επίσης θα εκδώσω ένα βιβλίο, τώρα με μία εταιρία, που έχω κάνει. Είναι ένα βιβλίο για την κατασκευή της λαϊκής κιθάρας που το έχουν γράψει ο Μάνος Τουρπάλης και ο Παναγιώτης Καϊάφας. Είναι ένα πάρα πολύ ωραίο βιβλίο που νομίζω ότι θα βοηθήσει πολύ κόσμο, γιατί με την άνθηση ενός ρεπερτορίου, ανθίζει και η οργανοποιία γύρω από αυτό. Πριν από 20 χρόνια υπήρχαν δύο κατασκευαστές που έκαναν λαϊκές κιθάρες και τώρα υπάρχουν 50. Υπάρχει εξέλιξη.
Η συναυλία στην Τεχνόπολη θα είναι μια κλασσική συναυλία η θα είναι πειραγμένα όλα τα κομμάτια που θα παίξεις όπως στο «Εδώ & Εκεί»;
Στην Τεχνόπολη επειδή είναι η κεντρική μας συναυλία, σκέψου ότι είναι τρεις ώρες περίπου η συναυλία, τις δύο ώρες θα παίξουμε κανονικά ρεμπέτικα με κιθάρες και η τρίτη ώρα θα είναι έκπληξη γενικώς.
Το ρεμπέτικο εν έτει 2021 τι σημαίνει;
Αυτό που σήμαινε πάντα. Το ρεμπέτικο είναι μία μουσική που είναι αφορμή για σκέψη, εκφράζει πράγματα που δυστυχώς ακόμα είναι επίκαιρα, μετανάστευση, κοινωνική πίεση, έμφυλη βία, πατριαρχία. Όλα αυτά τα πράγματα υπάρχουν μέσα στα ρεμπέτικα τραγούδια, φτάνει να θέλεις να τα δεις. Αυτή τη στιγμή βέβαια το ρεμπέτικο για εμένα είναι στην καλύτερή του φάση σε σχέση με το ακροατήριο. Δηλαδή το ακροατήριο που ακούει αυτή τη στιγμή ρεμπέτικα και ειδικά οι νέοι άνθρωποι είναι πιο συνειδητοποιημένοι από ποτέ σε σχέση με το τι ακούν και γιατί το ακούν.
Γιατί το ακούν;
Το ακούν γιατί τους εκφράζει, όπως είναι το hip-hop ας πούμε αυτή τη στιγμή. Είναι μουσικές που μπορούν να βοηθήσουν τους νέους ανθρώπους να εκφράσουν, να εκτονώσουν προσωπικά τους προβλήματα, προσωπικές τους ανησυχίες. Ακόμα και σήμερα τα εκφράζει, απλά είναι παλιό και έχει τη δύναμη μετά από 100 χρόνια από τη δημιουργία του να είναι επίκαιρο, αυτό είναι πολύ σημαντικό.
Ο Γιώργος Πισσαλίδης έχει υπάρξει συνεργάτης στα μουσικά περιοδικά “Ποπ & Ροκ”, “Jazz & Τζάζ”, “Δίφωνο” και την μουσική εφημερίδα “ΟΖ” Εχει υπάρξει έλληνας συνεργάτης της “βίβλου του έθνικ” Folk Roots/ fROOTS και του έθνικ οδηγού The Rough Guide On World Music. Εχει επιμεληθεί τις ελληνικές συλλογές The Rough Guide On Greek Music (World Music Network) και Resistencia: De Oriente Y De Occidente (Resistencia)