Σαν σήμερα στις 19 Σεπτεμβρίου 1819, ο Άγγλος Ρομαντικός ποιητής Τζων Κήτς εμπνευσμένος από την ομορφιά της εποχής που όλα αλλαζουν έγραψε το “To Autumn,” μια ωδή στην λαμπρότητα, την γενναιοδωρία και την μελαγχολία του φθινοπώρου.
Ως διαλογισμοί πάνω στην ένταση ανάμεσα στην υπερβατική φύση των ιδανικών και την σταθερότητα της αλλαγής στον φυσικό κόσμο, οι Ωδές του Κήτς θεωρούνται το μεγαλύτερο ποιητικό του επίτευγμα. Με την εξαίρεση του “To Autumn” (μεταφρασμένο στα ελληνικά ως “Ωδή στο Φθινόπωρο”) που γράφτηκε τον Σεπτέμβριο, οι “Ωδές” γράφηκαν ανάμεσα στον Μάρτιο και τον Ιούνιο του 1819. Κατά την διάρκεια μιας έντονης περιόδου θρήνου για τον θάνατο του αδελφού του, ενώ παράλληλα πάλευε με την δική του μοιραία ασθένεια, ο Κητς συνέχιζε να έχει μια παθιασμένη ερωτική σχέση με την Φάννυ Μπράουν με την οποία αργότερα αρραβωνιάσθηκε.
Γεννημένος στο Λονδίνο το 1795, ο Κήτς σπούδασε χειρουργική πριν αφιερωθεί στην ποίηση από το 1817 και μετά. Πέθανε από φυματίωση στις 23 Φεβρουαρίου 1821. Μόλις 25 χρονών, ο θάνατος έκοψε βιαστικά το νήμα της ζωής ενός μεγάλου ποιητή.
Ο Εγγλέζικος Ρομαντισμός χαρακτηριζόταν από από μια πιο προσεκτική παρατήρηση και περιγραφή του φυσικού κόσμου. Με το ενδιαφέρον τους για την σχέση ανάμεσα στους ανθρώπους και την Φύση, οι ποιητές Γουίλλιαμ Γουόρντσγουορθ, Σάμουελ Ταίηλορ Κλεριτζ και Τζων Κήτς άσκησαν φοβερή επίδραση στο κίνημα του Αμερικάνικου Υπερβατισμού (Ράλφ Γουάλντο Έμερσον και Χενρυ Ντέηβιντ Θόρω) και του κινήματος για την προστασία του περιβάλλοντος.
Tζων Κήτς: Ωδή στο Φθινόπωρο
Ω Εποχή από λεπτή ομίχλη κι ολόχρυσα κύματα καρπών!
Σταυραδέρφι του ζάπλουτου ήλιου, που ακόμη στη γη ξεφαντώνει,
Συνωμοτώντας μαζί του: πως θα γεμίσουν φωτιά τα σταφύλια
Πάνω στο κλήμα, που ξεπέρασε πια την αυρένια μας στέγη
Λυγίζοντας δεξιά την καλύβα με τα νιόκοπα κόκκινα μήλα.
Κανακεύοντας όλα τα φρούτα, τόσο που μέλι να γίνει η καρδιά τους.
Πως, σ’ ένα νεύμα, βαριανασαίνει η κολοκύθα ετοιμόγεννη,
Κι η φουντουκιά μεσ’ απ’ τα φλογισμένα σωθικά της
Σπιθοβολά μ’ απόγνωση. Τα τελευταία λουλούδια κυματίζουν
Μεσούρανα, κι οι ασυλλόγιστες μέλισσες σ’ ένα χορό τ’ ακολουθούν,
Θησαυρίζοντας κι άλλο, μ’ όνειρα του καλοκαιριού, που δες:
Χρυσάφι σύγκερο, τις κυψέλες τους πάλι ξεχείλισαν!
Α, ποιος δε σ’ έχει χαρεί, μέσα στα πλούτη της σοδειάς σου!
Κι είναι φορές -τι ευτυχία!- που όποιος θελήσει θα σε βρει
Αμέριμνη να ξαποσταίνεις μες στ’ αλώνια,
Μ’ έναν αγέρα λιχνιστή να τρέχει στα μαλλιά σου.
Ή εκεί στη μισοθερισμένην αυλακιά, βαθιά να κοιμάσαι,
Άξαφνα ζαλισμένη απ’ την αναθυμίαση της παπαρούνας,
Ενώ το δρεπάνι σου λυπάται να θερίσει κι άλλην αυλακιά,
Μαζί με τέτοια λουλουδιών πλημμύρα.
Κι άλλοτε πάλι, μοιάζεις σταχτομαζώχτρα, που ακροζυγιάζει
Το φορτωμένο της κεφάλι, καθώς αργά περνά μια ποταμιά.
Ή πλάι στο πατητήρι στέκεσαι, και μ’ ανυπόμονη ματιά
Ξαγρυπνάς, ώρες κι ώρες, το τελευταίο να στραγγίσει στράφυλο!
Πού είναι τα τραγούδια της Άνοιξης; Μα πού είναι τώρα;
Ω μην το συλλογιέσαι! Έχεις κι εσύ τη μουσική σου,
Όταν τ’ αμοίραστα σύννεφα δωρίζουν απαλότατο φως, στη μέρα
π’ αργοπεθαίνει,
Με ρόδινα βάφοντας χρώματα τις θερισμένες καλαμιές του κάμπου,
Κι ακούς μια πένθιμη μικρή χορωδία, τα κουνούπια, μες στις ιτιές
Του ποταμού να θρηνούν, κι έπειτα να πετούν ψηλά ή να σκορπίζονται
Όσο κι ο φωτεινός αγέρας έρχεται, χαμογελά ή αναίτια θυμώνει.
Δυνατά βελάσματα φτάνουν απ΄τα μεγαλωμένα αρνιά που ζύγωσαν
τους λόφους.
Τραγουδούν θαρρετά τα τριζόνια στους φράχτες. Και μ’ ανάλαφρο τρέμουλο,
Μέσ΄ απ΄ τους κήπους, το σφύριγμα αναβλύζει του κοκκινολαίμη.
Καθώς χαράζουν ψηλά τους ουρανούς σμήνη χελιδονιών τιτιβίζοντας.